Κι αφού ο «Παναγιώτης» σώθηκε κι εμείς πανηγυρίσαμε, ας σοβαρευτούμε λιγάκι. Στην γειτονιά της Αγίας Τριάδας, στο τέλος, περίπου της οδού Κοράη κι όχι Κοραή, όπως την τόνισε ο ισοπεδωτικός νεοελληνισμός της άγνοιας και της έλλειψης παιδείας μας, υπάρχει μια εκκλησία, την οποία σεβάστηκε ο εγκέλαδος, που σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε την ανεπιθύμητη και κακοθύμητη επίσκεψή του και την αγνόησε η φωτιά. Την θυμάμαι μικρός, στις πρώτες με το ποδήλατο… ιστοριοδιφικές μου αναζητήσεις να στέκει ολόρθια και να διαψεύδει την διήγηση των δικών μου, που έζησαν την παλιά Ζάκυνθο και τη νοσταλγούσαν και ήθελαν μόνο τέσσερα χτίρια να ξεπερνούν την θεομηνία, που κατά σύμπτωση το ένα ήταν το σχολείο μου, το άλλο τα μαγαζί που ψώνιζα στο Γιοφύρι, κάνοντας τα θελήματα του σπιτιού, το άλλο η εκκλησία του Αγίου μας και το τελευταίο η Εθνική Τράπεζα, την οποία έβλεπα στην πλατεία και ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί την θεωρούσαν παλιά.
Είχα πολλές φορές περάσει την πόρτα της, με τα σκαλισμένα αγκωνάρια και την μπαρόκ ευλογία και θυμάμαι, σαν να ’ναι τώρα, την αγία της τράπεζα, με κάποιες εικόνες, χάρτινες βέβαια κι απ’ αυτές του εμπορίου του Απέργη, μ’ ένα καντήλι μπροστά, πάντα αναμμένο από την ευλάβεια των γυναικών της γειτονιάς και πολλές φορές, ανηφορίζοντας προς τον Άγιο Νικόλα στη Σπηλιά, με το ποδήλατο και πάλι ο αθεόφοβος, εκεί που άρχιζε το μονοπάτι, θαύμαζα το πελεκητό παραθυράκι του ιερού της, κάνοντας πραγματικότητα τα όσα είχα ακούσει για την πόλη μας, που χάθηκε άδοξα σε λίγες στιγμές.
Ήταν τότε οι ευτυχισμένες μου στιγμές, σαν ξέφευγα από το νεανικό μπετόν και συναντούσα την μαστοριά και την τέχνη. Δεν γνώριζα την αξία του χειροποίητου, αλλά με μάγευε η ποίησή του, όπως ακριβώς οι στίχοι του Κάλβου και του Καβάφη, τους οποίους τότε δεν κατανοούσα, αλλά η ανάγνωσή τους μου ’κλεινε μάτι για την μεγαλοσύνη τους και με βοηθούσε ν’ απορρίψω. Μέσα στην εκκολαπτόμενη ασχήμια ανακάλυπτα, έτσι, την ομορφιά.
Αργότερα έμαθα πως η εκκλησία αυτή των πρώτων μου περιπλανήσεων ήταν ο Άγιος Γιάννης του Τράφου, με την ίδια επωνυμία του σχεδόν γειτονικού μας Αγίου Σπυρίδωνα του Φλαμπουριάρη, ο οποίος δεν ξεπέρασε το κακό του ’53, αλλά τον ήξερα γιατί τον γιόρταζαν, πάντα επίσημα κάθε χρονιά στις 12 του Δεκέμβρη, στην ενορία μου, την Ανάληψη κι είχαν ίσως κι οι δυο την επωνυμία τους από κάποιο ψευτοχείμαρρο, που περνούσε από δίπλα τους.
Πολύ αργότερα άνοιξα το «Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο» του αξέχαστου Ντίνου Κονόμου κι έμαθα πως είχε και την ονομασία του Νταραβέρα, από την φαμίλια στην οποία ανήκε, κατά την ντόπια συνήθεια και πως ήταν κάποτε μοναστήρι, το οποίο η Μαρίνα Παύλου Δαβέρα, σύζυγος του δόκτορος Φραγκίσκου Βέμβου (αλήθεια τι έγιναν τα όμορφα αυτά βαφτιστικά ονόματα;), με την διαθήκη της που έγινε στον συμβολαιογράφο Π. Μπεντιβόλιαν, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1621 και το κωδικελό της, του νοδάρου Ιωάννη Μακρή, της 30ης Μαρτίου 1629, άφησε την εκκλησία σε μοναχούς. Λίγα χρόνια πιο μετά, στις 30 Ιανουαρίου 1634, ο Προβλεπτής του νησιού Φαντίνος Σοράντζος (ο εξελληνισμός ανήκει στον Ζώη, που τις σημειώσεις του δημοσιεύει ο Κονόμος) παραχωρεί τον Άι-Γιάννη της Χώρας στο ομώνυμο μοναστήρι της Λαγκάδας, πάνω από το Καταστάρι, με επικύρωση αυτής της δωρεάς, στις 12 Δεκεμβρίου της επόμενης χρονιάς από τον δούκα Φραγκίσκο Ερίτζο. Από την ίδια πηγή μαθαίνουμε πως στο ναό, το 1731, υπήρχε κατατεθειμένη κάποια εικόνα, με την επωνυμία Μοθωνία, η οποία ανήκε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών.
Θυμάμαι και το προαύλιο της εκκλησία, γεμάτο πορτοκάλια, τα οποία έκανε πιο νόστιμα και ζουμερά όχι τόσο η παρακείμενη θεία χάρις, όσο η «ανομία». Τα γευόμουν συχνά κι όταν δεν τα εύρισκα, κατέφευγα, άνευ βέβαια συμβιβασμού, στα λεμόνια! Αμαρτίες νεότητός μου… Η εκκλησία μπορούσε να σωθεί, αλλά δεν σώθηκε. Αμαρτίες διοικήσεώς μου…
Σήμερα ο Άγιος Γιάννης του Τράφου, με μπαζωμένο το επώνυμό του, δίχως πια καντήλι και χωρίς κονίσματα, ούτε κι εμπορίου, ακολουθεί την τύχη των Εγγλέζικων Μνημάτων, που παρακείμενα καταρρέουν κι εκείνα. Παρακολουθεί την κατάρρευση και την ακαλαισθησία κι ίσως να χαίρεται σαν ακούει τα μηχανοκίνητα καμπανίσματα από το μετασεισμικό καμπαναρίο της Αγίας Τριάδας, αναλογιζόμενος τις μουσικές των σένιων του και σκεπτόμενος πως με την αδιαφορία ίσως γλίτωσε την κακογουστιά και το φασισμό του προερχόμενου από ένα κουμπί μηχανικού ήχου.
Δεν πανηγυρίζει πια σε καμιά γιορτή του Προδρόμου, όπου είναι κάμποσες μέσα στο χρόνο, ούτε έχει την τύχη της μυρωδιάς της φρεσκοκομμένης μυρτιάς, της ευωδιαστής και νικητήριας δάφνης ή την κρεμασμένη ευλογία της πιπεριάς. Έχει καιρό να κρεμαστεί στεφάνι στην πόρτα του και σημαίες στην αυλή του. Αντίθετα εμείς πανηγυρίζουμε την διάσωση του «Παναγιώτη». Η συνέχεια στην φαντασία σας.