ἤ,
τῆς μαθητικῆς ζωῆς οἱ πικρὲς οἱ ὧρες...
Κάθε
χρόνο τέτοιες μέρες, μέρες στερνὲς τοῦ Δωδεκαημέρου ἡ ψυχὴ σφίγγεται, καθὼς ἀναπολεῖ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τῆς μαθητικῆς
ζωῆς, ποὺ ἔχει τόσα καὶ τόσα χαριτωμένα ἐπεισόδια νὰ παρουσιάσει, ἀλλὰ καὶ
μικροσυγκινήσεις, ποὺ γίνονταν στὴ συνέχεια πίκρες, δικαιολογημένες ὅμως
πίκρες, ἀφοῦ τὶς ἔντυνε μὲ τὸ χιτῶνα της καὶ τὶς «προστάτευε»ἡ ἀθωότητα. Ἡ
παιδική, φυσικά, ἀθωότητα ποὺ λίγο-λίγο ἄρχιζε νὰ ἐξατμίζεται, ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἠ
ζωή.
Μὲ
αἴσθημα χαρμολύπης ἀναπολῶ κι ἐφέτος ἐκεῖνες τὶς παλιὲς παιδικὲς γιορτὲς τῶν
Θεοφανείων, γιορτὲς ποὺ διώχνανε μὲν τὰ χαριτωμένα καλλικατζαράκια τοῦ
παραμυθιοῦ, ἀλλὰ κι ἐμᾶς ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἑστία γιὰ τὸ Βόλο, ὁποὺ πηγαίναμε τότε
στὸ Γυμνάσιο.
Εἰλικρινὰ
τὸ ἐξομολογοῦμαι μετὰ ἀπό μισὸ αἰῶνα. Ἐκεῖνο τὸ ἀπόβραδο τῆς ἡμέρας τῶν
Θεοφανείων, μπορεῖ νὰ διακρατοῦσε τὴ λαμπρότητα καὶ τὸ φῶς τῆς γιορτῆς, ὡστόσο
στὴν παιδική μας ψυχὴ ἕνα ἀδιόρατο σκοτάδι καὶ μιὰ παγωνιὰ ἁπλώνονταν. Γιατὶ κι
ὁ Βόλος ἀκόμα, ποὺ σὲ κάθε βῆμα του συναντοῦσες συμπατριώτη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἐκείνη
πολίχνη ποὺ στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίαςτοῦ 1960 ἦταν ἕνα μεγάλο χωριὸ μὲ χωματόδρομους
καὶ κάρα, ἐν τούτοις ἡ νοσταλγία γιὰ τὸν γενέθλιο τόπο μας, ποὺ τὴν πρόσεξε
μάλιστα κι ὁ Παπαδιαμάντης, ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε μήτε οἱ στολισμένες βιτρίνες
κι ὅλος ὁ γιορταστικὸς διάκοσμος,μήτε οἱ γιορτὲς καὶ τὰ πολύφωτα δέντρα συγκινοῦσε.
Ἐπιθυμία μας μοναδικὴ ἦταν ἡ σύναξη γύρω ἀπὸ τὴν παραστιά, ὅπου καὶ προσέχαμε μὲ
ἱερὸ δέος τὸ σιγανὸ τὐλιγμα τῆς φωτιᾶς πάνω στὸ ξύλο, κι ἀγούγαμε ἐκείνους τοὺς
περίεργους ἤχους ποὺ ἀφηνε τὸ καμμένο ξύλο. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς τὸν ἀγέρα νὰ
χώνεται μέσα στὰ σκοτεινὰ σοκκάκια καὶ νὰ
ξεσηκώνει τὰ στερνὰ μισόξερα τὰ φύλλα τῆς κληματαριᾶς, λὲς κι ἀνακάτευε
φύλλα χαρτιοῦ.
Ἀκόμα,
χαρά μας ἦταν νὰ πᾶμε στὸν «Πεῦκο» νὰ παίξουμε καὶ νὰ μαζέψουμε «μοῦρτα» γιὰ νὰ φᾶμε. Φυσικὰ θέλαμε νὰ βρεθοῦμε
καὶ στὸ Ἱερὸ τῆς ἐκκλησιᾶς μας τὰ Χριστούγεννα, τῆς Παναγίας, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου
καὶ τέλος τὰ Φῶτα, γιὰ νὰ νοιώσουμε ἐκείνη τὴν περίεργη συγκίνηση ἀναμιγμένη μὲ
χαρά. Τὴ χαρὰ τῆς γιορτῆς.
Ὅλ᾿
αὐτά, λοιπόν, κάποτε τέλειωναν, καθὼς μαζεύονταν
οἱ μέρες κι ἔφταναν τὰ Φῶτα. Κι ἄρχιζε
τότε τὸ μαρτύριο τῆς ἐπιστροφῆς...
Κι
ἦταν ὄντως μαρτύριο ἡ ἐπιστροφή, γιατὶ στὰ πρῶτα μαθητικὰ χρόνια ἦταν πολὺ
δύσκολη ἡ προσαρμογὴ καὶ διαβίωση στὴν πόλη, μὲ τὶς περίεργες συμπεριφορές, τὴν
αἴσθηση τῆς κατωτερότητας ποὺ γευόμασταν ἀφοῦ πάντα κάποιοι μᾶς εἰρωνεύονταν γιὰ
τὸν τρόπο ποὺ μιλούσαμε, ἀκόμα καὶ ποὺ ντυνόμασταν. Μελαγχολούσαμε τότε -κάποιοι
κλαίγαμε κρυφά- καὶ μετρούσαμε τὶς μέρες μέχρι νἄρθει τὸ καΐκι γιὰ νὰ δοῦμε
κάποιο δικό μας, ἀλλὰ καὶ τὶς βδομάδες γιὰ νὰ γυρίσουμε στὸ χωριό.
Ἔτσι,
ἡ ἀπόβραδη κρύα ὥρα τῆς ἀναχώρησης ἀπὸ τὸ ἰσχνοφωτισμένο Λουτράκι πενήντα τόσα
χρόνα ἀνεβαίνει στὴν ψυχὴ κάθε τέτοια μέρα, ποὺ γιορτάζουμε τὰ Φῶτα. Καὶ τὸ πιὸ
κύριο, δὲν ἀνεβαίνει δίχως νὰ εἶναι νοτισμένη μὲ πολλὰ κι άθῶα δάκρυα..Ἀπὸ κεῖνα
ποὺ τὰ θέλεις νὰ πηγάσουν ἀπό τὰ μάτια, γιατὶ μές στὸ σύθαμπό τους φέρνουν πιὸ
σιμὰ πρόσωπα ἀγαπημένα καὶ γεγονότα τρισόλβια. Καὶ προπάντων ἀλησμόνητα...
4-1-2015