(Περιοδικό Νέα Ευθύνη, τεύχος 15, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2013, σσ. 1-3)
Ο εικοστός αιών, περίοδος εντυπωσιακής προόδου της
επιστήμης και της τεχνολογίας, οικονομικών κατακτήσεων, ανόδου του βιοτικού και
πολιτιστικού επιπέδου μεγάλων τμημάτων του παγκοσμίου πληθυσμού, υπήρξεν ο πιο
βίαιος αιών της ιστορίας, τόσον αναφορικώς προς την άσκησιν βίας του
ανθρώπου προς τον συνάνθρωπον, όσον και ως προς την ωμότητα απέναντι εις την
φύσιν. Αντιμέτωπη προς τα πολιτικάς και οικονομικάς προκλήσεις των καιρών, με
την αυτονόμησιν της επιστημονικής και τεχνολογικής αναπτύξεως από τας
πραγματικάς ανάγκας του ανθρώπου, με την ραγδαίαν παγκοσμιοποίησιν της
κοινωνίας της πληροφορίας και των ποικιλωνύμων εξαρτήσεων, τας οποίας αυτή
δημιουργεί εις το όνομα της οργανώσεως και της επικοινωνίας, ενώπιον των
πρωτογνώρων απειλών κατά του ανθρωπίνου προσώπου και της ακεραιότητος του
κόσμου του, η Ορθόδοξος Εκκλησία καλείται σήμερον να δώση την μαρτυρίαν της εν
Χριστώ ελευθερίας, της αλληλεγγύης προς τον άνθρωπον και την κτίσιν, να αρθώση
τον ιδικόν της λόγον της αγάπης, της δικαιοσύνης και της ελπίδος, ενώπιον Θεού
και ανθρώπων. Αυτό είναι το έργον της εκκλησιαστικής θεολογίας, η οποία
ανέκαθεν εστοχάζετο, ερμήνευε και διετύπωνε την αλήθειαν της Ορθοδοξίας, έναντι
των εκάστοτε προκλήσεων, και προσήγγιζε τα προβλήματα των καιρών υπό το φως της
πίστεως και της παραδόσεώς της.
Το ζητούμενον από την Ορθοδοξίαν σήμερον είναι να
λειτουργήσει η ιδία ως θετική πρόκλησις διά τον σύγχρονον άνθρωπον, ως
προοπτική ενθέου βιοτής και σχεσιακής ελευθερίας. Εις μίαν εποχήν
"ανατροπής των αξιών", η οποία απαξιώνει πολλά σημαντικά και
απολυτοποιεί πλείστα όσα ασήμαντα, η Εκκλησία προβάλλει θεοφιλή ιεράρχησιν
αξιών, με επικεφαλής την ιερότητα του κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού
πλασθέντος ανθρώπου και την ακεραιότητα της καλής λίαν δημιουργίας.
Η Εκκλησία, όταν ομιλή, το πράττει διά να υπερασπισθή τον
άνθρωπον. Επίσης ημπορεί να σιωπά διά τον ίδιον λόγον. Είναι αδύνατον όμως η
Εκκλησία να παραμείνη αδρανής απέναντι εις την κραυγήν αγωνίας των
"κοπιώντων και πεφορτισμένων" και εις τον στεναγμόν της κτίσεως, να
σιωπήση όταν απειλήται ο "ελευθερία τετιμημένος" (Ι. Χρυσόστομος)
άνθρωπος και ο κόσμος του.
Δεν συμβιβάζεται η Εκκλησία προς την αδικίαν, προς
όλας εκείνας τας αντιπερσοναλιστικάς δυνάμεις, αι οποίαι υποσκάπτουν την
κοινωνικήν συνοχήν. Αντιστέκεται, προβάλλουσα το κοινωνικόν περιεχόμενον του
χριστιανικού Ευαγγελίου, ασκούσα έργον διακονίας και φιλανθρωπίας. Το
εκκλησιαστικόν γεγονός, ο βεβιωμένος κοινοτισμός της Ορθοδοξίας και η κοινωνία
των σχέσεων, αποτελεί απτήν πρόκλησιν διά τον ατομοκεντρισμόν του συγχρόνου
ανθρώπου, διά τον δικαιωματισμόν και τον αυτοσωτηρικόν ναρκισσισμόν του. Το
ασκητικόν ήθος της προσφέρεται ως εναλλακτική πρότασις ζωής εις τον άνθρωπον
του έχειν, ο οποίος ταυτίζει την ευδαιμονίαν του προς τον πολλαπλασιασμόν των
ικανοποιημένων αναγκών του.
Ως χώρος θεοσδότου ελευθερίας η Ορθόδοξος Εκκλησία
απορρίπτει την τοποθέτησιν του έθνους υπεράνω της κοινωνίας προσώπων. Είναι
αδιανόητον το έθνος να ανάγηται εις καθοριστικόν παράγοντα της εκκλησιαστικής
ζωής, να αποτελή τον άξονα της οργανώσεως της Εκκλησίας, να εκφέρη η Εκκλησία
εθνοκεντρικόν λόγον, να γίνεται κοιτίς κρυπτοεθνικισμού ή να συμπράττει ανοικτά
προς εθνικιστικάς πολιτικάς δυνάμεις.
Εις την πρωτοφανή καταστροφήν του περιβάλλοντος και την
λεηλασίαν της φύσεως, αι οποίαι απειλούν άμεσα και το ανθρώπινον
πρόσωπον, η Εκκλησία απαντά με την ευχαριστιακήν χρήσιν του κόσμου και
τους αγώνας διά την οικολογικήν ευαισθητοποίησιν και την προστασίαν της
κτίσεως. Απέναντι εις τον οικονομισμόν της παγκοσμιοποιήσεως, τον
"φονταμενταλισμόν της αγοράς", την κυριαρχίαν των αριθμών, των
ποσοτικών κριτηρίων και του αχαλινώτου κερδοσκοπισμού, η Ορθοδοξία προβάλλει
μετ' εμφάσεως το βιβλικόν "ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος" (Λουκ.
4,3), και την αλήθειαν ότι η οικονομία οφείλει να υπηρετή τας ζωτικάς ανάγκας
του ανθρώπου.
Εις "το σόν και το εμόν, τούτο δη το πάντα ανατρέπον
και θορυβούν" (Ι. Χρυσόστομος), ο λαός του Θεού απαντά με τον μετοχικόν
πολιτισμόν της αλληλεγγύης, με την μικροδιακονίαν και την μακροδιακονίαν, με
την ευλογημένην σταυροαναστάσιμον αγάπην. "Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους,
ότι η αγάπη εκ του Θεού εστι, και πας ο αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και
γινώσκει τον Θεόν. Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν"
(1 Ιωάν. 4,7-9).
Εις τους θιασώτας του επιστημονισμού η Εκκλησία
υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει πραγματική πρόοδος, όταν φαλκιδεύεται το ανθρώπινον
πρόσωπον και η ελευθερία του. Τίποτε δεν γιγαντώνει την αλαζονείαν του
συγχρόνου ανθρώπου όσον η πίστις εις την παντοδυναμίαν της επιστήμης και της
τεχνολογίας. Το μέλλον, όμως, δεν φαίνεται να ανήκη εις τον αυτοχειροτόνητον
ανθρωποθεόν, ο οποίος αγνοεί ή καταργεί προμηθεϊκώς όρια και μέτρα και
καταστρέφει τους όρους ζωής επί της γης. Είναι βέβαιον ότι η ανθρωπότης δεν θα
επιβιώση, εάν δεν αλλάξη τον υπεροπτικόν κτητικόν προσανατολισμόν της.
Η Ορθόδοξος ημών πίστις, η οποία είναι πηγή ανεξαντλήτου
δυναμισμού, δεν μας αποκόπτει από τον κόσμον και την ιστορίαν. Αι υψωμέναι
κατά την προσευχήν χείρες ημών κατέρχονται δια να γίνουν χειρ βοηθείας,
συμπαραστάσεως και φιλαλληλίας. "Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως
αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού" (Γαλ. 6,2). Η μέριμνα διά τον άνθρωπον
και τον κοινόν "οίκον" είναι κεντρική διάστασις του ορθοδόξου
εκκλησιαστικού ήθους. Τόσον η άγονος εσωστρέφεια και η απόρριψις του κόσμου
όσον και η ασύνετος εξωστρέφεια και ταύτισις με τον κόσμον είναι ασυμβίβασται
με την αυθεντικότητα της εν Χριστώ ζωής, αφού ακυρώνουν την διαλεκτικήν του εν
τω κόσμω και ουκ εκ του κόσμου χαρακτήρος της Εκκλησίας.
Η Ορθοδοξία δεν φοβείται τον διάλογον, αλλά τον επιζητεί
και τον καλλιεργεί. Διαλεγόμεθα με σύνεσιν και αποφασιστικότητα διά το
καλόν του ανθρώπου και την διάσωσιν του κόσμου του, διά την ειρήνην των
θρησκειών και των πολιτισμών, διερευνώμεν τας δυνατότητας συνεργασίας διά το
κοινόν ημών παρόν και το μέλλον, διά την οικοδόμησιν της κοινωνίας και της
αλληλεγγύης. Ο διάλογος οδηγεί εις την άρσιν των προκαταλήψεων και της
δυσπιστίας, προωθεί την αλληλογνωριμίαν και την αλληλεοκτίμησιν και οικοδομεί
τον σεβασμόν προς το διαφορετικόν. Είναι ουτοπικόν να πιστεύωμεν ότι η
αλληλεγγύη και η κοινωνική συνοχή ημπορούν να επιτευχθούν διά μέσου της παγκοσμιοποιήσεως,
της ανόδου του βιοτικού επιπέδου και της διαδικτυακής επικοινωνίας. Σημαντικός
παράγων της παγκοσμίου ειρήνης είναι αι θρησκείαι, αι οποίαι οφείλουν να
λειτουργούν ως δυνάμεις καταλλαγής και συμφιλιώσεως. Η αξιοπιστία των θρησκειών
κρίνεται σήμερον εις μέγα βαθμόν από την συμβολήν των εις τον καλόν αγώνα διά
την ειρήνην.
[Επιμέλεια: Π. Α. Ανδριόπουλος / Φως
Φαναρίου]