Με αφορμή ένα
κείμενο ή μια αναφορά, συχνά κάποτε αποκαλύπτονται οι μυστικοί δεσμοί, τα ηθικά
πρότυπα με τα οποία προικίζονται οι εθνικές ψυχολογίες. Και επικαλούμενοι
ετούτες τις τελευταίες δεν εννοούμε παρά τα συστατικά στοιχεία του λαϊκού
ψυχισμού, όπως ορίζεται μες στα εθνικά, κάθε φορά σύνορα. Οι επισημάνσεις του
Νίκου Γκάτσου από την εποχή του «Ματωμένου Γάμου», υπό τη σκηνοθεσία του Κουν, τη
σκηνογραφία του Τσαρούχη και τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, στάθηκαν η βασική
αφορμή προκειμένου να επιβεβαιωθεί όχι μόνο η κορφή του ισπανικού δράματος, μα
και ο διαυγής δεσμός του με την κοινωνία και ειδικότερα τα ηθικά πρότυπα για τα
οποία μιλήσαμε πρωτύτερα. Στην περιεκτική αναφορά του ποιητή της «Αμοργού»
εμπεριέχεται, πέρα από την καταξίωση του λαϊκού πνεύματος, η αποκάλυψη εκείνου
του ρεαλισμού που κατάγεται ευθέως από την ίδια την κοινωνία. Μιλούμε για τον
καθαρό ρεαλισμό της ψυχής, έναν ρεαλισμό κοινωνικό, ακηλίδωτο, βαθιά πραγματικό
και εντατικό, ικανό να συνθέσει κατά μεγάλο μέρος την ψυχολογική προσωπογραφία
ενός τόπου και του λαού του.
Το
έργο, καθώς σχολιάζει ο Γκάτσος, ανακαλώντας αθησαύριστες πηγές, οφείλει την
ύπαρξή του, όχι μόνο στη διάθεση του αδικοχαμένου, Ανδαλουσιανού ποιητή να
συγκροτήσει έναν ποιητικό λόγο πλησιέστερο προς το άκαμπτο πρότυπο των ταπεινότερων,
κοινωνικών διαστρωματώσεων της ισπανικής κοινωνίας, αλλά και σε δευτερεύουσες
πηγές. Ως τέτοια, αναγνωρίζεται πια το «μητρικό» έργο του Ιρλανδού Σινγκ,
«Καβαλάρηδες στη θάλασσα», στηριγμένο και εκείνο στο επαρχιακό,-βουκολικό θα το
λέγαμε αν το ερέθισμά μας ήταν εντόπιο-,κοινωνικό χώρο ενός τόπου σχεδόν
πρωτόγονου. Ο Λόρκα, όμως εκτίμησε με δέος και ίσως τούτο να στάθηκε περισσότερο
ικανό υλικό, την εξοικείωση της λαϊκής ψυχής με τέτοιου είδους δράματα, όπως ετούτο
που εξελίσσεται στο «Γάμο» του. Ο Γκάτσος συγκεκριμένα μας παραχωρεί την
πληροφορία περί κάποιας ειδήσεως σχετικής, η οποία παρουσιάζει μια ανάλογη
εξέλιξη, ενώ παράλληλα έθετε εξαρχής στο νου του ποιητή, τόσο το μύθο, όσο και
τα βασικά πρόσωπα της πλοκής. Τα σχετικά ειδησεογραφικά αρχεία της Αλμέρια
μπορούν να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές, καθώς παραχωρούνται από τον ίδιο
το δοκιμιογράφο προς ισχυροποίηση της εν λόγω αναφοράς. Ο έρωτας και ο θάνατος,
η αγάπη και το μίσος, οι αιώνιες, αντίρροπες δυνάμεις που κρατούν τον άνθρωπο
στη θαυμάσια ακινησία του και τον θέτουν ταπεινό, σχεδόν δουλικό ύστερα, καθώς
άλλοτε υπερτερούν και άλλοτε πάλι ωριμάζουν και εξαντλούνται. Ας θεωρήσουμε
δηλαδή, το έργο του Λόρκα, περισσότερο ίσως από τα άλλα, μια ευθεία δέσμευση
των κοινωνικών και ηθικών προτύπων, τα οποία κυριαρχούν στον ισπανικό νότο,
παραχωρώντας το υλικό για τη μετέπειτα, λογοτεχνική σύνθεση. Μια γαιώδης
αναπαράσταση των ηθικών ορίων, εντός των οποίων ένας λαός, αγνός και αδέξιος
και ανδροπρεπής καλείται να ανταποκριθεί, μαρτυρώντας κάθε μια από τις επίγειες
αγωνίες. Ο αγροτικός προπλασμός συνιστά το πεδίο εκείνο, επί του οποίου μπορεί
να αποκρυσταλλωθεί η βαθύτατη σχέση που υφίσταται σε κάθε υψηλή τέχνη. Μια
σχέση ουσίας ανάμεσα στην καλλιτεχνική επιδίωξη και το πρωτογενές ερέθισμα, την
εθνική δηλαδή αλήθεια, φορέας της οποίας στέκει ο δημιουργός, είτε εργαλείο του
συνιστά η γραφίδα, είτε πάλι υπακούει στο νόμο της σιγής και τα πάθη του φωτός.
Ανάλογης φύσεως στάθηκε για την ελληνική τέχνη η περίπτωση του Θεόφιλου
Χατζημιχαήλ.
Η
ιστορική αναφορά του Γκάτσου στη γένεση του «Ματωμένου Γάμου» παρουσιάζει όμως
ενδιαφέρον και από μια άλλη σκοπιά. Φανερώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την
κοινή ψυχολογία του λαϊκού πολιτισμού, του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται
και διασώζει την ηθική υποχρέωση, την έννοια της τιμής, του θάρρους, του
σεβασμού. Κατά τα πρότυπα του αγροτικού περιβάλλοντος μες στο οποίο εξελίσσεται
ο «Γάμος», έτσι και η ελληνική επαρχία, με την ελλειπτικότητά της, τη δραματική
αγωνία να ακεραιωθεί η ύπαρξη, την αδυναμία να διαφύγει μιας σκοτεινής και
ενστικτώδους αισθητηριακής εντροπίας, την εσωτερική ζωή που έχει ένα βάθος
μονάχα ανθρώπινο, σχεδόν φυσικό μπορεί να σταθεί ως μια ικανή σκηνογραφία του
θεατρικού δράματος. Προκύπτει δηλαδή μια κοινή σήμανση, ένα απαράλλαχτο
πρότυπο, ορισμένο πάντοτε από εκείνο το οριακό σημείο, τον αδιόρατο εκείνο τόπο
όπου «τρέμει ξαφνιασμένη η σκοτεινή μας
ρίζα.»
Με
τούτο το έργο ο Λόρκα εισάγει τον ανθρώπινο νόμο μες στη διάσταση του χρόνου.
Και επιβεβαιώνει τον ποιητή Νίκου Καρούζο, καθώς στέκει «μαινόμενος εν ονόματι του μυστηρίου». Ο «Ματωμένος Γάμος» συνιστά
ένα έρεισμα ψυχολογικής φύσεως για τα παθιασμένα αμαρτήματα, πάει να πει
παρέχει μια επαρκή αιτία για το δράμα της ψυχής μας. Η θεατρική χρησμοδοσία
σμίγει με το λαϊκό αίσθημα, καθίσταται δυνατή μες στα απρόσωπα όρια της
ιστορίας, αναδεικνύοντας εκ νέου την τραγική έννοια του χορού, η οποία όμως πια
κατέχει χαρακτήρα ανθρώπινο, υπερεθνικό και στιβαρό. Το κείμενο του Γκάτσου με
τις λεπτές επισημάνσεις του και τις επιβαλόμενες αναγωγές, εξηγεί εν μέρει την
αιτία για την οποία το έργο του «Λόρκα» στάθηκε η πηγή μιας βαθύτατης συγκίνησης
για κάθε τόπο όπου ακμάζει διαχρονικό το αίσθημα του λαού.