Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Ο
Νίκος Κατσαλίδας έγραψε το Περί
ομονοίας και άλλων δαιμονίων, το
δεύτερο μυθιστόρημά του, το οποίο κατά
τον Μένη Κουμανταρέα θυμίζει στη δομή
«Κάφκα, Κούντερα, Άντριτς, Μυριβήλη και
Κανταρέ» και όλα «τυλιγμένα και δομημένα
με μια πλούσια γλώσσα με πολλές μυστικές
αρετές που σε βγαζει σε έναν αρχαίο,
αέναο όπως και σε ένα μοντέρνο κόσμο,
από τη διασταύρωση της ηπειρώτικης
ντοπιολαλιάς και της επίσημης και
γλαφυρής καλλιεργημένης γλώσσας».
Θα
πρόσθετα την ενσωμάτωση της ηθογραφίας
του γενέθλιου τόπου στην αστική, σήμερα,
ζωή του, τα ήθη και τα έθιμα, τα στοιχεία
της λαϊκής ζωής, τα μνημεία, τα ονόματα
πόλεων, χωριών, ποταμών, βουνών, όλα
ορόσημα και ιστορικοί οδοδείκτες,
δοσμένα με μια αφήγηση δραματικά
παραστατική, περιγραφή ρεαλιστική και
γλώσσα οικεία, απλή αλλά και υπαινικτική.
Το
Περί ομονοίας
και άλλων δαιμονίων
είναι η εικοστή πέμπτη έκδοση, μετά από
είκοσι δύο ποιητικές συλλογές και έναν
τόμο διηγημάτων. Είναι το αποτέλεσμα
πολλων χρόνων δουλειάς, σπορά που
καρποφόρησε αξιοποιώντας όλα όσα είδε
και έμαθε, ο συγγραφέας, όλα όσα ένιωσε,
βίωσε, τον σημάδεψαν και τον διαμόρφωσαν,
πάνω στα ορεινά χωριά της πατρίδας του,
της Βορείου Ηπείρου, την οποία τα
καπρίτσια της ιστορίας και τα συμφέροντα
των μεγάλων κράτησαν έξω από τα ελληνικά
σύνορα, εκεί που γράφτηκε το έπος του
Σαράντα, «από
Χειμάρα ως Τεπελένι», όπως γράφει και
ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άξιον
Εστί.
Ο
Νίκος Κατσαλίδας έχει τις πατρογονικές
του ρίζες στην Άνω Λεσινίτσα του Θεολόγου
των Αγίων Σαράντα, που τα δαιμόνια της
ιστορικής της μοίρας τής έταξαν να
βρίσκεται από την άλλη μεριά των ελληνικών
συνόρων, εμείς να την λέμε Βόρεια Ήπειρο
και οι Άλλοι Αλβανία.
Εκεί,
στην βόρεια Ήπειρο ή Νότια Αλβανία, στα
Τίρανα, ο Νίκος Κατσαλίδας έκανε ανώτατες
φιλολογικές σπουδές, έγραψε ποιήματα,
πεζά, δοκίμια, μετέφρασε σαράντα πέντε
Έλληνες ποιητές και πεζογράφους στην
αλβανική γλώσσα, ενώ τα δικά του έργα
έχουν και εκείνα βρει τη θέση τους στην
αγγλική, γαλλική, ιταλική, γερμανική,
βουλγαρική, ρουμανική και ισπανική
γλώσσα. Την ελληνική του καταγωγή
υποστήριξε μέσα από την ίδρυση της
Δημοκρατικής Ένωσης της Εθνικής Ελληνικής
Μειονότητας «Ομόνοια». Ως υπουργός
Επικρατείας παρά των πρωθυπουργώ,
2001-2002, υπηρέτησε τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
στην Αλβανία και το 2004-2008 διετέλεσε
διπλωμάτης, Μορφωτικός Σύμβουλος στην
Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα.
Βραβεύτηκε
με το βαλκανικό βραβείο «Αίμος» το 2001
και, το 2002, με την «Ασημένια Πένα» από
το Υπουργείο Πολιτισμού της Αλβανίας
για τη μετάφραση του Άξιον Εστί του
Οδυσσέα Ελύτη στην αλβανική γλώσσα.
Το 2012 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο
της Αλβανικής Δημοκρατίας με το Ανώτατο
Μετάλλιο της Τάξης των Γραμμάτων «Μεγάλος
Καλλιτέχνης».
Το
βιογραφικό αυτό, που είναι σύντομο και
ας φαίνεται ανεπτυγμένο, συνιστά την
είσοδο στο μυθιστόρημά του, το οποίο
πηγάζει από την αλήθεια της ζωής του
και από την άγνωστη ιστορία που καταγράφει
η πένα ενός πεζογράφου αλλά δεν
περιλαμβάνει η επίσημη ιστορία. Κι όμως
τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο
τους και πάνω τους η μνήμη καίει και
η ουσία αυτού του στίχου βρίσκεται στη
ρίζα της μυθοπλασίας που έρχεται να
αποδώσει τα πραγματικά γεγονότα, να
κάνει τις γέφυρες όπου χρειάζεται για
να γίνει κατανοητή η α-νοησία ή καλύτερα
το έγκλημα της ιστορίας.
Και
η ιστορία αρχίζει εκεί ψηλά, στα
«ανεμοδαρμένα Ριζοβούνια, όπου πάει να
μαλακώσει το ξερόχορτο και να χλοΐσει
η μαύρη γη, κι ακόμα αλωνίζει με βαριές
αρβύλες στα σελώματα ο ηγεμόνας Χάρος»
εκεί «έπεσε θανατικό και πάει να χαλάσει
ο κόσμος». Εκεί ήρωας του έργου και
αφηγητής της προσωπικής του ιστορίας
θα γίνει ο Μάμης Μάστορας ο «σφριγηλός
μεσήλικας που έστυβε την πέτρα» και
έφυγε από τα «κατατόπια της ζωής» από
μια μικρή αγκίδα που κάθισε στο λαιμό
και προσχωρώντας στα ενδότερα, τρυπώνοντας,
ριζώνοντας φώλιασε στα εντόσθια και
του ετοίμασε την οδό του θανάτου. Το
τρομαχτικό κομπογιαννίτικο τελετουργικό,
με του τράγου την προβιά που φόρεσε
κατάσαρκα, δεν έκανε τίποτα και έτσι
έφτασε στο νοσοκομείο Ιωαννίνων για
την επέμβαση, με τον Χάρο να γυροφέρνει
στο χειρουργείο για να παραλάβει αυτό
που του οφειλόταν.
Είναι
εκπληκτική η ποικιλία των μεταμορφώσεων
που παίρνει εκείνη η αγκίδα στα μάτια
των γιατρών μέσα από την αφήγηση του
Κατσαλίδα: «μια βαριά σκιά, ίσια με μύτη
οδοντογλυφίδας, μια κουκκίδα σαν
λεπτεπίλεπτη ουρίτσα νεογέννητου
ποντικού ή σαν λυγισμένο ράμφος
κοκκινολαίμη σε μικρογραφία», με απλά
λόγια «ένα τρίμμα κοκαλάκι». Τι κοκκαλάκι.
Κοτζάμ κόκκαλο είχε καταπιεί κάποτε,
αλλά του το έβγαλαν στο Αργυρόκαστρο.
Λες να ήταν εκείνο; Να άφησε απομεινάρι;
Και από το τρίμμα εκείνο αρχίζει η μεγάλη
αφήγηση. Όλο το σόι γύρω, η ηπατίτιδα
όλων των συγγενών, ο αγώνας για την
επιβίωση, η ξενιτιά, τα άπειρα κοκκαλάκια,
της ζωής φουρτούνες και δυσκολίες, της
«ψυχής κηλίδες», ιστορίες, τραγούδια,
μαρτύρια, θάνατοι, πάθη, πένθη, γάμοι,
κηδείες και πρόσωπα που εναλλάσσονται
στην αφήγηση, ο ένας προβάλλοντας από
τα λόγια του άλλου.
Και
η ιστορία βαθαίνει στα παλιά, όπως και
το κοκκαλάκι στα εντόσθια του Μάμη,
όπου, όπως δείχνουν οι ακτινογραφίες
το κοκκαλάκι και σπλάχνα έχουν γίνει
ένα. Κι έρχονται όλα στο φωςˑ παλιές
ιστορίες, στημένες δίκες, ψευδομαρτυρίες
ανθρώπων για να σώσουν τη ζωή τους,
εξορίες, ψόγοι και έπαινοι, ίντριγκες,
σπιουνιέςˑ όλο το υφαντό της αράχνης
για να τυλίξουν τους απελπισμένους που,
βάζοντας τη συνείδησή τους στην άκρη,
νομίζουν πως θα γλιτώσουν τη ζωή τους
αλλά δεν ησυχάζει η ψυχή τους. Ένας
φριχτός εμφύλιος, τραγικές σκηνές
εκδίκησης, άδικης τιμωρίας, και ο ίσκιος
του προπάτορα Φιλήμονα που τριγυρνάει
στο σπίτι και τρίζουν τα πατώματα.
Δραματική
ακούγεται η αφήση του μπάρμπα Βαγγέλη:
«Εγώ που τράβηξα για τον Ελληνισμό τόσες
φυλακές και τόσες εξορίες και που τώρα
στα γεράματα έφτασα να κοιμάμαι σε μια
παράγκα, ποτέ μου δεν θα πάω στην Ελλάδα
… Όχι, όχι, η Ελλάδα πρέπει να ’ρθει να
με βρει. Εγώ είμαι η ζωντανή Ελλάδα. Πάνω
στο πληγιασμένο κουφάρι μου πατούσαν,
χοροπηδούσαν και με μαραζώνανε, μόνο
επειδή ήμουν Έλληνας και αγαπούσα την
Ελλάδα… Εγώ ό,τι έκανα το ’κανα για την
πατρίδα…». Έτσι, σαν να ακούμε εκείνη
τη γυναίκα διά στόματος Στρατηγού
Μακρυγιάννη να αναρωτιέται: «Γιατί τα
τραβήξαμε όλα αυτά; Γι’ αυτήνη την
πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκομε
από κανέναν. Όλο δόλο και απάτη». Και
δεν είναι η μόνη αφήγηση αυτή. Όλο το
βιβλίο είναι ένα μαρτυρολόγιο. Και στα
δώδεκα συγκλονιστικά κεφάλαιά του.
Έτσι,
το μικρό κοκκαλάκι στα σωθικά του
Μάμη δεν ήταν τελικά ένα κοκκαλάκι από
το κρέας που έφαγε λαίμαργα, αλλά είναι
ο καημός για όλα όσα έχει περάσει και
στοιβάχτηκε στα μαυρισμένα από τη
γάγγραινα του κακού σωθικά του. Η αδικία
από τον γείτονα που τον σπιούνεψε, ο
ξάδελφος ο Σταύρος που βρέθηκε πνιγμένος
στον Σιμόει (γραμμένος έτσι στην αρχαία
του γραφή), ο Νικόλας γκρεμισμένος
«παγωμένος πίσω από τα φαράγγια του
Αγίου Κοσμά», η γυναίκα που είδε με τα
μάτια της το σκοτωμό των δικών της και
προσπαθεί να μεταφέρει τα πτώματα στο
ποτάμι. Δεν έχει τέλος το κακό. Το βιβλίο
τελειώνει με τον «Εσπερινό» και το
τρισάγιο της ομόνοιας που διώχνει του
λύκους που ουρλιάζουν για τα χαμένα
προνόμιά τους πάνω στα ξεσκισμένα
πτώματα των νεκρών.
Ο
Νίκος Κατσαλίδας καταγράφει όλη τη
φρίκη που έζησε και γνώρισε και χώνεψε,
με αφορμή ένα τόσο δα μικρό κοκκαλάκι
που, σαν τη σαΐτα στον αργαλειό, ταξίδεψε
στο χρόνο από όπου ανέσυρε σελίδες που
χάνονται μέσα στην ισοπεδωτική αφήγηση
της επίσημης ιστορίας. Έγινε ο κήνσορας
που δείχνει στην οθόνη του υπολογιστή
τη λέξη και οδηγεί τη σκέψη. Και έτσι
τράβηξε από τα βάθη του χρόνου τις ίνες
των παθών του κειμένου του, κάνοντας το
χρέος του στον τόπο του και στη γενιά
του, δικαιώνοντας τις σπουδές, τους
τίτλους και τις τιμές που του επιδαψίλευσε
η ζωή.
Τέλος,
το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί το έργο
του Γιάννη Στεφανάκι, «Καταιγίδα στη
Γρηγοριά», σαν εικαστικό ανάλογο του
συμπυκνωμένου όλου σε μια εικόνα.