Άρθρο του Αντώνη Κλάδη, Μουσικού
«Η βυζαντινή μουσική είναι τόσον ελληνική, όσον πρέπει να είναι. Είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι' ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων ».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Η βυζαντινή μουσική είναι τόσον ελληνική, όσον πρέπει να είναι. Είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι' ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων ».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Βυζαντινή Μουσική είναι η μουσική της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία έχει ως κύριο σκοπό να υπηρετεί αποκλειστικά τις λατρευτικές της ανάγκες και λέγεται Βυζαντινή, διότι αναπτύχθηκε στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Λέγοντας Βυζαντινή Μουσική στα Επτάνησα εννοούμε τις απλοποιήσεις και τις διασκευές του Ιωάννη Σακελλαρίδη (1853-1938), ο οποίος εισήγαγε δυτικίζουσες και λαϊκότροπες «θέσεις» δηλαδή μελωδικές φόρμες. Η ευρωπαϊκή κατεύθυνση που δόθηκε στην εκκλησιαστική μουσική από τον Ι. Σακελλαρίδη εδραιώθηκε στα Επτάνησα και παραμέρισε σε κάποιο βαθμό την τοπική εκκλησιαστική μουσική παράδοση. Φυσικά η αξία και η προσφορά του Ι. Σακελλαρίδη στην Εκκλησιαστική Μουσική είναι μεγάλη. Σχετικά δε με την ικανότητά του ως ψάλτη, υπάρχει η μαρτυρία του μακαριστού γέροντος Θεόκτιστου Αλεξόπουλου (1907-2007) της Ι. Μ. Προδρόμου Δημητσάνας, που έλεγε πως, όταν άκουσε τον Σακελλαρίδη να ψάλει, «ήταν σαν να άκουγε αγγέλους».
Η εκκλησιαστική μουσική αυτή, όπως και κάθε άλλη τέχνη, εμφανίστηκε στην αρχή ατελής, εξελίχτηκε όμως και αναπτύχθηκε δια μέσου των αιώνων μέχρι σήμερα. Τον Δ΄ αιώνα, εποχή των μεγάλων πατέρων Βασιλείου και Χρυσοστόμου, γίνονται οι τελικές διαρρυθμίσεις των τύπων της Θείας Λειτουργίας. Ο ιερός Χρυσόστομος θέλοντας να παραστήσει ότι η βάση για την υμνωδία της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης υπήρξε ο Ιησούς Χριστός, λέγει «Ο Σωτήρ ύμνησεν όπως και ημείς υμνώμεν ομοίως».
Η Βυζαντινή Μουσική της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι εκκλησιαστική – λατρευτική τέχνη. Για το λόγο αυτό ορθά ονομάζεται στη χειρόγραφη μουσική παράδοση Ψαλτική Τέχνη. Η Ψαλτική όμως, εκτός από τέχνη, είναι και επιστήμη. Ως τέχνη αποτελεί έκφραση του πνεύματος και της ψυχής, ενώ ως επιστήμη διαθέτει τεχνική και συστατικά στοιχεία που μπορεί κανείς να αναλύσει και να εξετάσει.
Δεν είναι επάγγελμα, αλλά λειτούργημα και αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν καλά όλοι όσοι ψάλλουν, πως το έργο του Ιεροψάλτη είναι η απόδοση των ιερών ύμνων, όπως μας τους παρέδωσαν οι θεόπνευστοι υμνογράφοι της εκκλησίας μας, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ρωμανός ο Μελωδός, Κοσμάς ο Μελωδός, Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο οποίος θεωρείται η μεγαλύτερη μορφή έπειτα από τον Ι. Δαμασκηνό και πολλοί άλλοι. Γι' αυτό το λόγο χρειάζεται τόσο η γνώση της μουσικής αυτής καθ' εαυτής και της υμνολογίας, όσο και της λειτουργικής πράξης. Ο ιεροψάλτης οφείλει δηλαδή να γνωρίζει, εκτός από τη βυζαντινή μουσική, και τους ειδικούς Ιερούς Κανόνες της θείας λατρείας, το χώρο της λατρείας, τον ιερό ναό και όσα τελούνται σ΄ αυτόν καθώς και όλους τους συμβολισμούς τους.
Το τυπικό της Εκκλησίας περί ψαλτών, στο προλογικό σημείωμά του, αναφέρει ότι πρέπει να ψάλλουν «οι μουσικής έμπειροι και της Εκκλησιαστικής τάξεως γνώσται» (ΙΕ΄ Κανών της εν Λαοδικεία τοπικής Συνόδου), τότε επικρατεί «ευταξία και συγκίνησις», ενώ όταν την ψαλμωδία αναλαμβάνει ο «τυχών αμαθής και άμουσος», τότε η «αταξία και η χασμωδία» προκαλούν την εύλογη δυσφορία και τις δικαιολογημένες διαμαρτυρίες του Εκκλησιάσματος. (Γ. Αγγελινάρας). Ασφαλώς, η καλλιφωνία και η ορθοφωνία αποτελούν πολύ σημαντικά προσόντα για έναν καλό ιεροψάλτη. Και η ίδια η Εκκλησία με Κανόνες [1] αποδοκιμάζει τις άτακτες κραυγές και τις επιτεταμένες καλλιφωνίες των ψαλτών και συνιστά την απέριττη φωνή και την μετά προσοχής και κατανύξεως ψαλμωδία.
Στη θεία λατρεία δεν έχουν θέση τα εξεζητημένα και επίπλαστα φωνητικά τεχνάσματα, οι χορευτικοί ρυθμοί, τα λικνίσματα τσακίσματα, ο αυτοθαυμασμός και η ματαιοδοξία.
Μέσα στην απλότητα ενυπάρχει η μεγαλοπρέπεια, η υποβλητική σεμνότητα, η συγκρατημένη πανηγυρική και δοξολογική διάθεση. Δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ότι από τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής μελουργίας είναι η πνευματικότητα και η απόρριψη του περιττού. Και ο ιεροψάλτης δεν πρέπει να λησμονεί ότι η μουσική στη λατρεία της ορθόδοξης εκκλησίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό, τέχνη για την τέχνη αλλά μέσο για την κατάνυξη των ψυχών και την επικοινωνία τους με το θεό.
Η Εκκλησιαστική Μουσική υπηρετεί τον λόγο, γι' αυτό είναι φωνητική και δεν συνοδεύεται από μουσικά όργανα, επειδή η παρουσία τους δεν συμβιβάζεται με το πνεύμα της χριστιανικής λατρείας, άλλωστε η χρήση της οργανικής μουσικής στη λατρεία είχε απαγορευτεί με Αποστολικές διατάξεις. Έτσι προέχει ο λόγος και με την απλότητα και την ιεροπρέπεια της μουσικής δημιουργείται κλίμα κατανυκτικό, μέσα στο οποίο οι ύμνοι εκπληρώνουν το θεολογικό τους και διδακτικό τους σκοπό. Γι΄ αυτό και η ψαλμωδία δεν πρέπει μόνο να έχει ένα ωραίο άκουσμα, όπως συμβαίνει με κάποιο τραγούδι αλλά να κινεί όλες τις πνευματικές λειτουργίες, να γαληνεύει και να καταπραΰνει την ψυχή του πιστού [2].
Και ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι με την ψαλμωδία «δεν επιδιώκουμε την ευφωνία, αλλά αποδεικνύουμε την αρμονική διάθεση των ψυχικών μας λογισμών. Η ψυχή προτρέπεται να περάσει από την ανισότητα στη ισότητα για να φτάσει στη φυσική της κατάσταση. Λησμονεί τις ηδονές, σκέπτεται μόνο το αγαθό.» [3]
Το εκκλησιαστικό μέλος πρέπει να απέχει από τους κοσμικούς νεωτερισμούς, να βοηθά την κατάνυξη της καρδιάς, να είναι στόλισμα της λατρείας. Οφείλει να συμβάλει μέσω της ψαλμωδίας στην προσευχητική κοινωνία και αναφορά του πιστού προς τον τριαδικό Θεό.
Η Εκκλησιαστική Μουσική είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παράδοσης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Έχουμε χρέος να τη διασώσουμε, πολύ δε περισσότερο που την παραλάβαμε από Άγιους Πατέρες που έζησαν βιωματικά και εξ εμπειρίας τη σχέση τους με το Θεό. «Μάθε ψάλλειν και ὃψει τοῦ πράγματος τήν ἡδονήν οι ψάλλοντες γάρ πνεύματος πληροῦνται ἁγίου» (Ιωάννης Χρυσόστομος).
Λέγοντας Βυζαντινή Μουσική στα Επτάνησα εννοούμε τις απλοποιήσεις και τις διασκευές του Ιωάννη Σακελλαρίδη (1853-1938), ο οποίος εισήγαγε δυτικίζουσες και λαϊκότροπες «θέσεις» δηλαδή μελωδικές φόρμες. Η ευρωπαϊκή κατεύθυνση που δόθηκε στην εκκλησιαστική μουσική από τον Ι. Σακελλαρίδη εδραιώθηκε στα Επτάνησα και παραμέρισε σε κάποιο βαθμό την τοπική εκκλησιαστική μουσική παράδοση. Φυσικά η αξία και η προσφορά του Ι. Σακελλαρίδη στην Εκκλησιαστική Μουσική είναι μεγάλη. Σχετικά δε με την ικανότητά του ως ψάλτη, υπάρχει η μαρτυρία του μακαριστού γέροντος Θεόκτιστου Αλεξόπουλου (1907-2007) της Ι. Μ. Προδρόμου Δημητσάνας, που έλεγε πως, όταν άκουσε τον Σακελλαρίδη να ψάλει, «ήταν σαν να άκουγε αγγέλους».
Η εκκλησιαστική μουσική αυτή, όπως και κάθε άλλη τέχνη, εμφανίστηκε στην αρχή ατελής, εξελίχτηκε όμως και αναπτύχθηκε δια μέσου των αιώνων μέχρι σήμερα. Τον Δ΄ αιώνα, εποχή των μεγάλων πατέρων Βασιλείου και Χρυσοστόμου, γίνονται οι τελικές διαρρυθμίσεις των τύπων της Θείας Λειτουργίας. Ο ιερός Χρυσόστομος θέλοντας να παραστήσει ότι η βάση για την υμνωδία της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης υπήρξε ο Ιησούς Χριστός, λέγει «Ο Σωτήρ ύμνησεν όπως και ημείς υμνώμεν ομοίως».
Η Βυζαντινή Μουσική της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι εκκλησιαστική – λατρευτική τέχνη. Για το λόγο αυτό ορθά ονομάζεται στη χειρόγραφη μουσική παράδοση Ψαλτική Τέχνη. Η Ψαλτική όμως, εκτός από τέχνη, είναι και επιστήμη. Ως τέχνη αποτελεί έκφραση του πνεύματος και της ψυχής, ενώ ως επιστήμη διαθέτει τεχνική και συστατικά στοιχεία που μπορεί κανείς να αναλύσει και να εξετάσει.
Δεν είναι επάγγελμα, αλλά λειτούργημα και αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν καλά όλοι όσοι ψάλλουν, πως το έργο του Ιεροψάλτη είναι η απόδοση των ιερών ύμνων, όπως μας τους παρέδωσαν οι θεόπνευστοι υμνογράφοι της εκκλησίας μας, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ρωμανός ο Μελωδός, Κοσμάς ο Μελωδός, Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο οποίος θεωρείται η μεγαλύτερη μορφή έπειτα από τον Ι. Δαμασκηνό και πολλοί άλλοι. Γι' αυτό το λόγο χρειάζεται τόσο η γνώση της μουσικής αυτής καθ' εαυτής και της υμνολογίας, όσο και της λειτουργικής πράξης. Ο ιεροψάλτης οφείλει δηλαδή να γνωρίζει, εκτός από τη βυζαντινή μουσική, και τους ειδικούς Ιερούς Κανόνες της θείας λατρείας, το χώρο της λατρείας, τον ιερό ναό και όσα τελούνται σ΄ αυτόν καθώς και όλους τους συμβολισμούς τους.
Το τυπικό της Εκκλησίας περί ψαλτών, στο προλογικό σημείωμά του, αναφέρει ότι πρέπει να ψάλλουν «οι μουσικής έμπειροι και της Εκκλησιαστικής τάξεως γνώσται» (ΙΕ΄ Κανών της εν Λαοδικεία τοπικής Συνόδου), τότε επικρατεί «ευταξία και συγκίνησις», ενώ όταν την ψαλμωδία αναλαμβάνει ο «τυχών αμαθής και άμουσος», τότε η «αταξία και η χασμωδία» προκαλούν την εύλογη δυσφορία και τις δικαιολογημένες διαμαρτυρίες του Εκκλησιάσματος. (Γ. Αγγελινάρας). Ασφαλώς, η καλλιφωνία και η ορθοφωνία αποτελούν πολύ σημαντικά προσόντα για έναν καλό ιεροψάλτη. Και η ίδια η Εκκλησία με Κανόνες [1] αποδοκιμάζει τις άτακτες κραυγές και τις επιτεταμένες καλλιφωνίες των ψαλτών και συνιστά την απέριττη φωνή και την μετά προσοχής και κατανύξεως ψαλμωδία.
Στη θεία λατρεία δεν έχουν θέση τα εξεζητημένα και επίπλαστα φωνητικά τεχνάσματα, οι χορευτικοί ρυθμοί, τα λικνίσματα τσακίσματα, ο αυτοθαυμασμός και η ματαιοδοξία.
Μέσα στην απλότητα ενυπάρχει η μεγαλοπρέπεια, η υποβλητική σεμνότητα, η συγκρατημένη πανηγυρική και δοξολογική διάθεση. Δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ότι από τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής μελουργίας είναι η πνευματικότητα και η απόρριψη του περιττού. Και ο ιεροψάλτης δεν πρέπει να λησμονεί ότι η μουσική στη λατρεία της ορθόδοξης εκκλησίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό, τέχνη για την τέχνη αλλά μέσο για την κατάνυξη των ψυχών και την επικοινωνία τους με το θεό.
Η Εκκλησιαστική Μουσική υπηρετεί τον λόγο, γι' αυτό είναι φωνητική και δεν συνοδεύεται από μουσικά όργανα, επειδή η παρουσία τους δεν συμβιβάζεται με το πνεύμα της χριστιανικής λατρείας, άλλωστε η χρήση της οργανικής μουσικής στη λατρεία είχε απαγορευτεί με Αποστολικές διατάξεις. Έτσι προέχει ο λόγος και με την απλότητα και την ιεροπρέπεια της μουσικής δημιουργείται κλίμα κατανυκτικό, μέσα στο οποίο οι ύμνοι εκπληρώνουν το θεολογικό τους και διδακτικό τους σκοπό. Γι΄ αυτό και η ψαλμωδία δεν πρέπει μόνο να έχει ένα ωραίο άκουσμα, όπως συμβαίνει με κάποιο τραγούδι αλλά να κινεί όλες τις πνευματικές λειτουργίες, να γαληνεύει και να καταπραΰνει την ψυχή του πιστού [2].
Και ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι με την ψαλμωδία «δεν επιδιώκουμε την ευφωνία, αλλά αποδεικνύουμε την αρμονική διάθεση των ψυχικών μας λογισμών. Η ψυχή προτρέπεται να περάσει από την ανισότητα στη ισότητα για να φτάσει στη φυσική της κατάσταση. Λησμονεί τις ηδονές, σκέπτεται μόνο το αγαθό.» [3]
Το εκκλησιαστικό μέλος πρέπει να απέχει από τους κοσμικούς νεωτερισμούς, να βοηθά την κατάνυξη της καρδιάς, να είναι στόλισμα της λατρείας. Οφείλει να συμβάλει μέσω της ψαλμωδίας στην προσευχητική κοινωνία και αναφορά του πιστού προς τον τριαδικό Θεό.
Η Εκκλησιαστική Μουσική είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παράδοσης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Έχουμε χρέος να τη διασώσουμε, πολύ δε περισσότερο που την παραλάβαμε από Άγιους Πατέρες που έζησαν βιωματικά και εξ εμπειρίας τη σχέση τους με το Θεό. «Μάθε ψάλλειν και ὃψει τοῦ πράγματος τήν ἡδονήν οι ψάλλοντες γάρ πνεύματος πληροῦνται ἁγίου» (Ιωάννης Χρυσόστομος).
Ζάκυνθος, Ιούλιος 2009
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Κανών ΟΕ΄ της εν Τρούλλω Οικ. Συνόδου: «Τους επί τω ψάλλειν εν ταις εκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι, και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μη τη εκκλησία αρμοδίων τε και οικείων, αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τας ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω θεώ».
2. Ο Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος, στο βιβλίο του « Η βυζαντινή μουσική», Κοζάνη 1969, σ.3, σημειώνει ότι με τον όρο Ψαλμῳδία «ἐκφράζεται τὸ περιεχόμενο καὶ ὁ χαρακτῆρας τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ᾄσματος καὶ διαστέλλεται τοῦτο ἀπὸ κάθε ἄλλη θρησκευτικὴ μουσική. Ἡ ὀρθόδοξος ψαλμῳδία εἶναι αὐστηρὰ ἐκκλησιαστικὸ μέλος (ποίηση καὶ μουσική) ἱερατικοῦ καὶ λειτουργικοῦ χαρακτῆρος.»
3. Η Μουσική μέσα από την Ιστορία της, Σχολικό Βιβλίο της Β΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, 2006
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
* Αγγελινάρας Γεώργιος, «Άκουσμα και λάλημα τερπνόν» στο μουσικοφιλολογικό έργο «Ο Γλυκασμός των αγγέλων», Έκδοση Χορωδία και ορχήστρα Νέων «Άνθη της Πέτρας», Άγιος Νικόλαος Κρήτης 2000.
* Καραγκούνης Κωνσταντίνος, «Ζητήματα θεολογίας της ψαλτικής τέχνης», Βόλος 2005
* π. Κυριακόπουλος Χρίστος, «Η παρουσία του ιεροψάλτη στα τελούμενα εντός του ιερού ναού», εισήγηση στο σύλλογο Ιεροψαλτών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Κυριακή 29 Απριλίου 2001.
* Κωνσταντίνου Γεώργιος «Θεωρία και πράξη της εκκλησιαστικής μουσικής», Αθήνα 2003.
* Μακρής Ευστάθιος, «Η παραδοσιακή εκκλησιαστική μουσική των Επτανήσων. Συνολική ιστορική προσέγγιση», άρθρο στο Μουσικολογικό περιοδικό «μουσικός λόγος», χειμώνας 2009, τεύχος 8.
* Παϊβανάς Αθανάσιος, «Η ψαλτική Τέχνη συστατικό της Ορθόδοξης Λατρείας και Κατήχησης», Πεύκη 2004
* Στάθης Θ. Γρ. «Οι αναγραμματισμοί και τα μαθήματα της βυζαντινής μελοποιΐας», Αθήνα 1994.
2. Ο Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος, στο βιβλίο του « Η βυζαντινή μουσική», Κοζάνη 1969, σ.3, σημειώνει ότι με τον όρο Ψαλμῳδία «ἐκφράζεται τὸ περιεχόμενο καὶ ὁ χαρακτῆρας τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ᾄσματος καὶ διαστέλλεται τοῦτο ἀπὸ κάθε ἄλλη θρησκευτικὴ μουσική. Ἡ ὀρθόδοξος ψαλμῳδία εἶναι αὐστηρὰ ἐκκλησιαστικὸ μέλος (ποίηση καὶ μουσική) ἱερατικοῦ καὶ λειτουργικοῦ χαρακτῆρος.»
3. Η Μουσική μέσα από την Ιστορία της, Σχολικό Βιβλίο της Β΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, 2006
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
* Αγγελινάρας Γεώργιος, «Άκουσμα και λάλημα τερπνόν» στο μουσικοφιλολογικό έργο «Ο Γλυκασμός των αγγέλων», Έκδοση Χορωδία και ορχήστρα Νέων «Άνθη της Πέτρας», Άγιος Νικόλαος Κρήτης 2000.
* Καραγκούνης Κωνσταντίνος, «Ζητήματα θεολογίας της ψαλτικής τέχνης», Βόλος 2005
* π. Κυριακόπουλος Χρίστος, «Η παρουσία του ιεροψάλτη στα τελούμενα εντός του ιερού ναού», εισήγηση στο σύλλογο Ιεροψαλτών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Κυριακή 29 Απριλίου 2001.
* Κωνσταντίνου Γεώργιος «Θεωρία και πράξη της εκκλησιαστικής μουσικής», Αθήνα 2003.
* Μακρής Ευστάθιος, «Η παραδοσιακή εκκλησιαστική μουσική των Επτανήσων. Συνολική ιστορική προσέγγιση», άρθρο στο Μουσικολογικό περιοδικό «μουσικός λόγος», χειμώνας 2009, τεύχος 8.
* Παϊβανάς Αθανάσιος, «Η ψαλτική Τέχνη συστατικό της Ορθόδοξης Λατρείας και Κατήχησης», Πεύκη 2004
* Στάθης Θ. Γρ. «Οι αναγραμματισμοί και τα μαθήματα της βυζαντινής μελοποιΐας», Αθήνα 1994.
6 σχόλια:
Αγαπητέ Αντώνη,
Συμφωνώ με τις περισσότερες από τις απόψεις σου, ιδιαίτερα δε ότι «Στη θεία λατρεία δεν έχουν θέση τα εξεζητημένα κι επίπλαστα φωνητικά τεχνάσματα, οι χορευτικοί ρυθμοί, τα λικνίσματα, τσακίσματα, ο αυτοθαυμασμός και η ματαιοδοξία».
Όλα αυτά τα παρατηρούμε πολλές φορές στις ζακυνθινές εκκλησίες με το πρόσχημα της ιδιότυπης ζακυνθινής μουσικής.
Διαφωνώ όμως με την άποψή σου ότι δεν επιτρέπονται μουσικά όργανα. Θυμήσου λίγο το «αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνοις… εν κυμβάλοις ευήχοις…» Νομίζω ότι το αρμόνιο, για παράδειγμα, στα χέρια ενός ευλαβούς και ικανού μουσικού μπορεί να υπηρετήσει τους σκοπούς της ψαλμωδίας.
Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι όλοι αυτοί οι ύμνοι εξυπηρετούσαν μια άλλη εποχή και κινδυνεύουμε σήμερα στο όνομα της παράδοσης να τους αντιμετωπίζουμε με φολκλορική διάθεση. Δυστυχώς δεν εξυπηρετούν τη σημερινή κοινωνία των πιστών, μάλλον δε την απομακρύνουν, απλώς γιατί μπορεί μεν να είναι έξοχοι, αλλά δεν είναι κατανοητοί.
Η εκκλησία χρειάζεται επειγόντως εκσυγχρονισμό στον τρόπο της λατρείας.
Σε πρόσφατο ταξίδι μου στην Πόλη διαπίστωσα έντονο βυζαντινισμό στην παραδοσιακή τουρκική λαϊκή μουσική…
Με εκτίμηση
Παύλος Φουρνογεράκης
Αγαπητέ Αντώνη,
Στο κείμενό σου μιλάς προφανώς κυρίως για την "παραδοσιακή" βυζαντινή μουσική. Κατά σημεία άμεσα ή έμμεσα την αντιδιαστέλλεις με το παραδοσιακό επτανησιακό ψαλτικό ιδίωμα. Δεν είναι ωστόσο σαφές σε ποιο βαθμό γίνεται αυτό, καθώς και ο συνολικός στόχος του όλου κειμένου. Πολλές φορές δεν είναι καθαρό σε ποια παράδοση αναφέρεσαι. Το όλο κείμενο μοιάζει περισσότερο με μια καταγραφή εντυπώσεων, χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση. Το σημείο που μιλάς για το Σακελλαρίδη θολώνει ακόμα περισσότερο τα νερά, αφού προσθέται ένα τρίτο επίπεδο: Βυζαντινή, Κρητοεπτανησιακό ιδίωμα, Σακελλαρίδιο ιδίωμα. Αυτές οι διακρίσεις δεν είναι σαφείς στο κείμενό και αυτό με δυσκόλεψε στην παρακολούθηση. Ακόμα περισσότερο: Για κάποιον που δεν γνωρίζει τα των επτανήσων θα δημιουργούσε μεγάλες δυσκολίες στην κατανόηση. Συνεπώς, οι διαφωνίες μου δεν είναι τόσο περιεχομένου όσο δομής και διατύπωσης. Θα ήθελα να ρωτήσω: Μπορείς να μας δώσεις με μια πρόταση / παράγραφο, το στόχο του κειμένου αυτού; Ή το πιστεύω σου για αυτό; Αυτό θα με βοηθούσε πολύ περισσότερο να καταλάβω τη θέση σου και να αντιπαράσχω τη δική μου. Υπάρχουν κάποια σημεία που σηκώνουν συζήτηση, αλλά περιμένω πρώτα την απάντησή σου σχετικά.
Φιλικότατα,
Διονύσης Μπουκουβάλας.
Κύριε Φουρνογεράκη δεν διαφωνώ στην χρήση μουσικών οργάνων ή όποιας δήποτε μορφής έκφρασης της λατρείας μας προς τον Θεό γιατί όπως είπε στην Σαμαρίτιδα θα Τον λατρεύουμε παντού και δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς ο Κύριος. Καλό είναι όμως να διατηρούμε την παράδοση ως έχει, γιατί αυτή είναι απαύγασμα σοφίας και πνευματικότητας την οποία οι νεότεροι χριστιανοί και νεοέλληνες στερούμεθα. Η μουσική κατά τον Πλάτωνα είναι «τρόπων μίμημα, βελτιόνων ή χειρόνων ανθρώπων». Με τα ήθη και τους τρόπους που επικρατούν στην εποχή μας λοιπόν είναι επικίνδυνο η πρωτοτυπία και η μουσική καινοτομία, γιατί το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η ηθική αλοίωση του εκκλησιαστικού νοήματος.
Τόσο η παραδοσιακή μονόφωνη όσο και η επτανησιακή πολυφωνική Ρωμαίικη έκκλησιαστική μουσική ήκμασαν σε περιόδους Αγιότητος και σοφίας και είναι μέρος της διδασκαλίας μας όπως είναι τα πατερικά κείμενα, για αυτό όσο γίνεται να τις διατηρούμε χωρίς καινοτομίες.
Περι οργάνων.
Τα "εν τυμπάνω και χορώ" είναι παλαιοδιαθηκικός τύπος και δεν χρειάζεται να το αναφέρουμε στην Καινή Λατρεία. Να θυμίσω και κάποια άλλα παλαιοδιαθηκικά όπως το "οφθαλμόν αντί οφθαλμού"...
Εκείνα ναι κι αυτά όχι;
Άλλωστε η ιερά παράδοση της ορθοδόξου ανατολής από παρα πολύ νωρίς απέρριψε οποιαδήποτε χρήση οργάνων στην κοινή λατρεία.
Αν τώρα βάζουμε την προσωπική μας προτίμηση (Νομίζω ότι το αρμόνιο, για παράδειγμα, στα χέρια ενός ευλαβούς και ικανού μουσικού μπορεί να υπηρετήσει τους σκοπούς της ψαλμωδίας), πάνω από την ζώσα εκκλησιαστική παράδοση 2000 χρόνων...
Ευάγγελε, συμφωνώ μεν για το "ουκ εν χειροποιήτοις", αλλά στην κοινή λατρεία υπάρχουν και κάποια όρια, τα οποία έχει θέσει η ίδια η εκκλησιαστική παράδοση. Τώρα μόνος, κάνε την προσευχή σου και με heavy metal ύμνους, κανένα πρόβλημα.
Στην κοινή λατρεία όμως;
Ευχαριστώ.
Βασίλης Ζάχαρης
Αυτό που παρατηρείται συχνά , οσον αφορά στα εκκλησιαστικά θέματα είναι ότι ο καθένας έχει μια άποψη προσωπική ,προβαινοντας ακόμη και σε ερμηνείες ή συμβουλές και αυτό το θεωρώ πρόβλημα . Η βυζαντινη μουσική είναι αυτό που είναι και όπως πολύ ωραία μας παρουσίασε ο κ.Κλάδης , μέσα από το συντομο και τεκμηριωμένο κείμενο του , είναι κληρονομιά των αγίων πατέρων μας . Αυτός που θα γνωρίσει σε βάθος αυτόν τον πλούτο θα τον εκτιμήσει σίγουρα γιατί δε θα τον προσεγγίσει με κριτική διάθεση , δε θα κινηθεί συγκριτικά ,μα ούτε και επιπόλαια . Αυτή η συνάντηση με τη βυζαντινή μουσική θα είναι το αποτέλεσμα της ζωντανής σχέσης που ο ίδιος θα χει με το Χριστό και θα είναι η δοξολογική απόρροια αυτης της σχέσης . Έτσι εφόσον θα έχει εισέλθει στη μυστηριακή ζωή , θα αγαπά να λατρεύει και να υμνεί το Θεό και αβίαστα με πόθο θα στραφεί σε αυτήν . Η βυζαντινή μουσική δε θα τέρψει , ούτε θα ικανοποιήσει τον εγωϊσμό του, αλλά θα κατανύξει την ψυχή του και θα ταπεινώσει το φρόνημά του. Κάθε άλλη μουσική προκαλεί μια ευχαρίστηση χωρίς πνευματικό βάθος που μπορεί να φτάσει στην ιδιοτέλεια έως και την άγρια χαρά . Η βυζαντινή θα στεκεται πάντα ταπεινά , υψώνοντας τα χέρια προς τον Κύριο , ευφραίνοντας απαλά τις ψυχές εκείνων που πραγματικά ποθούν το αγαθό και ευάρεστο στο Θεό . Αυτός λοιπόν που έχει το παραπάνω φρόνημα και ζει πραγματικά και ουσιαστικά μέσα στους κόλπους της εκκλησιαστικής ζωής ίσως να μπορεί να μιλήσει για αυτό που θα αποτελεί -εκτός των άλλων- και προσωπικό του βίωμα .
Ευτυχία Σακελλαράκη
Φιλόλογος
Ἀγαπητὲ Ἀντώνη,
θερμὰ συγχαρητήρια!
Τὸ ἄρθρο σου "περὶ ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς", (παρακάμπτω τὸ σχόλιο περὶ Σακελλαρίδη...), εἶναι ἐξαιρετικό, σύντομο, κατανοητὸ καὶ ἱστορικὰ τεκμηριωμένο.
Ὅσον ἀφορᾶ κάποια σχόλια περὶ ὀργάνων στὴ θεία λατρεία καὶ περὶ ἐκσυγχρονισμοῦ κ.λ.π. νὰ μὴν σὲ στενοχωροῦν καθ'ὅτι αὐτὰ λέγον- ται ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δὲν βίωσαν καὶ δὲν κατάλαβαν ποτὲ τὴν Ὀρθοδόξη παράδοση,μὴ βλέποντας τὴν πνευματικὴ διάσταση τῶν πραγμάτων.
Καὶ πάλι συγχαρητήρια!
Παναγιώτης Παππᾶς
Καθηγητὴς Παραδοσιακῆς μουσικῆς,
Πρωτοψάλτης, Συγγραφέας.
Ἀθῆναι 15-09-2009
Δημοσίευση σχολίου