ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Με τη μεγαλειώδη
όπερα «Σικελικός Εσπερινός»του Τζουζέπε Βέρντι [1813-1901], γιορτάζουμε και
στην Ελλάδα τα 200 χρόνια από τη γέννηση
τού Ιταλού Συνθέτη, σε μία συμπαραγωγή τής Εθνικής Λυρικής Σκηνής και
του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Η πρεμιέρα
δόθηκε με μεγάλη επιτυχία στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», στις 24 Ιανουαρίου
του 2013.
Ο αδιαμφισβήτητος
και λατρεμένος τού ιταλικού ρομαντισμού Τζουζέπε Βέρντι, γεννήθηκε στο Λε
Ρόνκολε, χωριό κοντά στο Μπουσσέτο, Δουκάτο της Πάρμας και πέθανε στο Μιλάνο.
Στα 11 χρόνια του είναι ήδη οργανίστας στην εκκλησία τού Μπουσσέτο και στα 18
του, ο ευεργέτης του Αντόνιο Μπαρέτσι, με τη συγκατάθεση τού πατέρα του τον
στέλνει στο Μιλάνο να σπουδάσει. Δε γίνεται
δεκτός στο Κονσερβατουάρ ως «ανεπίδεκτος μαθήσεως!» και ο έφηβος Βέρντι παίρνει
ιδιαίτερα μαθήματα από τον επιφανή θεωρητικό και μαέστρο Vincenzo Lavigna. Ο
Βέρντι, στο Σικελικό Εσπερινό, εκφράζει το επαναστατικό πνεύμα της εποχής
του και με το μουσικό του λόγο ενισχύει την πίστη των συμπατριωτών του στον
απελευθερωτικό τους αγώνα από τον Αυστριακό ζυγό καθώς και τον πόθο τους για
επανένωση της διαμελισμένης πατρίδας τους. Με το συνθετικό δαιμόνιό του και με
την υψηλή αισθητική θεώρησή του, ο Βέρντι πετυχαίνει να συνταιριάσει το λαϊκό
με το ρομαντικό πνεύμα και με την υποδειγματική του πολιτική τοποθέτηση γίνεται
ο εκφραστής ενός ολόκληρου λαού. Τον αποκαλούν «Τυρταίο» τής επανάστασης και η
ιαχή «Viva Verdi» είχε διπλό συμβολισμό για τους επαναστατημένους. Η
ακροστιχίδα τού ονόματός του παρέπεμπε στο
Viva Vittorio Emanuelle Re D’ Italia.
Μετά την επιτυχία
τού «τριπτύχου» Ριγκολέτο, Τροβατόρε, Τραβιάτα,
η Γαλλική Κυβέρνηση παράγγειλε στον Βέρντι, το 1852, μία Grand Opera,
πεντάπρακτη Όπερα με Μπαλέτο, για να παιχτεί στην Αυτοκρατορική Ακαδημία
Μουσικής, κατά την έναρξη τής διεθνούς έκθεσης τού Παρισιού, το 1855. Ο συνθέτης,
39 ετών τότε, είχε στο ενεργητικό του 18 Όπερες και η 19η, o Σικελικός Εσπερινός, εκφράζει την
ωριμότητά του. Το Λιμπρέτο γράφτηκε στα Γαλλικά από τους Γάλλους λιμπρετίστες
Eugène Scribe και Charles Duveyrier και βασίζεται στο έργο τους «Ο Δούκας της
Άλμπα» γραμμένο το 1836. Πριν δε από τον Βέρντι το είχαν προτείνει στον Halevy και
στον Donizetti. Η όπερα πρωτοπαίχτηκε
στις 13 Ιουνίου του 1855 στο Παρίσι και ο Εκτώρ Μπερλιόζ, που το μνημειώδες
έργο του «Te Deum» παιζόταν στην εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου, έγραψε
στην «Εφημερίδα των Συζητήσεων» διθυραμβική κριτική. Ο «Γιος του Παλεστρίνα»,
όπως τον αποκαλούσαν, μέσα από τα Μεσαιωνικά δρώμενα υπαινίσσεται τους
πόθους των συμπατριωτών του, που πάλευαν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία
τους.
Η δημιουργία τού
μύθου τού Σικελικού Εσπερινού ξεκινά από τα ιστορικά γεγονότα που
διαδραματίστηκαν στις 31 Μαρτίου του 1282 μ.Χ., ημέρα τής εξέγερσης των Σικελών ενάντια στον Γάλλο
Βασιλιά Κάρολο τον Α΄, που, έχοντας την
παπική συναίνεση, κατέλαβε το Βασίλειο της Σικελίας και προετοίμασε εκστρατεία εναντίον
του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Κατά τον μύθο ήταν Δευτέρα
του Πάσχα. Ο κόσμος όλος είχε συγκεντρωθεί στην εκκλησία τού Αγίου Πνεύματος
στο Παλέρμο για τον Εσπερινό, όταν ξέσπασε η εξέγερση, που μεταδόθηκε δια μιας
σε ολόκληρο το νησί. Ακολούθησε μεγάλη σφαγή με θύματα 2.000 περίπου νεκρούς
Γάλλους κατοίκους της πόλης και ήταν η απαρχή του πολέμου του «Σικελικού
Εσπερινού», που κράτησε 20 χρόνια μέχρι το 1302.
Η ιστορία πάθους
και εκδίκησης, με ένα οπερετικό εύρημα που εκμεταλλεύεται άριστα ο συνθέτης, διαδραματίζεται
στην πλατεία τού Διοικητηρίου του Παλέρμο, όπου οι Γάλλοι στρατιώτες
γλεντοκοπούν, ενώ οι Σικελοί τους παρακολουθούν με μίσος και απέχθεια. Η
δούκισσα Έλενα πενθεί το νεκρό αδελφό της, δολοφονημένον από τους Γάλλους που
τον κρατούσαν όμηρο. Οι κατακτητές τής ζητούν να τραγουδήσει κι εκείνη τους
κάνει τη χάρη, προς έκπληξη των συμπατριωτών της, μόνο που το τραγούδι της
είναι μια γενναία παρότρυνση για αντίσταση και επανάσταση, τραγούδι εμψύχωσης
και ανάτασης για τους κατατρεγμένους. Οι ταραχές καταπνίγονται με την εμφάνιση
τού μισητού διοικητή τού νησιού Μονφόρτε, που έχει ανακαλύψει ότι ένας από τους
επαναστάτες, ο Αρρίγκο, είναι γιος του. Τον
παρακολουθεί να αναγγέλλει στην
αγαπημένη του Έλενα ότι τον απήλλαξαν από τις κατηγορίες της προδοσίας και
τότε, εμφανίζεται για να τον πληροφορήσει ότι εκείνος διέταξε την απαλλαγή
του, αμέσως δε τον ρωτά για την καταγωγή
του και του προσφέρει μια θέση στο Γαλλικό στρατό. Ο νέος αρνείται
περιφρονητικά και τρέχει να συναντήσει
την Έλενα. Στο μεταξύ φτάνει στις ακτές του Παλέρμο ο εξόριστος
επαναστάτης Πρότσιντα, για να ηγηθεί της εξέγερσης των Σικελών που έχει
σχεδιαστεί να γίνει το ίδιο βράδυ στη γιορτή των αρραβώνων. Ο Αρρίγκο
εξομολογείται τον έρωτά του στη Δούκισσα Έλενα και την απόφασή του να εκδικηθεί
το θάνατο του αδελφού της, όταν του φέρνουν μια πρόσκληση για το χορό που
παραθέτει ο Διοικητής. Εκείνος αρνείται προσβλητικά και αμέσως συλλαμβάνεται.
Στα αρραβωνιάσματα που ακολουθούν οι Γάλλοι αρπάζουν τις γυναίκες των Σικελών
και τα πνεύματα ανάβουν. Οι Σικελοί ζητούν εκδίκηση, ο Πρότσιντα τους καθησυχάζει και καταθέτει το
σχέδιό του να δολοφονήσουν τον Διοικητή κατά τη διάρκεια του χορού. Ο Μονφόρτε
μόνος στο γραφείο του διοικητηρίου
αγωνιά για το πώς θα αποκαλύψει
στο Αρρίγκο ότι είναι πατέρας του. Ο
νέος, σκεπτόμενος τις συνέπειες που θα έχει το απρόσμενο αυτό γεγονός στη σχέση
του με την Έλενα, τον απαρνείται
και φεύγει. Λίγο αργότερα μεταμφιεσμένοι
οι τρεις τους [Έλενα, Πρότσιντα, Αρρίγκο], φτάνουν στη μεγάλη αίθουσα του
διοικητηρίου για το χορό όπου βρίσκονται
οι καλεσμένοι. Με την άφιξη τού Μονφόρτε η γιορτή αρχίζει και ο Αρρίγκο
πληροφορείται το σχέδιο δολοφονίας του πατέρα του. Προσπαθεί να τον
προειδοποιήσει τη στιγμή που η Έλενα επιχειρεί να τον μαχαιρώσει. Οι συνωμότες
συλλαμβάνονται, ο Αρρίγκο αποκηρύσσεται ως προδότης από τους συντρόφους του,
ενώ ο πατέρας του επιζητεί την αγάπη του. Πηγαίνοντας στη φυλακή ο Αρρίγκο ελπίζει στη συγχώρεση της Έλενα όταν μάθει
την αλήθεια. Η ίδια τον κατανοεί αλλά ο Πρότσιντα αμφιβάλλει αν θα έρθει η πολυπόθητη απελευθέρωση της πατρίδας του. Ο Αρρίγκο
παρακαλεί τον πατέρα του να τους ελευθερώσει. Εκείνος δέχεται μόνον, αν τον
αποκαλέσει «πατέρα». Ο νέος διστάζει και οι κρατούμενοι προτιμούν να βαδίσουν
προς το θάνατο παρά να ταπεινωθούν. Ο Αρρίγκο, μη αντέχοντας το θέαμα τού
δημίου για την αγαπημένη του και τον επαναστάτη
σύντροφό του, φωνάζει τρεις φορές
«πατέρα, πατέρα, πατέρα». Αμέσως ο Μονφόρτε τους ελευθερώνει και ορίζει το γάμο του γιου
του με την Έλενα το ίδιο απόγευμα. Οι ετοιμασίες του
γάμου συνεχίζονται στο παρεκκλήσι του διοικητηρίου. Η νύφη
παίρνει τα άνθη που της προσφέρουν και μαθαίνει από τον Πρότσιντα ότι όταν
ηχήσουν οι καμπάνες του μυστηρίου θα ξεκινήσει η εξέγερση και η σφαγή των
Γάλλων στρατιωτών. Ο Μονφόρτε φτάνει με τη συνοδεία των ευγενών. Η νεαρή
νύφη προσπαθεί μάταια να σταματήσει την
τελετή. Ο Διοικητής ενώνει το ζευγάρι και δίδει εντολή να ηχήσουν οι καμπάνες.
Το παρεκκλήσι γεμίζει από οπλισμένους
επαναστάτες που ζητούν εκδίκηση.
Μετά τη μεγάλη
επιτυχία τού Φάουστ του Γκουνό, τον Ιανουάριο του 2012, ο Ρενάτο Τζανέλα, μέσα
σε ένα σκηνικό υψηλής καλαισθησίας του Αλεσάντρο Κάμερα, με μνήμες από τον Giorgio de Chirico,
αναμετριέται με την όπερα του Βέρντι Σικελικός Εσπερινός. Σε μια σκηνοθετική
γραμμή που πάει στο βάθος των ιστορικών
γεγονότων, φωτίζει την επανάσταση των Ιταλών ενάντια στον αυστριακό ζυγό και
υμνεί τις πανανθρώπινες αξίες της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας που κάθε καταπιεσμένος λαός
σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης
οφείλει και δικαιούται να απαιτήσει. Στο ίδιο ύφος και η θαυμάσια χορογραφία
του -άριστα ερμηνευμένη από τους χορευτές του- χρωματίζει το πικρό συναίσθημα
τής σκλαβιάς, υπογραμμίζοντας υπαινικτικά τα παρελθόντα και προσβλέποντας στα απαλλαγμένα
από «Σικελικούς Εσπερινούς», μελλούμενα! Σε υψηλό επίπεδο και οι ερμηνείες των
καλλιτεχνών. Ο Αμερικανός τενόρος Γκρέγκορυ Κούντε, με πλούσια δραματική φωνή
ερμήνευσε τον Αρρίγκο. Η Σοπράνο Τσέλια Κοστέα με φωνητική και θεατρική
δεξιότητα απέδωσε τη θρηνούσα και οργισμένη Δούκισσα αλλά και την ερωτευμένη
επαναστάτρια. Ο κορυφαίος βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς με τη στέρεη, σπάνια
φωνή του απέδωσε το ρόλου του μισητού διοικητή και του απελπισμένου πατέρα με
όλες τις φωνητικές και υποκριτικές του διαβαθμίσεις προκαλώντας το έντονο
χειροκρότημα του κοινού. Έμπειρος στις σκηνές του κόσμου, ο Δημήτρης Καβράκος,
ήταν μοναδικός στο ρόλο τού επαναστάτη και συγκλονιστικός στην άρια, που
εκφράζει την αγάπη του για την πατρίδα! Με το δραματικό του βάρος κίνησε τα
νήματα της όπερας ώς το τέλος και κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον τού κοινού. Οι
μικροί ρόλοι δεν υστέρησαν και κάθε καλλιτέχνης συνέβαλε τα μέγιστα στην
επιτυχία και άφησε στη μνήμη μας την εικόνα του, που ξεχώριζε μέσα από το
πλήθος.
Ο αρχιμουσικός
Μύρων Μιχαηλίδης και η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με το ξεκίνημα της
πλούσιας εισαγωγής έδειξαν την ποιότητα και τη δυναμική τους, που κρατήθηκε
υψηλή ώς το τέλος τής ερμηνεία τους και, συμπληρωμένη επάξια από την εξαιρετική
Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό την διεύθυνση τού Αγαθάγγελου
Γεωργακάτου, ανέδειξε τις λεπτές
αποχρώσεις τής Όπερας.