© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια: ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΜΥΡΟΥ ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (ΑΝΕΚΔΟΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ)

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 381-398]

ΟΛΙΓΑ ΚΑΤΑΤΟΠΙΣΤΙΚΑ ΠΕΡΙ ΑΓΙΟΥ ΜΥΡΟΥ

Τό Ἅγιο Μύρο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό ὁρατό καί ἁπτό στοιχεῖο μετάδοσης τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος καί ὡς ἐκ τούτου θεωρεῖται ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ γιά τήν ἀρτίωση τοῦ πνευματικοῦ ἐξοπλισμοῦ ἑνός νεοφώτιστου Χριστιανοῦ (1). Τούτη ἡ μετάδοση τῶν χαρισμάτων, κατά τούς πρωτοχριστιανικούς χρόνους, ἐπραγματοποιεῖτο διά τῆς «ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν» (2) στούς βαπτιζόμενους, ἀλλά -σύν τῷ χρόνῳ- κι ἐξαιτίας τῆς ραγδαίας αὔξησης τῶν Χριστιανῶν, ἀντικαταστάθηκε αὐτή ἡ ἐπίθεση τῶν χειρῶν μέ τήν διά τοῦ Ἁγίου Μύρου χρίση.

Τό Μύρο δέν εἶναι ἁπλό λάδι, ἄν καί καθαγιασμένο. Ἐμπεριέχει 57 εἴδη ἀρωματικῶν οὐσιῶν (3) καί παρασκευάζεται στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τήν περί αὐτόν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο, μαζί μ’ ἐκπροσώπους τῶν ἀνά τήν οἰκουμένη ὁμοδόξων. Τούτη ἡ κατά πάντα ἐπίσημη πράξη θεωρεῖται ὡς κορυφαία ἔκφραση τῆς Ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων καί συνάμα κοινῆς ἀναφορᾶς ὅλων πρός τό ἱερό Κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας (4). Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί μόνον ἀπό τό Φανάρι διανέμεται τό Μύρο πρός τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες γιά τίς ἀνάγκες τῶν βαπτιζόμενων. Πρέπει πάντως νά σημειωθεῖ, ὅτι, στήν πράξη, καθαγιασμός Μύρου πραγματοποιεῖται καί στά Πατριαρχεῖα Ρωσίας, Σερβίας καί Ρουμανίας γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἐπαρχιῶν τους.

Ἔχει ρυθμισθεῖ, ὁ καθαγιασμός νά συμβαίνει στήν Κωνσταντινούπολη περίπου κάθε δέκα χρόνια καί τό παρασκευαζόμενο Μύρο νά εἶναι τόσο, ὥστε νά καλύψει τίς διορθόδοξες ἀνάγκες. Σύμφωνα μέ ὅσα ἱστορικά στοιχεῖα ὑπάρχουν, Ἅγιο Μύρο παρασκευάστηκε: 1208 ἐπί Πατριαρχίας Μιχαήλ Δ΄ στή Νίκαια Βιθυνίας, 1705 ἐπί Πατριαρχίας Γαβριήλ Γ΄, 1759 ἐπί Πατριαρχίας Σεραφείμ Β΄, 1833 ἐπί Πατριαρχίας Κωνσταντίου Α΄, 1856 ἐπί Πατριαρχίας Κυρίλλου Ζ΄, 1865 ἐπί Πατριαρχίας Σωφρονίου Γ΄, 1879 ἐπί Πατριαρχίας Ἰωακείμ Γ΄, 1890 ἐπί Πατριαρχίας Διονυσίου Ε΄, 1903 καί 1912 ἐπί Πατριαρχίας Ἰωακείμ Γ΄, 1928 ἐπί Πατριαρχίας Βασιλείου Γ΄, 1939 ἐπί Πατριαρχίας Βενιαμίν, 1951 καί 1960 ἐπί Πατριαρχίας Ἀθηναγόρα, 1973 καί 1983 (5) ἐπί Πατριαρχίας Δημητρίου, 1992 (6) καί 2002 (7) ἐπί Πατριαρχίας Βαρθολομαίου.

Ἡ τελετή τῆς προετοιμασίας καί τοῦ καθαγιασμοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἰσχύουσα Πατριαρχική Τάξη, λαμβάνει χώραν ἀπό τήν Κυριακή τῶν Βαΐων μέχρι καί τήν Μεγάλη Πέμπτη τῆς προ-ορισμένης χρονιᾶς. Τόν Πατριάρχη καί τούς περί αὐτόν Ἀρχιερεῖς βοηθοῦν ἐνεργά εἰδικοί ἐπιστήμονες (χημικοί, φαρμακοποιοί), οἱ ὀνομαζόμενοι «Μυρεψοί», ἄνδρες καί γυναῖκες, μ’ ἐπικεφαλῆς τον «Ἄρχοντα Μυρεψό»
(8).


ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Στήν ἀνακοίνωσή μας ἐντοπίζουμε τό ἐνδιαφέρον μας στό Ἅγιο Μύρο, τό ὁποῖο παρασκευάστηκε τό 1833 ἐπί Πατριαρχίας Κωνσταντίου Α΄. Σ’ αὐτό ἀφοροῦν ὅλες οἱ πρωτοδημοσιευόμενες ἐδῶ Ἐπιστολές.
Οἱ Ἐπιστολές αὐτές προέρχονται ἀπό τό «Βιβλίον Γραμμάτων...» ἀπό τῆς Ἀρχιερατείας Διονυσίου Δελάζαρη (9) ἕως τό ἔτος 1842 τῆς Ἀρχιερατείας Νικολάου Κοκκίνη (10), τό ὁποῖο φυλάσσεται στό Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου.

1

Στήν πρώτη Ἐπιστολή, τήν ὁποίαν ἀποστέλλει ὁ Μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος Δελάζαρης πρός τόν Ὕπαρχο Γεώργιο Δε Ρώσση (11) στίς 28 Ἰουνίου 1835, πληροφορεῖ τήν ἐξουσία ὡς Ἔξαρχος (12) τῆς Ἰόνιας Ἐκκλησίας, ὅτι δύο Ἀρχιερεῖς τῆς Ἁγίας Μαύρας (Λευκάδος) καί τῶν Κυθήρων στεροῦνται Ἁγίου Μύρου γιά τίς Ἐπαρχίες τους, ἔτσι πού νά μήν γνωρίζουν πῶς νά τελοῦν τό δεύτερο τῶν Μυστηρίων, αὐτό τοῦ Χρίσματος. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν δική του Ἐπαρχία, ἐννοεῖ τή Ζάκυνθο. Τόν παρακάλεσαν νά κάμει κάτι.
Ἀκολούθως μνημονεύει, ὅτι τό ἄρθρο 22 τοῦ Νομοθετικοῦ Σώματος ἐμποδίζει τους Ἰόνιους Ἀρχιερεῖς νά ἔχουν ἀπευθείας ἀλληλογραφία μέ τήν Μεγάλη Ἐκκλησία, εἰ μή μόνον μέσω τῆς Βουλῆς. Ἔτσι, παρότι ἀπό το Πατριαρχεῖο παρέχεται «ἀφθόνως τό πνευματικόν τοῦτο δῶρον» δέν δύναται ὁ ἴδιος νά ἔχει παρρησία ἐκεῖ.
Στή συνέχεια γνωρίζει στήν «σεβαστή» Βουλή, ὅτι τό Ἅγιο Μύρο εἶναι «ἀφεύκτως ἀναγκαῖον» στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ δέ ἔλλειψή του δηλοῖ, ὅτι τό Βάπτισμα μένει ἀτελές, δίχως τήν σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἀγίου Πνεύματος.
Ἀποτείνεται λοιπόν πρός τή «νουνεχῆ» καί «θεοσεβεστάτην» Διοίκηση, ὥστε νά διορθώσει τό πράγμα κατά τούς ἑξῆς δύο τρόπους, τούς ὁποίους στοχάζεται:
α) Ἐάν ἀκολουθηθεῖ ἡ ἀρχαία συνήθεια τῆς διά τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἀπόκτησης, νά βρεθεῖ τρόπος νά γράψει στόν Πατριάρχη.
β) Ἐάν τοῦτο δέν ἀρέσει, γνωστοποιεῖ, ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες παρέχουν τό δικαίωμα παρασκευῆς Μύρου σέ ὅλους τους Ὀρθόδοξους Ἀρχιερεῖς, ὅπως πάντως ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία. Μπορεῖ νά γίνει σύναξη τῶν Ἀρχιερέων τοῦ Κράτους (τῶν Ἑπτανησίων) ὅπου ἡ Διοίκηση ὁρίσει καί νά πράξουν τά καθιερωμένα, οὕτως ὥστε «ἀμισθί» ν’ ἀποκτήσουν αὐτάρκεια Μύρου οἱ Ὀρθόδοξοι τῶν Ἐπαρχιῶν.
Παρακαλεῖ τέλος τόν Ἐκλαμπρότατο Δε Ρώσση, νά εἰδοποιήσει τήν Βουλή τό συντομότερο, λόγω τοῦ ἐπείγοντος τοῦ προβλήματος.

2

Φαίνεται, ὅτι ἡ Βουλή ἀποδέχτηκε νά ἐπικοινωνήσει ἐπιστολικῶς ὁ Δελάζαρης μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κι ἕνα μήνα ἀργότερα, στίς 29 Ἰουλίου 1835, «ὁ ταπεινός Μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος Ἔξαρχος», ὅπως χαρακτηριστικά αὐτοαποκαλεῖται, ἀπευθύνεται στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο Β΄, τόν ἀποκαλούμενο Ἄσοφο
(13).
Ἀφοῦ χρησιμοποιεῖ μεγαλυνάρια προσφωνήσεων (τόν ὀνομάζει σοφότατο, αυθέντη, θειότατο, θεοχαρίτωτο καί ἄλλα), μαζί μ’ εὐχές γιά τήν ὑγεία του, κατά πρῶτον ἐπικαλεῖται τό σέβας τῆς «Σεβαστῆς Βουλῆς τοῦ Ἑνωμένου τούτου κράτους» πρός τόν «Ἀρχηγόν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν», ἡ ὁποία μάλιστα ἐπιθυμεῖ νά τηροῦνται
«ἀπαράτρεπτα τά κανονικά δίκαια τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Ἀμέσως μετά μπαίνει στήν οὐσία καί διηγεῖται τά τῆς ἐλλείψεως Ἁγίου Μύρου στά Ἑπτάνησα, κυρίως ὅμως στήν Ἁγία Μαύρα καί στά Κύθηρα.
Στή συνέχεια προφθάνει τήν ἀπορία τοῦ Πατριάρχου, γιατί ὁ ἴδιος γράφει ἐκ μέρους ὅλων τῶν Ἐπαρχιῶν. Τοῦ γνωρίζει λοιπόν, ὅτι «ἐθέσπισε τό ἰονικόν τοῦτο κράτος», ἕνας ἀπό τούς ἑπτά Ἀρχιερεῖς νά εἶναι Ἔξαρχος τῆς Διοίκησης και νά εἰδοποιεῖ τήν Βουλή περί τῶν πνευματικῶν ὑποθέσεων τῆς Ἰόνιας Ἐκκλησίας. Καί ἡ ἔλλειψη Μύρου εἶναι πνευματικό χρέος. Τυγχάνοντας λοιπόν ὁ Ζακύνθου Ἔξαρχος τῆς πενταετίας ἐκείνης, ὡς ἐκ τούτου γράφει ἐκεῖνος πρός τόν Παναγιώτατο.
Κλείνει τήν ἐπιστολή, ἀπευθύνοντας θερμή ἔκκληση, νά τούς προμηθεύσει τάχιστα τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Μύρου, ὥστε νά μήν πεθαίνουν τά βρέφη τῶν Ὀρθοδόξων δίχως τήν ἁγιοπνευματική σφραγίδα.

3

Ἀπό τήν ἀμέσως ἑπόμενη Ἐπιστολή Δελάζαρη πρός τόν Δε Ρώσση, τήν ὁποίαν γράφει τήν ἄλλην ἀκριβῶς ἡμέρα (ἤτοι, τήν 30ή Ἰουλίου 1835) πληροφορούμαστε, ὅτι πράγματι, μ’ ἔγγραφό του ὁ Δε Ρώσσης εἶχε ἐπιτρέψει στόν Μητροπολίτη ν’ ἀλληλογραφήσει μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη περί τῆς προμήθειας του Ἁγίου Μύρου.
Τό σύντομο ἐτοῦτο γράμμα ἔχει τήν ἔννοια τοῦ διαβιβαστικοῦ. Δηλαδή παρακαλεῖ τόν Ὕπαρχο νά διαβιβασθεῖ μέσω τῆς Βουλῆς στόν Πατριαρχικό Θρόνο ἡ παραπάνω ἐπιστολή - ἔκκλησή του πρός τόν Πατριάρχη.

4

Ἀπό τό ἐδῶ παρουσιαζόμενο 4ο Γράμμα, λαμβάνουμε τήν εἴδηση, ὅτι «ταχέως» ἔγιναν οἱ ἀπαιτούμενες ἐνέργειες τῆς Βουλῆς πρός τό Πατριαρχεῖο κι ἔλαβε ἡ Ἰόνια Ἐκκλησία τό χρειαζούμενο Ἅγιο Μύρο.
Τά χρόνια περνοῦν καί βρισκόμαστε πλέον στά 1839. Ὁ Δελάζαρης ἔχει πεθάνει ἀπό τόν Φεβρουάριο τοῦ 1838, οἱ δέ διεργασίες πού ἀκολούθησαν ἀνέδειξαν Μητροπολίτη Ζακύνθου τόν ἐξέχοντα ἐντόπιο ἱερωμένο καί μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Νικογεώργιο Κοκκίνη, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε στόν τρίτο βαθμό τῆς Ἱεροσύνης στίς 29 Ἰουλίου / 10 Αὐγούστου 1838, μετονομαζόμενος σέ «Νικόλαο».
Σέ ἄλλη περίπτωση ἔχουμε ἀνακοινώσει στιγμές τῆς ποιμαντικῆς του εὐαισθησίας καί προσπάθειας ὡς προεστῶτος τῆς Ἐκκλησίας τῆς γενέτειράς του
(14).
Ἀνάμεσα στ’ ἄλλα, ἔρχεται ν’ ἀντιμετωπίσει καί τή νεότερη ἔλλειψη Ἁγίου Μύρου τῶν ἡμερῶν του γιά τήν Μητρόπολή του.
Πρός τοῦτο γράφει στίς 30 Μαΐου 1839 πρός τόν τότε Ἔξαρχο, Πανιερώτατο Μητροπολίτη Λευκάδος Εὐγένιο
(15).
Τά βρέφη πού βαπτίζονται κινδυνεύουν νά μή λάβουν τήν πνευματική σφραγίδα καί τήν δωρεά του Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 14 της 31ης Πράξεως τῆς Β΄ Γερουσίας, ὑποβάλλει στόν Ἔξαρχο τό πρόβλημά του.
Ἐδῶ μνημονεύει τό 22ο ἄρθρο τῆς παραπάνω Πράξεως, διά τῆς ὁποίας δέν δικαιοῦνται ν’ ἀλληλογραφοῦν ἀπευθείας οἱ Ἑπτανήσιοι Ἀρχιερεῖς μέ «ξένας ἐκκλησίας», ἀλλά μόνον διά τῆς Διοικήσεως. Δεδομένου λοιπόν ὅτι τό Ἅγιο Μύρο διανέμεται ἀνά τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, εἶναι χρεία νά γίνουν οἱ ἀπαραίτητες ἐνέργειες πρός τήν Βουλή ἀπό τόν τωρινό Ἔξαρχο, ὅπως ἁρμοδίως εἶχε πράξει καί ὁ Δελάζαρης. Καί τότε εἶχαν ἔλλειψη Μύρου, ἀλλά ὁ προκάτοχός του -ὡς Ἔξαρχος- ἔγραψε πρός τόν Πατριάρχη μέσω τῆς Διοικήσεως καί τό αἴτημα ἐντέλει δικαιώθηκε!
Τούτου δεδομένου, ὁ Νικόλαος καλεῖ τόν Ἔξαρχο Εὐγένιο νά πράξει σύμφωνα μέ την ἁρμοδιότητά του τό ταχύτερον, ὥστε νά ἡσυχάσει ἡ συνείδησή του, ἀφοῦ «ἀκαταπαύστως» ἀγανακτεῖ ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης.

5

Βρισκόμαστε στίς 15 Νοεμβρίου 1839 καί ὁ Μητροπολίτης Ζακύνθου Νικόλαος Κοκκίνης γράφει στόν (ἀκόμη Ἔξαρχο) Μητροπολίτη Λευκάδος Εὐγένιο.
Ἀπό ἐδῶ πληροφορούμαστε, ὅτι ὁ Ζακύνθου ἔλαβε ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἐπιστολή ἀπό 14ης Ὀκτωβρίου, διά τῆς ὁποίας πληροφορεῖται ὅτι τό Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε στόν ἴδιον, μέ τό πλοῖο τοῦ Γαλάτη, τρία ἀγγεῖα γεμάτα μέ Ἅγιο Μύρο, ὥστε νά κρατήσει ὅσο χρειάζεται γιά τή Ζάκυνθο καί νά προωθήσει τό ὑπόλοιπο στόν Λευκάδος.
Τό πλοῖο ὅμως, προσεγγίζοντας στή Ζάκυνθο, οὐδεμία ἔκαμε ἀποβίβαση ἤ ἐκφόρτωση καί ἀναχώρησε πρός Ἁγία Μαύρα. Ὡς ἐκ τούτου παρακαλεῖ τόν Εὐγένιο νά δεχθεῖ τά τρία ἀγγεῖα ἀπό τόν πλοίαρχο Παναγῆ Γαλάτη (16), νά κρατήσει τά δύο καί νά τοῦ ἀποστείλει τό τρίτο, ὅσο γίνεται γρηγορότερα.
Προσθέτει, ὅτι μέσω ἑνός πραγματευτῆ στή Ζάκυνθο, ἔμαθε ἀπό ἄλλη πατριαρχική ἐπιστολή, ὅτι ὁ Παναγιότατος δέν ζητᾶ πληρωμή (17) γιά τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Μύρου, ἀλλά εἶναι χρεία νά σταλοῦν «διά ὠφέλειαν τῆς φαμελίας» (μᾶλλον ἐννοεῖται, ἡ Πατριαρχική Αὐλή και ἐν γένει οἱ Φαναριῶτες) δώδεκα δίστυλα. Σημειώνει, ὅτι ὁ ἴδιος ἔστειλε τό ἀναλογοῦν ποσόν. Τό αὐτό νά φροντίσει νά κάμει καί ὁ Λευκάδος κατ’ ἀναλογίαν.

6

Τά τρία ἀγγεῖα τοῦ Μύρου φαίνεται, ὅτι δέν ἔφθασαν ποτέ στήν Λευκάδα μέ τό πλοῖο τοῦ Παναγῆ Γαλάτη. Τοῦτο ἀντλοῦμε ὡς πληροφορία ἀπό τήν ἑπόμενη Ἐπιστολή, τήν ὁποίαν ὁ Νικόλαος ἀποστέλλει πρός τόν Ἔξαρχο Εὐγένιο, στίς 30 Ἰανουαρίου 1840.
Τά μυροδόχα ἀγγεῖα λαμβάνει ἐπιτέλους πρίν λίγες μέρες ὁ Κοκκίνης, προερχόμενα ἀπό τήν Κέρκυρα. Θυμίζουμε παρενθετικά ἐμεῖς, ὅτι ἔχουν ἤδη διαρρεύσει τρεῖς ὁλόκληροι μῆνες, ἀφ’ ὅτου ἔφυγαν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη.
Τώρα πράττει ὁ Ζακύνθου, ὅ,τι εἶχε προαναφέρει στήν παραπάνω Ἐπιστολή του. Δηλαδή, κρατᾶ τό ἕνα ἀγγεῖο γιά χρήση τῆς ἐπαρχίας του καί ἀποστέλλει τά ἄλλα δύο στόν Μητροπολίτη Λευκάδος γιά νά διανείμει Μύρο, ὅπου ὑπάρχει ἔλλειψη. Σημειώνει ἐπίσης, ὅτι, ἐκτός ἀπό τά δώδεκα δίστυλα, τά ὁποῖα ἀνέφερε στήν προηγούμενη ἀποστολή «ὡς δῶρον τῆς πατριαρχικῆς φαμελίας», πρέπει να προσθέσει «δίστυλον ἕν καί πέντε εἴκοσι διά τόν ναῦλον». Καί ὅλ’ αὐτά κατ’ ἀναλογίαν τῆς ληφθείσης ποσότητας Μύρου.



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (18)

1 (19)

Ἐκλαμπρότατε Ὕπαρχε.
Τῇ 28: Ἰουνίου 1835: ΕΠ.

Οἱ δύω Ἀρχιερεῖς, ὅτε Ἁγίας Μαύρας καί Κυθήρων, δι' ἐγγράφων ἐπιστολῶν εἰδοποίησάν με, ὅτι στεροῦνται αἱ ἐπαρχίαι των τοῦ Ἁγίου μύρου, καί δέν γνωρίζουσι τίνι τρόπω νά βαπτίζωνται τά βρέφη ἐλλείποντος τοῦ χρίσματος ὅπερ ἐστί τό δεύτερον τῶν ἱερῶν μυστηρίων, παρακαλοῦντες με νά προβλέψω ὡς ἔξαρχος νά ἀπολαύσωσιν / ἅγιον μύρον, ἐκ τοῦ ὁποίου ὑστερεῖται καί ἡ ἡμετέρα Ἐπαρχία, πρός θεραπείαν καί ἀπαλλαγήν τόσων δεινῶν ἀποτελεσμάτων.

Ἀλλ' ἐπειδή κατά τό ἄρθρον 22: τῆς πράξεως τοῦ Εὐγενεστάτου Νομοθετικοῦ σώματος 3: Μαΐου 1825: ἀριθμός λα΄: ἐμποδίζεται εἰς τούς Ἀρχιερεῖς τῶν Νήσων ἡ ἄμεσος ἀνταπόκρισις μέ ἄλλην ἐξωτερικήν ἐξουσίαν εἰ μή διά μέσου τῆς Σεβαστῆς Βουλῆς, οὐ δύναμαι κατ' εὐθείαν παῤῥησιάσαι τήν ἔλλειψιν ταύτην τοῦ μύρου εἰς τήν μεγάλην Ἐκκλησίαν ἥτις παρέχει ἀφθόνως τό Πνευματικόν τοῦτο δῶρον εἰς ὅλον σχεδόν τῶν ὀρθοδόξων πολίτευμα.

Κρίνω λοιπόν χρέος μου ἀπαραίτητον, νά καθυποβάλω εἰς τήν γνώρισιν τῆς σεβαστῆς Βουλῆς, ὅτι τό ἅγιον μύρον εἶναι ἀφεύκτως ἀναγκαῖον εἰς τήν ὀρθόδοξον ἡμῶν Ἐκκλησίαν, καί χωρίς τό ὁποῖον τό μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος μένει ἀτελές, ἐλλειπούσης τῆς σφραγίδος τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ νουνεχής ὅμως καί θεοσεβεστάτη ἡμῶν Διοίκησις, γνωρίζουσα τήν χρείαν ἥν ὑποφέρει ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία στερουμένη τοῦ πνευματικοῦ τούτου χαρίσματος, καί τόσον ἐπιζήμιος εἶναι εἰς τούς ὀρθοδόξους ἡ τούτου στέρησις, ἠμπορεῖ νά διορθώσῃ τό πρᾶγμα κατά δύω τρόπους ὡς ἐγώ στοχάζομαι.

α: Ἐάν στοχασθῇ, κατά τήν ἀρχαίαν συνήθειαν, νά λάβωσι μύρον τοῦται αἱ Ἐπαρχίαι ἀπό τήν μεγάλην Ἐκκλησίαν, νά διωρίσῃ τρόπον μέ τόν ὁποῖον πρέπει νά γράψω πρός τήν αὐτοῦ Παναγιότητα, καί νά ζητήσω ἐξ αὐτῆς τό πνευματικόν τοῦτο δῶρον.

β: Ἐάν δέν φανῇ ἀρεστόν εἰς τήν αὐτῆς διάνοιαν νά προμυθευθῶμεν μύρον ἀπό τήν μεγάλην Ἐκκλησίαν, εἶναι ἄδεια ἀπό τούς Ἱερούς τῆς Ἐκκλησίας κανόνας, εἰς ὅλους τούς ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς νά κατασκευάζωσι μύρον μέ τούς τρόπους καί τάξεις ὁποῦ ἡ Ἐκκλησία διατάττει. Καί τούτου ἕνεκα ἠμπορεῖ νά συναχθῶσιν ὅλοι οἱ Ἀρχιερεῖς τοῦ κράτους τούτου εἰς ἐκεῖνον τόν τόπον ὅπου ἡ Διοίκησις διορίσῃ, νά ἐκτελέσωσι διά τῆς ὀφειλομένης τάξεως καί ἱερᾶς ἀκολουθίας τήν κατασκευήν τοῦ μύρου, καί ἐξ αὐτῶν νά διανεμηθῇ ἀμισθί εἰς ὅλας τάς Ἐπαρχίας των, καί νά ἀναπαυθῶσιν οἱ Ὀρθόδοξοι δι' ἔτη πλεῖστα ἔχοντες πρός αὐτάρκειαν τό πνευματικόν τοῦτο δῶρον. /

Παρακαλῶ λοιπόν τήν ὑμετέραν Ἐκλαμπρότητα, νά ὑποτάξῃ ταύτην μου τήν εἰδοποίησιν εἰς τάς σκέψεις τῆς Ἐκλαμπροτάτης Βουλῆς, διά νά διατάξῃ ὅσον τάχιστα εἴ τι κρίνῃ εὔλογον εἰς ὅσον εἰδοποιεῖται, ἐπειδή ἡ ὑπόθεσις εἶναι πολλά ἀναγκαία, καί περιμένει ταχείαν τήν ἐκτέλεσιν. Καί οὕτω μέ τό πλέον βαθύτατον σέβας μένω ὡς ὑποσημειοῦμαι.

Τῆς ὑμετέρας Ἐκλαμπρότητος
Διάπυρος εὐχέτης ἐν Χριστῷ
ὁ ὑπογεγραμμένος Διονύσιος Μ: καί ἔξαρχος

Τῷ Ἐκλ(αμπροτάτ)ῳ Δόκτωρι Κ(υρί)ῳ
Τῷ Κ(υρί)ῳ Γεωργίῳ Δέ ῥώσσῃ
ὑπάρχῳ Ζακύνθου.

2 (20)

Τήν Παναγιότητά σου δουλικῶς προσκυνῶ.

Τῇ 29: Ἰουλίου 1835: ΕΠ:
Παναγιώτατε ἡμῶν Αὐθέντα, καί δέσποτα καί οἰκουμενικέ Πατριάρχα, θειότατε, θεοχαρίτωτε, καί εἴ τι ἄλλο ὑψηλόν καί θεῖον πρᾶγμα καί ὄνομα, εύχομαι κυρίῳ τῷ Θεῷ ἵνα ὑγιαίνῃ ἡ Παναγιότης σου κατά τό θειότατον καί σεβάσμιον αὐτῆς σκῆνος, εἰς σύστασιν καί διόρθωσιν τῆς καθολικῆς καί οἰκουμενικῆς τοῦ χριστοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας.

Ἡ Σεβαστή Βουλή τοῦ Ἑνωμένου τούτου κράτους, ἡ ὁποία φέρει ἀείποτε τό προσῆκον σέβας εἰς τόν Ἀρχηγόν τῆς Ἐκκλησίας τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί ἐπιθυμεῖ ὅλῃ προθυμίᾳ / νά διατηρῶνται ἀπαράτρεπτα τά κανονικά δίκαια τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, εἰδοποιήθη παρ' ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ, ὅτι αἱ ἐπαρχίαι ἁγίας μαύρας, Κυθήρων, καί ἄλλαι τῶν Ἑπτανήσων, ὑστεροῦνται ὀλοκλήρως ἁγίου Χρίσματος. Γινώσκει καλῶς ἡ ὑμετέρα Παναγιότης, πόσην ζημίαν προξενεῖ ἡ ἔλλειψις τοῦ Πνευματικοῦ τούτου χρίσματος, καί διά τοῦτο δέν ἐκτείνομαι περισσότερον. Ἄς μήν ἀπορήσῃ ἡ ἁγία της κορυφή, διατί γράφω εἰδικῶς ἐγώ ὁ ταπεινός, καί οὐχί κατά μέρος αἱ ἄλλαι Ἐπαρχίαι.

Γίνωσκε, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι κατά τήν ἀρχαίαν τῆς ἐκκλησίας συνήθειαν, ἐθέσπισε τό Ἰονικόν τοῦτο κράτος, ὅτι εἷς τῶν ἑπτά Ἀρχιερέων νά ᾖναι Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως, ὅςτις ὑποχρεοῦται νά εἰδοποιῇ τήν Σεβαστήν Βουλήν, εἰς ὅλας ἐκείνας τάς ὑποθέσεις αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονται εἰς τό πνευματικόν χρέος του. Οὔσα λοιπόν ἐκ τῶν πνευματικῶν καί ἡ τοῦ μύρου ἔλλειψις, καί ἐπειδή εἰς τήν πενταετίαν ταύτην ἔλαχε νά ᾖναι ὁ Ζακύνθου Ἔξαρχος τοῦ κράτους, ἀνήκει εἰς ἐμέ, ὡς παρά τῆς Σεβαστῆς Βουλῆς διετάχθην, νά γράψω καί φανερώσω τῆς Παναγιότητός σου τήν μεγίστην ταύτην ἔλλειψιν.

Πρόφθασον λοιπόν Παναγιώτατε Δέσποτα, πρόφθασον ὅσον τάχιστα, Προμήθευσον δι' ἐπιταγῆς ἐκ τοῦ ὕψους τοῦ θρόνου σου, ὅπως ἔλθῃ εἰς τάς νήσους μας ἡ πνευματική αὕτη τοῦ ἁγίου μύρου δωρεά, ἵνα μή τά ἀθῶα τῶν ὀρθοδόξων βρέφη στερηθῶσι τήν ζωήν χωρίς τήν σφραγίδα τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Αἱ δέ πανάγιαι αὐτῆς εὐχαῖ εἴησαν μεθ' ἡμῶν.

Τῷ Παναγιωτάτῳ Σοφοτάτῳ
Ἀρχιεπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως
νέας ῥώμης καί οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ
Κυρίῳ Κυρίῳ Κωνσταντίῳ
ἡμετέρῳ Δεσπότῃ.

ὁ ὑπογεγραμμένος ὁ ταπεινός Μητροπολίτης Μητροπολίτης Ζακύνθου
Διονύσιος Ἔξαρχος

3 (21)

Ἐκλαμπρότατε Ὕπαρχε,
Τῇ 30: Ἰουλίου 1835: ΕΠ:

Κατά τήν σεβασμίαν διάταξιν τῆς σεβαστῆς Βουλῆς, ὡς εἰδοποιήθην δι’ ἐπιστολῆς τῆς / ὑμετέρας Ἐκλαμπρότητος, περικλείω ἔσωθεν μίαν μου ἐπιστολήν ἀναφερομένην εἰς τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, διά τῆς ὁποίας ζητῶ να προμηθεύσῃ καί ἐξαποστείλῃ ἅγιον μύρον, ἐπειδή στεροῦνται αἱ ἐπαρχίαι τούτου τοῦ κράτους τοῦ πνευματικοῦ τούτου χαρίσματος, παρακαλῶν τήν ὑμετέραν ἐκλαμπρότητα, νά ὑποτάξῃ αὐτήν εἰς τάς σκέψεις τῆς Σεβαστῆς Βουλῆς, ὅπως δι’ αὐτῆς ἔλθῃ εἰς τόν Πατριαρχικόν θρόνον, καί ἡ αὐτοῦ Παναγιότης δεχθῇ τάς αἰτήσεις μου, καί θεραπεύσῃ τήν πνευματικήν ταύτην χρείαν.

Καί οὕτω μέ τό προσῆκον σέβας μένω ὡς ὑποσημειοῦμαι.

Τῆς ὑμετέρας Ἐκλαμπρότητος
Διάπυρος εὐχέτης ἐν Χριστῷ
ὁ ὑπογεγραμμένος Διονύσιος Μ: Ζακύνθου καί ἔξαρχος

Τῷ Ἐκλ(αμπροτάτ)ῳ Δόκτωρι Κ(υρί)ῳ
Τῷ Κ(υρί)ῳ Γεωργίῳ Δέ ῥώσσῃ
ὑπάρχῳ Ζακύνθου.

4 (22)

Πανιερώτατε Μητροπολίτα καί Ὑπέρτιμε Ἔξαρχε.

Τῇ 30: Μαΐου 1839: ΕΠ:

Ἐπειδή ἡ Νῆσος Ζακύνθου, θεοφρούρητος Ἐπαρχία μου ὑστερεῖται ἁγίου Μύρου, ὥστε κινδυνεύουσι τά βαπτιζόμενα βρέφη τῶν ὀρθοδόξων νά στεροῦνται τούτου τοῦ μυστηρίου ὅπερ ἐστίν ἡ πνευματική σφραγίς καί δωρεά τοῦ ἁγίου πνεύματος, κρίνω χρέος μου ἀπαραίτητον, νά καθυποβάλω τῇ ὑμετέρᾳ ὑπερτίμῳ Πανιερότητι, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 14: τῆς λα' πράξεως τῆς δευτέρας Γερουσίας τήν αὐτήν ἔλλειψιν διά τάς ἀναγκαίας προβλέψεις.

Οἱ Ἀρχιερεῖς τῶν νήσων, ὡς διαλαμβάνει τό ἄρθρον 22: τῆς ἰδίας πράξεως, ἐμποδίζονται νά ἔχωσιν ἄμεσον ἀνταπόκρισιν μέ ξένας ἐκκλησίας καί ἀρχάς, εἰμή διά μέσου τῆς γενικῆς Διοικήσεως. Καί ἐπειδή τά ἅγιον μύρον διανέμεται εἰς ὅλας τάς ἐκκλησίας τῶν ὀρθοδόξων / ἀπό τόν Παναγιώτατον οἰκουμενικόν Πατριάρχην, εἶναι χρεία νά γνωστοποιηθῇ διά μέσου της ἡ Σεβαστή Βουλή, καί πράξῃ ὡς ἔπραξεν ἀναλόγως εἰς τάς αἰτήσεις τοῦ ἀειμνήστου Προκατόχου μου ὄντος Ἐξάρχου, ὅστις γνωστοποιηθείς δι' ἐπιστολῶν τῶν Ἀρχιερέων τῶν ἄλλων νήσων, ὅτι ὑποφέρουσιν ἔλλειψιν ἁγίου μύρου, καθυπέβαλλεν ἐπιστολήν ἀναφερομένην πρός τήν αὐτοῦ Παναγιότητα ζητοῦσα εὐμενῶς τήν προμήθειάν της διά τήν τοῦ μύρου ταχείαν ἀποστολήν. ἥτις ἐπιστολή φερθεῖσα διά μέσου τῆς γενικῆς Διοικήσεως πρός τόν οἰκουμενικόν Θρόνον, ἀπήλαυσαν ταχαίως αἱ ἐπαρχίαι ἅγιον μύρον. Πρόβλεψον λοιπόν παρακαλῶ μέ ὅλην τήν ταχύτητα διά νά ἡσυχάσῃ ἡ συνείδησίς μου ἥτις ἀκαταπαύστως ἀγανακτῇ διά τήν ἔλλειψιν τοῦ θείου τούτου χαρίσματος, ὑποσημειούμενος μέ ὅλον τό σέβας.

Τῆς ὑμετέρας Πανιερότητος
ὁ ἐν χριστῷ ἀδελφός.
ὁ ὑπογεγραμμένος Νικόλαος Μ: Ζακύνθου
Τῳ Πανιερωτάτῳ Κ(υρί)ῳ
Εὐγενείῳ Μητροπολίτη Λευκάδος
καί Ὑπερτίμῳ Ἐξάρχῳ

5 (23)

Πανιερώτατε Μητροπολίτα καί Ὑπέρτιμε Ἔξαρχε.

Τῇ 15: Νοεμβρίου 1839: ΕΠ:

Ἡ αὐτοῦ Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, μέ σεβασμίαν ἐπιστολήν του ἡμερολογουμένην τῇ 14: Ὀκτωβρίου ἀπελθόντος ἐξαπέστειλέ μοι τρία ἀγγεῖα γέμοντα Ἁγίου Μύρου μέ τό πλοῖον τοῦ Κυρίου Γαλάτη, ἐκ τῶν ὁποίων εἰρηκέ μοι κρατῆσαι ὅσον χρειάζεται διά τήν ἐπαρχίαν μου, καί τό ἐναπολειφθέν νά διευθύνω πρός τήν ὑμετέραν Πανιερότητα. Ἀλλ' ἐπειδή τό πλοῖον τοῦτο ἐλθόν εἰς Ζάκυνθον ἀνεχώρησε διά τήν ἁγίαν Μαύραν χωρίς οὐδεμίαν ἐκ τοῦ πλοίου ἀποκένωσιν, καί κατά συνέπειαν ἔμεινον καί τά ἀγγεῖα, παρακαλῶ τήν ὑμετέραν Πανιερότητα, νά δεχθῇ ἀπό τόν εἰρημένον Πλοίαρχον Παναγῆ Γαλάτη τά τρία ἀγγεῖα, νά κρατήσῃ τά δύω, καί τό ἕτερον νά διευθύνῃ πρός με διά μέσου της ὅσον τάχιστα ἔχουσα χρείαν καί ἡ ἐπαρχία μου ἁγίου Μύρου. Εἰδοποιῶ σε προσέτι, ὅτι εἰς ἄλλην ἐπιστολήν ἑνός πραγματευτοῦ εἰς τήν Ζάκυνθον, ἐγνωρίσθη, ὅτι ἡ αὐτοῦ Παναγιότης, δέν ζητᾶ πληρωμήν διά τό ἅγιον μύρον, ὅμως διά ὠφέλειαν τῆς φαμελίας εἶναι χρεία νά σταλθῶσι δίστυλα δώδεκα τά ὁποῖα ἐγώ ἐξαπέστειλα, καί ἡ ὑμετέρα Πανιερότης θέλει φροντίσῃ νά δωθῇ κατά ἀναλογίαν ἡ ποσότης τῶν δώδεκα τούτων διστύλων, καί θέλει λάβω ἐγώ ὅσον ἀνήκει ἀπό τήν ὑμετέραν Πανιερότητα. Καί οὕτω νοερῶς ἀσπαζόμενός σε ἐν ἁγίῳ φιλήματι μένω ὡς ὑποσημειοῦμαι.

Τῆς ὑμετέρας Πανιερότητος
ὁ ἐν χριστῷ Ἀδελφός.
ὁ ὑπογεγραμμένος Νικόλαος Μ: Ζακύνθου
Τῳ Πανιερωτάτῳ Κ(υρί)ῳ
Τῷ Κ(υρί)ῳ Εὐγενείῳ Μητροπολίτῃ
Λευκάδος καί ἁγίας Μαύρας, καί
Ὑπερτίμῳ Ἐξάρχῳ

6 (24)

Πανιερώτατε Δέσποτα.

Τῇ 30: Ἰανουαρίου 1840: ΕΠ:

Τάς προαπελθούσας ἡμέρας ἔλαβον ἀπό Κέρκυραν τά τρία ἀγγεῖα πλήρη ἁγίου Μύρου σταλλέντα μοι ἀπό τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, ὡς δι' ἐπιστολῆς μου τῶν 15:Νοεμβρίου ἐδηλοποίησα τήν ὑμετέραν Πανιερότητα. Ὅθεν κατά τήν διόρισιν τῆς αὐτοῦ Παναγιότητος ἐκράτησα τό ἕν πρός χρῆσιν τῆς Ἐπαρχίας μου, καί τά ἕτερα δύο ἀγγεῖα πέμπω τῇ ὑμετέρᾳ Πανιερότητι, ὅπως διανεμηθῶσιν ἐξ αὐτῆς ὅθεν εἶναι ἔλλειψις τοῦ πνευματικοῦ τούτου Χαρίσματος. δηλοποιῶ προσέτι, ὅτι ἐκτός τῶν δώδεκα διστύλων διαλαμβανομένων εἰς τήν εἰρημένην ἐπιστολήν μου, τά ὁποῖα χρησιμεύουσιν ὡς δῶρον τῆς Πατριαρχικῆς φαμελίας, προσθέττιται ἔτι καί ἕτερον δίστυλον ἕν καί πέντε εἴκοσι / διά τόν ναῦλον· ἐκ τοῦ ὁποίου ἀριθμοῦ εἶναι χρεία νά διευθύνῃ πρός με ἡ ὑμετέρα Πανιερότης δύω τρίτα τοῦ ὅλου, καί τό ἕτερον τρίτον κατά ἀναλογίαν προσθέτω ἐγώ. Καί οὕτω μέ τό προσῆκον σέβας μένω ὡς ὑποσημειοῦμαι.

Τῆς ὑμετέρας Πανιερότητος
ὁ ἐν χριστῷ ἀδελφός.
ὁ ὑπογεγραμμένος Νικόλαος Μ: Ζακύνθου
Τῳ Πανιερωτάτῳ Κ(υρί)ῳ
Τῷ Κ(υρί)ῳ Εὐγενείῳ Μητροπο-
λίτῃ Λευκάδος καί ἁγίας Μαύρας.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Βασικά βοηθήματα γιά τόν περί Ἁγίου Μύρου λόγο, θεωροῦνται: α) Μητροπολίτου Σουηδίας καί πάσης Σκανδιναβίας Παύλου Μενεβίσογλου, Τό Ἅγιον Μύρον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ (διδακτορική διατριβή), ἐκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, (Θεσσαλονίκη 1972) καί β) Τοῦ ἴδιου, Μελετήματα περί Ἁγίου Μύρου, (Ἀθήνα 1999). Πρβλ. α) Ἀριστείδη Πανώτη, «Περί τόν Καθαγιασμό τοῦ Ἁγίου Μύρου. “Σφραγίς δωρεᾶς πνεύματος ἁγίου”», Ἐφημερίδα Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, 16.4.1992, φ. 346, σ. 6 καί 1-16.5.1992, φ. 347, σ. 15 καί β) Πρωτοπρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, Τό Μυστήριον τοῦ Χρίσματος. Ἱστορικολειτουργική μελέτη γιά τό ἱερό μυστήριο τοῦ Χρίσματος καί τά περί αὐτοῦ τελούμενα, ἐκδ. Ὁμολογία, Ἀθήνα 2007, σ. 34-54 (Κεφάλαιο 3ο: Τό Ἅγιον Μύρον).
2. Πραξ 8, 14-17.
3. Βλ. σχετικά, Προδρόμου Θανάσογλου, Ἐγχειρίδιο προπαρασκευῆς καί ἔψησης τοῦ Ἁγίου Μύρου, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2002.
4. Βλ. Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Τό Ἅγιον Μύρον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1992, ὅπου σύντομο ἱστορικό καί εἰδική Ἀκολουθία τοῦ Καθαγιασμοῦ.
5. Βλ. Ἀθανασίου Ἀρβανίτου, «Ὁ καθαγιασμός τοῦ Ἁγίου Μύρου εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον τό 1983», Ἐκκλησία 60 (1983) 314 ἑξ.
6. Βλ. α) Ν. Μαγγίνα, «Ὁ πρῶτος καθαγιασμός Ἁγίου Μύρου ἐπί Πατριάρχου Βαρθολομαίου», Ἐφημερίδα Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, 1-16.5.1992, φ. 347, σ. 2 καί β) Ἰ(ωάννου) Μ. Χ(ατζηφώτη), «Ὁ καθαγιασμός τοῦ Ἁγίου Μύρου στό Φανάρι (23.4.1992)», Ἐκκλησία 69 (1992) 269.
7. Ὅλα τά περί τῶν σχετικῶν τελετῶν τοῦ 2002, βλ. ὑπό τόν τίτλο «Καθαγιασμός τοῦ Ἁγίου Μύρου», Ὀρθοδοξία, 9 (2002) 224-240.
8. Βλ. ἀναλυτικά στοιχεῖα στό, Προδρόμου Θανάσογλου,
ὅ.π.
9. Γιά τόν Μητροπολίτη Ζακύνθου Διονύσιο Δελάζαρη (1764; - 24.1/4.2.1838), βλ. α) Παναγιώτου Χιώτου, Ἱστορικά Ἀπομνημονεύματα Ἑπτανήσου, Ἐκδ. Τυπογραφεῖον ὁ «Φώσκολος», Ἐν Ζακύνθῳ 1887, τ. 6 (σειρᾶς), 181, β) Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν Ἱστορικόν καί Λαογραφικόν Ζακύνθου, Ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου, Ἀθῆναι 1963, τ. 1, 149, γ) Ντίνου Κονόμου, «Ἐκλογή Ἀρχιεπισκόπου Ζακύνθου (1833)· Ἀνέκδοτα κείμενα», Ἑπτανησιακά Φύλλα 6 (1968) 59-67, δ) Τοῦ ἴδιου, Τό ζακυνθινό ράσο στήν Ἐθνεγερσία, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου, Ἀθήνα 1971, σ. 54 ἑξ., ε) Τοῦ ἴδιου, Ζάκυνθος Πεντακόσια Χρόνια (1478-1978), Ἀθήνα 1987, τ. 4 (Ἐκκλησιαστικά), 101 ἑξ., στ) Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, «Ὁ Μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος Δελάζαρης (1833-1838) καί ὁ Κώδικας τῆς Ἀρχιερατείας του», Ἑπτανησιακά Φύλλα 20 (2000) 619-659, ζ) Τοῦ ἴδιου, «Ἀνέκδοτα ὑπομνήματα γιά τούς Μητροπολίτες Ζακύνθου Διονύσιο Δελάζαρη καί Νικόλαο Κοκκίνη», Ἀνάτυπο ἀπό τά Πρακτικά τοῦ Στ΄ Διεθνοῦς Πανιονίου Συνεδρίου τοῦ 1997, Ἀθήνα 2001, τ. 2, 649-656 καί η) Τοῦ ἴδιου, Ζακυνθινοί Ἐπίσκοποι στόν Κόσμο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2004, σ. 25-28.
10. Γιά τόν Μητροπολίτη Ζακύνθου Νικόλαο Κοκκίνη (1791-1867), βλ. α) Ἐφημερίδα Ἡ Φωνή τοῦ Ἰονίου, Ζάκυνθος, ἔτος Α΄, ἀριθμ. 30, 6 Δεκεμβρίου 1858, σ. 3 ἑξ., β) Ἐφημερίδα Φωνή τοῦ Ἰονίου καί Ρήγας, 7 καί 14 Νοεμβρίου 1859, γ) Παναγιώτου Χιώτου, Ἱστορία τοῦ Ἰονίου Κράτους ἀπό συστάσεως αὐτοῦ μέχρις Ἑνώσεως (ἔτη 1815-1864), Ἐκδ. Τυπογραφεῖον Ἡ Ἑπτάνησος Χρίστου Σ. Χιώτου, Ἐν Ζακύνθῳ 1877, τ. 1, 318 καί 423, δ) Τοῦ ἴδιου, Ἱστορικά Ἀπομνημονεύματα Ἑπτανήσου, ὅ.π., τ. 1, 181, ε) Τοῦ ἴδιου, ὅ.π., τ. 2 (περιέχων τά ἀπό Ἁρμοστείας Ἄδαμ 1824 ἕως Ἑνώσεως 1864), 784 ἑξ., στ) Ἐπισκόπου Ταλαντίου Βασιλείου Ἀτέση, Ἐπίτομος Ἐπισκοπική Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖον Ἀθανασίου Θ. Πουντζᾶ, Ἐν Ἀθήναις 1948, τ. 1, 115-120, ζ) Λεωνίδα Χ. Ζώη, ὅ.π., σ. 298 ἑξ., η) Σπύρου Ἀβούρη, «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑπτανήσου ἐπί Ἀγγλοκρατίας», Χρονικά Ζακύνθου, Ἀθῆναι 1964, τ. 1, 55-73, θ) Τοῦ ἴδιου, Τά Ἐκκλησιαστικά τῆς Ἑπτανήσου 1815-1867, Ἀθῆναι 1965, σ. 93-117 [τό κεφάλαιο «Ἡ Ἐκκλησιαστική ἀφομοίωση τῆς Ἑπτανήσου μετά τήν Ἕνωση»], ι) Τοῦ ἴδιου, [σχετικό λῆμμα], ΘΗΕ, Ἀθῆναι 1966, τ. 9, 533, ια) Ντίνου Κονόμου, Ζακυνθινοί Φιλικοί, Ἀθήνα 1966, σ. 61-63, ιβ) Τοῦ ἴδιου, Τό ζακυνθινό ράσο στήν Ἐθνεγερσία, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου, Ἀθήνα 1971, σ. 52 ἑξ., ιγ) Τοῦ ἴδιου, Ζάκυνθος Πεντακόσια Χρόνια (1478-1978), Ἀθήνα 1987, τ. 4 (Ἐκκλησιαστικά), 103-109, ιδ) Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα Δ. Τζωρτζάτου, Οἱ βασικοί θεσμοί Διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μετά ἱστορικῆς ἀνασκοπήσεως, Ἐν Ἀθήναις 1977, σ. 29-32, ιε) Σταύρου Ἰωσ. Παπαδάτου, «Ἡ ἀφομοίωσις τῆς Ἰονίου Ἐκκλησίας», Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Λευκαδικῶν Μελετῶν, Ἀθῆναι 1977, τ. 4, 61-112, ιστ) Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, «Ριζοσπαστισμός καί Ὀρθοδοξία στή Ζάκυνθο (Ἡ περίπτωση τῶν “Ἑλλήνων Προτεσταντῶν”, 1848-1850)», Περιοδικό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Φθιώτιδος Θεοδρόμος 3 (1986) 485-556, ιζ) Τοῦ ἴδιου, «Ὄψεις τῆς στάσεως τοῦ Μητροπολίτου Ζακύνθου Νικολάου (Κοκκίνη) στό ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀφομοιώσεως τῆς Ἑπτανήσου (1864-1867)», Πρακτικά Διεθνοῦς Συνεδρίου «Ἅγιοι καί ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες στή Ζάκυνθο» (Ζάκυνθος 6-9.11.1997), Ἀθῆναι 1999, σ. 367-406, ιη) Ἀρχιμανδρίτου Ἀνδρέα Νανάκη (νῦν Μητροπολίτου Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου), «Ἀρχιερεῖς Ζακύνθου στόν πρῶτο αἰώνα μετά τήν ἐκκλησιαστική ἀφομοίωση τῆς Ἑπτανήσου», ὅ.π., σ. 51-53, ιθ) Νίκια Λούντζη, «Νικόλαος Κοκκίνης καί Ἑρμάννος Λούντζης», ὅ.π., σ. 417-423, κ) Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, «Ἀνέκδοτα ὑπομνήματα γιά τούς Μητροπολίτες Ζακύνθου Διονύσιο Δελάζαρη καί Νικόλαο Κοκκίνη», Πρακτικά τοῦ Στ΄ Διεθνοῦς Πανιονίου Συνεδρίου τοῦ 1997, Ἀθήνα 2001, τ. 2, 656-658, κα) Τοῦ ἴδιου, Ζακύνθου Ἑορτοδρόμιον, ἐκδ. Ἱερά Μητρόπολις Ζακύνθου, Ζάκυνθος 1998, σ. 305-317, κβ) Γιώργου Κεντρωτῆ, Γρικώντας τήν Ἄπλαστη Ἁρμονία τῶν Οὐρανῶν· Ἐπικήδειοι, Ἐπιτάφιοι καί Νεκρολογίες γιά τόν Διονύσιο Σολωμό (1857), ἐκδ. ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2002, σ. 167-172, κγ) Πρωτοπρεσβυτέρου Γερασίμου Ζαμπέλη, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λευκάδος, Λευκάδα 2003, τ. 2, 279-309, κδ) Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, Ζακυνθινοί Ἐπίσκοποι στόν Κόσμο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2004, σ. 29-36, κε) Τοῦ ἴδιου, «Ψηφίδες ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στήν Ἀγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο», Πρακτικά Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου (Ἀθήνα 24-27.2.2004) τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καί τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῆς Ἱστορίας τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ γιά τήν Ἕνωση τῆς Ἑπτανήσου 1864-2004, Ἀθήνα 2005, τ. 1, 369-391 καί κστ΄) Τοῦ ἴδιου, «Ὁ Μητροπολίτης Ζακύνθου Νικόλαος Κοκκίνης “ὡς ἀληθής ποιμήν καί οὐ μισθωτός”», Ἀνακοίνωση στό Η΄ Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο, Χώρα Κυθήρων, 21-25.5.2006 (στά ὑπό ἔκδοσιν Πρακτικά).
11. Κατά τόν Λ. Χ. Ζώη (ὅ.π., σ. 573), ὁ Γεώργιος Δερώσσης ὑπῆρξε γιατρός ἰταλοσπουδαγμένος, ὅπου συνδέθηκε φιλικά μέ τόν Οὖγκο Φώσκολο. Ἐπειδή ἔγραψε ἀναφορά στόν βασιλιά Γεώργιο Δ΄ γιά μεταρρύθμιση τοῦ Συντάγματος τοῦ Μαίτλαντ καταδιώχθηκε, ἀλλά διασώθηκε στή Βενετία. Ὅταν ἐπέστρεψε στήν γενέτειερα, ἔγινε Ἔπαρχος ἀπό τό 1833. Πέθανε τό 1860.
Στοιχεῖα γιά τήν φιλία Διονυσίου Σολωμοῦ καί Γεωργίου Δερώσση, μά καί τήν ὁριστική της διακοπή, ἐκτενῶς ἀναφέρονται στό, Σωκράτη Καψάσκη, Στοιχεῖα Βιογραφίας Διονυσίου Σολωμοῦ, ἐκδ. τυπωθήτω, Ἀθήνα 1998, σ. 419-478. Ἐπειδή στό ἐν λόγῳ ἔργο Καψάσκη τίθεται ἐντονότατος ὁ προβληματισμός περί τῆς ἀκριβοῦς περιόδου, κατά τήν ὁποία διετέλεσε Ἔπαρχος ὁ Δερώσσης, καθώς μποροῦμε νά ὁδηγηθοῦμε σέ συμπεράσματα γιά τήν σολωμική ποίηση, ἀπό πλευρᾶς μας πρέπει νά γνωστοποιήσουμε τά ἑξῆς:
Καθώς προκύπτει ἀπό τό κοινό «Βιβλίον Γραμμάτων...» τῆς Ἀρχιερατείας Δελάζαρη ἕως τό ἔτος 1842 τῆς Ἀρχιερατείας Κοκκίνη (ἀπ’ ὅπου καί ὅλες οἱ ἀνακοινούμενες ἐδῶ ἐπιστολές), ἐγγραφές-ἀναφορές τῶν δύο αὐτῶν Ἱεραρχῶν πρός Γεώργιον Δερώσσην ὑπάρχουν ἀπό 18ης Ἰουλίου 1833 ἕως 28ης Μαΐου 1837 καί ἀπό 16ης Ὀκτωβρίου 1937 ἕως 28ης Ἰανουαρίου 1939 (ἔτος παλαιόν). Πρβλ. Λ. Χ. Ζώη, ὅ.π., 197.
12. Κατά τό Σύνταγμα τοῦ 1817, «τῆς Ἰονίου Ἐκκλησίας προΐσταται εἷς Μητροπολίτης καί καλεῖται Ἔξαρχος αὐτῆς, μέ τήν ἐπιδοκιμασίαν τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Ἔξαρχος ὁρίζεται ἀνά πέντε χρόνια καί ἰσοβαθμεῖται “τιμῆς ἕνεκεν” πρός γερουσιαστήν καί θά παρευρίσκεται στήν πρωτεύουσαν τοῦ Κράτους, κατά τούς τρεῖς μῆνας ἐν οἷς συνεδριάζει ἡ Ἰόνιος Βουλή, νομοθετῶν καί προτείνων τά κατάλληλα προς διακόσμησιν καί εὐταξίαν τῆς Ἰονίου Ἐκκλησίας.» [Σπύρου Ἀβούρη, «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑπτανήσου ἐπί Ἀγγλοκρατίας», ὅ.π., σ. 18].
13. Ὁ Πατριάρχης Κωνστάντιος Β΄ ὁ Ἄσοφος, «Ὑπῆρξε Μητροπολίτης Τορνόβου. Συνεργάστηκε μέ τόν σουλτάνο γιά νά ἐκθρονίσει τόν πατριάρχη Κωνστάντιο Α΄. Ἔτσι στίς 18 Αὐγούστου τοῦ 1834 τόν διαδέχτηκε ἀλλά καθώς ὑπῆρξε ἀπαίδευτος καί ἀνίκανος διοικητικά καθαιρέθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο (26 Σεπτεμβρίου 1835) καί ἀποσύρθηκε στό Μέγα Ρεῦμα τοῦ Βοσπόρου ὅπου καί πέθανε τό 1859 σέ ἡλικία ἑκατό περίπου ἐτῶν». [(Γιώργου Βαλσάμη), Οἱ Πατριάρχες τοῦ Γένους ἀπό τήν Ἅλωση ἕως σήμερα, ἐκδ. Ἐκκλησιαστική Βιβλιοθήκη Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Βόλος 1995, σ. 112].
14. Βλ. σχετικά α) Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, Ζακυνθινοί Ἐπίσκοποι στόν Κόσμο, ὅ.π., β) Τοῦ ἴδιου, «Ψηφίδες ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στήν Ἀγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο», ὅ.π., καί γ) Τοῦ ἴδιου, «Ὁ Μητροπολίτης Ζακύνθου Νικόλαος Κοκκίνης “ὡς ἀληθής ποιμήν καί οὐ μισθωτός”»,
ὅ.π.
15. Πρόκειται γιά τόν Μητροπολίτη Εὐγένιο Φέτση. Γεννήθηκε τό 1780 και χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος στίς 6 Ἰουλίου 1834, στόν ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Λευκάδας ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς Κεφαλληνίας Παρθένιο (Μακρῆ), Ἰθάκης Παΐσιο (Καραβία) καί Ζακύνθου Διονύσιο (Δελάζαρη). Πέθανε στίς 26 Ἰανουαρίου 1851. Βλ. σχετικά στό, Πρωτοπρεσβυτέρου Γερασίμου Ζαμπέλη, ὅ.π., 157-165.
16. Ὁ Παναγῆς Γαλάτης ἦταν Θιακός ὡς πρός τήν καταγωγή. Ἀπό τό, Νίκου Στ. Βλασσόπουλου, Ἡ Ναυτιλία τῆς Ἰθάκης (1700-1900), ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2001, σ. 143, προκύπτει ὅτι, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1823-8 πλοιοκτήτης μέ τό ἴδιο ὀνοματεπώνυμο κατεῖχε σκάφος ὀνόματος «Ἅγιος Σπυρίδων» καί μέ τό ἴδιο ὀνοματεπώνυμο, μεταξύ δέ τῶν ἐτῶν 1838-41, ἄλλο σκάφος μέ τ’ ὄνομα «Τηλέμαχος». Κατά πᾶσα πιθανότητα πρόκειται περί τοῦ πλοιοκτήτη πού μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἡ Οἰκογένεια Γαλάτη θά εἶχε ἀσφαλῶς παράδοση στή ναυτιλία. Στό παραπάνω βιβλίο Βλασσόπουλου (σ. 34), ὅπου πίνακας Θιακῶν σκαφῶν τοῦ 1761, ἀναφέρεται καί καΐκι μέ καραβοκύρη τόν Παναγῆ Γαλάτη, πρόγονο μᾶλλον τοῦ ἀνωτέρω.
17. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει μέχρι σήμερα, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν παρακάτω σχετική Ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τούς Μητροπολίτες τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (ἀριθμ. 2721 τῆς 25ης Ὀκτωβρίου 2001):
«(…)
Ἠγγέλθη τῇ Διαρκεῖ Ἱερᾷ Συνόδῳ διά τοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 502/2001 καί ἀπό 10ης Ὀκτωβρίου ἐ. ἔ. Γράμματος τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὅτι ἐξαντλουμένου τοῦ ἐν τῷ Πατριαρχικῷ Μυροφυλακίῳ ἀποτεθησαυρισμένου Ἁγίου Μύρου, ἀνάγκη ἐστίν, ἵνα παρασκευασθῇ νέα ποσότης αὐτοῦ κατά τό προσεχές Πάσχα.
Ἐπειδή ἔθος ἐστίν, ὅπως ἅπασαι αἱ Ἐκκλησίαι, αἱ διά τόν ἱερόν σύνδεσμον τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνότητος λαμβάνουσαι παρά τοῦ Ἁγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Ἅγιον Μύρον εἰς ἀντιμετώπισιν τῶν θρησκευτικῶν αὐτῶν ἀναγκῶν, προσέρχωνται ἀρωγοί εἰς τάς ἀπαιτηθησομένας δαπάνας, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, κατά τήν Συνεδρίαν Αὐτῆς τῆς 24ης φθίνοντος μηνός Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ., ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν, ὅπως τήν Κυριακήν τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ἐπιόντος ἔτους 2002, περιαχθῇ εἰς ἅπαντας τους Ἱερούς Ναούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δίσκος ὑπέρ τοῦ ὡς ἄνω διαληφθέντος σκοποῦ.
(...)
[Ἀκολουθοῦν τά ὀνόματα τῶν Συνοδικῶν μέ προεστῶτα τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χριστόδουλο (+2008) καί Ἀρχιγραμματέα τόν Ἐπίσκοπο Σαλώνων Θεολόγο (νῦν Μητροπολίτη Σερρῶν)].
18. Τά κείμενα τῶν ἐπιστολῶν παρατίθενται ὅπως ἀκριβῶς ἀπόκεινται στόν Κώδικα. Μέ τήν ἴδια ὀρθογραφία καί στίξη.
19. Ἀπό τό «Βιβλίον Γραμμάτων...» ἀπό τῆς Ἀρχιερατείας Διονυσίου Δελάζαρη ἕως τό ἔτος 1842 τῆς Ἀρχιερατείας Νικολάου Κοκκίνη, σελ. 46-48.
20. ὅ.π., σελ. 48 ἑξ.
21. ὅ.π., σελ. 49 ἑξ.
22. ὅ.π., σελ. 156 ἑξ.
23. ὅ.π., φ. 164 v.
24. ὅ.π., φ. 166 r-v.


Λεζάντες φωτογραφιών:
1. Στο Μυροφυλάκιο - Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, 1992.
2.Φωτογραφία ἀπό τόν ἐπί πατριαρχίας Κυρίλλου Ζ΄ Καθαγιασμό Ἁγίου Μύρου, τό 1903.
3. Στιγμιότυπο ἀπό τον Καθαγιασμό τοῦ 1928, ἐπί Πατριάρχου Βασιλείου Γ΄.
4.Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καί οἱ περί αὐτόν Ἀρχιερεῖς μετά τόν δεύτερο ἐπί πατριαρχίας του Καθαγιασμό, αὐτόν τοῦ 1960.
5.Ἀναμνηστική φωτογραφία τοῦ 1973, μετά τόν πρῶτο ἐπί Πατριάρχου Δημητρίου Καθαγιασμό Ἁγίου Μύρου.
6.Μιά στιγμή ἀπό τόν δεύτερο ἐπί πατριαρχίας Δημητρίου Καθαγιασμό Μύρου, τό 1982.
7.Ἡ ἀναμνηστική φωτογραφία τῶν συμμετασχόντων στόν πρῶτο ἐπί πατριαρχίας Βαρθολομαίου Καθαγιασμό Ἁγίου Μύρου, το 1992.
8. Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καί ὁρισμένοι ἀπό τούς συμμετέχοντες στόν δεύτερο ἐπί πατριαρχίας του Καθαγιασμό, τό 2002. Φωτογραφία Νίκου Μαγγίνα, τόν ὁποῖον εὐχαριστοῦμε γιά τήν εὐγένεια τῆς ἀποστολῆς.


Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΥΠΑΛΔΟΥ-ΙΑΚΩΒΑΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ (ΓΑΡΖΩΝΗΝ)

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 613-623]

1. Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Ι Κ Α

1. Ὁ Γαβριήλ (Γεώργιος) Γαρζώνης (1764-1827) (1), γόνος ἀριστοκρατικῆς ζακυνθινῆς οἰκογενείας, ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Μητροπολίτης Ζακύνθου μετά τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Νήσου ἐπί Ἀγγλοκρατίας (1809/1814-1864) (2), μέ βάση τό Σύνταγμα τοῦ 1817 (3) καί τά διαλαμβανόμενα σ’ αὐτό περί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Κράτους τῶν Ἰονίων Νήσων (4). Κατά τό συνεχιζόμενο καί στήν ἀρχή τῆς Ἀγγλοκρατίας σύστημα τῆς Ἑνετοκρατίας, στίς 7 Σεπτεμβρίου 1814 εἶχε ἐκλεγεῖ (Μέγας) Πρωτοπαπᾶς τῆς Ζακύνθου ὁ Γεώργιος Γαρζώνης. Τό ἀξίωμα αὐτό ἲσχυε στήν Ζάκυνθο ἀπό τίς 3 Δεκεμβρίου 1605, ὃταν τό νησί ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικά στόν Ἐπίσκοπο Κεφαλληνίας. Τό 1817, βάσει τοῦ νέου Συντάγματος καί μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Κεφαλληνίας Ἰωαννικίου (Ἀννίνου, +15.4.1817) ἡ Ἰόνιος Γερουσία διόρισε τόν Γαρζώνη «ψιλῷ ὀνόματι» προσωρινό χωρεπίσκοπο Ζακύνθου, ἐν ἀναμονῇ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ νόμου περί ἐκλογῆς ἐπισκόπων. Μέ τήν Πράξη τοῦ Β΄ Κοινοβουλίου (17.3.1825), πού ἐπικύρωσε τήν ἀπόφαση τῆς Γερουσίας τῆς 27ης Φεβρουαρίου 1824, ὀνομάσθησαν μητροπολίτες καί ἐπίσκοποι ὃσοι κατεῖχαν τό ἀξίωμα τῶν Τοποτηρητῶν. Οἱ «ἐν ἐνεργείᾳ» ἀρχιερεῖς μονιμοποιήθηκαν, ἐνῶ οἱ ἀναπληρωτές ἢ τοποτηρητές διορίσθηκαν «δικαιώματι χάριτος». Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς ἦταν καί ὁ Γαρζώνης (24.3.1824) (5).
Ἡ χειροτονία του ἒγινε στόν Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Πόλης (23 Μαρτίου/4 Ἀπριλίου 1824), τοῦ ἐδόθη δέ τό ὂνομα Γαβριήλ. Ἡ τελετή τῆς ἐνθρόνισής του ὑπῆρξε «λαμπροτάτη», τήν διέσωσε δέ ὁ ἱστορικός Παναγιώτης Χιώτης (6). Παρά τήν ἀγγλόφιλη στάση του καί τήν δυσαρέσκεια, πού δημιούργησε στούς ἀγωνιζομένους κατά τοῦ προστασιακοῦ καθεστῶτος, ὁ Γαρζώνης ἀναδείχθηκε ἂξιος ἱεράρχης, διασώζοντας τό κύρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου καί τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Κατά τόν Π. Χιώτη «ὑπερέβη ἃπαντας φιλοτιμίᾳ, μεγαλοπρεπείᾳ καί γενναιότητι» (7).
Ὁ Μητροπολίτης Γαβριήλ Γαρζώνης ἐκοιμήθη στήν Ζάκυνθο στίς 28 Ἰουνίου 1827 ἒ.π., σέ ἡλικία 63 ἐτῶν. Ἡ κηδεία του ἒγινε μέ ἀσύγκριτη μεγαλοπρέπεια. Κηδεύθηκε καθισμένος σέ θρόνο, μέ πλήρη ἀρχιερατική στολή, καί θάφτηκε σέ κρύπτη κάτω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ, καθισμένος στόν θρόνο, καθιερώνοντας τήν κρύπτη τοῦ ναοῦ, ὡς χῶρο ταφῆς καί τῶν μεταγενεστέρων Ἱεραρχῶν τοῦ νησιοῦ (8).

2. Ὁ Ἠλίας Τσιτσέλης, στά σπουδαῖα καί σήμερα «Κεφαλληνιακά Σύμμικτά» του δίνει τήν πληροφορία, ὃτι ὁ τότε καθηγητής τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας, ἱερομόναχος Κωνσταντίνος Τυπάλδος-Ἰακωβάτος (1795-1867) καί μετέπειτα πρῶτος Σχολάρχης τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης (1844-1864), ἒγραψε μεταξύ ἂλλων καί Λόγον ἐπιτάφιον «εἰς Ζακύνθου Γαβριήλ (+1827)» (9).
Τήν εἲδηση αὐτή μεταφέρει στόν τέταρτο τόμο τοῦ σπουδαίου ἒργου του: «Ζάκυνθος. Πεντακόσια χρόνια, 1478-1978», ὁ ἱστορικός τῆς Ζακύνθου, ἀείμνηστος φίλος Ντίνος Κονόμος (10). Γνωρίζοντας καλά τό Ἀρχεῖο τῶν Ἀδελφῶν Τυπάλδων-Ἰακωβάτων (Α.Τ.Ι.), τό ὁποῖο συγκροτήσαμε ἀπό τό 1965 ἡ πρσβυτέρα μου καί ὁ γράφων (11), καί κυρίως τά Κατάλοιπα τοῦ Κωνσταντίνου (12), εἲχαμε ἐπισημάνει κατά τήν ταξινόμηση τοῦ σώματος τῶν ὁμιλιῶν του καί «Ἐπιτάφιον Λόγον» στόν μητροπολίτη Γαβριήλ Γαρζώνη. Ἒτσι, μέ τό κείμενό μας αὐτό δίνουμε ἀπάντηση στό θέμα πού ἒθεσε ὁ Τσιτσέλης μέ τήν πληροφορία του, τήν ὁποία ἐπανέλαβε ὁ Κονόμος. Εἶναι ὃμως τό σωζόμενο στό Α.Τ.Ι. κείμενο ἐκεῖνο, γιά τό ὁποῖο πρῶτος μίλησε ὁ Τσιτσέλης, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρκετή γνώση τῶν τὀτε (ἀκατάτακτων ἀκόμη) Καταλοίπων τῶν Ἰακωβάτων;

3. Τό κείμενο εἶναι «σχέδιο», ἀλλά καθαρά γραμμένο, τοῦ Τυπάλδου. Σώζεται στόν Φάκελο 77 καί φέρει τό ἀριθμό οστ΄, στήν σειρά Ὁμιλιῶν τοῦ κεφαλλήνα Κληρικοῦ (13). Ἒχει τίτλο: «Ἐπιτάφιος εἰς τόν μητροπολίτην Ζακύνθου Γαβριήλ Γαρζώνην». Ὁ Λόγος ἦταν μέν «ἐπιτάφιος», ἀλλά ὂχι καί «ἐπικήδειος». Ὁ ὃρος «ἐπιτάφιος» ἒχει ἐδῶ τήν ἀρχαιοπατερική σημασία, ὃπως λ.χ. ὁ Ἐπιτάφιος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον, πού ἐξεφωνήθη ἐπί τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου τρία χρόνια μετά τήν κηδεία καί ταφή του (14). Ὁ συντάκτης Κωνσταντίνος Τυπάλδος φρόντισε νά διασώσει τόν πατερικό χαρακτήρα τοῦ ρητορικοῦ αὐτοῦ εἲδους, διατηρώντας τόν ἐγκωμιαστικό καί παραμυθητικό χαρακτήρα. Ἐπικήδειος λόγος τοῦ Τυπάλδου στόν Γ. Γαρζώνη δέν σώζεται στό Ἀρχεῖο. Πιστεύουμε, ὃτι ὁ Τσιτσέλης αὐτό τό χειρόγραφο τοῦ Τυπάλδου εἶδε, ἀλλά δέν τό μελέτησε, καί γι’ αὐτό δέν προσδιορίζει ἐγγύτερα τήν φύση τοῦ κειμένου.
Τό κείμενο τοῦ Λόγου (15) εἶναι ἓνα χειρόγραφο φυλλάδιο, φφ.8, διαστ. 250Χ188 χιλ. Εἶναι γραμμένο ἀπό τόν Κ. Τυπάλδο, στό ἀριστερό μισό περίπου κάθε σελίδας, γιά νά ἐπιφέρονται εὒκολα οἱ ἀναγκαῖες προσθῆκες καί συμπληρώσεις τοῦ συντάκτου. Ὁ τίτλος, γραμμένος ἀπό τόν Κ. Τυπάλδο εἶναι: « Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μητροπολίτην Ζακύνθου Γαβριήλ Γαρζώνην». Στό δεξιό δέ μέρος τῆς σελίδας προστίθεται ἀπό τόν ἲδιο: «Συντεθείς τῷ 1828, Ἰουνίου 20 ἒ.π., ὑπό Κ(ωνσταντίνου) Ἱερομ(ονάχου) Τυπάλδου, χάριν Δημητρίου Ἀναγνώστου Κωστοπούλου Ζακυνθίου, ἐν Κερκύρᾳ». Ὁ πάντοτε ἐπιμελής Ἱερομόναχος φρόντισε νά μᾶς ἐνημερώσει, χωρίς νά ἀφήνει χῶρο γιά ἀμφιβολίες: Τό κείμενο συντάχθηκε ἀπό αὐτόν στίς 20 Ἰουνίου 1828, γιά χάρη τοῦ μαθητοῦ του στό Ἱεροσπουδαστήριο καί τήν Θεολογική Σχολή τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας, «ἀναγνώστου», ὑποψηφίου δηλαδή γιά τήν ἱερωσύνη, Δημητρίου Κωστοπούλου. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά ζακύνθιο σπουδαστή τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας.
Δύο περιπτώσεις μποροῦν ἐδῶ νά ἰσχύουν: Ἢ ὁ Κ. Τυπάλδος, μή μπορώντας νά μεταβεῖ στήν Ζάκυνθο (16), ἀναθέτει τήν ἐκφώνηση τοῦ Λόγου στόν ζακύνθιο μαθητή του.Ἢ, ὁ τελευταῖος ζήτησε τόν Λόγο ἀπό τόν ἒμπειρο καθηγητή του. Τό «χάριν Δημητρίου» μᾶλλον ὁδηγεῖ στήν δεύτερη ἐκδοχή. Ἓνα ὃμως εἶναι ἀπόλυτα βέβαιο, ὃτι ὁ Κ. Τυπάλδος δέν ἐξεφώνησε ἐπικήδειο στόν Ἱεράρχη καί ὃτι τό κείμενο τοῦ Ἐπιταφίου, ἐπιμνημοσύνου δηλαδή λόγου, συντάχθηκε μέν ἀπό αὐτόν, ἀλλά γιά χάρη ἑνός μαθητῆ του.

4. Ἡ κατάστρωση τοῦ κειμένου δέν εἶναι δύσκολη, διότι παρά τίς προσθῆκες καί κάποιες ἀλλαγές,τά σημάδια τοῦ Τυπάλδου ἐπιτρέπουν τήν ἀνασύνθεσή του. Μόνο τό ἀκροτελεύτιο τμῆμα ἒχει κάποια κενά, πού μποροῦν ὃμως νά συμπληρωθοῦν, διότι πρόκειται γιά λειτουργικές φράσεις, τίς ὁποῖες ἀσφαλῶς θά συμπλήρωσε στό τελικό κείμενο ὁ Σχολάρχης ἢ καί ὁ ἲδιος ὁ μαθητής του. Ἡ τελευταία φράση: «Συνοδεύσατε... καί τάς καρδίας σας καί κ.λπ.» σκόπιμα ἒμεινε ἀνολοκλήρωτη, ἀσφαλῶς καί στήν τελική μορφή τοῦ κειμένου, γιά νά συμπληρωθεῖ ἐπί τόπου ἀπό τόν μαθητή, πού ἒπρεπε νά προσαρμοσθεῖ στήν ζακυνθινή πραγματικότητα.
Ὁ Λόγος συνιστᾶ ἐγκώμιο στόν ἀποθανόντα Μητροπολίτη, πού προέρχεται ἀπό καλή γνώση τοῦ ἢθους καί τῆς διαγωγῆς του, ἀλλά καί ἐκφράζει ὣς ἓνα βαθμό καί τίς διαθέσεις τοῦ Τυπάλδου ἀπέναντί του. Ὁ κεφαλονίτης κληρικός δέν ἦτο ἂνθρωπος πού μποροῦσε νά γράφει «κατ’ ἐντολήν», ἒστω καί σέ κείμενο, πού δέν θά διάβαζε ὁ ἲδιος, ἂν δέν ἀποτύπωνε στό χαρτί καί τά δικά του αἰσθήματα καί πεποιθήσεις Τό κείμενο, λοιπόν, αὐτό εἶναι μιά ἀκόμη ἀξιοπρόσεκτη μαρτυρία γιά τόν ἀείμνηστο Ἱεράρχη, πού συμβάλλει στήν ὀρθότερη ἀποτίμηση τῆς παρουσίας του στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς Ζακύνθου.
Στήν συνέχεια ἐκδίδουμε τόν Λόγο, προσθέτοντας καί κάποια ἑρμηνευτικά σχόλια σέ σημειώσεις:



2. Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μητροπολίτην Ζακύνθου Γαβριήλ Γαρζώνην.
(Α.Τ.Ι.- Ληξούρι, φάκ. 77, ἀρ. οστ΄)

1. Τό σημερινόν μνημόσυνον, εὐσεβέστατοι Ἀκροαταί, ἀναμνήζει (17) εἰς ἡμᾶς τήν λυπηράν ἐκείνην ἰδέαν τῆς ἐκ τοῦ Κόσμου τούτου ἀποδημίας τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου μας Γαβριήλ Γαρζώνη. Θερισθείς ἀπό τό κοπτερόν δρέπανον τοῦ σκληροῦ θανάτου δέν κοσμεῖ πλέα μέ τήν ἱεραρχικήν παρουσίαν του τήν σεβάσμιον Ἐκκλησίαν τῆς φιλτάτης μας πατρίδος΄ καί ἡμεῖς στερηθέντες τοιούτου Ἀρχιποίμενος ἐκδυσωποῦμεν τόν Θεόν τοῦ ἐλέους, διά νά κατατάξῃ τό πνεῦμά του εἰς τάς σκηνάς τῆς ἀνέσεως καί εὐφροσύνης, ὃπου ἀπέχει «πᾶσα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός», «ἒνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται» (18).
Ἀπέρασε σχεδόν ὁλόκληρος ἐνιαυτός (19), ἀφοῦ ἐπλήρωσε τό κοινόν χρέος ὡς ἂνθρωπος, καί μεταβάς ἀπό τήν κοιλάδα ταύτην τοῦ κλαυθμῶνος, ἀπέταξεν εἰς τούς κόλπους τῆς αἰωνιότητος, διά νά ἦναι, καθώς οἱ πιστοί ἐλπίζομεν, μέ τήν πρώτην τῶν αἰτίων αἰτίαν.
2. Ἀλλά τάχα μετά τοσαύτην περίοδον καιροῦ, ἀφ’ οὗ ὁ τάφος ἐκάλυψε τό νεκρόν σῶμα τοῦ μακαρίτου Ἀρχιερέως μας, ἠμποροῦσα τοσοῦτον νά ἐλπίσω, νέος ἐγώ καί πρωτόπειρος
(20) περί τά τοιαῦτα, ὣστε κατ’ ἀξίαν νά παραστήσω διά λόγων τά περί αὐτοῦ καί νά πλέξω μικρόν ἒπαινον //(φ.1β) εἰς τήν Πανιερωτάτην του Κορυφήν, ἀνάλογον τῆς ὑψηλῆς ἀξίας του, τῆς προθυμίας σας καί τοῦ χρέους μου; Δέν ἢθελε βέβαια τολμήσω ποτέ ἓως ἐδῶ, ἐάν δέν μέ ἐνεθάῤῥυσεν εἰς τοιοῦτον ὑπέρ τάς δυνάμεις μου ἀγῶνα τό χρέος, ὃπου ὡς ἐν Χριστῷ τέκνον εἰς τήν μνήμην τοιούτου πατρός ὁμολογῶ, ἡ ζωηρά ἐνθύμησις, ὁποῦ ὑπερβαίνουσα καί τοῦ καιροῦ τήν διάβασιν καί τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τό ἰδίωμα, ἀκόμη διασώζεται εἰς τάς ψυχάς μας καί ἐξαιρέτως ὁ περί τούτου ζῆλος σας, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται εἰς ὃλων τά πρόσωπα καί τόν ὁποῖον ἐγώ παρατηρῶ πνέοντα φιλοπατριωτισμόν, γνώρισμα τοῦτο ἲδιον εἰς τούς Ζακυνθίους, οἱ ὁποῖοι πάντοτε προτιμοῦντες τό κοινόν καλόν νομίζομεν κοινήν τιμήν τῆς πατρίδος, ὃταν ὁ λόγος πρόκειται περί τινος ἀξίου Συμπολίτου μας, πολύ περισσότερον τώρα περί ἑνός τόν ὁποῖον ἐλάβομεν πνευματικόν μας Ἀρχιποίμενα καί κατά Χριστόν Πατέρα.
(φ. 2α) 3. Δέν ἢθελα ὃμως, Ἀγαπητοί, νά συμπεράνετε ἐκ τούτου, ὃτι σκοπόν ἒχω νά κολακεύσω διά τέχνης τήν ἀνθρωπίνην ἀτέλειαν καί ἀδυναμίαν΄ μή γένοιτο ποτέ! Ὁ τόπος οὗτος, ἀδελφοί, τόπος δικαιοσύνης καί ἀληθείας δέν ἢθελε ποτέ ὑποφέρει τό βδελυκτόν θυμίαμα εἰς τήν μωράν φαντασίαν τῆς ἀνθρωπίνης ἀπάτης. Καί δέν εἶναι τάχα γνωστόν εἰς ὃλους ἐκεῖνο, ὃ,που κατά τό παρόν στοχάζομαι νά ἐκθέσω περί τοῦ μακαρίτου Γαρζώνη; Γέννημα καί θρέμμα τῆς πατρίδος μας, ἐδῶ καί ἱερατεύσας καί ἀρχιερατεύσας, δέν εἶναι πλέον αἲνιγμα εἰς ἡμᾶς ἓνας σύντομος αὐτοῦ ἐπιτάφιος. Καί μάλιστα, διά νά συντέμνω τόν λόγον, παραλείπω νά διαλάβω μερικῶς περί αὐτοῦ καί ἒρχομαι νά θεωρήσω μόνον τήν γενναίαν καί χριστιανικήν του διάθεσιν καί καρδίαν, ὃταν ἀναβάς εἰς τόν ἀρχιερατικόν θρόνον τῆς πατρίδος μας καί τεθείς ὡς λύχνος ἐπί τῆς λυχνίας
(21), διέδιδε τοῦ εὐαγγελικοῦ φωτός τήν λαμπρότητα εἰς ὃλον του τό ἀγαπητόν Ποίμνιον. Εἶμαι δέ βέβαιος, Ἀκροαταί, ὃτι ἡ πρός ἐμέ σας εὒνοια θέλει ἀναπληρώσει τῆς πρωτοπειρίας μου τάς ἐλλείψεις.

(φ.3α) Δεῖξις.

1. Δέν εἶναι ἂνθρωπος εἰς τοῦτον τόν Κόσμον, ὁποιασδήποτε καταστάσεως καί ἂν εἶναι, ὁποῦ νά ἠμπορέσῃ ἐκείνους τούς τρόπους τῆς ζωῆς του νά εὓρῃ τοιαύτας μεθόδους διαγωγῆς νά μεταχειρισθῇ, διά τῶν ὁποίων νά εὐχαριστήσῃ δέν λέγω γενικῶς τούς ἀνθρώπους, ἀλλ’ οὒτε κἂν τήν παραμικράν ἀνθρωπίνην ὁμήγυριν. Ὡς καί αὐτός ὁ πλέα ἐνάρετος ἂνθρωπος εἶναι ὑποκείμενος, ἂν καί ἀδίκως, εἰς τόν κοινόν τοῦτον νόμον τῆς ἀνθρωπίνης ἀκαταστασίας καί δύσκολον, διά νά μήν εἰπῶ καί ἀδύνατον, νά πλησιάσῃ ποτέ εἰς τοιοῦτον σκοπόν, ὣστε νά ἐπιτύχῃ τήν κοινήν τῶν ἂλλων εὐαρέστησιν καί νά κερδίσῃ, ὡς λέγομεν τάς καρδίας τῶν ἂλλων΄ καί τό αἲτιον εἶναι, οἱ ἂνθρωποι ὡς ἐπί τό πλεῖστον κυριευόμενοι ἀπό τήν φιλαυτίαν, καί εἰς μόνον τόν ἑαυτόν του ὁ καθείς ἀρεσκόμενος, δέν λαμβάνουν ἓνα γενικόν γνώμονα καί κανόνα διά τήν κρίσιν τῶν πραγμάτων, ἀλλά τά κρίνουν κατά ἲδιόν τους συμφέρον, κατά τά πάθη τους καί πολλάκις κατά τήν ἀρέσκειαν τῆς
ἀπατημένης φαντασίας
(22). «Ψευδεῖς τῷ ὂντι, ψευδεῖς οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων ἐν ζυγοῖς» (23). Ἐντεῦθεν πηγάζει ἡ τόση ἐκείνη διαφωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἐντεῦθεν ἡ τοσαύτη ἀσυμφωνία εἰς τάς κρίσεις των. Ἐντεῦθεν αἱ διάφοροι γνῶμαι περί ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ πράγματος. Ἐντεῦθεν ἐκεῖνο τό παντοτεινόν ὑπέρ καί κατά περί μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως. Ἐντεῦθεν ἡ παραμόρφωσις τῶν πραγμάτων κατά τό ἲδιον συμφέρον εἰς τόν καθένα.
(φ. 3β) Ἐκ τούτου ὁ εὐσεβής καί πιστός κατηγορεῖται ὡς ἂπιστος, ὁ φρόνιμος καί φιλήσυχος ὑποκριτής. Καί δέν εἶναι ὂνομα καί ἦθος ἀρετῆς, εἰς τό ὁποῖον νά μήν ἀντιθέτεται κακίας ὂνομα κατά τήν ἰδίαν τοῦ καθενός ἀρέσκειαν. Καί ἰδού ἐπαληθεῦον ἐκεῖνο τό τοῦ Προφητάνακτος, ὃτι «πᾶς ἂνθρωπος ψεύστης»
(24).

2. Εἰς μάτην λοιπόν ἢθελε στοχασθῇ κανείς νά εὐχαριστήσῃ τούς ἂλλους καί νά εὐαρεστήσῃ κοινῶς εἰς ὃλους. Ἀλλά τί; τάχα διά τοῦτο ἒπρεπε νά ἀποκάμνῃ ὁ φίλος τῆς δικαιοσύνης, ὁ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς; Ὂχι ποτέ! Ὁ δίκαιος καί ἐνάρετος ἐργαζόμενος τήν ἀρετήν καί πράττωντας τό ἀγαθόν δέν ἒχει ποτέ νά ἀποβλέπῃ εἰς ἂλλον, εἰ μή εἰς τόν «ἐτάζοντα καρδίας καί νεφρούς» (25). Ἂλλον μάρτυρα καί συνήγορον δέν πρέπει νά ἒχῃ εἰ μή τήν ἰδίαν του συνείδησιν. Οὒτε ἀλλοῦ ἠμπορεῖ νά εὓρῃ ἂνεσιν καί ἀνάπαυσιν, εἰ μή εἰς αὐτήν μόνην. Καταφρονητής τῶν προλήψεων καί τοῦ διεφθαρμένου κόσμου ἀδιαφορεῖ ὡς ἀπό βέλη νηπίων (26), εἰς τάς πληγάς ὁποῦ μέ αὐτάς ἡ γλωσσαλγία τῶν ἀδίκων κριτῶν του πάσχει νά θανατώσῃ τήν ἀθώαν του καρδίαν. Τί; ἐξορίζεται; ἀλλ’ ἒχει παράδειγμα ἓνα Θεμιστοκλέα.
(φ. 4α) Καταδικάζεται; ἀλλ’ ἒχει σύντροφον ἓνα Φωκίωνα, ἓνα Σωράτην. Αἲ! καί τίς ἡ χρεία πλέον τοιούτων συγκρίσεων; Ὁ Χριστιανός ἒχει παράδειγμα ἓνα Παῦλον, ἓνα Χρυσόστομον΄ ἒχει τέλος πάντων αὐτόν τόν Θεάνθρωπον Σωτῆρα καί Λυτρωτήν του. Εἰς ἓναν λόγον, αὐτός μόνος ἠξεύρει νά ἀποθάνῃ, ὑπό τά ἐρείπια ὃλου τοῦ Κόσμου.

3. Μία τοιαύτη προθεωρία, Ἀγαπητοί, ἠμπορεῖ τώρα νά μᾶς ἐξηγήσῃ τήν γενναίαν καί χριστιανικήν διάθεσιν τοῦ Μακαρίτου Μητροπολίτου μας. Ἐάν πρός ὀλίγον ἐφαρμόσωμεν τά εἰρημένα εἰς τόν ἀείμνηστον τοῦτον ἀρχιερέα, ἠμποροῦμεν τότε νά κρίνωμεν τά περί αὐτοῦ καί νά συμπεράνωμεν ἐκ τούτου ἀλάθητον καί δικαίαν τήν ψῆφον, χωρίς δηλαδή νά κλίνωμεν οὒτε εἰς τά δεξιά οὒτε εἰς τά ἀριστερά, ἀλλά μέσον καί βασιλικόν δρόμον περιπατοῦντες, ὃστις εἶναι ἡ ἀλήθεια.

4. Ἀφίνω λοιπόν νά διαλάβω, καθώς εἶπα, περί τῆς μερικῆς ἀγωγῆς τοῦ ἀνδρός, ὂχι μόνον ὡς περί γνωστῶν πρός γνωρίμους, ἀλλά καί διότι, ἢ τίποτε ἢ πολλά ὀλίγον ἢθελε συμβάλλουν τά τοιαῦτα εἰς τήν παροῦσαν ὑπόθεσιν. Μόνος ἓνας βιογράφος ἠμπορεῖ, καί χρέος ἒχει μάλιστα, νά ἐξετάζῃ περί τῶν τοιούτων. Τοῦ λόγου μας τό καθ’ αὑτό ἀντικείμενον εἶναι κυρίως // (φ. 4β) τῆς Ἀρχιερατείας του ἡ ὀλιγοχρόνιος ἐποχή, εἰς τήν ὁποίαν ἠμποροῦμεν νά εἰποῦμεν, ὃτι «τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς»
(27). Μόλις ἒλαβε τά προσήκοντα μέσα, μόλις ἀνέβη εἰς τό ὑψηλόν ὑπούργημα τῆς Ἀρχιερωσύνης καί εὐθύς ἐφάνη ἡ γενναία του καί χριστιανική διάθεσις καί καρδία (28). Ὃμοιος μέ τόν ἣλιον εἰς τό μέσον ἀνεφέλου οὐρανοῦ, ἐφώτιζε τόν πνευματικόν ὁρίζοντα τῆς Ζακυνθίου Ἐκκλησίας πότε μέν θερμαίνων καί πότε καθαρίζων μέ τάς θερμαντικάς τῆς ἀρχιερωσύνης ἀκτῖνας τόν πνευματικόν ἀμπελῶνα τῆς τοῦ Χριστοῦ κληρονομίας. Μόλις ἐπροβιβάσθη εἰς τόν ἀρχιερατικόν θρόνον τῆς πατρίδος μας, καί εὐθύς ἐφάνη ἡ διάθεσίς του καί ἡ εὐαγγελική ἐκείνη πόλις ἡ «κειμένη ἐπάνω ὂρους» (29).
Καί ἦτον τάχα ἡμέρα ἢ ὣρα ὁποῦ νά μή καταγίνεται μέ βαθεῖαν σκέψιν πῶς νά προλαμβάνῃ κάθε τυχόν ἀτόπημα; καί τώρα μέν νά νουθετῇ, τώρα δέ πατρικῶς νά διορθώνῃ, ἂλλοτε νά ῥυθμίζῃ, πότε δέ νά ἐξοικονομῇ τά λογικά πρόβατα τῆς εὐαγγελικῆς ποίμνης; Ἦτον ὁ λόγος περί πραγμάτων οὐσιωδῶν τῆς Ἐκκλησίας; Ποτέ εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου δέν ἒβλεπεν, ἓτοιμος νά βάλῃ εἰς κίνδυνον καί τήν ἰδίαν ζωήν ὡς ἀληθινός ποιμήν, καί ὂχι // (φ. 5α) μισθωτός (30), ἒτρεχεν ἀκάματος, διά νά ἀπαντήσῃ τά τυχόντα ἐμπόδια μεταχειριζόμενος μέσα ἀνάλογα καί τοῦ βάρους τοῦ ἀρχιερατικοῦ καί τῆς μεγάλης του εὐφυϊας καί φρονήσεως. Ἐπρόκειτο πάλιν ἂλλοτε λόγος περί ἐξωτερικῆς εὐταξίας; Ἒβλεπέ τις τόν ἂνδρα νά προβλέπῃ καί περί τούτου μέ ὃλην τήν ἀπαιτουμένην σπουδήν εἰς τό σεμνόν καί σοβαρόν τῆς Ἐκκλησίας φρόνημα, πρόθυμος εἰς πάντα καί μή φειδόμενος οὒτε κόπων, οὒτε ἐξόδων, διά νά ἀποδείξῃ μέ τήν ἐξωτερικήν λαμπρότητα τήν ἐσωτερικήν καλλονήν καί ὑπερτάτην ἀξίαν τῆς Ἐκκλησίας. Καί διά τοῦτο ἲδαμεν νά ἀντεισάγῃ συνηθείας καί τρόπους ἂλλους ἀντί τινῶν, ὁποῦ ἢ ἐβάρυνον τό πνευματικόν του ποίμνιον, ἢ ἦταν άνάρμοστοι εἰς αὐτό. Ὃταν δέ πάλιν ἠναγκάζετο νά παιδεύσῃ τινά ὡς Κριτής, πόσον ἒπασχεν ἡ φιλόστοργος ἐκείνη ψυχή! Ἒπασχε πρότερον παντοιοτρόπως διά τῆς νουθεσίας καί διδασκαλίας νά συμβιβάσῃ τά πράγματα καί νά τά καταφέρῃ εἰς μίαν καλήν ἒκβασιν, πρίν καταντήσουν κανονικῶς εἰς τόν ἀρχιερατικόν του κριτήριον καί ἢθελε τοιουτοτρόπως νά λαμβάνουν τέλος, διά νά μήν μεταχειρισθῇ ὁλοτελῶς τήν ποιμαντικήν ῥάβδον πρός τιμωρίαν τοῦ ἂλλου. (φ. 5β) Ἀλλά καί ὃταν τό πρᾶγμα δέν ἐπεδέχετο διόρθωσιν, καί αὐτός ἦτον ἀναγκασμένος νά βάλλῃ εἰς πρᾶξιν τά ἐκκλησιαστικά ἐπιτίμια. Πόσον ἐλυπεῖτο ἡ ἀγαθή του ψυχή! Ἐσυλλογίζετο καί τότε πῶς κἂν νά μετριάσῃ τήν αὐστηρότητα τῶν νόμων, καί οὒτε ἂδικος Κριτής νά φανῇ, οὒτε ἀσυμπάθητος ἂνθρωπος, ἀλλ’ ἂξιος Ποιμήν καί Πατήρ (31).

5. Εἲπατε σεῖς τώρα, ἀγαπητοί, ἂν ἡ στέρησις τοιούτου ὑποκειμένου δέν εἶναι ἀξία θρήνου. Εἲπατε σεῖς μάλιστα, ὃσοι ἰδιαιτέρως ἐλάβατε ἀφορμάς νά γνωρίσετε τήν γνησίαν του καί χριστιανικήν διάθεσιν. Ὁ διακαής ζῆλός του πρός τήν ἐκπαίδευσιν τῶν Νέων δέν ἀπεδείχθη πάντοτε καί εἰς πᾶσαν περίστασιν; Πόσοι τῶν Κληρικῶν νέων ἐμέθεξαν τῆς φιλοδωρίας καί γενναιοκαρδίας του!
(32) Νουθεσία, διδασκαλία, χαρίσματα, ἦταν τά μέσα του διά νά ἐμψυχόνῃ κάθε σπουδαῖον. Τιμή, σέβας, δωρεαί, εὐχαριστίαι ἦταν οἱ τρόποι του, διά νά ἀνταμείβῃ τούς διδασκάλους. Ἡ οἰκία του ἦταν ἂλλο Λύκειον καί Μουσεῖον πρός διδασκαλίαν ὂχι μόνον τῶν συγγενῶν του, ἀλλά καί ξένων. Ἂν πάσχῃ νά λαμβάνῃ οἰκειότητας καί σχέσεις μέ ὑψηλά ὑποκείμενα, ὂχι δι’ ἂλλο, εἰ μή // (φ. 6α) διά νά γίνεται ὠφέλιμος καί βοηθός εἰς τό ἀγαπημένον του ποίμνιον, καί ἐν γένει εἰς κάθε ἂνθρωπον. Ποτέ δέν ἐφαντάσθη νά πλουτήσῃ, οὒτε αὐτός, οὐδέ ν’ ἀφήσῃ κληρονόμους πλουσίους χρημάτων καί κτημάτων, ἀλλά μόνον παιδείας καί μαθήσεως. Σκοπόν τόν ὁποῖον ἒκφραζε συχνάκις εἰς τούς γνωρίμους του καί τόν ὁποῖον αὐτή ἡ πρᾶξις τό μαρτυρεῖ. Τοιοῦτοι ἂνδρες τῷ ὂντι ὠφελοῦσιν ὂχι μόνον ὃταν ὑπάρχουν εἰς τήν ζωήν, ἀλλά τό παράδειγμά των καί μετά θάνατον΄ μέ τό ὠφελεῖ τούς μεταγενεστέρους, ὁ θάνατός των γίνεται ἀρχή νέας ζωῆς.
Ἀλλά ποῦ ἀφίνομεν τήν ἐλεημοσύνην τοῦ ἀνδρός; Πόσας ψυχάς δέν ἐχόρτασεν εἰς κάθε στιγμήν; Πόσαι ὁλόκληραι φαμήλιαι δέν ἦτον ὑπό τήν σκέπην του; Πόσοι δέν ἐμετρίασαν τρόπον τινα τήν κατάστασίν των; Ζοῦν καί ἂς τό ὁμολογήσουν αὐτό οἱ ἲδιοι, διά νά φανοῦν εὐγνώμονες εἰς τήν ἀγάπην του. Καί τάχα εἰς τούς γνωρίμους του καί συμπολίτας του ἐφαίνετο τοιοῦτος καί ὂχι εἰς τόν πλέον μεμακρυσμένον πλησίον; Ὂχι, ὂχι, ἐπίσης γενικῶς ἐφαίνετο τοιοῦτος εἰς ὃλους. Εἰς ὃλους λέγω ἐδείκνυε χωρίς καμμίαν διάκρισιν (φ. 6β) καί τήν ἀγάπην καί τήν εὐπροσηγορίαν καί τήν συμπάθειαν καί τήν εὐσπλαγχνίαν. Τό νά εἲπωμεν δέ τώρα πῶς ἐφέρετο εἰς τόν εὐεργέτην του, ἐκ τῶν εἰρημένων καθείς καταλαμβάνει.
Δικαίως λοιπόν, ὦ Ζακύνθιοι, ἐτιμήσατε τόν ἂνδρα μέ λαμπρά σημεῖα ἀγάπης ἐκείνας τάς ἡμέρας, κατά τάς ὁποίας ἒλαβε τήν ἀρχιερατικήν ῥάβδον, ἀξίως τόν ἐχειροκροτήσατε εἰς τοῦτον τόν ἱερόν ναόν καί μέ σέβας ἐδέχεσθε τήν εὐλογίαν του. Μάρτυρες εἶναι ὂχι ἡμεῖς μόνον οἱ αὐτόχθονες, ἀλλά προσέτι καί οἱ τυχόντες τότε εἰς τήν πόλιν μας, ὃσους λέγω ἂφησεν ὁ πικρός θάνατος, οἳτινες αὐτόν ἐσεβάσθησαν περισσότερον. Ὡσάν ὁποῦ ἡ πρᾶξις τούς τόν παρέστησε ἓνα ἂνδρα ἂξιον, ἐσᾶς δέ μεγάλως ἐπαίνεσαν ὡς εὐαισθήτους τοῦ καλοῦ καί εὐγνώμονας εἰς τόν ποιμενάρχην σας. Καί ὂχι μόνον ἐκείνας τάς ἡμέρας ἐδείξατε τοιαῦτα σημεῖα, ἀλλά σχεδόν κάθε φοράν ὁποῦ ἐφαίνετο δημοσίως. Ὣστε ἀκόμη ἀντηχοῦν οἱ κώδωνες, αἱ φωναί καί αἱ χειροκροτήσεις, καί κάθε ἐξωτερικόν σημεῖον τῆς ἀγάπης σας, ἀποτελέσματα βέβαια τά τοιαῦτα τῆς εὐγνωμοσύνης σας.
(φ. 7α) Ἀλλά τώρα ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, εἰς τόν ὁποῖον ἀποδίδοντο ὃλα ταῦτα; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ὃστις μίαν φοράν μ’ ἐσᾶς, ὦ ἱερεῖς, συνελειτούργει καί διεμελίζων καί διαμοιράζων τόν ἂρτον τῆς ζωῆς συνέσθιε ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἂρτου, καί συνέπινε ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποτηρίου καί ὑψώνων μ’ ἐσᾶς, ὦ Ἱερεῖς, τάς χεῖράς του, ἐπρόσφερεν ἱλαστηρίους εὐχάς πρός τόν οὐράνιόν μας Πατέρα καί Πλάστην; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, ὃστις καθήμενος ἐπί τοῦ ἀρχιερατικοῦ θρόνου ὓψωνε τάς χεῖράς του εὐλογώντας μας; Ἰδού! ἰδού! Ποῦ εὑρίσκεται πρό ἓνα χρόνον εἰς ἓνα τόπον περιορισμένον, εἰς μνημεῖον σκοτεινόν, ἂμορφος, ἀνείδεος, χωρίς πλέα νά μᾶς εὐλογῇ ἐκείνη ἡ δεξιά ὁποῦ μᾶς εὐλόγει. Ἀλλά "τίς ἐστιν ἂνθρωπος ὃς ζήσεται καί οὐκ ὂψεται θάνατον";
(33) Αὐτός εἶναι τό ἀναμφίβολον καί τελευταῖον ὃριον τῶν εὐτυχιῶν καί δυστυχιῶν μας εἰς τοῦτον τόν κόσμον καί κοινόν ποτήριον εἰς κάθε ἂνθρωπον. Ἀλλά τό κακόν εἶναι ὁποῦ ὁ θάνατος τῶν ἐνδόξων ἀνδρῶν, ὂχι μόνον εἶναι στέρησις, ἀλλά καί ζημία εἰς τήν ἀνθρώπινον κοινωνίαν καί διά τοῦτο ὁ θρῆνος μεγαλήτερος καί ἡ λύπη πικροτέρα, ἐπειδή δέν στερεῖται // (φ. 7β) μία μόνη πόλις, ἢ μία μόνη ἐπαρχία, ἀλλά κοινῶς ἡ ἀνθρωπότης.
Τοιαύτη λοιπόν, ἦτον ἡ διάθεσις τοῦ μακαρίτου Γαρζώνη, διάθεσις γενναία, διάθεσις χριστιανική. Διάθεσις ἡ ὁποία τόν ἀπέδειξεν ἂξιον τῆς Ἐκκλησίας ποιμένα καί πιστόν οἰκονόμον τῶν τοῦ Θεοῦ μυστηρίων΄ διάθεσις ἡ ὁποία δέν θέλει βέβαια μείνει ἀβράβευτος ἀπό τόν μισθαποδότην Θεόν.

(φ.8α) Ἀποδίδοντες λοιπόν τά χριστιανικά χρέη μας πρός Αὐτόν, ἂς παρακαλέσωμεν τόν οὐράνιόν μας «Μεσίτην»
(34) ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ἀθανάτου ψυχῆς τοῦ Ποιμενάρχου μας τούτου.
Σύ Θεάνθρωπε Ἰησοῦ μας, ὃστις [......] ἀνάπαυσον τήν ψυχήν τοῦ δούλου σου ἐν τόπῳ φωτεινῷ [....] εἰσάκουσον τάς εὐχάς τῆς ἁγίας σου Ἐκκλησίας καί κατάταξον τό πνεῦμα αὐτοῦ εἰς τήν χαράν τῶν ἁγίων σου Ἱεραρχῶν. Ἒνδυσον αὐτόν μέ τόν χιτῶνα τῆς μακαριότητος, κ.λ.π.
Πάριδε ὡς πολυέλαιος εἲ τι καί αὐτός ὡς ἂνθρωπος ἐπλημμέλησε, ἐπειδή καί «τίς καθαρός ἀπό ῥύπου κάν μία ἡμέρα ἡ ζωή αὐτοῦ ἐστι;»
(35). Σύ μόνος Κύριε εἶσαι ὁ ἀναμάρτητος ......[]
Συνοδεύσατε, λοιπόν, ἀδελφοί καί τήν φωνήν καί τάς καρδίας σας καί κ.λ.π.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλ. λήμμα τοῦ Θεολόγου Σπύρου Ν. Ἀβούρη, στήν ΘΗΕ, τ. 4(1964)στ. 122, ὃπου καί (ἡ παλαιότερη) βιβλιογραφία. Πρβλ. Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος – Πεντακόσια χρόνια (1478-1978), τ. Δ΄, Ἐκκλησιαστικά, Ἀθήνα 1987, σ.92-101, ὃπου καί ἡ ἀναδημοσιευομένη ἐδῶ ἐλαιογραφία.
2. Τά «κάτω» Ἰόνια Νησιά (Ἰθάκη-Ζάκυνθος-Κεφαλληνία καί Κύθηρα) κατά τά ἒτη 1809-1814 ἀνῆκαν στήν «Προστασία» τῆς Μ. Βρετανίας ὡς “occupatio bellica” . Ἐπίσημα ἡ ἀγγλοκρατία γιά ὃλα τά Νησιά ὁρίζεται ἀπό τό 1815 ὣς τό 1864.
3. Τό Σύνταγμα τέθηκε σέ ἰσχύ τήν 1.1.1818. Ὁλόκληρο τό Ε΄ κεφάλαιο ἀναφέρεται στήν ἐκκλησιαστική κατάσταση τῶν Ἰονίων Νήσων.
4. Βλ. Σπ. Ν. Ἀβούρη, Τά Ἐκκλησιαστικά τῆς Ἑπτανήσου, 1815-1867, Ἀθῆναι 1965, σ. 6 ἓπ.
5. Στό ἲδιο.
6. Παναγιώτης Χιώτης, Ἱστορικά Ἀπομνημονεύματα Ἑπτανήσου, τ. 6ος , Ἐν Ζακύνθῳ 1887, σ. 175 ἑπ.
7. Στό ἲδιο, σ. 182. Καί κατά τόν Ντίνο Κονόμο, Ἐκκλησιαστικά, ὃπ. π., σ.100: Ὁ Γαβριήλ «κράτησε πάντα σέ μεγάλη περιωπή τόν ὀρθόδοξο μητροπολιτικό θρόνο τοῦ Νησιοῦ του». Γιά τήν συνεργασία του μέ τήν «Προστασία» ἒχει γράψει ἀρκετά ὁ Ντ. Κονόμος. Βλ. σχετικά στό ἲδιο, σ. 101, σημ. 2.
8. Ντ. Κονόμος, Ἐκκλησιαστικά, σ. 101.
9. Βλ. Ἠλία Α. Τσιτσέλη, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τ. Α΄, Ἐν Ἀθήναις 1904, σ. 689. Στίς σελίδες 669-690 τά βιογραφικά τοῦ Κωνσταντίνου Τυπάλδου.
10. Βλ. σ. 101, σημ. 2.
11. Βλ. Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη, Ἀρχείου Σύμμικτα. Τακτοποίησις καί Μελέτη τοῦ Ἀρχείου τῶν Οἲκων Τυπάλδων-Ἰακωβάτων ἐν Ληξουρίῳ τῆς Νήσου Κεφαλληνίας, ἀνάτυπο ἀπό τόν Β΄ Τόμο τῆς Ἐπετηρίδος Ἐπιστημονικῶν Ἐρευνῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1970.
12. Βλ. π. Γ.Δ.Μεταλληνοῦ-Βαρβάρας Καλογεροπούλου-Μεταλληνοῦ, Ἀρχεῖον τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης..., τ. Α΄, Ἀθήνα 2003, σ. 21-52 (=Τό Ἀρχεῖο των Ἀδελφῶν Τυπάλδων-Ἰακωβάτων καί ἡ σημασία του).
13. Βλ. Κ.Γ.Μπόνη, Ἀρχείου Σύμμικτα..., σ. 40 (=592 τοῦ Τόμου).
14. Βλ. π. Γ.Δ.Μεταλληνοῦ, Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον, Εἰσαγωγή-Κείμενον-Μετάφρασις-Σχόλια: Γ. Μεταλληνοῦ, Ἀθῆναι 1968, σ. 5 ἑπ.
15. Γιά τήν φωτοτύπηση καί ἀποστολή του ἀπό τό Ληξούρι εὐχαριστοῦμε τόν παλαιό μαθητή μας καί σήμερα Καθηγητή κ. Γεράσιμο Συνοδινό, πού ἐργάζεται ἐπιστημονικά στήν Βιβλιοθήκη -Ἀρχεῖο Α.Τ.Ι.
16. Ἦταν γνωστός ὡς ἱεροκήρυκας καί ρήτορας, τό σημαντικότερο δέ ἦταν καί Καθηγητής-Θεολόγος στήν Ἰόνιο Ἀκαδημία, τό καταλληλότερο δηλαδή πρόσωπο στήν περίπτωση.
17. Ἀναμιμνήσκει.
18. Φράσεις τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας.
19. Εἶναι λοιπόν ἐπιμνημόσυνος (ἐπιτάφιος) λόγος.
20. Ἲσως εἶχε ὑποστηριχθεῖ ἀπό τόν Γαβριήλ γιά τίς σπουδές του στήν Ἰόνιο Άκαδημία.
21. Πρβλ. Ματθ. 5,15.
22. Στίς γραμμές αὐτές, ὃπως καί στήν συνέχεια τοῦ κειμένου, ἐγκρύπτεται μᾶλλον ὑπαινιγμός γιά τήν φιλοαγγλική στάση τοῦ Μητροπολίτου καί τήν δυσαρέσκεια μερίδας τοῦ Λαοῦ ἀπέναντί του. Ὁ ἀντικειμενικός ὁμιλητής δέν ἦταν δυνατόν νά ἀντιπαρέλθει αὐτό τόν σκόπελο.
23. Ψαλμ. 61,9.
24. Ρωμ. 3,4.
25. Ψαλμ. 7,9.
26. Πρβλ. Ψαλμ. 7,9.
27. Σοφ. Σολ. 4,13.
28. Εἰς τήν ἀρχική ἀγγλοφιλία τοῦ Γαβριήλ, πού ὀφειλόταν καί στήν εὐγενική καταγωγή του, ἀντιπαραβάλλεται στήν συνέχεια τό ὓψος τῆς αρχιερατείας του.
29. Ματθ. 5,14.
30. Πρβλ. Ἰω. 10,11 ἑπ.
31. Ὃπως σημειώνει καί ὁ Παναγιώτης Χιώτης ὃπ.π., σ. 132) «... Ἀπέσπασε τό ἱερατεῖον τῆς ἐπαρχίας του, ὃ ἦν ἓρμαιον τοῦ ἀρχοντολογίου καί πολλάκις ἐχρησίμευεν εἰς τάς ἀθεμιτουργίας του. Διέταξεν ὃτι οὐδείς ἱερώνεται, ἐάν μή ἐξέλθῃ θεολογοδιδάκτωρ ἐκ τοῦ Ἰονικοῦ Πανεπιστημίου, καί δείξῃ χρηστοήθη διαγωγήν ἒνσημον. Διώρισεν ἀναγνώστας νά ἱεροκηρύττωσιν εἰς χωρία καί πόλιν. Ἐνέδυε τούς πενιχροφοροῦντας ἱερεῖς. Ἐτιμώρει τούς εἰσερχομένους εἰς καφενεῖα ἢ οἰνοπωλεῖα ... Κατήργησε, τῇ βοηθείᾳ τῆς Κυβερνήσεως, τό νά προσέρχονται ὀρθόδοξοι ὀπαδοί εἰς τήν Λατινικήν Ἐκκλησίαν, καί νά πράττωσιν γάμους κωλυομένους ὑπό τῆς Ἀνατολικῆς ἢ ἂλλας μικτογαμείας ἀσυγχωρήτους».
32. Ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ ἐκφωνητής τοῦ Λόγου καί τόν ἑαυτόν του;
33. Ψαλμ. 88,49.
35. Πρβλ. Α΄ Τιμ. 2,5.
35. Ἰώβ 14,4.

Θανάση Ν. Παπαθανασίου: "ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΞΩ ΑΠΟ 'ΔΩ" ή "ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΞΑΠΟΔΩ"; Δοκιμές για τη συνδιάλεξη Φυσικών και Θεολόγων

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 769-788]


Νιώθω την ανάγκη να ψιθυρίσω δυο λόγια: "Ο Φρανκενστάϊν προ των πυλών!".

Φαντάζομαι ότι στο άκουσμα της φράσης αυτής ο νους πάει στην εφιαλτική πιθανολόγηση (και, συνακόλουθα, στην κήρυξη συναγερμού) ότι ο άνθρωπος έχει τη συνταρακτική δυνατότητα να δημιουργήσει αυτά που στη βιολογία ονομάζονται χίμαιρες: υπάρξεις τερατώδεις.
Ωστόσο τη φράση αυτή δεν την ψελλίζω εδώ με τέτοιο νόημα. Θα θυμούνται όσοι έχουν διαβάσει το έργο της Μαίρης Σέλλεϋ, ότι Φρανκενστάϊν δεν είναι το όνομα του τέρατος, αλλά του επιστήμονα δημιουργού του. Το σημείο, λοιπόν, που μου εμπνέει τη φράση "Ο Φρανκενστάϊν προ των πυλών" δεν αφορά το τέρας που συνέθεσε ο πρωταγωνιστής, αλλά κάτι άλλο: τον έρωτα του πρωταγωνιστή με τη γνώση. Στην πρώτη του νιότη ο ήρωας ρίχτηκε – λέει – με τα μούτρα στη μελέτη βιβλίων Φυσικής. Ήταν βιβλία αλχημιστών· του Παράκελσου, του Κορνήλιου Αγρίππα, του Αλβέρτου του Μέγα. Όταν, λοιπόν, αργότερα, ξεκίνησε πανεπιστημιακές σπουδές, έπεσε πάνω στον ωμό κύριο Κρεμπ, καθηγητή Φυσικής, ο οποίος τον υποδέχτηκε με τα εξής λόγια: "Αληθινά το λες,… ότι ξόδεψες τόσον καιρό για να διαβάσης τέτοιες ανοησίες;… Κάθε λεπτό… που ξόδεψες γι’ αυτά τα βιβλία, είναι τελείως χαμένο. Κούρασες και φόρτωσες το μυαλό σου με άχρηστα συστήματα και ονόματα. Θεέ μου! Σε τι έρημο ζούσες! Δεν υπήρχε κανένας να σε πληροφορήση ότι όλ’ αυτά που διάβαζες είναι χιλίων χρόνων και τελείως ξεπερασμένα πια;" (1).

Το τέρας έχει ήδη ξεπροβάλει! Είναι η τρομακτικότητα του να βρεθεί ο άνθρωπος εγκλωβισμένος σε μια φαντασίωση που τη νομίζει πραγματικότητα. Να δαπανηθεί σκιαμαχώντας ανυποψίαστα με ερωτήματα που δεν τίθενται, και να μην πάρει είδηση ερωτήματα που χαίνουν αναπάντητα.
Υπάρχει, άραγε, σίγουρος τρόπος αποφυγής αυτής της τρομακτικότητας; Ή μήπως πρόκειται για έναν κίνδυνο διαρκή, καθ’ όσον αυτό που ανακαλύπτεις κάποια στιγμή ως απάντηση που απεγκλωβίζει, μπορεί αργότερα να γίνει κλουβί, αν πάψεις εσύ να έχεις το νου σου στο πορτάκι και στο "έξω από 'δώ"; Δεν θα περιερχόταν, λόγου χάριν, στην ίδια θέση με τον νεαρό Φρανκενστάϊν και ο καθηγητής Κρεμπ, αν τυχόν θα έμενε κολλημένος στο απελευθερωτικό τότε κοσμοείδωλό του (κοσμοείδωλο του 18ου αι.), και παρέβλεπε τις μεγάλες ανατροπές που έφεραν μετά από δυο αιώνες η σχετικότητα και η κβαντομηχανική;
Τα ερωτήματα αυτά τα ένιωσα έντονα καθώς πλησίαζε η ημερίδα των Φυσικών όπου είχα προσκληθεί για να μιλήσω (2), και ήδη αισθανόμουν να γιγαντώνεται μέσα μου μεταμέλεια που αποδέχτηκα την πρόσκληση. Σε τι βαθμό μπορώ εγώ – ένας άνθρωπος που κάνει τον θεολόγο – να γνωρίζω όντως τον κόσμο της Φυσικής; Πόσα μπορώ να προσλάβω από βιβλία Φυσικής που τολμώ να διαβάσω, και πώς θα μπορέσω να πάρω χαμπάρι τι απ’ αυτά ξεπερνιέται, περίπου όπως ξεπεράστηκαν τα αναγνώσματα που είχε εμπιστευτεί ο νεαρός Φρανκενστάϊν; Και μάλιστα, πόσο εύκολα (θα έλεγα: και πόσο αλαζονικά) δικαιούμαι να οικοδομήσω πάνω σε φυσικές οπτικές οι οποίες αποτελούν το πεδίο σφοδρών διαφωνιών μεταξύ ειδικών επιστημόνων, από την περίφημη σύγκρουση Αϊνστάν και Μπορ στη δεκαετία του 1920 μέχρι τις πρόσφατες διαφωνίες για την ανθρωπική αρχή ή τη θεωρία των υπερχορδών; Κι από την άλλη, πόσο σίγουρος μπορώ να είμαι ότι κατέχω τάχα τη μαστορική της θεολογίας; Μα, πέρα από την αφεντιά μου, επιτρέψτε μου να θέσω το ερώτημα αυτό και για τους φίλους που συμβατικά ορίζουν έναν άλλον χώρο: Πόσο σίγουροι είναι όσοι θα δήλωναν μη-πιστοί ότι αυτό που θεωρούν χριστιανική θεολογία είναι όντως χριστιανική θεολογία;
Μήπως, άραγε, με αυτά που λέω υπαινίσσομαι ότι δεν έχει νόημα το ανθρώπινο ταξίδι της διερώτησης; Όχι. Ουδέν κούρνιασμα στο αμνιακό υγρό του αγνωστικισμού και του μυστικισμού υπονοώ. Εννοώ άλλο: Ότι το ταξίδι πρέπει να γίνεται με παράθυρα ανοιχτά και με τον άνθρωπο απρόθυμο να αποκλείσει εκπλήξεις και ανατροπές των αναπαύσεών του. Μου έχει κάνει εντύπωση μια φράση του στοχαστικού Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος, όντας φιλόσοφος, καταπιάστηκε με ζητήματα κλωνοποίησης και βιοηθικής: "Η δική μου επιφύλαξη", σημειώνει, "έγκειται στο ότι πραγματεύομαι το θέμα αυτό δίχως να είμαι τωόντι εξοικειωμένος με το πεδίο της βιοηθικής" (3). Μα προχώρησε. Και, παρόμοια, νομίζω πως, αν κανείς έχει φιλότιμο, θα ένοιωθε δέος ακούγοντας τον μεγάλο Καστοριάδη (έναν από τους λίγους φιλοσόφους που διαλέγονταν με τη σύγχρονη Φυσική) να λέει: "Είμαι ικανός να ξαγρυπνήσω μία ολόκληρη νύχτα για να καταλάβω ένα θεώρημα ή να μελετήσω ένα καινούργιο βιβλίο φυσικής – όσο, βέβαια, μπορώ να το καταλάβω…" (4). Και προχωρούσε.
Δεν υπάρχει κάτι επικίνδυνο εδώ; Δηλαδή, δεν υπάρχει άραγε πιθανότητα να επικαλεστεί κάποιος το παράδειγμα σπουδαίων όπως ο Χάμπερμας και ο Καστοριάδης, αλλά μίζερα, ώστε να φτιασιδώσει τη δική του προχειρότητα, να αμνηστεύσει τη δική του αγραμματοσύνη ή να επιβάλει μια αδιαφορία περί τα κριτήρια; Σίγουρα υπάρχει. Όμως, ποια απόπειρα αποπνέει σοβαρότητα και ποια αναδίδει φαιδρότητα, αναγκαστικά θα φανεί μόνο στην πράξη. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος καλείται να μην κουρνιάσει. Καλείται να προχωρεί απορητικά, να ακούει σεβαστικά, να αποτολμά απαντήσεις, και να τις αποτολμά εκτιθέμενος - και ξανά να προχωρεί απορητικά κ.ο.κ. Αυτά τα τέσσερα (η απορία, η ακρόαση, η απάντηση και η έκθεση) αφορούν κάθε θέση που διαμορφώνει ο άνθρωπος υπεύθυνα και επίπονα. Αυτό περιλαμβάνει και την πίστη. Η πίστη δεν "επικάθεται" στον άνθρωπο ερήμην του, όπως, για παράδειγμα, το χιόνι πάνω στα κλαδιά, αλλά έχει να κάνει με την θεμελιώδη ικανότητα του ανθρώπου να προσανατολίζει τον εαυτό του και να προσφέρει την εμπιστοσύνη του. Και όσοι, άλλωστε, επιθυμούμε να κρατήσουμε στα πολύτιμα και στα αδιαπραγμάτευτα την πίστη, ας έχουμε κατά νου ότι δομικό συστατικό της ίδιας της χριστιανικής πίστης είναι η ανοιχτότητα σε ένα μέλλον γεμάτο εκπλήξεις! (5)
Το να αποτολμάς απαντήσεις εκτιθέμενος, εμπεριέχει τη δυνατότητα συνάντησης και αναμέτρησης. Αναμέτρηση χωρίς συνάντηση είναι φανατισμός• και συνάντηση χωρίς αναμέτρηση είναι χαριεντισμός. Στις μέρες μας ολοένα και ενισχύεται η υποψία ότι για την προσέγγιση του κόσμου και του ανθρώπου στην πληρότητά τους δεν αρκεί η αυτάρκεια μιας και μόνο οπτικής. Αν, δηλαδή, ο άνθρωπος είναι όντως πολλές ταυτότητες ταυτόχρονα (αν, δηλαδή, συνιστά και βιολογικό και κοινωνιολογικό και ψυχολογικό κ.ο.κ. γεγονός), τότε η συνδιάλεξη μεταξύ των ερευνητών των διαφόρων ταυτοτήτων, καθώς και ο κριτικός διάλογός τους με την εμπειρία όλης της ανθρώπινης διαδρομής, είναι καίρια χρειαζούμενος. Εδώ, έρχεται στα αυτιά του Φρανκενστάϊν άλλη μια άλλη φωνή. Ο νεαρός πρωταγωνιστής – συνεχίζει το βιβλίο – κατάφερε να προλάβει το τρένο της γνώσης με τη βοήθεια του Κρεμπ, αλλά κι ενός άλλου καθηγητή, του μειλίχιου κυρίου Βάλντμαν. Ούτε ο Βάλντμαν αμφέβαλλε για το παρωχημένο των παρθενικών διαβασμάτων του Φρανκενστάϊν. Κάλεσε όμως τον νεαρό φοιτητή σε μιαν ασκητική: να διακρίνει πώς τα ξεπερασμένα εκείνα έργα είχαν αποτελέσει συμβολή στον βηματισμό της ανθρωπότητας (6). Μήπως αυτή η ευρυχωρία δεν θυμίζει την έκκληση του Έριχ Φρομ προς τους νέους, να μη βιαστούν να απορρίψουν την παραδοσιακή σκέψη; "Ακόμη κ’ η πιο ριζοσπαστική ανάπτυξη πρέπει να συνέχεται με το παρελθόν… Το να είναι κανείς νέος δεν είναι αρκετό!" (7) Η ανθρώπινη αναζήτηση, γράφει με τη γνωστή του ευρυμάθεια ο Σάββας Μιχαήλ, "απαιτεί την ενσωμάτωση και υπέρβαση όλης της μέχρι τώρα αναπτυσσόμενης συνολικής ιστορικής πράξης και κληρονομιάς του Πνεύματος της ανθρωπότητας" (8).
Προσυπογράφοντας, λοιπόν, (μετά φόβου και τρόμου, ομολογουμένως) τη διάθεση για συναντήσεις κριτικές (και πάντως όχι για πλατσουρίσματα που κρατούν την ευχαρίστηση μα χάνουν την ακτή), θα ήθελα, από τη σκοπιά του ανθρώπου που κάνει τον θεολόγο, να σκιτσάρω, με ενδεικτικές αναφορές, τρία πεδία συζήτησης με τους Φυσικούς. Το πρώτο το ονομάζω "Παρανοώντας τις ταυτότητες", το δεύτερο "Δοκιμάζοντας γεφύρια" και το τρίτο "Δοκιμάζοντας το απύθμενο".


1. Παρανοώντας τις ταυτότητες.

Σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε την πρώτη χρονιά της τωρινής μας χιλιετίας, ένας πραγματικά σημαντικός διανοητής που έχει διδάξει Φυσική και Φιλοσοφία, ο Ευτύχης Μπιτσάκης, επισημαίνει: "Είναι γνωστό ότι ο χριστιανισμός δέχεται έναν εγγενή δυϊσμό της ανθρώπινης φύσης: από τη μια το φθαρτό υλικό σώμα και από την άλλη η άυλη, αθάνατη ψυχή. Η δυϊστική αντίληψη η οποία θεωρεί το σώμα φθαρτό σκήνωμα, φορέα, φυλακή της ψυχής, έχει μακρά προϊστορία: Από το αιγυπτιακό ιερατείο μέσω του Πυθαγόρα πέρασε στην πλατωνική φιλοσοφία και από τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς, στους πατέρες της Εκκλησίας. Ο καρτεσιανός δυϊσμός είναι η κλασική μορφή της αστικής - χριστιανικής αντίληψης για τις σχέσεις ύλης και πνεύματος" (9).
Όποιος, ωστόσο, παρακολουθεί (ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή όχι) τη βιβλιογραφική πορεία της θεολογίας στη χώρα μας κατά τα τριάντα τουλάχιστον τελευταία χρόνια, θα εκπλαγεί μ' αυτή την αναφορά του Μπιτσάκη. Πλημμυρίδα κειμένων έχει καταδείξει ότι η βιβλική, χριστιανική θεώρηση αποτελεί τον αντίποδα του Πλατωνισμού και ότι ουδαμώς δέχεται οιουδήποτε είδους κοσμολογικό οντολογικό δυϊσμό. Μάλιστα έχει ήδη περάσει πάνω από μισός αιώνας από τότε που ο μακαρίτης π. Ιωάννης Ρωμανίδης, γράφοντας για την ανθρωπολογία του Μεγάλου Ευχολογίου, έθιξε την ολίσθηση από την εβραϊκή ολιστική ανθρωπολογία στον ελληνικό δυϊσμό (και δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, ότι το κείμενο αυτό το έκανε γνωστό στην Ελλάδα ένας βιβλικός καθηγητής• ο Σάββας Αγουρίδης) (10). Η αποκήρυξη της αντίληψης που βλέπει το σώμα ως φυλακή της ψυχής, έχει γίνει κοινός τόπος της θεολογίας, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’60 (11), και έχει πλέον αποτυπωθεί ακόμη και σε σχολικά εγχειρίδια θρησκευτικών (12).
Επιτρέψτε μου μιαν ανακεφαλαίωση επί τροχάδην. Κατά τη χριστιανική αντίληψη (πέρα από την ποικιλία λεξιλογίων και τις αντιφάσεις που φυσικά και συναντά κανείς σε εκκλησιαστικά κείμενα διαφορετικών εποχών και κοινωνικών συναφειών), μπορεί να γίνει λόγος μόνο για δύο μεγάλες οντολογικές κατηγορίες. Αφ’ ενός για το κτιστό σύμπαν και αφ’ ετέρου για τον άκτιστο Θεό. Μεταξύ τους υπάρχει απόλυτη ετερουσιότητα. Αυτό σημαίνει ότι τα πάντα πλην του Θεού ανήκουν σε μια και την αυτή οντολογική οικογένεια. Αυτό, δηλαδή, που συμβατικά έχει επικρατήσει να ονομάζεται σώμα κι αυτό που συμβατικά έχει επικρατήσει ψυχή, δεν έχουν μεταξύ τους οντολογική διαφορετικότητα. Ορισμένα, μάλιστα, πατερικά κείμενα, προκειμένου να υπογραμμίσουν αφ' ενός την απόλυτη ετερουσιότητα Θεού και κόσμου, και αφ' ετέρου τη ριζική ομοουσιότητα όλων των εκφάνσεων του κόσμου, δεν δίστασαν (κάνοντας, φυσικά, χρήση του γλωσσαριού της εποχής τους) να ταυτίσουν την κτιστότητα με την υλικότητα και να μιλήσουν για υλικότητα των πάντων - ακόμα, δηλαδή, κι αυτών των υπάρξεων που στην παράδοση της Εκκλησίας ονομάζονται πνευματικές ή νοητές. Για παράδειγμα, στα πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, το 787, διαβάζουμε: "Όσον αφορά τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και τις παραπάνω απ' αυτούς πνευματικές υπάρξεις, καθώς και τις ψυχές ημών των ανθρώπων, η Εκκλησία όλα αυτά τα δέχεται ως υπάρξεις νοερές, όχι όμως πραγματικά ασώματες και αόρατες... Αληθινά ασώματος και απερίγραπτος είναι μονάχα ο Θεός. Τα νοερά κτίσματα όμως δεν είναι πραγματικά ασώματα και αόρατα όπως αυτός". Στις αρχές του 19ου αιώνα ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συγκέντρωσε πλήθος τέτοιων μαρτυριών, για να καταλήξει: "Και οι δαίμονες, όπως και οι άγγελοι και οι ψυχές, δεν είναι κυριολεκτικά ασώματα και κυριολεκτικά άυλα όντα. Μόνο ο Θεός είναι απολύτως άϋλος και ασώματος. Όλα τα άλλα δεν είναι πραγματικά άϋλα, αλλά απλώς λεπτόσωμα" (13).
Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση. Η σύγχρονη Φυσική έχει αναμφίβολα πολύ πιο ραφιναρισμένη ορολογία, όταν διακρίνει μεταξύ υλικών (δηλαδή εχόντων μάζα) και μη υλικών (όπως π.χ. η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία) "οντοτήτων". Ο Χάϊζενμπεργκ, για παράδειγμα, μίλησε για "κρίση της υλιστικής ιδέας", κρίση την οποία συνέδεσε με την εξέλιξη της μελέτης του ηλεκτρισμού κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα (14). Η προαναφερθεία, όμως, χριστιανική οπτική δεν ενοχλείται απ' αυτή τη σύγχρονη διάκριση μεταξύ υλικών και μη υλικών "οντοτήτων". Μιλώντας για υλικότητα όλων των κτιστών εννοεί ότι κάθε τι είναι έκφανση της συμπαντικής πραγματικότητας, αναγνωρίζει δηλαδή ότι υπάρχει συγγένεια και αλληλουχία μεταξύ όλων – των όντως πολυποίκιλων – εκφάνσεων του κόσμου, όπως κι αν ταξινομηθούν αυτές (σε ορατά και αόρατα, σε αισθητά και νοητά, σε ύλη και αντιύλη, σε διαφορετικά επίπεδα ύπαρξης κ.ο.κ.). Ο Θεός όμως (πάντα κατά την εν λόγω χριστιανική αντίληψη) είναι ο μόνος απολύτως Άλλος. Αυτό σημαίνει ότι το κατά την θεολογία άϋλο του Θεού δεν συμπίπτει με το άϋλο της σημερινής Φυσικής, αλλά είναι κάτι ολότελα πέρα και απ’ αυτό. Παρ’ όλο που ο κόσμος αποτελεί υλο-ποίηση της βούλησης του Θεού (15) και παρ' όλο που ο Θεός είναι με τις ενέργειές του προσωπικά παρών στον κόσμο, ούτε η θεία ουσία είναι συστατικό του κόσμου, ούτε η ψυχή είναι ομοούσια της θείας ουσίας, δηλαδή άκτιστη και αληθινά άυλη (16). Το επαναλαμβάνω: τα πάντα πλην του Θεού ανήκουν σε μια και την αυτή οντολογική οικογένεια και είναι όλα περιπτώσεις κτιστότητας.
Κι όμως! Όποιος παρακολουθεί, όπως είπαμε, τη βιβλιογραφική πορεία της θεολογίας στη χώρα μας τουλάχιστον κατά τα τριάντα τελευταία χρόνια, θα εκπλαγεί και από κάτι άλλο. Από τη δυσκολία με την οποία περνά αυτή η θεολογική οπτική στον εκκλησιαστικό χώρο! Για να αισθητοποιήσω τη δυσκολία αυτή, θα κινηθώ ανισόρροπα. Δεν θα αναφερθώ, δηλαδή, σε μελέτημα, αλλά σε ένα εκλαϊκευτικό, πλην επίσημο φυλλάδιο, ενδεικτικά βεβαίως. Έχει, νομίζω, νόημα αυτό, στο μέτρο που δεν μας χαροποιεί το διαζύγιο θεολογίας και Εκκλησίας, ούτε η μετάλλαξη της Εκκλησίας από σώμα προσδοκούντων την Ανάσταση σε θιασώτες του Καρτέσιου. Την ίδια, λοιπόν, εποχή, κατά την οποία δημοσίευε το βιβλίο του ο Ευτύχης Μπιτσάκης, διαβάζαμε στο φυλλάδιο Φωνή Κυρίου, το οποίο εκδίδεται με ευθύνη της "Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος" και διανέμεται σε όλους τους ναούς: "Όταν ο Δημιουργός έπλασε το σώμα του ανθρώπου, στο πρόσωπό του ‘ενεφύσησεν πνοήν ζωής’ και ο άνθρωπος έγινε ζώσα ύπαρξη. Έτσι στο υλικό συστατικό του σώματος προστέθηκε και το πνευματικό συστατικό, η άυλη ψυχή… Δημιουργήθηκε βέβαια πρώτα το σώμα και ύστερα η ψυχή… Δηλαδή πρώτα το ατελές και ευτελές και κατόπιν το τέλειο και πολύτιμο… Άλλωστε για την αθάνατη ψυχή ο Θεός έγινε άνθρωπος και πρόσφερε τη σταυρική Του θυσία… Η ψυχή του ανθρώπου, ως άυλη, είναι ανεξάρτητη από το σώμα… διότι ως άυλο πνεύμα είναι αθάνατη" (17). Καρτεσιανισμός επί εκκλησιαστικού εδάφους; Το κείμενο είναι, νομίζω, ενδεικτικό μιας ενδημούσας αμφιθυμίας. Μιλά, ευτυχώς, για δημιουργία της ψυχής (τη στιγμή που άλλα εκκλησιαστικά κείμενα παρουσιάζουν μόνο το σώμα ως κτιστό - και υπονοώντας, τι; ότι η ψυχή είναι άκτιστη; (18) ), όμως συντηρεί έναν δυϊσμό που προσκρούει στην εκκλησιαστική ανθρωπολογία. Προσδιορίζει, π.χ., την ψυχή μόνη - κι όχι τον άνθρωπο - ως το "αντικείμενο" της σωτηρίας! Υπ' αυτό το (εκκλησιαστικό!) πρίσμα, απομένει, άραγε, χώρος για την (εκκλησιαστική!) πίστη στην ανάσταση;
Οι διαβασμένοι εκ των θεολόγων (κληρικοί και λαϊκοί) αποκλείεται σήμερα να γράψουν κείμενο όπου η ψυχή θα προσδιορίζεται ως τμήμα της θείας ουσίας. Την δέχονται ως κτιστή κι έχουν ξεκαθαρίσει ότι η παλαιοδιαθηκική αφήγηση περί φυσήματος του Θεού στον δημιουργούμενο άνθρωπο (Γεν. 2: 7) δεν περιγράφει την εκτόξευση μιας σταγόνας της άκτιστης θείας ουσίας και τον εγκλεισμό της στο χωματένιο σώμα ως άκτιστης ψυχής, αλλά ζωγραφίζει παραβολικά την ενέργεια ενός Θεού ο οποίος φροντίζει ώστε αυτό το αναδυόμενο ον (η πρώτη ύλη του οποίου μάλιστα, κατά την αφήγηση, είναι το προϋπάρχον γήινο υλικό) να έχει δυνατότητα να υπάρχει όπως ο Θεός: ως προσωπική ύπαρξη (19). Ας μου επιτραπεί εδώ να φέρω ένα απλό παράδειγμα από τη σημερινή εμπειρία μας. Τα υλικά κατασκευής ενός κινητού τηλεφώνου είναι τα ίδια με του περιβάλλοντός του: πλαστικό, γυαλί, μέταλλο, χαρτί κ.λπ.. Όμως είναι έτσι βαλμένα, ώστε το κινητό να υπάρχει "σχεσιακά". Είναι δηλαδή φτιαγμένο έτσι ώστε να δύναται να δεξιωθεί μιαν ετέραν ύπαρξη, το ηλεκτρικό ρεύμα, και μάλιστα ώστε να λειτουργεί αυθεντικά ακριβώς όταν δεν περιοριστεί στα συστατικά του, αλλά κοινωνεί αυτής της ετέρας υπάρξεως. Ένα άλλο αντικείμενο ενδέχεται να αποτελείται από τα ίδια υλικά με το κινητό τηλέφωνο, ωστόσο δεν διαθέτει αυτομάτως αυτή τη δυνατότητα. Το κινητό, δηλαδή, δεν είναι απλώς το άθροισμα των συστατικών του. Τα συστατικά του αποτελούν όντως τη βάση για να δύναται αυτό να δεξιωθεί την άλλην ύπαρξη. Αν όμως περιοριστεί αυτάρεσκα στα συστατικά του, τότε η κατάληξή του θα είναι το οριστικό σβήσιμο.
Η έδρα, λοιπόν, της συνέχισης του ανθρώπινου υποκειμένου στην αιωνιότητα είναι η σχεσιακότητα: το ότι ο λόγος ύπαρξης του ανθρώπου βρίσκεται στη θέληση και στην αγάπη του Θεού. Η ανθρώπινη μοναδικότητα δεν αίρεται με τον θάνατο, τραυματίζεται όμως. Ο άνθρωπος θρυψαλλίζεται, αλλά δεν εξαφανίζεται. Το δε φτάσιμο του ανθρώπου στην έσχατη ακεραιότητά του - στην τελική ανάσταση - δεν αποτελεί, στη χριστιανική θεολογία, την απόληξη μιας εντελέχειας, δηλαδή την αναπόδραστη ωρίμανση των ανθρωπίνων συστατικών δίκην ζυμώσεως του οίνου, αλλά αποτελεί δώρο εκ μέρους του Θεού. Θα ήταν ίσως ακριβότερο να λέγαμε ότι ο άνθρωπος δεν θα αναστηθεί, αλλά θα τον αναστήσει ο Θεός.
Ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις οι θεολόγοι αδυνατούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα, δηλαδή στο πού μπορεί να φτάνουν οι συνέπειες αυτής της θεμελιώδους θέσης περί κτιστότητας των πάντων πλην του Θεού. Δυσκολευόμαστε, δηλαδή, να δούμε ότι οι βασικοί άξονες της βιβλικής ανθρωπολογίας μάς αφήνουν ανοιχτούς τους ορίζοντες ώστε να καταφάσκουμε την ακεραιότητα και τη συνέχεια του ανθρώπου, δίχως να έχουμε πρόβλημα αν θα ευρυνθούμε σε θεολογήσεις χρειαζούμενες στη σημερινή εποχή• σε θεωρήσεις του εαυτού και της συνέχειάς του, οι οποίες θα μπορούσαν να συζητήσουν ακόμα και την ανυπαρξία της ψυχής υπό τις μορφές που φανταζόμαστε μέχρι τώρα την ύπαρξή της (κυρίως υπό την ουσιοκρατική έννοια, δηλαδή την αντίληψη ότι η ψυχή είναι ένα πνευματικό σφαιρίδιο που μπαίνει σε έναν πήλινο κουμπαρά). Προσωπικά δεν δύναμαι να αποφανθώ επ' αυτού. Προσπαθώ απλώς να πω ότι τα κριτήρια της βιβλικής ανθρωπολογίας μοιάζουν ανθεκτικά, ακόμη κι έξω από το μέχρι τώρα γνώριμό μας ανθρωποείδωλο. Παρόμοια, βρίσκομαι σε αδυναμία να μιλήσω μετά λόγου γνώσεως για πλήθος ζητήματα που εγείρονται από τη σύγχρονη βιολογία, φυσική κ.λπ. Νιώθω όμως ότι έχει πολύ ενδιαφέρον ο στοχασμός περί της ανοιχτότητας των οριζόντων. Στο πεδίο, λόγου χάριν, των νέων διλημμάτων που δημιουργεί η βιογενετική, ο Ορθόδοξος ιερέας Ιωάννης Μπρεκ υπενθυμίζει ότι η ψυχή (η βιβλική nephesh) συνιστά την προσωπική ξεχωριστότητα του ατόμου και σημειώνει ότι ίσως είναι ορθότερο να λέει κανείς "είμαι ψυχή", παρά "έχω ψυχή" (20). Αποτολμώ να ανασύρω από τον χώρο των σοβαρών συζητητών μία περίπτωση προς διάσκεψη: Από την ένωση ωαρίου και σπερματοζωαρίου παράγεται, ως γνωστόν, ένα απλό κύτταρο, ο ζυγώτης. Οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι δημιουργούνται λίγο μετά τη σύλληψη, με τον χωρισμό του ζυγώτη. Έτσι, η κύηση απολήγει σε γέννηση δύο ανθρώπων. Έστω και σπανίως, όμως, η πορεία μπορεί να μην καταλήξει σ' αυτό. Μπορεί, δηλαδή, κατά την κύηση οι δύο οντότητες να επανενωθούν και τελικά να γεννηθεί ένας άνθρωπος. Αν η ψυχή είναι ξεχωριστή ουσία που ξενίζεται στο σώμα από την πρώτη στιγμή της σύλληψης, τότε η σχηματιζόμενη με τη σύλληψη οντότητα έχει μία ψυχή. Όταν όμως (στην περίπτωση των μονοζυγωτικών διδύμων) επέλθει χωρισμός, τότε η ψυχή τι γίνεται; Παραμένει στο ένα δίδυμο, ενώ το άλλο απομένει χωρίς ψυχή; Ή μήπως η "παλιά" ψυχή μένει στο ένα, ενώ "νέα" ψυχή εντίθεται στο άλλο, το οποίο προσώρας είναι άψυχο κέλυφος; Και στην περίπτωση επανένωσης; Τι γίνονται οι μέχρι τότε δύο ψυχές; (21) Προδήλως δεν είναι αρκετή η κατανόηση της ψυχής ως αυτόνομου σφαιριδίου. Με την κατανόηση, όμως, της ψυχής στην προοπτική της προσωπικής μοναδικότητας της υπόστασης, ανοίγονται άλλες δυνατότητες.
Η συζήτηση εκκρεμεί. Και, βέβαια, το να θεωρεί κανείς μέρος της θείας Αποκάλυψης το εκάστοτε κοσμοείδωλο που είχαν οι Πατέρες προ οφθαλμών, ή να εκβιάζει τα κείμενά τους για να τα κάνει να προλέγουν τη σημερινή επιστήμη, ή να μεταφέρει αδούλευτα όρους από εποχή σε εποχή κι από συνάφεια σε συνάφεια, ήκιστα βοηθεί. Πρόκειται στην πραγματικότητα για το ίδιο πρόβλημα που ανακύπτει στην προσέγγιση των παλαιοδιαθηκικών κειμένων όταν παραθεωρείται ο παραβολικός, αφηγηματικός τρόπος έκφρασης των σημιτών, και διαβάζονται ως κατά γράμμα ιστορικές καταγραφές (22).
Τι εννοώ με τις παραπάνω ανθρωπολογικές αναφορές; Ότι τη στιγμή που η Φυσική σπαζοκεφαλιάζει ανελέητα πάνω στα ζητήματα της ενότητας και αλληλουχίας του πολύπλοκου και πολύεδρου κόσμου (23), μοιάζει πολύ σημαντική εκείνη η θεολογική θεώρηση η οποία δεν σπάζει οντολογικά τον κόσμο σε τμήμα που τάχα αποτελεί δικαιοδοσία της επιστήμης (δηλαδή στον λεγόμενο "υλικό κόσμο") και σε τμήμα που τάχα αποτελεί τη δικαιοδοσία της θεολογίας (δηλαδή στη λεγόμενη "πνευματική ψυχή"). Ούτε μπορεί η θεολογία να δικαιώνει την ύπαρξή της ισχυριζόμενη ότι δικαιοδοσία της είναι τα εκάστοτε μη εξηγούμενα! Δεν ξέρω αν μπορούν να εξηγηθούν τα πάντα. Ο Γιώργος Γραμματικάκης, για παράδειγμα, δηλώνει δυσπιστία απέναντι στον ισχυρισμό ότι, αν βρεθεί η 'Ενιαία Θεωρία', όλο το σύμπαν θα είναι ένα 'ανοιχτό βιβλίο'. "Πιστεύω", λέει, "ότι πολλά μυστικά θα μας διαφεύγουν πάντα. Κυρίως εκείνα που αφορούν το νόημα της υπάρξεώς μας αλλά και της υπάρξεως του Σύμπαντος" (24). Τη θέση του αυτή δεν την προσάγω για να στηρίξω τον προαναφερθέντα θεολογικό ισχυρισμό (ότι δικαιοδοσία της θεολογίας είναι τα εκάστοτε μη εξηγούμενα), αλλά για να προσυπογράψω την πεποίθηση ότι η "χημική" ανάλυση ενός πράγματος δεν απαντά εξ ανάγκης και στο νόημα της ύπαρξής του. Όπως θα δούμε και παρακάτω, η τιτανομαχία περί το νόημα ανήκει στο θεόρατο πεδίο της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Εκεί βρίσκεται το καίριο ερώτημα, κι όχι στο αν μπορεί να αναλυθεί κάθε σπιθαμή του κόσμου. Ακόμα κι αν δύναται, δεν βλέπω γιατί να ενοχληθεί ένας πιστός από αυτό! Το επαναλαμβάνω: για τον Χριστιανισμό, η αλήθεια του κόσμου δεν βρίσκεται στα συστατικά του, αλλά στην αναφορικότητά τους! Πέραν όμως τούτου, η ειρωνεία είναι πως ο "χημικός" ισχυρισμός ὀτι δικαιοδοσία της θεολογίας είναι τα εκάστοτε μη εξηγούμενα, αντεστραμμένος συνιστά και βασικό αθεϊστικό ισχυρισμό· ότι, δηλαδή, απλώς προβάλλουμε στο θείο ό,τι απομένει προς το παρόν ανεξήγητο. Πρόκειται για ένα νήμα σκέψης που περνά από ανόμοια τοπία, όπως από τον πολιτικό Πωλ Λαφάργκ (25) μέχρι τον φυσικό Ρίτσαρντ Φέηνμαν (26). Όμως, μια αθεϊστική οπτική που πιστεύει πως ολοένα και μικραίνει ο "θεός" μέχρι τελικής εξαλείψεώς του καθώς εξιχνιάζεται το σύμπαν, είναι απλώς πρωτοξάδερφο των θεολογιών εκείνων που θεωρούν τον Θεό ή θραύσματα του Θεού (τις ψυχές), ως συστατικά του κόσμου!
Ας μου συγχωρεθεί μια διπλή έκκληση, προς εαυτούς και αλλήλους. Πριν υψωθεί η κραυγή "Η θεολογία, έξω από 'δω", ας διευκρινιστεί ποια θεολογία έχει κατά νου ο κραυγάζων. Και πριν οι θεολόγοι αδράξουμε σαν γιαταγάνι την επίκληση της θεοπνευστίας, ας αναρωτηθούμε μήπως η θεολογία που διατυπώνουμε δεν είναι θεολογία του χριστιανισμού, αλλά "θεολογία του εξαποδώ".


2. Δοκιμάζοντας γεφύρια.

[Το ρήμα "δοκιμάζω" εδώ το χρησιμοποιώ όπως αυτός που τεντώνει το ένα του πόδι και μ’ αυτό πιέζει το άγνωστο γεφύρι μπροστά του, για να δει αν αντέχει].
Υπάρχει μια θεμελιώδης ασυμμετρία μεταξύ Φυσικής και Πίστης. Όπως είπα στην αρχή, η αποδοχή της Πίστης έχει να κάνει με τη θεμελιώδη δυνατότητα του ανθρώπου να προσανατολίζει τον εαυτό του. Ωστόσο η Πίστη (και αναφέρομαι στη χριστιανική πίστη (27) ) κουβαλά μέσα της μιαν αυθαιρεσία και δεν διεκδικεί επαλήθευση όπως οι θετικές επιστήμες. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι παράμετροι της λεγόμενης Νέας Φυσικής κλόνισαν θετικιστικές βεβαιότητες και ξανάφεραν το ερώτημα περί Θεού στη συζήτηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ένα και μόνο πράγμα. Ορισμένες διαπιστώσεις της Φυσικής μπορεί από κάποιον να εισπραχθούν ως επίρρωση της Πίστης, ενώ από άλλον ως επιβεβαίωση της δίχως Θεό αυτάρκειας του κόσμου. Αυτό νιώθω ότι οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε δίχως τρυκ, όσο κι αν φιλότιμα θεολογικά μελετήματα των τελευταίων χρόνων επιχειρούν να αφουγκραστούν στη Φυσική την επίρρωση της Πίστης (28) Το περισσότερο που μπορεί να συμφωνηθεί είναι, νομίζω, ότι τα εκπληκτικά της σύγχρονης Φυσικής δύνανται να είναι συνηγορίες υπέρ του μπορετού της Πίστης. Το βάρος όμως έκδοσης της ετυμηγορίας βρίσκεται στους ώμους του καθενός και σηκώνεται μόνον από τον ίδιο. Ας φέρω μερικά παραδείγματα, αφ' ενός για το ότι οι επιστημονικές διαπιστώσεις δεν εκκρίνουν ένα και μόνο συμπέρασμα, και αφ' ετέρου ότι η βιασύνη ορισμένων θεολόγων να πανηγυρίσουν για κάποια επιστημονική πρόταση που νιώθουν να τους δικαιώνει, μπορεί να ετοιμάζει το αυριανό θαλασσοπνίξιμο της θεολογίας τους μαζί με το ναυάγιο της φυσικής πρότασης που αποθέωσαν. Υπήρξαν εποχές όπου ο ντετερμινισμός ο θεμελιωμένος στη Νευτώνεια Φυσική υπήρξε το βαρύ πυροβολικό της στρατευμένης αθεΐας. Και όμως, συχνά, διάφορα ρεύματα της θεολογίας βασίστηκαν ακριβώς σε μια Νευτώνεια σκέψη για να "αποδείξουν" ότι ο κόσμος είναι εύτακτο έργο λογικού νομοθέτη. Κι από την άλλη, στο πλαίσιο της γιγαντιαίας συζήτησης για τη μετανεωτερικότητα (postmodernism), η παραπομπή στη Νέα Φυσική (29) και ειδικά στην απροσδιοριστία, έγινε η αγαπημένη πολλών θεολόγων, ως κατακρήμνιση του (συχνά Μαρξιστικού) ντετερμινισμού. Ταυτοχρόνως, όμως, το ίδιο πράγμα (η Νέα Φυσική) χαιρετίστηκε από θιασώτες του μεταμοντερνισμού ως κατακρήμνιση της θεολογικής πεποίθησης ότι μια αλήθεια (δηλαδή ο Θεός) ισχύει για όλο το σύμπαν! Ο Λυοτάρ, π.χ., στο βασικό έργο του "Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση" – το μανιφέστο της απαξίωσης των λεγομένων "μεγάλων αφηγήσεων" και της συνοχής του κόσμου – εμπνεύστηκε θέσεις του από τη "θεωρία των καταστροφών" (30) και, παρόμοια, άλλοι μεταμοντέρνοι στοχαστές στράφηκαν στη "θεωρία του χάους", παρ’ όλο που στασιάζεται αν προσέλαβαν αυτές τις θεωρίες στις πραγματικές τους διαστάσεις (31). Ακόμη και η πεποίθηση του Έντιγκτον (σε διαφωνία προς τον Αϊνστάϊν) ότι όλοι οι φυσικοί νόμοι αντιστοιχούν σε μια a priori γνώση και, ως εκ τούτου, είναι εντελώς υποκειμενικοί (32), μπορεί κάλλιστα να είναι άθεη! Κι από την άλλη, έχει παρατηρηθεί ότι, παρά τη διαφωνία του με την αιτιοκρατία, ο Μπορ ουδεμία διάθεση είχε να υποθάλψει μεταφυσικές προεκτάσεις της κβαντομηχανικής (33).
Φρονώ, λοιπόν, πως όταν μιλάμε για συνάντηση Φυσικής και Θεολογίας, δεν μπορούμε να έχουμε κατά νου δύο συμπαγή και αδιαφοροποίητα στο εσωτερικό τους συστήματα. Στην πραγματικότητα πρόκειται τουλάχιστον για τρεις συναντήσεις: Φυσικής και Φυσικής, Θεολογίας και Θεολογίας, Φυσικής και Θεολογίας. Πέρα από κάθε έννοια αυτοματισμού και κάθε εκβιασμό "αποδείξεων", οι συναντήσεις (ή μάλλον: οι συνδιαλέξεις) αυτές έχουν νόημα
- ως ψηλάφηση του κτιστού,
- ως πρόκληση προς τους θεολόγους να διακρίνουν ποια στοιχεία του λόγου της Εκκλησίας αφορούν συγκυριακά κοσμοείδωλα και ποια συνιστούν την ευαγγελική πρόταση ζωής, και
- ως πρόκληση προς τους θετικούς επιστήμονες να μην εκλάβουν την περιγραφή του κόσμου ως ερμηνεία του, αλλά να δουν ως ανθρώπινο προνόμιο την τιτανομαχία περί το νόημα της ύπαρξης (34).

Στο πλαίσιο, λοιπόν, μιας συνδιάλεξης που μπορεί να κρατά τα παράθυρα ανοιχτά σε πελώρια και αφάνταστα τοπία, τολμώ (κρυφοκοιτάζοντας μη σκάσει μύτη το φάντασμα του καθηγητή Κρεμπ) να κοντοσταθώ στον θεωρητικό του χάους και της πολυπλοκότητας, νομπελίστα Ιλία Πριγκοζίν και στην απόπειρά του να συμφιλιώσει, όπως έλεγε, τις δυο κουλτούρες: των φυσικών και των φιλοσόφων. Χοντρικά μιλώντας, θα λέγαμε ότι οι πρώτοι, από τον Νεύτωνα μέχρι τον Χώκιν, δέχονται τον φυσικό νόμο ως σταθερό δεδομένο πριν, τώρα και αύριο και, άρα, βλέπουν ένα αναστρέψιμο σύμπαν, όπου το παρελθόν δεν διαφοροποιείται από το μέλλον. Αντιθέτως οι δεύτεροι, οι φιλόσοφοι (θα έλεγα: και οι θεολόγοι), θεωρώντας το χρόνο ως βασική διάσταση του ανθρώπου, προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη σύνθεση - στο φτιάξιμο - του μέλλοντος (35).
Με το φως που ρίχνει ο Πριγκοζίν στο "βέλος του χρόνου", υποστηρίζοντας ότι αυτό έχει μία μόνο κατεύθυνση, προς τα μπρος, φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της δημιουργικότητας. Περίπου καταλογίζει θεολογική λογική στον Χώκιν, ο οποίος στο "Χρονικό του Χρόνου" προανήγγειλε μια καινούρια θεωρία που υπόσχεται ότι θα συμβάλει στην αποκωδικοποίηση της "σκέψης του Θεού". Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, αν τα πάντα είναι δεδομένα για τον Θεό, τότε η κατάκτηση της γνώσης των φυσικών νόμων ξεκλειδώνει τον θείο νου (36). Ο Πριγκοζίν, όμως, αντιθέτως, δεν καλοχωνεύει την έννοια του δεδομένου. Μιλά για μια επιστήμη "η οποία δεν αναφέρεται μόνον σε νόμους, αλλά και σε συμβάντα, σε μια επιστήμη που δεν αρνείται εκ των προτέρων την εμφάνιση του καινούργιου" (37). "Το συμβάν… ως ‘κάτι’ που συμβαίνει και συμβαίνοντας δημιουργεί το χώρο, τον χρόνο και την ύλη - μάζα - ενέργεια αποτελεί μία καινοτομία της σχετικιστικής φυσικής θεωρίας που υποδηλώνει τον κόσμο ως δημιουργούμενο και όχι απλώς υφιστάμενο" (38). Έτσι, ο Πριγκοζίν διατυπώνει την αρχή της μη αναστρεψιμότητας και επιμένει ότι τα πάντα εξελίσσονται στην ίδια κατεύθυνση του χρόνου, ότι ο κόσμος φτιάχνεται και ότι "το μέλλον δεν είναι δεδομένο" (39). Αν τα πράγματα έχουν έτσι, λέει, τότε η εξιχνίαση του γίγνεσθαι θα αποτελέσει τη θεωρία του 21ου αι., πέραν των δύο μεγάλων θεωριών του 20ού αιώνα, της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, που δεν δέχονται το μονότροπο βέλος του χρόνου (40).
Ομολογουμένως βρίσκω γοητευτική μια συζήτηση μ’ αυτή την οπτική, διότι μοιάζει να αφήνει χώρο για ζευγάρωμα του κοσμικού γίγνεσθαι με το ανθρώπινο πράττειν! Δεν θα ‘ταν, άραγε, ενδιαφέρον ένα αντάμωμα του Ιλία Πριγκοζίν με τον συμπατριώτη του π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και με την θεολογική φόρμουλα του δευτέρου περί του μεταϊστορικού χαρακτήρα των Εσχάτων; Η φόρμουλα αυτή αρνείται να αναγνωρίσει την οιαδήποτε ιστορική φάση ως τελική, κι έτσι υπερασπίζεται την ανθρώπινη δημιουργικότητα και αναγνωρίζει την ιστορία ως "φτιάξιμο"· ως κάτι που δεν εμπεριέχεται στην αρχή· ως ανοιχτή πορεία σε ένα μέλλον που δεν υπάρχει ακόμη, και που όταν θα υπάρξει θα είναι ριζικά νέο και πρωτόφαντο. "Το μέλλον", έλεγε ο ρώσος Πατήρ του 20ού αιώνα, "μας αποκαλύπτεται… σαν χρέος παρά σαν αναμονή… Το μέλλον δεν είναι κάτι που ζητούμε και περιμένουμε, αλλά μάλλον κάτι που πρέπει να δημιουργήσουμε" (41).
Συγχωρέστε μου την υπερβολή, μα, δεν είναι άραγε υπέροχος πειρασμός να σκεφτούμε τον Πριγκοζίν να στέκει μαζί με τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Μάξιμο τον Ομολογητή και – καθένας από τη σκοπιά του – να εξηγούν στον Πλάτωνα και τον Ωριγένη ότι η κίνηση είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό της πραγμάτωσης του κόσμου κι όχι ξεπεσμός του; Το κτιστό, λέει ο Γρηγόριος, δεν είναι απλώς γινωμένο, αλλά γίνεται: "τρόπον τινά, πάντοτε κτίζεται" (42). Και μάλιστα ούτε το τελικό φτάσιμο του κόσμου στον Θεό σημαίνει (στην Ορθόδοξη θεολογία) πάγωμα του κτιστού, αλλά και πάλι κίνηση, μολονότι με άλλους όρους: ένα ατέλειωτο ταξίδι μέσα σε μιαν άπειρη αγκαλιά (43).

Γ. Δοκιμάζοντας το απύθμενο.

[Το ρήμα "δοκιμάζω" εδώ το χρησιμοποιώ όπως αυτός που παίρνει έναν μεζέ από ένα ολόκληρο τραπέζωμα].
Οι προτάσεις της προηγούμενης ενότητας μπορεί να φαίνεται ότι κολακεύουν τη θεολογική οπτική μας, ίσως, όμως, χρειάζεται να συνοδευτούν από μιαν αντιπολιτευτική επερώτηση (άλλωστε το διευκρίνισα παραπάνω ότι αυτό που θρασύνομαι να σκεφτώ, είναι η συνδιάλεξη φυσικής και θεολογίας• όχι το σύρσιμο της πρώτης σε απολογητή της δεύτερης). Η ελευθερία την οποία φαίνεται να αναγνωρίζει η προαναφερθείσα πριγκοζινική έμφαση στα "συμβάντα", τι διαστάσεις μπορεί να έχει; Δεν είναι και πάλι μια – ας μου επιτραπεί η ερασιτεχνική έκφραση – δεσμευμένη ελευθερία, αφού συνιστά και αφορά τρόπους ύπαρξης του ήδη υπάρχοντος κόσμου; Μήπως και το "χάος" και οι "καταστροφές" (πάντα με την έννοια που έχουν στη Φυσική οι θεωρίες αυτές) δεν σημαίνουν απουσία νόμων, αλλά ύπαρξη (ή, έστω, ανάδυση) αλλιώτικων νόμων;
Οι θιασώτες του ακραίου ντετερμινισμού θα έσπευδαν περίπου να πουν ότι τα πάντα, και το εκάστοτε παρόν, περιέχονται, βάσει της αιτιοκρατικής αλυσίδας, στη Μεγάλη Έκρηξη. Ο ίδιος ο Πριγκοζίν είχε σαρκάσει αυτή την Αϊνστάϊνια πεποίθηση λέγοντας – κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη της Πεσκάρα το 1999 – ότι δυσκολεύεται να δεχτεί πως η εκδήλωση εκείνη "θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται στην πληροφορία της Μεγάλης Έκρηξης" (44). Με παρόμοιο, ίσως, σκεπτικό ο Κορνήλιος Καστοριάδης αντιτείνει ότι η μουσική "δεν υπήρχε στη Μεγάλη Έκρηξη, ούτε στη σύσταση του πλανητικού συστήματος, ούτε την εποχή του αφανισμού των δεινοσαύρων", κι όμως "τα μάτια ενός φιλοσόφου είναι ένας τύπος όντος εξίσου σημαντικός με τους γαλαξίες" (45). Πλέον, δηλαδή, υπάρχουν στο σύμπαν οντότητες που αποτελούν κάτι αληθινά καινούριο, και τούτο οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργός. Αυτή, άλλωστε, είναι μια σημαντική εμμονή του Καστοριάδη: το ον ως ανάδυση στην ύπαρξη· ως δημιουργία. Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας προσδιορίζει το Πρόσωπο ως εκ-στατικό, ως ύπαρξη δηλαδή που τείνει να βγαίνει έξω και πέρα από τα όρια του εαυτού της. Στην περίπτωση της Αγίας Τριάδας αυτό σημαίνει μια κίνηση κατάφασης του άλλου: τα Πρόσωπα της Τριάδας όχι απλώς ανοίγονται σ' αυτό που είναι όχι ο εαυτός τους, αλλά επί πλέον φέρνουν στην ύπαρξη κάτι που δεν υπήρχε ανέκαθεν: τον κόσμο, δηλαδή μιαν εντελώς άλλη ταυτότητα, για να κοινωνήσουν μαζί του. Αυτή η θεϊκή ορμή προς κοινωνία με το άλλο και προς δημιουργία του άλλου, έχει χαριστεί και στον άνθρωπο, και, τηρουμένων των αναλογιών, πραγματώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στην τέχνη (46).
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης δήλωνε άθεος. Και έχει διατυπώσει την αθεϊστικότερη, κατά τη γνώμη μου, πρόταση. Δεν στράφηκε τόσο κατά της δυϊστικής, καρτεσιανής εκδοχής του Χριστιανισμού (αυτή, νομίζω, μπορεί πλέον να αποκρουστεί σχετικά εύκολα), αλλά προασπίστηκε την αυτονομία του ανθρώπου, της κοινωνίας και του κόσμου, πράγμα που σημαίνει ότι αρνήθηκε κάθε ύπαρξη πέραν του κόσμου. Σστρέφεται, δηλαδή, ευθέως κατά της διαλεκτικής κτιστού και ακτίστου. Κι όμως, οι διαστάσεις που αναγνωρίζει στον άνθρωπο και στον κόσμο έγιναν αιτία να του χρεωθεί ανορθολογισμός. Ο κάθε άνθρωπος, λέει, είναι ένα απύθμενο πηγάδι, ανοιχτό στο απύθμενο του κόσμου (47), η δε οίηση της επιστημονικότητας, η οποία παραθεωρεί αυτό το απύθμενο, δεν αποτελεί παρά νόσο του νεωτερικού ιδεολογήματος περί απεριόριστης κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση (48).
Εδώ όμως, και πάντα με τον φόβο του μικρού που μετράει το μπόι του πλάι στον μεγάλο, θα αποπειραθώ μιαν αντιστροφή. Η καστοριάδια σύλληψη του όντος ως δημιουργίας, δεν θα μπορούσε, άραγε, να αποδοθεί σε ολόκληρο το σύμπαν; Γιατί άραγε το γίνωμα του εντελώς νέου, η ανάδυση στην ύπαρξη, να αφορά μόνο "συμβάντα" προϋποτιθεμένης της υπάρξεως του κόσμου, και να μην αφορά καθαυτή την ύπαρξη σύνολου του κόσμου; Γιατί, άραγε, ο κόσμος να μην αναδύθηκε στην ύπαρξη ως δημιουργία Προσώπου (: γενική υποκειμενική) και ως κάτι κάποτε εντελώς πρωτόφαντο;
Αυτό, κοντολογής, που θέλω να εισάγω στη συζήτηση, είναι η εκκλησιαστική θέ(α)ση ότι η αλήθεια του κόσμου έγκειται στη σχέση του με μιαν ύπαρξη "έξω από εδώ", με κάποιον, δηλαδή, που δεν συγκαταλέγεται στα συστατικά του κόσμου. Καθαυτή η ύπαρξη του κόσμου νοείται ως "συμβάν" μιας ορμής προς κοινωνία: ένας Θεός που είναι συντροφιά (αφού καθένα από τα τρία Πρόσωπα υπάρχει σε αδιάκοπο άνοιγμα προς τα άλλα), θεληματικώς και αχρεωστήτως (άρα, ελεύθερα) ανοίγεται πέρα από τον εαυτό του και κάνει να υπάρξει κάτι, ολότελα άλλο και ολότελα καινούργιο. Τα ίδια τα όντα φέρουν ένα είδος λογικότητας, επειδή είναι χρονικές πραγματο-ποιήσεις των αιώνιων λόγων (των διανοημάτων και των ρημάτων, θα λέγαμε) του Θεού. Υπ’ αυτή την έννοια, καθαυτό το γεγονός ότι ο κόσμος υπάρχει, αποτελεί θεο-φάνεια! Το σύμπαν υπάρχει με τρόπο αναφορικό: σα να λέμε ότι βασικό χαρακτηριστικό του ερωτευμένου είναι ο έξω από αυτόν ερώμενος, όμως ουδεμία χημική ανάλυση του ερωτευμένου θα εντοπίσει μεταξύ των συστατικών του τον ερώμενο! Στην οπτική αυτή, το σύμπαν και ο άνθρωπος είναι όντως μυστήρια· όχι όμως χάρη σε κάποιο άκτιστο και εξώκοσμο συστατικό τους, αλλά επειδή αποτελούν εικόνα, εκτύπωμα και συνομιλητή μιας ύπαρξης αβυσσαλέας.
Αν βασικός άξονας είναι η αναφορικότητα του σύμπαντος, τότε ανοίγονται άλλες προοπτικές, νομίζω ακόμα κι αν βρεθούμε ενώπιον των σκληρότερων αιτιοκρατικών απόψεων. Κατά τη γνώμη μου, η διερώτηση για τον ντετερμινισμό έχει ιδιαίτερη σημασία, στο μέτρο που σχετίζεται με την ανθρώπινη πράξη, τη λειτουργία της βούλησης και τη διαμόρφωση απόφασης. Τα ζητήματα αυτά τα ξαναθέτει με ένταση η σύγχρονη Βιολογία και συζητιούνται, ως γνωστόν, σε συνάρτηση με τον διαξιφισμό ελευθερίας και αιτιοκρατίας στα σπλάχνα της νεότερης Φυσικής (49). Εδώ θα περιοριστώ μόνο σε μια νύξη: τα ερωτήματα μπορεί να ιδωθούν σε ευρύτερη προοπτική, αν ιδωθούν υπό τη σκοπιά της αναφορικότητας. Ίσως είναι λάθος να προσδοκούν οι θεολόγοι φυσικές θεωρίες που θα δικαιώνουν μια εντελή αναίρεση του ντετερμινισμού, σαν τάχα το σύμπαν να είναι ήδη φτασμένο σε πλήρη ελευθερία. Ο άνθρωπος, λέει κάπου ο Φλωρόφσκυ, έχει την ελευθερία να επιλέξει μεταξύ της αποδοχής του Θεού αφενός και της άρνησης του Θεού αφετέρου. Δεν έχει όμως την ελευθερία να μην επιλέξει (50)! Στη χριστιανική οπτική το ολότελα νέο (και προεχόντως η εσχατολογική μετάβαση του κόσμου σε έναν αλλιώτικο τρόπο ύπαρξης, ελεύθερον ακόμα κι από τον θάνατο) είναι μπορετό όχι απλώς βάσει μιας κοσμικής εντελέχειας, αλλά χάρη στη διαλεκτική ετερότητας και συμβατότητας ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο. Αν ο κόσμος κοινωνήσει με τον Άκτιστον και όντως ελεύθερον, τότε θα φιλοδωρηθεί ό,τι ο κτιστός εαυτός του αδυνατεί να γεννοβολήσει. Σ’ αυτή την προοπτική, αυτό που θα αρθεί είναι ο εγκιβωτισμός στην κτιστότητα· όχι η κτιστότητα η ίδια (51). Ο κόσμος είναι ερευνητός, κι ωστόσο έχει τον λόγο ύπαρξής του σ’ έναν Θεό τόσο αλλιώτικο, ώστε (βάσει της περίφημης τρικλοποδιάς του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή) να δυνάμεθα να πούμε ότι ο Θεός υπάρχει, μα επίσης και ότι δεν υπάρχει, καθόσον είναι πραγματικά πέρα από κάθε έννοια του κόσμου: πέρα από το είναι, αλλά και πέρα από το μη-είναι (52). Εδώ, εξ άλλου, εδράζεται το παραδοσιακό λεξιλόγιο της Εκκλησίας, η οποία μιλά για σωτηρία η οποία "χαρίζεται", καθ' όσον το κτιστό έχει τη δυνατότητα υποδοχής των ενεργειών του έξω-από-αυτό Θεού. Ας μου επιτραπεί εδώ ένα χοντροκομμένο παράδειγμα, που ίσως δύναται κάπως να δείξει τη διελκυστίνδα ντετερμινισμού κι ελευθερίας στο πλαίσιο της διαλεκτικής κτιστού και ακτίστου. Μπορεί το χέρι μας να πάει στο πόμολο του παραθύρου βάσει μιας διαδικασίας λίγο ως πολύ ντετερμινιστικής. Μα ο αέρας που θα φυσήξει, θα αποτελέσει νέο δεδομένο, που θα εισβάλει "απ’ έξω". Μπορεί να πάρει και το πόμολο απ’ τα χέρια μας, και το παραθυρόφυλλο από τους μεντεσέδες του. Και από το ανοιγμένο παράθυρο δεν θα προβάλει εικόνα επί οθόνης, αλλά αληθινό τοπίο, με αληθινή προοπτική, αλλά με αθέατη την απόληξή της. Δεν είμαι σίγουρος, μα ίσως θα διευκόλυνε εδώ αν χρησιμοποιήσω μια πρόταση της Φυσικής, όχι απολογητικά ως τεκμηρίωση της πίστης, αλλά ως γλωσσάρι που μπορεί κάπως να βοηθήσει αυτό που προσπαθώ να πω. Αναφέρομαι στη θεωρία των διακλαδώσεων, "σύμφωνα με την οποία ένα φυσικό σύστημα, οδηγούμενο σε κρίσιμες καταστάσεις αναπτύσσει με τρόπο απρόβλεπτο νέες δομές ύπαρξης και λειτουργίας… Αυτό μοιάζει ωσάν μία ιδεατή μορφή να επικάθεται στο φυσικό σύστημα και να συντονίζει τα επιμέρους έτσι ώστε το όλον να αποκτά νόημα και ύπαρξη ως όλον και όχι ως απλό αποτέλεσμα μικροσκοπικών διεργασιών" (53).
Αλλά εδώ θα σταματήσω. Βάζοντας άνω τελεία, η οποία – επιμένω – μαζί με το ερωτηματικό είναι τα συνηθέστερα σημεία στίξης στην ανθρώπινη ζωή.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Μ. Σέλλεϋ, Φραγκεστάϊν (ελεύθερη απόδοση Γ. Σαμίου), εκδ. Ξενόπουλος, Αθήνα 1971, σ. 29.
2. Τα βασικά σημεία του παρόντος κειμένου αποτέλεσαν εισήγηση στην ημερίδα της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών με θέμα "Επιστήμη και Θεός. Το ανθρώπινο και το υπέρλογο", στην Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, την Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2006.
3. Jürgen Habermas, Το μέλλον της ανθρώπινης φύσης. Πίστη και γνώση (μτφρ. Μαρία Τοπάλη), εκδ. Scripta, Αθήνα 2004, σ. 57.
4. Κορνήλιος Καστοριάδης, Διάλογοι (μτφρ. Εύης Γεροκώστα), εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2001, σ. 88. Πρβλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη. Ένας διάλογος με τον Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο, εκδ. Ευρασία, Αθήνα 2004, σ. 23.
5. Πρβλ. Α΄ Κορ. 13: 8-12: "Τα θεία μηνύματα των προφητών κάποτε δεν θα υπάρχουν πια• η γλωσσολαία θα πάψει• θα σαματήσει η γνώση των μυστηρίων του Θεού. Γιατί η γνώση μας και η προφητεία ας περιορίζονται μονάχα σ' ένα μέρος της αλήθειας. Όταν όμως το τέλειο που περιμένουμε θα 'ρθεί, τότε το μερικό θα πάψει να υπάρχει" (μετάφραση από την έκδοση Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με μετάφραση στη δημοτική, έκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 1989).
6. Σέλλεϋ, Φραγκεστάϊν, ό.π., σ. 30.
7. Έριχ Φρομ, Η Επανάσταση της Ελπίδας (μτφρ. Άρης Δικταίος), εκδ. Αλ. Ρούγκα, Αθήνα 1975, σσ. 13-14.
8. Σάββας Μιχαήλ, «Συζήτηση για τον Υλισμό και τον Ιδεαλισμό», Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση 6 (2001), σ. 75.
9. Ευτύχης Μπιτσάκης, Γονίδια του Μέλλοντος, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 2001, σ. 100. Το συγκεκριμένο μελέτημα είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό Ουτοπία το 1992.
10. π. Ιωάννης Ρωμανίδης, "Η ανθρωπολογία του Μεγάλου Ευχολογίου", Κιβωτός 40 (1955), σσ. 94-96· 41 (1955), σσ. 108-112· 42-43 (1955), σσ. 129-133.
11. Απολύτως ενδεικτικά σταχυολογούμε από το έργο τεσσάρων νεοελλήνων θεολόγων που ανέδειξαν πολυάριθμους μαθητές: Νίκου Α. Νησιώτη, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωσιολογίαν. Το ακατάληπτον του Θεού και η δυνατότης γνώσεως Αυτού, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1984, σ. 74 (όπου η καταπληκτική φράση ότι ο άνθρωπος δεν "έχει" σώμα, αλλά "είναι" σώμα)• Χρήστος Γιανναράς, Η Μεταφυσική του Σώματος. Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971, σσ. 18-45· Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας με σύντομη Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 262-277, 320-324· Ιωάννης Ζηζιούλας, "Χριστολογία και ύπαρξη. Η διαλεκτική κτιστού - ακτίστου και το δόγμα της Χαλκηδόνος", Σύναξη 2 (1982), σσ. 9-20• 3 (1982), σσ. 77-82· 6 (1983), σσ. 77-85. Ομοίως Μάριος Μπέγζος, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2004, σσ. 197-204. Πρβλ. τη διατύπωση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ανατομία προβλημάτων της πίστεως (μτφρ.), εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 175, "Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς εκ ψυχής και σώματος, αλλά με ψυχήν και σώμα".
12. Βλ. Δ. Λ. Δρίτσας - Δ. Ν. Μόσχος - Στυλ. Λ. Παπαλεξανδρόπουλος, Χριστιανισμός και Θρησκεύματα (Β΄ τάξη Γενικού Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα 19992, σσ. 205-206, και Μάριος Π. Μπέγζος - Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής (Γ΄ τάξη Γενικού Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα 20023, σσ. 80-84.
13. Βλ. τις σχετικές μαρτυρίες [μαζί με άλλες των Μεθοδίου Ολύμπου (κοιμ. π. 311), Ιωάννη Δαμασκηνού (π. 675 – π. 749), Μακάριου Αιγύπτιου (π. 300 – π. 390) κ.ά., στο μελέτημά μου "Δυτικός και Ανατολικός Χριστιανισμός", Σύναξη 5 (1983), σσ. 68-71. Την επικέντρωση αυτού του κειμένου στη θεμελιακότητα της διάκρισης κτιστού – ακτίστου την προσυπογράφω ανενδοίαστα, παρ’ όλο που το κείμενο ανήκει σε εκείνα που σήμερα θα επιθυμούσα να τα έγραφα αλλιώς.
14. Werner Heisenberg, Η εικόνα της φύσης στη σύγχρονη Φυσική (μτφρ. Δ. Τσαμκιράνη – Γεωργανοπούλου), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 11-14 και 120-125.
15. Πρβλ. πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, "Εισαγωγή" στο Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973, σ. 31. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση ιδιαίτερα γόνιμης λειτουργίας της θεολογίας. Αναπτύσσοντας ο Μάξιμος τη θεωρία των λόγων των όντων (εν ολίγοις, ότι τα όντα έρχονται στην ύπαρξη ως υλο-ποίηση των προαιώνιων θείων θελημάτων) αξιοποίησε και αναπροσανατόλισε μια μακρά φιλοσοφική παράδοση, τουλάχιστον από τους Στωικούς και τον Φίλωνα Αλεξανδρέα. Βλ. Lars Thunberg, Microcosm and Mediator. The Theological Anthropology of Maximus the Confessor, εκδ. Open Court, Chicago - La Salle 1995, σσ. 73-199, 211. Σημειωτέον ότι τη μεταγραφή της θεωρίας των λόγων (όπως την επεξεργάστηκε ο Μάξιμος) σε φυσικές ιδιότητες, τη συσχέτισή τους με την κβαντομηχανική και τη διατύπωση μιας ερμηνείας της κβαντικής φυσικής, ώστε η φυσική και η θεολογία να μη συνιστούν δυο ασύμπτωτους κόσμους, επιχειρεί ο Αρσένιος Μέσκος, Η υπόθεση των λογικών κβάντων. Ερμηνεύοντας την Κβαντική Φυσική με την βοήθεια της ελληνικής φιλοσοφικής και θεολογικής παράδοσης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, ιδίως σσ. 205-243.
6. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, για παράδειγμα, δεν αντιστοιχίζει την ψυχή στον Θεό και το σώμα στον κόσμο, αλλά αμφότερα τα εντάσσει σε διακρίσεις του κτιστού (στα νοητά και στα αισθητά, αντίστοιχα), χωρίς όμως να παύει να βλέπει τον άνθρωπο (ουσιαστικά και ολόκληρο τον κόσμο) ως μία υπόσταση! Την δε τελική ανάσταση την προσγράφει σε ολόκληρη τη συμπαντική πραγματικότητα. Βλ. Μάξιμος Ομολογητής, Μυσταγωγία (σχόλια πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973, σσ. 166-171. (Είναι μάλιστα εύγλωττος ο τίτλος του εν λόγω, ζ΄ κεφαλαίου του: "Πῶς ὁ κόσμος άνθρωπος λέγεται καί ποίῳ τρόπῳ καί ὁ ἄνθρωπος, κόσμος"). Αμέσως παρακάτω μιλά για την ανάγκη φροντίδας πάνω απ’ όλα της αιώνιας ψυχής, αλλά είναι φανερό ότι θίγει ποιμαντικά τον κίνδυνο εγκλωβισμού του ανθρώπου στην αυτονόμηση των βιολογικών επιθυμιών του. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ψυχή, ακριβώς επειδή δεν την θεωρεί τμήμα της θείας ουσίας, την ονομάζει "θεία" (προδήλως για να τονίσει τον καίριο ρόλο της), αλλά και "θεοποιηθησόμενη" (για να δείξει την φυσική ανεπάρκειά της και την ανάγκη κοινωνίας της με τον άκτιστο Θεό): "Ὅση δύναμις, ἐπιμελείσθω τῆς ἀθανάτου καί θείας καί θεοποιηθησομένης ἐξ ἀρετών" (σ. 170). Με αυτή την ενδεικτική περιδιάβαση στα λόγια και τη σκέψη του Μάξιμου καταλαβαίνει κανείς και κάτι άλλο: Ότι αν θελήσει κανείς να βρει στην πατερική γραμματεία λέξεις, φράσεις ή και απόψεις για να "θεμελιώσει" την όποια άποψή του (ακόμα και την πιο Καρτεσιανή), φυσικά και θα βρει! Μα, αν δεν νοιάζεται για την ευρύτερη συνάφεια, για το κοσμοείδωλο κάθε εποχής και για το ότι όλες οι ανθρώπινες απόπειρες είναι ατελείς, τότε απλούστατα συμβάλλει στην ειδωλοποίηση πατέρων και κειμένων και δυσκολεύει την πάλη με τις έννοιες και τα πράγματα. Αλλά κάθε ειδωλοποίηση είναι αντιχριστιανισμός, ακόμη κι αν ασκείται στο όνομα του χριστιανισμού!
17. Αρχιμ. Γ. Στ., "Η επιμέλεια της ψυχής", Φωνή Κυρίου 14/2444 (1 Απριλίου 2000).
18. Βλ. λ.χ. Ημερολόγιον [τσέπης] 2004 Ιεράς Μητροπόλεως Τριφυλίας και Ολυμπίας, σσ. 506: "Στη φύση μας είμεθα σώμα και ψυχή, ύλη και πνεύμα. Και καθένα από αυτά έχει διαφορετική προέλευση, σύσταση και προορισμό. Η ψυχή είναι 'πνοή Θεού' και άϋλη, πλασμένη 'κατ'εικόνα και ομοίωσιν Θεού', το σώμα είναι κτιστόν, υλικόν και μ' αυτό, και ως προς αυτό ο άνθρωπος είναι χοϊκός".
19. Πρβλ. τα λόγια που βάζει στο στόμα του Θεού ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: "Έπλασα το χώμα και το έκανα σώμα, κι εμφύσησα ψυχή όχι από την ουσία μου, αλλά από τη δύναμή μου" ("'Ἔπλασα τόν χοῦν εἰς σῶμα, ἐνεφύσησα ψυχήν τε οὐκ ἐκ τῆς ἐμῆς οὐσίας, ἀλλ' ἐκ τῆς ἐμῆς ἰσχύος"). Συμεών Νέος Θεολόγος, Ύμνοι 53, 90-93, SC 196, 218.
20. John Breck, The Sacred Gift of Life. Orthodox Christianity and Bioethics, εκδ. St Vladimir's Seminary Press, New York 2000 σ. 140, 198. Πρβλ. παραπάνω, την υποσημείωσή μας 10. Βλ. και τις διερωτήσεις του Χρήστου Γιανναρά, Το Ρητό και το Άρρητο. Τα γλωσσικά όρια ρεαλισμού της μεταφυσικής, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1999, σσ. 104-105. Χαρακτηριστική της δυσκολίας που προαναφέραμε είναι, σε πολλά θεολογικά μελετήματα, η ασυνεπής χρήση των όρων "κτιστός" και "άϋλος", η δεσποτεία της ουσιοκρατικής κατανόησης του ανθρώπου και η επιβίωση μιας "ανθρωπολογίας των συστατικών", η οποία και την εσχατολογική πραγμάτωση του ανθρώπου παραθεωρεί, και συχνά συνεχίζει την δίχως νόημα αντιδικία με τη θεωρία της εξέλιξης. Για το αντίθετο, ότι δηλαδή ο άνθρωπος δεν προσδιορίζεται από το άθροισμα των συστατικών του, αλλά από το μέλλον στο οποίο έχει κληθεί, βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον Θεούμενον. Προοπτικές για μια Ορθόδοξη κατανόηση του Ανθρώπου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993. Πρβλ. Athanasios N. Papathanasiou, "Christian Anthropology for a Culture of Peace: Considering the Church in Mission and Dialogue Today", Violence and Christian Spirituality (επιμ. Emmanuel Clapsis), εκδ. WCC Publications - Holy Criss Orthodox Press, Geneva - Brookline 2007, σσ. 86-107.
21. Breck, ό.π., σσ. 140-143. Πρβλ. Αρχιμ. Μακάριος Γρινιεζάκης, Κλωνοποίηση. Ηθικοποινωνικές και θεολογικές συνιστώσες, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2005, σσ. 119-120.
22. Βλ. το διαφωτιστικό μελέτημα του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Παλαιά Διαθήκη. Αποκρυπτογραφώντας την πανανθρώπινη κληρονομιά, εκδ. Αρμός (σειρά "Σύναξη"), Αθήνα 2008.
23. Βλ. χαρακτηριστικά Γιώργος Γραμματικάκης, Η αυτοβιογραφία του φωτός, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 20052, σσ. 241-288.
24. Συνέντευξή του με τίτλο "Ο πανεπιστήμων", ΒΗΜagazino (ένθετο της εφημερίδας Το Βήμα), τ. 429, Κυριακή 4-1-2009, σσ. 23-24.
25. Paul Lafargue, Οικονομικός Ντετερμινισμός. Αρχή και εξέλιξη των ιδεών της δικαιοσύνης, του καλού, της ψυχής και του Θεού (μτφρ. Αχιλλέα Βαγενά), εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ., σσ. 228-229.
26. Paul Davies – Julian Brown (επιμ.), Υπερχορδές. «Η θεωρία των Πάντων» (μτφρ. Ανδρέας Βαλαδάκης), εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα 1989, σ. 245.
27. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι είναι πελώριο λάθος να νομίζεται ότι θρησκευτικές έννοιες όπως "θεός", "πίστη", "κόσμος", "σωτηρία" κλπ σημαίνουν το ίδιο πράγμα σε κάθε θρησκεία. Μια περιδιάβαση στις θρησκείες δύναται να το δείξει αυτό - και μάλιστα χωρίς καν ο ερευνητής να χρειάζεται να συμμεριστεί την πρόταση που καθεμιά κομίζει.
28. Σχετική θεολογική βιβλιογραφία βλ. στο ευσύνοπτο έργο του Ευάγγελου Βαρβαρέσου, Το Μεταφυσικό Πρόσωπο της Φυσικής, εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη 2005. Βλ. και τις εύστοχες επισημάνσεις του Νικολάου Μιχαλολιάκου, "Η εντιμότητα των σχέσεων Επιστήμης και Θεολογίας", Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες, εκδ. Σαββάλα / Ένωση Ελλήνων Φυσικών, Παράρτημα Ανατολικής Κρήτης, Αθήνα 1996, σσ. 42-45, σχετικά με τον πειρασμό της απολογητικής.
29. Δηλαδή στις νέες θεάσεις που έφεραν οι Σχετικότητα, η Κβαντομηχανική, η Θερμοδυναμική, το Χάος, η Αυτο-οργάνωση της Ύλης, η Πολυπλοκότητα κλπ.
30. Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988, σσ. 131-142.
31. Iain Hamilton Grant, “Catastrophe Theory”, The Routlege Companion to Postmodernism (επιμ. Stuart Sim), εκδ. Routledge, London - New York 20052, σ. 183. Anthony McGowan, “Chaos Theory”, The Routlege Companion to Postmodernism, ό.π., σσ. 183-184.
32. Jonathan Powers, Φιλοσοφία και Νέα Φυσική (μτφρ. Τάσος Κυπριανίδης – Τάσος Τσιαντούλας), εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995, σσ. 95-96.
33. Βλ. χαρακτηριστικά Christopher Norris, "Critical Realism and Quantum Mechanics: Some Introductory Bearings", After Postmodernism. An Introduction to Critical Realism (επιμ. José López – Garry Potter), εκδ. The Athlone Press, London - New York 2001, σσ. 119.
34. Πρβλ. τη διάκριση των τριών στάσεων της σκέψης, κατά τον Καστοριάδη: εξήγηση (η οποία είναι το έργο της Φυσικής και της Βιολογίας), κατανόηση (αναζήτηση των νοημάτων που παράγει ο άνθρωπος) και διαύγαση (το έργο της φιλοσοφίας επί παντός του επιστητού, ακόμη και επί της κατανοήσεως). Βλ. Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη, ό.π., σ. 48-51. Ο Καστοριάδης, βεβαίως, τη διαύγαση την αναθέτει στη φιλοσοφία και επ’ ουδενί στη θεολογία. Το θέμα χρειάζεται, βεβαίως, ιδιαίτερη πραγμάτευση, τολμώ όμως να ψελλίσω εδώ πως ο Καστοριάδης παραβλέπει ότι και η θεολογία (ή η εγκόλπωση της πίστης) ενέχει κριτική λειτουργία, καθόσον σχετίζεται με την επιλογή προσανατολισμού, όπως έχουμε προαναφέρει.
35. Ilya Prigogine, Οι νόμοι του χάους (μτφρ. Πασχάλης Α. Χριστοδούλου), εκδ. Τραυλός, Αθήνα 2003, σ. 98, 97. Πρβλ. και Ilya Prigogine - Isabelle Stengers, Τάξη μέσα από το Χάος (μτφρ. Μ. Λογιωτάτου), εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986.
36. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σσ. 16, 25.
37. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 17.
38. Γεωργίου Π. Παύλου, «Επιστήμη, Γνώση και Άνθρωπος», Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες, ό.π., σ. 140.
39. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 102.
40. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σσ. 99, 109. Πρβλ. Stephen W. Hawking, Το Χρονικό του Χρόνου (μτφρ. Κωνσταντίνος Χάρακας), εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα (1988), σ. 227.
41. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας (μτφρ. Παν. Κ. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 243. Βλ. σχετική ανάλυση στο Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008, σσ. 95-154.
42. Γρηγορίου Νύσσης, Εις το Άσμα Ασμάτων, 6, PG 44, 885D.
43. Γρηγόριος Νύσσης, Εις το Άσμα Ασμάτων, 6, Patrologia Graeca (στο εξής: PG) 44, 889B· 11, PG 44, 997D· Εις τους Μακαρισμούς 4, PG 1244D-1245A. Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1089A-C· 1217A-D· 1112D-1116D. Γρηγόριος Παλαμάς, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2.2.11, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα (επιμ. Π. Χρήστου), τ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 517. Πρβλ. πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, "Εισαγωγή", Φιλοσοφικά και Θεολογικά Ερωτήματα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1978, σσ. 21-23.
44. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 96.
45. Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη, ό.π., σ. 53.
46. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης, "Κοινωνία και Ετερότητα" (μτφρ. Διον. Γούτσος – Θαν. Ν. Παπαθανασίου), Σύναξη 76 (2000), σ. 14. Βλ. και John D. Zizioulas, Communion and Otherness. Further Studies in Personhood and the Church, εκδ. T. & T. Clark, London – New York 2006, σσ. 40, 220.
47. Κορνήλιος Καστοριάδης, "Κοινωνική Δημιουργία και Πολιτική" (μτφρ. Ρύσπος), Κριτική Αριστερά (συλλογικό), εκδ. Imago, Αθήνα 1984, σ. 70. Για τη συζήτηση περί ανορθολογικότητας του Καστοριάδη, βλ. ενδεικτικά Γιώργου Ν. Οικονόμου, "Φαντασία και λόγος στον Καστοριάδη", Νέα Κοινωνιολογία 43 (2006-07), σσ. 136-144.
48. Κορνήλιος Καστοριάδης, "Νεοτερική επιστήμη και φιλοσοφική ερώτηση", Τα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), εκδ. Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 1991, σσ. 181-265.
49. Βλ. χαρακτηριστικά τα μελετήματα των Roger Penrose και Igor Aleksander στο συλλογικό έργο From Brains to Consciousness? Essays on the New Sciences of the Mind (επιμ. Steven Rose), εκδ. Penguin Books, London 1998, σσ. 169-171, 193. Πρβλ. και το κείμενο του Wilhelm Ostwald στο Heisenberg, ό.π., σσ. 125-131.
50. Πρβλ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση (μτφρ. Παν. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 55. Ο π. Αρσένιος Μέσκος είχε δίκιο όταν σημείωνε πως "… δεν μπορούμε να διαγράψουμε το γεγονός ότι είμαστε στο 2002 και είμαστε πια σε θέση να γνωρίζουμε πόσο μεγάλη ψευδαίσθηση είναι η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας" (βλ. π. Αρσένιος Μέσκος, Ο Πλανήτης της Θεολογίας, Ι. Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Σοχός 2002, σ. 131), φρονώ όμως ότι η παραδοχή αυτή αποτελεί, όπως δείχνει ο Φλωρόφσκυ, εγγενή αξίωση της θεολογίας.
51. Πρβλ. την κριτική μου για το βιβλίο του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του Ζώντος Χριστού. Μια Ορθόδοξη Ερμηνεία της Εκκλησίας (μτφρ. Ι. Κ. Παπαδόπουλος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1999), στο περιοδικό Σύναξη 75 (2000), σ. 110.
52. Ο Θεός, λέει ο Μάξιμος, είναι η αιτία των πάντων, κι όμως μπορούμε άνετα να δεχόμαστε "πιο πολύ ν’ αποδίδεται σ’ αυτόν, σαν συγγενικότερο προς τη φύση του, το μη είναι, επειδή υπερβαίνει το είναι". "Γιατί είναι απλή κι άγνωστη κι απρόσιτη σ’ όλους η ύπαρξή του και ανερμήνευτη ολότελα και πέρα από κάθε κατάφαση κι απόφαση". Μυσταγωγία, ό.π., 103 και 105 αντίστοιχα. Πρβλ. τον διεισδυτικό Χρήστο Γιανναρά, Το Ρητό και το Άρρητο, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1999, σσ. 223.
53. Παύλου, ό.π., σ. 141.
Related Posts with Thumbnails