© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος: "ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ!"

[Ομιλία κατά την 13η Διάσκεψη των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών στη Λυών της Γαλλίας
(15 Ιουλίου 2009)]

1. Ως χριστιανοί, τολμούμε να ελπίζουμε. Ακόμη και σε μια εποχή όπου εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη βρίσκονται σε απόγνωση κάτω από την πίεση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως και μιας ασφυκτικής αβεβαιότητος. Ακόμη κι όταν ποικίλοι παλαιοί και νέοι φόβοι σφίγγουν την καρδιά μας.

Εμείς οι χριστιανοί τολμούμε να ελπίζουμε. Η ελπίδα μας αυτή δεν στηρίζεται σε κάποια αόριστη αισιοδοξία, αλλά σε ένα Πρόσωπο ζωντανό, τον όντως Όντα, στην εμπιστοσύνη και την προσωπική, αγαπητική σχέση μαζί Του. Έχουμε κληθεί "εν μια ελπίδι" εν Χριστώ (Εφεσ. 4:4).

Από όλες τις φιλοσοφικές θρησκευτικές προτάσεις, σχετικά με την αξία και το μέλλον του ανθρώπου, η πιο τολμηρή και μεγαλειώδης παραμένει η χριστιανική. Αυτή επιμένει στην ενανθρώπηση του Υπέρτατου Όντος, του Θεού, και στην πορεία του ανθρώπου προς την κατά χάριν "θέωση" .

Κατά τον Απόστολο Παύλο, η ελπίδα "ασπάζεται σ' όλη της την έκταση τη θεία οικονομία και απαντά με αγάπη στην αγάπη του Κυρίου … Η χριστιανική ελπίδα δεν είναι άλλο παρά η σφοδρή επιθυμία μιας αγάπης που διψά για την παρουσία του Κυρίου της" (Jean Duplacy, “Espérance”, Vocabulaire de Théologie Biblique, éd. du Cerf).

Για να γίνει αντιληπτό "τις η ελπίς της κλήσεως" του Θεού δεν φθάνει η νοητική μόνο προσέγγιση. Απαιτείται, όπως ο Παύλος δέεται, ο Θεός, "ο Πατήρ της δόξης", να μας δώσει "πνεύμα σοφίας και αποκαλύψεως εν επιγνώσει αυτού" (1:17).

Η επίγνωση αυτή δεν αποκτάται με συζητήσεις και ανθρώπίνες διανοητικές διεργασίες. Είναι δώρο που "ο Θεός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού" προσφέρει μέσα σε μια προσωπική κοινωνία μαζί Του, σε ατμόσφαιρα προσευχής, στοχαστικής σιωπής και κοινής λατρείας.

Οι σύγχρονοι άνθρωποι συνήθως αδιαφορούν για πνευματικές υποσχέσεις. Τους ελκύει, όπως είναι πασίγνωστο, κυρίως ο πλούτος και η δύναμη με τις ποικίλες μορφές και παραλλαγές τους. Αλλά και η ελπίδα της κλήσεως ημών συναρτάται με πλούτο -άλλης βεβαίως ποιότητος. "Ελπίς εστιν αδήλου πλούτου πλούτος· ελπίς εστιν ανενδοίαστος προ θησαυρού θησαυρός· … Αύτη αγάπης θύρα, αύτη αναιρεί απόγνωσιν", διευκρινίζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Κλίμαξ 230, PG 881157). .

Ο Απόστολος στην προσευχή του θαυμάζει: "τις ο πλούτος της δόξης της κληρονομίας αυτού εν τοις αγίοις" (1:18). Και όχι απλώς πλούτος, αλλά και δύναμη. Δύναμη ασύλληπτη, με μοναδική ενέργεια: "… και τι το υπερβάλλον μέγεθος της δυνάμεως αυτού εις ημάς τους πιστεύοντας κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού" (1:19).

Πρόκειται για μια ενέργεια που ήδη έχει διαχυθεί και δρα στην παγκόσμια ιστορία. Διότι ο αναστάς Χριστός είναι πλέον "υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και δυνάμεως και κυριότητος … ονομαζομένου ου μόνον εν τω νυν αιώνι αλλά και εν τω μέλλοντι" (1:21).

Στηριγμένος ακράδαντα σ᾽ αυτή την αλήθεια βρίσκεται ο πυρήνας της ελπίδας μας. Η χριστιανική ελπίδα αποκαλύπτει συνεχώς δυνατότητες, απρόσιτες στην απλή λογική και εμπειρία.

Μέσα στα αδιέξοδα, τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, οι πιστοί όχι μόνο τολμούμε να ελπίζουμε αλλά "και καυχώμεθα επ᾽ ελπίδι της δόξης του Θεού. Ου μόνον δε, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει" (Ρωμ. 5:2-3). Η εν Χριστώ ελπίδα συνυφαίνεται με ειρηνική χαρά· "τη ελπίδι χαίροντες", προτρέπει ο Απόστολος (Ρωμ. 12:12).

Και ο Μέγας Βασίλειος βεβαιώνει: "Ελπίς ουν εστιν η την χαράν σύνοικον τη ψυχή του σπουδαίου παρασκευάζουσα" (Ομιλ. 4,3, PG 31,234C). Χωρίς να αγνοεί τη σκληρή πραγματικότητα, η ελπίδα μας έχει τη δύναμη να μεταπλάθει εν χαρά και τις πιο τραγικές συνθήκες. "Η γαρ εις Θεόν ελπίς πάντα μεταρρυθμίζει", βεβαιώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Εξ. Εις Ψαλμ. 10, Gaume 5,43)..

Η εν Χριστώ ελπίδα μας εντάσσει την καθημερινότητά μας σε έναν ασύγκριτα ευρύτερο ορίζοντα, στην "εσχατολογική προοπτική". Το όραμά της αγκαλιάζει τα σύμπαντα στον χώρο και τον χρόνο. Σαν ένα πνευματικό τηλεσκόπιο, προεκτείνει τη ματιά μας στην απεραντοσύνη του χρόνου. Μ᾽ αυτή την ελπίδα συνδέεται η σωτηρία μας.

"Τη γαρ ελπίδι εσώθημεν· ελπίς δε βλεπομένη ουκ έστιν ελπίς· ο γαρ βλέπει τις, τι και ελπίζει; Ει δε ο ου βλέπομεν ελπίζομεν, δι' υπομονής απεκδεχόμεθα" (Ρωμ. 8:24-25· πρβλ. Α Πέτρ. 1:3-5). Αν αφαιρεθεί από τη χριστιανική ελπίδα η εσχατολογική αυτή διάσταση, όπως από ορισμένους επιχειρείται, η ελπίδα της κλήσεώς μας χάνει τη δύναμη, τον πλούτο και την πολύπτυχη ενέργειά της.

Οι σαφείς υποσχέσεις του Θεού αποτελούν για μας "ισχυράν παράκλησιν", καθώς μένουμε σταθεροί στην προκείμενη ελπίδα· "ην ως άγκυραν έχομεν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν" (Εβρ. 6:18-19). Αυτή μας ασφαλίζει μέσα στις θύελλες και είναι πολύτιμη για τη γαλήνια παραμονή μας στα διάφορα πνευματικά λιμάνια (και αυτής της Συνελεύσεως), κατά το μεγάλο ταξίδι μας προς τον τελικό μας προορισμό, τη βασιλεία των Ουρανών,

2. Αλλά υπάρχει μια ακόμη πλευρά που πρέπει να διερευνηθεί στη Συνέλευσή μας. Αυτή η μία ελπίδα της κλήσεως ημών εν Χριστώ δεν είναι κάποια ατομική υπόθεση. Ενεργοποιείται εν τη Εκκλησία. "Και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστι το σώμα αυτού" (Εφεσ. 1:22-23).

Δεν υπάρχει χριστιανική ιδιωτική ευσέβεια, αποκομμένη από την Εκκλησία του Χριστού, από την κοινωνία αγάπης με τον Τριαδικό Θεό και τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Όποιος ζει ουσιαστικά ως κύτταρο στο Σώμα Αυτού, αισθάνεται συνδεδεμένος με όλη την ανθρωπότητα και ολόκληρη την κτίση. Κλείνει μέσα του, αγκαλιάζει με την αγάπη του τα πάντα και τους πάντες. Διότι η Εκκλησία είναι "το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου" (Εφεσ. 1:23).

Η ελπίς της κλήσεως ημών εν Χριστώ δεν μας κάνει ρομαντικούς οραματιστές ενός απροσδιορίστου μέλλοντος. Αλλά, συμπορευόμενη με ακλόνητη πίστη και ανυπόκριτη αγάπη, ενεργοποιεί όλα τα χαρίσματα που ο Θεός μας έχει δώσει για μια δημιουργική παρουσία στα ιστορικά δρώμενα, με λόγο και έργο.

Θυμούμαι τη δεκαετία του 1990 στην Αλβανία. Ναοί, μονές, εκκλησιαστικές δομές, ήταν όλα κατεδαφισμένα από τον 23χρονο απόλυτο αθεϊστικό διωγμό. Έμοιαζε πνευματικά έρημο τοπίο, αποκαρδιωτικό. Το μόνο που στήριζε τον αγώνα για την ανασύσταση της Εκκλησίας ήταν μια φράση που συμπύκνωνε όλες τις βεβαιότητές μας: Εν Χριστώ υπάρχει ελπίδα! Τολμούμε. Και "ο Θεός της ελπίδος", ο Θεός των εκπλήξεων, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, μας επεφύλαξε πολλές ευλογίες και εκπλήξεις.

Και στη νέα φάση της παγκόσμιας ιστορίας, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιήσεως, οι χριστιανοί καλούμεθα να ζούμε προσωπικά την "εν ημίν ελπίδα"· και συγχρόνως, με τόλμη να την προσφέρουμε, όπου σταθούμε.

Υπάρχει ελπίδα!, είναι το μήνυμά μας. Υπάρχει ελπίδα στον αγώνα μας για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Υπάρχει ελπίδα, όταν αντιστεκόμεθα σε κάθε μορφή βίας και ρατσισμού, όταν υπερασπιζόμεθα την αξιοπρέπεια κάθε ανθρωπίνου προσώπου, όταν επιμένουμε στο χρέος ανιδιοτελούς αλληλεγγύης μεταξύ ανθρώπων και λαών· όταν αγωνιζόμεθα για ανυπόκριτο σεβασμό στην κτίση.

Τελικά, με τη δύναμη του σταυρωθέντος και αναστάντος Χριστού, στον οποίο έχει δοθεί "πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης" (Ματθ. 28:18), η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η αγάπη θα επικρατήσουν. Και η ζωή θα θριαμβεύσει πάνω στον θάνατο.

3. Την αναγγελία όμως αυτής της ελπίδος οι χριστιανοί δεν μπορούμε να την προσφέρουμε διηρημένοι. Η διατηρώντας σχέσεις τυπικές, συμβατικές, ψυχρές. Απαιτείται "αξίως περιπατήσαι της κλήσεως ης εκλήθημεν". Το παρακαλεί όχι μόνο ο Παύλος, αλλά όλοι οι άγιοι της θριαμβευούσης Εκκλησίας: να πορευθούμε "μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και πραότητος και μακροθυμίας, ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη, σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης" (Εφεσ. 4:2-3). Λόγοι άμεσοι, σαφείς, που καθορίζουν μια στάση ζωής, πειστικής τόσο για τους εντός της Εκκλησίας όσο και για όσους στέκουν κριτικά απέναντί μας.

Έχουμε όλοι κληθεί σε μια κοινή ελπίδα. Δεν έχουμε διαφορετικές ελπίδες. Η πολύπλευρη ενότητα της Εκκλησίας έχει βάση και πηγή της τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος (εν "Πνεύμα", εις "Κύριος", εις "Θεός") και ο κάθε πιστός συνδέεται μαζί της με την "μία πίστη", το "εν βάπτισμα". Σ᾽ αυτή την πραγματικότητα, στη ζωή της Αγίας Τριάδος εν τη Εκκλησία βασίζεται η χριστιανική βιοτή, όχι σε αόριστες ιδέες. Το τελικό Κέντρο αναφοράς της υπάρξεώς μας, όλων των προσδοκιών, εφέσεων και ελπίδων μας είναι: "Εις Θεός και πατήρ πάντων, ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάσι" (Εφεσ. 4:6). [Η νεότερη βιβλική άποψη θεωρεί ότι όλα αναφέρονται στον Θεό Πατέρα. Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η άποψη του Μ. Αθανασίου, ο οποίος διαβλέπει σ᾽ αυτή τη φράση αναφορά στην Αγία Τριάδα: "Επί πάντων μεν ως Πατήρ, ως αρχή και πηγή, δια πάντων δε δια του Λόγου, εν πάσι δε εν τω Πνεύματι τω Αγίω"].

Στην ιστορία της οικουμενικής κινήσεως αναζητήθηκαν ως άξονες αρχικά η πίστη, αργότερα η αγάπη. Οι συνθήκες της εποχής μας επιβάλλουν να συμπληρώσουμε την αναζήτησή μας στρέφοντας εντονώτερα την προσοχή, τις συζητήσεις μας, την προσευχή μας και στον άξονα της μιας ελπίδος. Δεν πρόκειται φυσικά να εγκαταλείψουμε τα προηγούμενα. Αλλά να επιδιώξουμε την πληρότητα, ώστε η όλη προσπάθειά μας να είναι "έργον πίστεως, κόπος αγάπης και υπομονή της ελπίδος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού" (Α Θεσ. 1:3). Η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη, αλληλοπεριχωρούνται, αποτελούν μια ενότητα οργανική.

Αδελφοί και αδελφές μου, ας συνοψίσουμε: Η εν Χριστώ ελπίδα, στην οποία έχουμε κληθεί, προσφέρει αστείρευτη ενεργητικότητα, αντοχή και δημιουργικότητα στον καθημερινό μας αγώνα, όπου έκαστος και εκάστη έχουμε κληθεί. Και ακόμη, ανοίγει τον νου και την καρδιά μας στα έσχατα του χρόνου. Όχι για να δραπετεύσουμε στην αοριστία, αλλά για να αντιμετωπίζουμε το καθημερινό μας χρέος με υπομονή, χαρά και ειρήνη. Να ζούμε το τοπικό ατενίζοντας το παγκόσμιο. Να βιώνουμε την κάθε χρονική στιγμή με προοπτική την αιωνιότητα.

Πρόκειται για μία ελπίδα που μας ελευθερώνει από κάθε μορφή δειλίας και φόβου, ακόμη και του φόβου του θανάτου. Σ᾽ αυτή τη μία ελπίδα εν Χριστώ σταυρωθέντι και αναστάντι έχουμε κληθεί. "Επ' αυτώ έθνη ελπιούσιν. Ο δε Θεός της ελπίδος πληρώσαι υμάς πάσης χαράς και ειρήνης εν τω πιστεύειν, εις το περισσεύειν υμάς εν τη ελπίδι εν δυνάμει Πνεύματος Αγίου" (Ρωμ. 15:12-13).

Την πολύμορφη δυναμική αυτής της μιας εν Χριστώ ελπίδος, ας μας αξιώσει ο Θεός να συνειδητοποιήσουμε πληρέστερα στη διάρκεια των εργασιών αυτής της Συνελεύσεως και να τη χαρούμε από κοινού.

Και στη συνέχεια, με παρρησία να τη μεταφέρουμε στον τόπο μας, στις εκκλησιαστικές μας κοινότητες, και ευρύτερα στην Ευρώπη και τον σύγχρονο κόσμο. Το μήνυμά μας είναι σαφές: Εμείς οι χριστιανοί και στις πιο δύσκολες συνθήκες τολμούμε να ελπίζουμε.

Περί Εκκλησιαστικής Μουσικής

Άρθρο του Αντώνη Κλάδη, Μουσικού

«Η βυζαντινή μουσική είναι τόσον ελληνική, όσον πρέπει να είναι. Είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι' ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων ».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Η Βυζαντινή Μουσική είναι η μουσική της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία έχει ως κύριο σκοπό να υπηρετεί αποκλειστικά τις λατρευτικές της ανάγκες και λέγεται Βυζαντινή, διότι αναπτύχθηκε στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού.

Λέγοντας Βυζαντινή Μουσική στα Επτάνησα εννοούμε τις απλοποιήσεις και τις διασκευές του Ιωάννη Σακελλαρίδη (1853-1938), ο οποίος εισήγαγε δυτικίζουσες και λαϊκότροπες «θέσεις» δηλαδή μελωδικές φόρμες. Η ευρωπαϊκή κατεύθυνση που δόθηκε στην εκκλησιαστική μουσική από τον Ι. Σακελλαρίδη εδραιώθηκε στα Επτάνησα και παραμέρισε σε κάποιο βαθμό την τοπική εκκλησιαστική μουσική παράδοση. Φυσικά η αξία και η προσφορά του Ι. Σακελλαρίδη στην Εκκλησιαστική Μουσική είναι μεγάλη. Σχετικά δε με την ικανότητά του ως ψάλτη, υπάρχει η μαρτυρία του μακαριστού γέροντος Θεόκτιστου Αλεξόπουλου (1907-2007) της Ι. Μ. Προδρόμου Δημητσάνας, που έλεγε πως, όταν άκουσε τον Σακελλαρίδη να ψάλει, «ήταν σαν να άκουγε αγγέλους».

Η εκκλησιαστική μουσική αυτή, όπως και κάθε άλλη τέχνη, εμφανίστηκε στην αρχή ατελής, εξελίχτηκε όμως και αναπτύχθηκε δια μέσου των αιώνων μέχρι σήμερα. Τον Δ΄ αιώνα, εποχή των μεγάλων πατέρων Βασιλείου και Χρυσοστόμου, γίνονται οι τελικές διαρρυθμίσεις των τύπων της Θείας Λειτουργίας. Ο ιερός Χρυσόστομος θέλοντας να παραστήσει ότι η βάση για την υμνωδία της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης υπήρξε ο Ιησούς Χριστός, λέγει «Ο Σωτήρ ύμνησεν όπως και ημείς υμνώμεν ομοίως».

Η Βυζαντινή Μουσική της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι εκκλησιαστική – λατρευτική τέχνη. Για το λόγο αυτό ορθά ονομάζεται στη χειρόγραφη μουσική παράδοση Ψαλτική Τέχνη. Η Ψαλτική όμως, εκτός από τέχνη, είναι και επιστήμη. Ως τέχνη αποτελεί έκφραση του πνεύματος και της ψυχής, ενώ ως επιστήμη διαθέτει τεχνική και συστατικά στοιχεία που μπορεί κανείς να αναλύσει και να εξετάσει.

Δεν είναι επάγγελμα, αλλά λειτούργημα και αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν καλά όλοι όσοι ψάλλουν, πως το έργο του Ιεροψάλτη είναι η απόδοση των ιερών ύμνων, όπως μας τους παρέδωσαν οι θεόπνευστοι υμνογράφοι της εκκλησίας μας, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ρωμανός ο Μελωδός, Κοσμάς ο Μελωδός, Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο οποίος θεωρείται η μεγαλύτερη μορφή έπειτα από τον Ι. Δαμασκηνό και πολλοί άλλοι. Γι' αυτό το λόγο χρειάζεται τόσο η γνώση της μουσικής αυτής καθ' εαυτής και της υμνολογίας, όσο και της λειτουργικής πράξης. Ο ιεροψάλτης οφείλει δηλαδή να γνωρίζει, εκτός από τη βυζαντινή μουσική, και τους ειδικούς Ιερούς Κανόνες της θείας λατρείας, το χώρο της λατρείας, τον ιερό ναό και όσα τελούνται σ΄ αυτόν καθώς και όλους τους συμβολισμούς τους.

Το τυπικό της Εκκλησίας περί ψαλτών, στο προλογικό σημείωμά του, αναφέρει ότι πρέπει να ψάλλουν «οι μουσικής έμπειροι και της Εκκλησιαστικής τάξεως γνώσται» (ΙΕ΄ Κανών της εν Λαοδικεία τοπικής Συνόδου), τότε επικρατεί «ευταξία και συγκίνησις», ενώ όταν την ψαλμωδία αναλαμβάνει ο «τυχών αμαθής και άμουσος», τότε η «αταξία και η χασμωδία» προκαλούν την εύλογη δυσφορία και τις δικαιολογημένες διαμαρτυρίες του Εκκλησιάσματος. (Γ. Αγγελινάρας). Ασφαλώς, η καλλιφωνία και η ορθοφωνία αποτελούν πολύ σημαντικά προσόντα για έναν καλό ιεροψάλτη. Και η ίδια η Εκκλησία με Κανόνες [1] αποδοκιμάζει τις άτακτες κραυγές και τις επιτεταμένες καλλιφωνίες των ψαλτών και συνιστά την απέριττη φωνή και την μετά προσοχής και κατανύξεως ψαλμωδία.

Στη θεία λατρεία δεν έχουν θέση τα εξεζητημένα και επίπλαστα φωνητικά τεχνάσματα, οι χορευτικοί ρυθμοί, τα λικνίσματα τσακίσματα, ο αυτοθαυμασμός και η ματαιοδοξία.

Μέσα στην απλότητα ενυπάρχει η μεγαλοπρέπεια, η υποβλητική σεμνότητα, η συγκρατημένη πανηγυρική και δοξολογική διάθεση. Δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ότι από τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής μελουργίας είναι η πνευματικότητα και η απόρριψη του περιττού. Και ο ιεροψάλτης δεν πρέπει να λησμονεί ότι η μουσική στη λατρεία της ορθόδοξης εκκλησίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό, τέχνη για την τέχνη αλλά μέσο για την κατάνυξη των ψυχών και την επικοινωνία τους με το θεό.

Η Εκκλησιαστική Μουσική υπηρετεί τον λόγο, γι' αυτό είναι φωνητική και δεν συνοδεύεται από μουσικά όργανα, επειδή η παρουσία τους δεν συμβιβάζεται με το πνεύμα της χριστιανικής λατρείας, άλλωστε η χρήση της οργανικής μουσικής στη λατρεία είχε απαγορευτεί με Αποστολικές διατάξεις. Έτσι προέχει ο λόγος και με την απλότητα και την ιεροπρέπεια της μουσικής δημιουργείται κλίμα κατανυκτικό, μέσα στο οποίο οι ύμνοι εκπληρώνουν το θεολογικό τους και διδακτικό τους σκοπό. Γι΄ αυτό και η ψαλμωδία δεν πρέπει μόνο να έχει ένα ωραίο άκουσμα, όπως συμβαίνει με κάποιο τραγούδι αλλά να κινεί όλες τις πνευματικές λειτουργίες, να γαληνεύει και να καταπραΰνει την ψυχή του πιστού [2].

Και ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι με την ψαλμωδία «δεν επιδιώκουμε την ευφωνία, αλλά αποδεικνύουμε την αρμονική διάθεση των ψυχικών μας λογισμών. Η ψυχή προτρέπεται να περάσει από την ανισότητα στη ισότητα για να φτάσει στη φυσική της κατάσταση. Λησμονεί τις ηδονές, σκέπτεται μόνο το αγαθό.» [3]

Το εκκλησιαστικό μέλος πρέπει να απέχει από τους κοσμικούς νεωτερισμούς, να βοηθά την κατάνυξη της καρδιάς, να είναι στόλισμα της λατρείας. Οφείλει να συμβάλει μέσω της ψαλμωδίας στην προσευχητική κοινωνία και αναφορά του πιστού προς τον τριαδικό Θεό.

Η Εκκλησιαστική Μουσική είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παράδοσης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Έχουμε χρέος να τη διασώσουμε, πολύ δε περισσότερο που την παραλάβαμε από Άγιους Πατέρες που έζησαν βιωματικά και εξ εμπειρίας τη σχέση τους με το Θεό. «Μάθε ψάλλειν και ὃψει τοῦ πράγματος τήν ἡδονήν οι ψάλλοντες γάρ πνεύματος πληροῦνται ἁγίου» (Ιωάννης Χρυσόστομος).
Ζάκυνθος, Ιούλιος 2009


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Κανών ΟΕ΄ της εν Τρούλλω Οικ. Συνόδου: «Τους επί τω ψάλλειν εν ταις εκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι, και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μη τη εκκλησία αρμοδίων τε και οικείων, αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τας ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω θεώ».
2. Ο Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος, στο βιβλίο του « Η βυζαντινή μουσική», Κοζάνη 1969, σ.3, σημειώνει ότι με τον όρο Ψαλμῳδία «ἐκφράζεται τὸ περιεχόμενο καὶ ὁ χαρακτῆρας τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ᾄσματος καὶ διαστέλλεται τοῦτο ἀπὸ κάθε ἄλλη θρησκευτικὴ μουσική. Ἡ ὀρθόδοξος ψαλμῳδία εἶναι αὐστηρὰ ἐκκλησιαστικὸ μέλος (ποίηση καὶ μουσική) ἱερατικοῦ καὶ λειτουργικοῦ χαρακτῆρος.»
3. Η Μουσική μέσα από την Ιστορία της, Σχολικό Βιβλίο της Β΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, 2006


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

* Αγγελινάρας Γεώργιος, «Άκουσμα και λάλημα τερπνόν» στο μουσικοφιλολογικό έργο «Ο Γλυκασμός των αγγέλων», Έκδοση Χορωδία και ορχήστρα Νέων «Άνθη της Πέτρας», Άγιος Νικόλαος Κρήτης 2000.
* Καραγκούνης Κωνσταντίνος, «Ζητήματα θεολογίας της ψαλτικής τέχνης», Βόλος 2005
* π. Κυριακόπουλος Χρίστος, «Η παρουσία του ιεροψάλτη στα τελούμενα εντός του ιερού ναού», εισήγηση στο σύλλογο Ιεροψαλτών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Κυριακή 29 Απριλίου 2001.
* Κωνσταντίνου Γεώργιος «Θεωρία και πράξη της εκκλησιαστικής μουσικής», Αθήνα 2003.
* Μακρής Ευστάθιος, «Η παραδοσιακή εκκλησιαστική μουσική των Επτανήσων. Συνολική ιστορική προσέγγιση», άρθρο στο Μουσικολογικό περιοδικό «μουσικός λόγος», χειμώνας 2009, τεύχος 8.
* Παϊβανάς Αθανάσιος, «Η ψαλτική Τέχνη συστατικό της Ορθόδοξης Λατρείας και Κατήχησης», Πεύκη 2004
* Στάθης Θ. Γρ. «Οι αναγραμματισμοί και τα μαθήματα της βυζαντινής μελοποιΐας», Αθήνα 1994.
Related Posts with Thumbnails