© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Κρατική Ορχήστρα Αθηνών 19-10-18, Πόλεμος και Ειρήνη ΙΙ - Μωρίς Ραβέλ, Σεργκέι Προκόφιεφ, Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ 


Μωρίς Ραβέλ (1875-1937), Ο Τάφος του Κουπρέν  (Prélude, ForianeMenouetRigaudon)

Ο τίτλος, Ο Τάφος του Κουπρέν,  στεγάζει τέσσερα πιανιστικά κομμάτια,  τα οποία συνέθεσε ο Μωρίς Ραβέλ το 1917 και ενορχήστρωσε το 1920. Τα έργα αυτά συντέθηκαν μέσα στη βαριά σκιά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που άφησε την  Ευρώπη καταχρεωμένη, κατερειπωμένη, με έντεκα εκατομμύρια νεκρούς στα πεδία των μαχών, εκατομμύρια τραυματίες, ακρωτηριασμένους, παραμορφωμένους, ανεξακρίβωτο αριθμό αμάχων σκοτωμένων από οβίδες, πείνα, επιδημίες, ανεπανόρθωτες ψυχικές βλάβες. Σ’ αυτόν τον φριχτό πόλεμο, ο Μωρίς Ραβέλ, μικρόσωμος και ασθενικός, υπηρέτησε ως οδηγός ασθενοφόρου και εκεί μπούκωσαν από τη φρίκη η όραση κι όσφρησή του. Μια οξεία δυσεντερία όμως τον απάλλαξε από το μαρτύριο και το έστειλε πίσω στο σπίτι του. Το 1917, κι ενώ ο πόλεμος ήταν ακόμα στην ακμή του, πέθανε η μητέρα του. Στα όσα τραύματα κουβαλούσε ήδη προστέθηκε και το βαρύ πένθος που τον οδήγησε σε βαριά κατάθλιψη. Κι επειδή ο θάνατος μόνο με την τέχνη νικιέται, συνθέτει έξι πιανιστικά έργα, αφιερωμένα σε φίλους που έπεσαν στη μάχη, συγχρόνως όμως και  τιμή στον Φρανσουά Κουπρέν  (1668-1773), μεγάλο συνθέτη του γαλλικού μπαρόκ, στη μουσική του οποίου βρήκε ψυχικό καταφύγιο.

Το 1919 ενορχήστρωσε λιτά τα τέσσερα κομμάτια, αφήνοντας την Τοκκάτα και τη Φούγκα και αλλάζοντας τη σειρά. Η πρεμιέρα δόθηκε τον Φεβρουάριο του 1920. Το όμποε και τα ξύλινα ανέδειξαν την κρυστάλλινη μορφή του κάθε κομματιού, κάτι που παραπέμπει στον Κουπρέν. Το πρελούδιο και το μενουέτο είναι όροι συχνά χρησιμοποιούμενοι, ενώ το Foriane  και το  Rigaudon είναι χοροί, παλιός βενετσιάνικος ο ένας και γρήγορος προβηγκιανός ο άλλος.

Το δεύτερο έργο που παίχτηκε από τη ΚΟΑ ήταν το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2, σε σολ ελάσσονα, έργο 16 του Σεργκέι Προκόφιεφ (1891-1953). Ένας προικισμένος καλλιτέχνης που βρέθηκε στη δίνη των πολιτικών εξεγέρσεων της πατρίδας του. Έχοντας ήδη μελετήσει έργα απαιτητικά -Μπετόβεν, Ραχμάνινοφ, Τσαϊκόσφσκι, Σοπέν και Λιστ- έφτασε στην ολοκλήρωση του δεύτερου κοντσέρτου του, τον Αύγουστο του 1913, σολίστ ο ίδιος στην πόλη Παβλόσκ, κοντά στην Αγία Πετρούπολη. Οι μοντερνιστικοί τρόποι του κοντσέρτου όμως δεν άρεσαν στο κοινό. Όπως του είπε και  ο λαϊκός κομισάριος Ανατόλι Λουνατσάρσκι «Εσύ είσαι επαναστάτης στη μουσική, εμείς στη ζωή. Οφείλουμε να δουλέψουμε μαζί». Ωστόσο, το 1918 προτίμησε να φύγει στη Δύση, αφήνοντας την παρτιτούρα στο διαμέρισμά του. Η παρτιτούρα χάθηκε, μετά από μια  διάρρηξη, αλλά η μητέρα του κρατούσε αντίγραφο και αφού το ξαναδούλεψε και επέφερε μικρές αλλαγές, το παρουσίασε στο Παρίσι τον Μάιο του 1924. Ενώ εν τω μεταξύ το Τρίτο Κοντσέρτο του είχε ήδη μεγάλη επιτυχία στις αίθουσες.

Στο δεύτερο κοντσέρτο, λοιπόν, το αρχικό andantino μας προετοιμάζει για κάτι αισθησιακό αλλά και σκοτεινό, ακολουθεί ένας γοργός ρυθμός gavotte, που άρεσε πολύ στον Προκόφιεφ, μια μεγάλη καντέντσα,  μετά, αναπτύσσει το andantino, ίσως η δυσκολότερη καντέντσα στο πιανιστικό ρεπερτόριο, που αφού φτάσει στην κορύφωση, η ορχήστρα θα κάνει  μια καταιγιστική εμφάνιση. Στο δεύτερο μέρος ένα γρήγορο σκέρτσο,  ο καταιγισμός του πιάνου με δέκατα έκτα χωρίς παύση (επίδραση από τη Δεύτερη Σονάτα του Σοπέν), μετά το intermezzo, που για την περιγραφή του έχουν χρησιμοποιηθεί επίθετα όπως «τρομακτικό», «σκωπτικό», «τερατώδες», «γκροτέσκο». Τη σύνθεση ολοκληρώνουν  οι σαν ακροβατικές χειρονομίες του φινάλε και η εκρηκτική μελωδία του τέλους.

Ο Προκόφιεφ πέθανε στις 5 Μαρτίου του 1953, την ίδια μέρα που πέθανε και ο Στάλιν. Όλοι οι μουσικοί και όλα τα ανθοπωλεία επιστρατεύτηκαν για την κηδεία. Έτσι, ο Προκόφιεφ, δυο βήματα από την Κόκκινη Πλατεία, περίμενε τρεις μέρες για να μπορέσει να μεταφερθεί στα γραφεία της Ένωσης των Σοβιετικών Συνθετών. Τελικά η κηδεία έγινε με χάρτινα λουλούδια και μαγνητοφωνημένο το πένθιμο εμβατήριο από το μπαλέτο Ρωμαίος και Ιουλιέτα.

Τρίτο έργο της βραδιάς, η  Συμφωνία αρ. 7 σε λα μείζονα, έργο 92,  του Λούντβιχ Βαν Μπετόβε .  Η Συμφωνία αναπτύσσεται σε τέσσερα μέρη: Poco sostenuto- Vivace, Allegretto, Presto-Assai meno presto, Allegro con brio.

Εκατό χρόνια,  σχεδόν, μετά τον Ραβέλ και τον Προκόφιεφ, ο τιτάνας της μουσικής Μπετόβεν (1770-1827) κάνει τα πρώτα σχέδια της 7ης Συμφωνίας του, συγκεκριμένα το φθινόπωρο του 1811,  όταν ήταν στο Τέπλιτσε, μια πόλη κοντά στην Πράγα. Επιστρέφοντας  στη Βιέννη ολοκλήρωσε το έργο και η επιτυχημένη του πρώτη δόθηκε τον Δεκέμβριο του 1813, για την στήριξη των θυμάτων της πόλης Χάναου.

Για την ιστορία, το Χάναου ήταν μια πλούσια πόλη κοντά στην Φραγκφούρτη που υπέστη μεγάλη καταστροφή κατά τους ναπολεόντειους πολέμους, γκρεμίστηκαν τα τείχη της και θρήνησε πολλά θύματα. Για την στήριξη των κατοίκων της πόλης ο Μπετόβεν έγραψε τη Συμφωνία του. Το 1989,  ο Μορίς Μπεζάρ, συμμετέχοντας στις επετειακές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση χρησιμοποίησε το πένθιμο εμβατήριο στο μπαλέτο του, αφιέρωμα στα θύματα του γαλλικού εμφύλιου σπαραγμού.

Η εκτενέστατη αργή εισαγωγή του έργου μπορεί και να αυτονομηθεί. Στη συνέχεια το φλάουτο εκθέτει το πρώτο θέμα, μετά μπαίνουν άλλα όργανα και το δεύτερο θέμα, το οποίο όμως προέρχεται από το ίδιο υλικό. Το δεύτερο μέρος, σε λα ελάσσονα, κινείται ανάμεσα σε ένα πένθιμο εμβατήριο και ένα μεγαλόπρεπο χορικό με μεγάλη συναισθηματική ένταση. Το τρίτο μέρος αποτελείται από ένα ζωηρό σκέρτσο και ακολουθείται από ένα μεγαλοπρεπές, αλλά πιο αργό τρίο. Με επανάληψη και του σκέρτσου και του τρίο θα καταλήξει σε ένα ξαφνικό τέλος στην τονικότητα της αρχής. Η χορευτική του διάθεση του έργου φτάνει στο απόγειό της, στο τέταρτο μέρος, σε φόρμα σονάτας, σαν αντιστάθμισμα στην αργή εισαγωγή. Και τον επίλογο γράφει με μια μεγάλη coda, ένα  εκστατικό φινάλε, σαν επεξεργασία του θεματικού υλικού. Για το έργο αυτό εκφράστηκε θετικά ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος επεσήμανε την ενέργεια της Συμφωνίας,  την καταιγίδα της ψυχής, την ανάγκη για Χορό, με τον χορό ως «υψηλή πράξη  της ανθρώπινης κίνησης». Όπως παρατηρεί ο Τίτος Γουβέλης, «Η χορευτική διάσταση της Έβδομης ανήκει πράγματι σε ένα πνευματικό, υπαρξιακό επίπεδο, όπου ο θρίαμβος της ανθρώπινης ύπαρξης, μια μεταφυσική και οικουμενική κατάφαση της ζωής εκφράζονται και βιώνονται μέσα από τη διαρκή συσσώρευση ρυθμικής ενέργειας».

Στο πιάνο, για το κοντσέρτο του Προκόφιεφ, έκατσε ο εξαιρετικός πιανίστας Τίτος Γουβέλης ενώ στο πόντιουμ ανέβηκε ο διεθνούς φήμης Βέλγος Αρχιμουσικός Μισέλ Τιλκέν.

Οι μεγάλοι δημιουργοί, με διάμεσο την ΚΟΑ μας άνοιξαν τις πόρτες της ψυχής και του μυαλού για να συλλάβουμε πού βρίσκονται οι ρίζες και πώς γεννιούνται τα μεγάλα έργα της Τέχνης. L’ art est une blessure, έλεγε ο Μπρακ.

Related Posts with Thumbnails