«Ἔχει μιὰ λύπη ἡ δέησή μας / ἀπὸ ἕναν παιδικὸ καιρὸ / ποὺ ξανάνθισε μιὰ τρυφερότητα νησιώτικης ἀκρογιαλιᾶς...» Ματθαῖος Μουντές
Στὸν Παναγιώτη τὸ Γιατρὸ ἑόρτιο φίλεμα γιὰ τὰ ὀνομαστήριά Του
Χαράζει τῆς Παναγιᾶς ἡ μέρα. Δεκαπενταύγουστο. Μὲ δροσερὸ ἀεράκι καὶ μοσχοβολιὲς λιαστῶν ἀμύγδαλων, ποὺ στρωμένα καρτεροῦν στὸ χαγιάτι τὸ στεγνωμά τους, ὕστερα ἀπὸ τὸ τίναγμα, τὸ κουβάλημα στὸ σπίτι καὶ τὸ ξεφλούδισμά τους. Μιὰ παράξενη μυρωδιὰ ἀπὸ ἐλαφριὰ ξινίλα, ἀνακατεμένη μὲ τὸ εὐωδιαστὸ ἄρωμα τοῦ βασιλικοῦ καὶ τοῦ δροσεροῦ γαρύφαλου, κυκλώνει τὸ σπίτι. Καὶ τὴ γειτονιά. Κι ἀπέναντι τὸ πέλαγο, ποὺ τὸ στολίζουν τὰ μικρὰ καὶ μὲ διαφορά σχήματα ζωγραφισμένα νησάκια στέλνει κι ἐκεῖνο τὴν ἀνασεμιά του: τὸ ζείδωρο ἀεράκι ποὺ μοσχοβολάει φρέσκια θάλασσα.