Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
21
Οκτωβρίου τρέχοντος έτους, στις πέντε
το απόγευμα, ημέρα Παρασκευή, εκδήλωση
για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στον
προαύλιο χώρο του Ιερού Ναού των Αγίων
Αναργύρων στου Ψυρρή. Ο ουρανός αγωνιζόταν
να συγκρατηθεί και να μην επιτρέψει
στην φθινοπωρινή βροχούλα να διαλύσει
το εκκλησίασμα, παρόλα αυτά εκείνη έριξε
αγίασμα και έκανε αυλαία. Οι εφημέριοι
από τους γειτονικούς ναούς, ο πατήρ και
διδάκτωρ Θεολογίας Παντελεήμων
Τσορμπατζόγλου, των Αγίων Αναργύρων,
που μας καλωσόρισε και έκανε μια μικρή
εισαγωγή στον Παπαδιαμάντη, ο Διευθυντής
του Σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος
κ. Αλέξανδρος Κατσιάρας, ο εκπρόσωπος
Επικοινωνίας της ΔΕΗ κ. Ιωάννης
Αλεξόπουλος, ο εκπρόσωπος του Πολιτιστικού
Συλλόγου Παναθήναια, ο εκπρόσωπος του
Δήμου, τέλος, ο κόσμος που ήρθε με αγάπη
να συμβάλει στην προσπάθεια ανακαίνισης
του Κελιού του Παπαδιαμάντη (εκεί έζησε
πολλά χρόνια ο μεγάλος μας λογοτέχνης
και εκεί έγραψε ένα μεγάλο μέρος από τη
«Φόνισσα») και, τέλος, το προεξάρχον
μέρος αυτής της συνάθροισης, η χορωδία
της ΔΕΗ- ΔΕΔΔΥΕ, ήταν όλοι εκεί, στην
αυλή του Ναού, οποίος έγινε, όπως είναι
και ο ρόλος του, το σπίτι του Θεού που
συγκεντρώνει τα παιδιά του υπό την σκέπη
του.
Τα
μέλη της χορωδίας ήταν άψογα και στην
εμφάνιση και στην εκτέλεση του προγράμματός
της. Και το Πρόγραμμά της συνάδον με τον
τόπο. Παλιά Αθήνα, παλιά τραγούδια,
αποσπάσματα από οπερέτες. Είδος που,
σχεδόν, έχει ξεχαστεί αλλά και εξακολουθεί
να μας συγκινεί όταν ακουστεί, που μας
θυμίζει τη γιαγιά μας και μας φέρνει
θυμηδία το ανάλαφρο περιεχόμενο με
σκηνές από μια εποχή που χάθηκε. Υπό τη
Διεύθυνση και σοφή καθοδήγηση του Κωστή
Κωνσταντάρα η χορωδία ξεδίπλωσε τη
δυναμική της και οι κυρίες οι αποσπασμένες
από το σώμα της ανέδειξαν τα λυρικά τους
προσόντα, τραγουδώντας άριες από γνωστές
οπερέτες·
άλλη προκαλούσε -«Σφίξε με», άλλη
ανακοίνωνε τις προφητικές προγραμματικές
δηλώσεις της, «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
που θα καπνίζω και θα ψηφίζω», άλλη
πήγαινε ακόμα πιο πίσω στον «καιρό
εκείνο τον παλιό», άλλη σε άπταιστη
καθαρεύουσα και πληθυντικό αριθμό έκανε
ερωτική εξομολόγηση «Η καρδιά μου πονεί
για σας» και ακόμα τραγούδια ρομαντικά,
συναισθηματικά, κωμικά όπως η «Παπαρούνα»,
«Αχ! Κατερίνα», «Θα ξανάρθεις» και άλλα
γνωστά και αγαπημένα που ξύπνησαν τις
μνήμες της παλιάς αθηναϊκής γειτονιάς,
η οποία και σήμερα σφύζει από ζωντάνια.
Ανάμεσα
στα τραγούδια, σαν ιντερμέδια, διαβάζονταν
μικροκείμενα. Κάθε μέλος της χορωδίας,
πέρα από το τραγούδι του, είχε κι ένα
απόφθεγμα να ερμηνεύσει από το έργο
του μεγάλου μας διηγηματογράφου και τα
αποφθέγματα αυτά, αν και παλαιότερα των
εκατό ετών, εξακολουθούν να είναι
δυστυχώς επίκαιρα. Ο Παπαδιαμάντης που
η ποιητική γραφή του μας έδωσε ρόδινα
ακρογιάλια, Μοσχούλες και Ακριβούλες,
φώκιες και μοιρολόγια, μας έδωσε και
κριτικά και σατιρικά κείμενα, κείμενα
κοινωνικού προβληματισμού και ανησυχίας
για τον κόσμο και τις εξελίξεις. Πάντα
στο πλευρό του βασανισμένου ανθρώπου
στηλίτευε πολιτεία και πολιτικές,
καταδίκαζε τη φτώχεια και τα παρεπόμενά
της. Με μια γλώσσα κράμα αρχαίας
ελληνικής, καθαρεύουσας, λόγιας,
βυζαντινής, εκκλησιαστικής και δημοτικής,
διανθισμένη από λαϊκά και διαλεκτικά
στοιχεία, γοητεύει, κοροϊδεύει, στηλιτεύει
και ανάλογα με την περίσταση επιλέγει
τη φόρμα που του ταιριάζει, όπως για να
μιλήσει για το γενεαλογικό δέντρο της
πολιτικής κατά το «Αβραάμ
εγέννησε τον
Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε Ιακώβ, Ιακώβ
δε εγέννησε…»,
ήτοι: «Η
αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκεν
την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν.
Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η
αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η
ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η
αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου».
Ένα
άλλο απόφθεγμα ρίχνει φως πάνω στο έργο
της πλουτοκρατίας: «Η
πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο
μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής
Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν,
αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη
σώματα και ψυχάς». Οι
πολιτικοί και το σοφό πουλί της Αθηνάς:
«Και τι πταίει η γλαυξ,
η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι
πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα
έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της
Ελλάδος». Και η λαϊκή
σοφία, όπως προκύπτει από μίαν αγράμματη
«γραία», η οποία, με τη σύγχρονη γλώσσα,
φωτογραφίζει διαφόρους δημόσιους άνδρες
και διαλαλητές των Μ.Μ.Ε: «Καίτοι
αγράμματη, η γραία μ’ εδίδαξεν ότι εις
την ελληνικήν γλώσσαν, άλλως νοούμεν,
άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν».
Ο
Οδυσσέας Ελύτης γράφει:
«Στην Ελλάδα ένα ευαίσθητο παιδί
μεγαλωμένο πλάι στη θάλασσα έχει την
αίσθηση της ακοής τρισδιάστατη. Στη μια
πιάνει τους αγέρηδες και τον παφλασμό
των κυμάτων. στη
δεύτερη, την ελληνική λαλιά στην αρχική
της φθογγολογική υπόσταση.
στην τρίτη τον κόσμο
των νοημάτων, από της Ιωνίας τους καιρούς
και δώθε. Μια τέτοια ταυτόχρονη εγγραφή
προλαβαίνει, πριν από τη συνείδηση, ν’
αποτυπώσει περιοχές ολόκληρες, που
αργότερα … βλέπει κανείς να διαγράφονται
μπροστά του…». Κοντά σ’ αυτές τις τρεις
διαστάσεις ας προσθέσουμε και μια
τέταρτη, εκείνη με την οποία πιάνει τα
σκιρτήματα της ψυχής του απλού ανθρώπου.
Εν ολίγοις, ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης, είναι γνωστό σε όσους
δεν έχουν περιοριστεί στη γνώση την
προερχόμενη από τα διηγήματα του σχολικού
βιβλίου ότι ήταν άνθρωπος που παρακολουθούσε
τα κοινωνικά πράγματα. Στεκόταν με
συμπάθεια και κατανόηση στο πλάι των
απλών ανθρώπων του λαού συνέπασχε και
συνηγορούσε, εντοπίζοντας και την πηγή
πάντων των κακών, στην κακή πολιτική,
στην πλεονεξία και στους λαοπλάνους.
Με όπλο του την αγάπη προς τον συνάνθρωπο
πίστευε ότι μπορούσε να
αφοπλίσει την αγριότητα.
Έχουν
περάσει 115 χρόνια από τότε που «ο έρωτας
των γραμμάτων μας απόθεσε το φθαρμένο
του σκήνωμα και παρεστάθη, αυτός και η
ζωή του και το έργο του, ενώπιον του
Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου
– του μόνου που λογάριαζε την κρίση. Το
έργο του όμως είχε προκριθεί και
σφραγιστεί με τη σφραγίδα της δωρεάς
από την ημέρα της πραγματικής του
γέννησης: όταν βαφτιζόταν και το λάδι
σχημάτιζε στο νερό της κολυμπήθρας το
σημείο του Σταυρού» έγραψε ο Ν. Δ.
Τριανταφυλλόπουλος. Κι εμείς, εν έτει
2016, σταθήκαμε, καθήσαμε, τραγουδήσαμε
και νοσταλγήσαμε εκεί που εκείνος
πάτησε, περπάτησε και με την πένα του
άγιασε τα Γράμματά μας. Ευχόμαστε οι
μελωδίες της χορωδίας και τα τραγούδια
που ακούστηκαν στην αυλή των Αγίων
Αναργύρων, πλάι στο γήινο κελί του, να
έσπασαν το φράγμα του ήχου και έφτασαν
στο ουράνιο κελί του.