Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Το φετινό Μεγαλοβδόμαδο, αν και αρκετά πρώιμο, όπως είχαμε ξαναγράψει στο προηγούμενο κείμενό μας, αν θυμάστε, ήταν καθαρά ανοιξιάτικο και παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις μας, οι οποίες προέρχονταν από την μαρτιάτικη αρχή του, μας αποκαλύφθηκε στην πλήρη του μεγαλοπρέπεια, βοηθώντας μας να ξαναζήσουμε στιγμές μοναδικές, όπως ακριβώς χρόνια τις είχαμε συνηθίσει και συνηγορώντας στην βίωση των ευφρόσυνων για την εορταστική αυτή περίοδο συνηθειών μας, έτσι όπως μας τις παρέδωσαν οι πατέρες μας και για χρόνια, με την μορφή των αντετιών μας, τις είχαμε μάθει και αγαπήσει.
Χαρακτηριστικά μάλιστα, το ευαίσθητο εκείνο μεσημέρι της τζαντιώτικης Μεγάλης Παρασκευής, με την μοναδική στον ορθόδοξο χώρο λιτανεία του δικού μας, του καθαρά αναγεννησιακού Εσταυρωμένου, που ενώ όλα έδειχναν πως θα ήταν βροχερό, μια και μέχρι τη μία, περίπου, μετά το μεσημέρι, σιγοψιχάλιζε και πως η συγκινητικότερη και ιερότερη για όλους ανεξαιρέτως τους ζακυνθινούς αυτή στιγμή του χρόνου δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εφέτος, εξελίχτηκε σε έκπληξη και αντίθετα με τις προβλέψεις ο σύμμαχος καιρός άνοιξε και η ώρα εκείνη ήταν γεμάτη φως, βοηθώντας στο να πραγματοποιηθεί η περιφορά και να ξανακουστεί και πάλι, έστω και από την σε περίληψη μπάντα μας, το περίφημο «Ίνα τι…», σκορπώντας ξανά ρίγη συγκίνησης και υπερηφάνεια καταγωγής.
Το ίδιο έγινε και με την λιτανευτική επάνοδο της ιστορικής Παναγίας της Λαουρένταινας, το δειλινό της Δευτέρας του Πάσχα στον οικείο της χώρο, την μετατοπισμένη μετασεισμικά εκκλησία της Αγίας Τριάδας, όπου την βρήκε σαν σκέπη αρωγής μετά την κάθοδό της στον Αιγιαλό, όταν εγκατέλειψε τον φημισμένο Καστρόλοφο, ακολουθώντας την πορεία των πιστών της. Καθαρά ανοιξιάτικο και μυροβόλο εκείνο το βράδυ, ενώ η επόμενη ξημέρωσε σκυθρωπή, κρύα και σχεδόν βροχερή, αλλάζοντας κλίμα και θυμίζοντάς μας πως παρότι Νια Βδομάδα, βρισκόμαστε ακόμα στην απαρχή της εαρινής περιόδου και πως αργεί ακόμα ο καιρός να καλοκαιρέψει. Έτσι η τύχη, που τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως εγκατέλειψε το νησί του Σολωμού, του Κάλβου και του Φώσκολου, για λίγες τουλάχιστον μέρες, αλλά καίριες, έδειξε την επιείκεια της και βοήθησε όλα να γίνουν όπως τους αρμόζει και τους πρέπει.
Με πολλά θα μπορούσα ν’ ασχοληθώ σ’ αυτό το κείμενό μου, τα οποία δίνουν την διαφορετικότητα στο ζακυνθινό Μεγαλοβδόμαδο, αλλά και την ίδια την ημέρα της Λαμπρής, αλλά αυτά, λίγο πολύ, είναι σ’ όλους μας οικεία και η επανάληψή τους ίσως είναι περιττή, μια και άλλες χρονιές είχαμε ασχοληθεί μαζί τους. Για το λόγο αυτό θ’ ασχοληθούμε σήμερα με την επαναφορά μιας συνήθειας, η οποία τελευταία μας είχε γίνει βίωμα και ανάγκη -θέλω να πιστεύω- και ενώ για μια μικρή περίοδο είχε σταματήσει, φέτος επανέκαμψε και μας έδωσε ξανά την χαρά και το προνόμιο μιας διαφορετικής και πιο ποιοτικής προσέγγισης του Θείου Πάθους, φέρνοντάς μας σε επαφή μαζί του με την τέχνη της μουσικής και τους ήχους της κλασσικής καλλιφωνίας.
Όπως σίγουρα καταλάβατε, πρόκειται για την συναυλία που έγινε το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας στην μια από τις λίγες εναπομείνασες ζακυνθινές εκκλησίες, αυτήν του Αγίου Νικολάου του Μόλου, που είτε με «ο» γράφεται, όπως είναι το σωστότερο, είτε με «ω», όπως παλιότερα συνηθιζόταν, είναι μια από τις ελάχιστες γωνιές που μας θυμίζουν το παρελθόν μας και μας υπογραμμίζουν την μοναδική αλήθεια πως η αντιγραφή και η μίμηση σε τίποτα δεν ωφελούν, αλλά αντίθετα μας αναζωογονεί η ελπίδα της συνέχισης και η παρηγοριάς της καταγωγής και της διαφορετικότητάς μας.
Το εισαγωγικό εις το εορταστικό κλίμα των αγίων ημερών εκείνο βράδυ, στην εκκλησία που πριν χρόνια έχτισαν οι ναυτικοί μας προς τιμήν του προστάτη τους, σ’ ένα νησάκι τότε, που αργότερα ενώθηκε με την στεριά, η Ελισάβετ Μαντοπούλου στο πιάνο και ο Άρης Τσακάλης στο βιολοντσέλο, μας χάρισαν την κατάνυξη του Bach και την ικεσία του Sibelious, υπενθυμίζοντάς μας πως η τέχνη, η γνήσια και η αληθινή, είναι ουσιαστική προσευχή και πως η μουσική μπορεί να γίνει ο πιο εναρμονισμένος ύμνος για τον ερχόμενο Νυμφίο, ο οποίος «κάλλει ωραίος ανά πάντας ανθρώπους» και «καλέσας ημάς εις εστίασιν πνευματικήν του νυμφώνος του», έχαιρε στην εσπερινή αυτή δέηση, ακουμπισμένος στην παμπάλαιη προσπετίβα του ναού του κορυφαίου Ιεράρχη του, δίπλα στην δακρυρροούσα Mater Dolorosa του, η οποία σε λίγες μέρες θα τον συνόδευε συντετριμμένη «ελκόμενον επί του Σταυρού» από τον ίδιο χώρο, σε μια πορεία λυτρωτικής χαρμολύπης.
Η συνήθεια των συναυλιών μέσα σε ιερούς χώρους μπορεί ν’ αντικρούει στον «ζήλον», ο οποίος, κατά τον μεγάλο εκκλησιαστικό ποιητή, «λήψεται λαόν απαίδευτον», της ανατολίζουσας νεοελληνικής νοοτροπίας, αλλά σε μας τους Επτανήσιους, όπου η «καθ’ ημάς ανατολή» δεν φαίνεται να είναι και τόσο ανάγκη, είναι οικεία έκφραση, προσαρμοσμένη στο γνωστό ύφος των εκκλησιαστικών ύμνων των ημερών, αλλά και με την λατρεία ενός Πολιούχου, ο οποίος αναμφίβολα χαίρεται κατά την έξοδο και την είσοδό του από τον τόπο της ετήσιας κοιμήσεώς του στη «Θύρα του» με τους ήχους της μπάντας του και τις αρμονικές μελωδίες της σε πατρικό του άκουσμα δοξολογίας του.
Η εκδήλωση αυτή γινόταν παλιότερα στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος ονομάζεται για ιστορικούς λόγους «των Ξένων», αλλά για λόγους αισθητικής και σεβασμού στην παράδοση θα έπρεπε να λέγεται «ο Ξένος». Φέτος, όμως, ευτυχώς ροβόλησε προς τον άλλον ομώνυμό του και έτσι η χαρά των συνδαιτυμόνων, για να μην ξεχνούμε και την ποίηση του επίκαιρου υμνογράφου, ήταν διπλή, μια και οι ήχοι που ακούστηκαν ταίριαζαν αρμονικά με τον διάκοσμο και πουθενά δεν απειλούσε η αυθάδεια της νεοτερικής τοιχογραφίας.
Πριν λίγες στιγμές στις πενθηφορούσες εκκλησίες του νησιού, αλλά και ολόκληρης της ορθοδοξίας, στους λιτούς και περιεκτικούς, όπως ταιριάζει στην γνήσια ποίηση, στίχους του μηνολογίου είχε ακουστεί η ευχετική σοφία με την φράση: «… μετά των φρονίμων ημάς συναρίθμησον παρθένων και τη εκλεκτή σου σύνταξον ποίμνη …», δίνοντάς μας έτσι αιτία για τον μη αποκλεισμό μας από τον πνευματικό «νυμφώνα», όπου «… ήχος καθαρός εορταζόντων…» και την συγκατάταξή μας στην χορεία των πέντε «φρονίμων».
Αυτό, πιστεύω, πως έγινε και με όσους εκείνο το εαρινό και σταυροαναστάσιμο βράδυ παρακολούθησαν την μουσική πανδαισία στην ελπιδοφόρα παρουσία του Μόλου. Γέμισαν τα λυχνάρια τους με λάδι παιδείας και ευχές καλαισθησίας και ήταν έτοιμοι να μπουν στην χαρά του γάμου. Ακόμα και ο θαλασσομάχος οικοδεσότης, το μύρο των Μύρων, φαίνεται να ξαπόστασε εκείνες τις ώρες από την σωρεία των θαυμάτων του και να συλλειτούργησε υλικά και πνευματικά, αφουγκραζόμενος και προσευχόμενος, από την εφέστια άκρη του ξυλόγλυπτου και χρυσωμένου τέμπλου του.
Μακάρι τέτοιες εκδηλώσεις να γίνουν θεσμός και η παρουσία τους να είναι πιο πυκνή στο νησί που καυχιέται για την μουσική του παράδοση, αλλά τώρα ρυπαίνει και ρυπαίνεται με την παρουσία του κάθε επικίνδυνου και τυχοδιώκτη αοιδού, που είτε κρέμεται στις ακαλαίσθητες αφίσες των στύλων της Δ.Ε.Η., καθόλου «ελκόμενος», είτε δήθεν διασκεδάζει, σε μιαν αμαρτία μη συγχωρούμενη μιας τηλεοπτικής απομίμησης. Με τον τρόπο αυτό ο λαός μας θ’ αποκτηθεί παιδεία και καλλιέπεια και ο τόπος μας θα πάει μπροστά, επιστρέφοντας στις ρίζες του.
Μακάρι ο προσφάτως αναστημένος Χριστός να συνεγείρει και 'μας από τους τάφους. Αυτό θα είναι το αληθινό μας Πάσχα. Η γνήσια Ανάστασή μας. Η σωτηρία μας.
Μα κάτι τέτοιο «θέλει δουλειά πολλή». Ας την τολμήσουμε.
«Χριστός Ανέστη»! Ας αναστηθεί και η Ζάκυνθος!