© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

ΕΘΝΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΣΤΟ ΗΡΩΔΕΙΟ / GIUSEPPE VERDI [1813-1901] / NABUCCO

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ


«Αύτη είναι η πόλις, περί της οποίας ελέγετο, Η εντέλεια της ωραιότητος, Η χαρά πάσης της γης;»
Θρήνοι, κεφ. Β΄. 15

Η Εθνική Λυρική Σκηνή κόσμησε τους δρόμους της Αθήνας με μία αφίσα που αναπαριστά την περίφημη ελαιογραφία του Ρέμπραντ, «Το συμπόσιο του Βαλτάσαρ» [περ.1636], προαναγγέλλοντας την Όπερα του Τζουζέπε Βέρντι Ναμπούκο [26, 27, 28, 29-7-2011].

Η ευφυής αυτή επιλογή παραπέμπει άμεσα στον Ναβουχοδονόσορα. Ο πρωταγωνιστής της αφίσας, βασιλιάς Βαλτάσαρ ήταν γιος του βασιλιά της Βαβυλώνας και ο τελευταίος πρίγκιπας και δυνάστης και όπως μαθαίνουμε από το βιβλίο του προφήτη Δανιήλ της Παλαιάς Διαθήκης (κεφ. Ε΄), ο Βαλτάσαρ, παρέθεσε συμπόσιο σε χίλιους μεγιστάνες και διέπραξε βλασφημία, χρησιμοποιώντας στο πλούσιο τραπέζι του τα ιερά σκεύη, από χρυσό, άργυρο, σμάλτο και πολύτιμους λίθους που άρπαξε από τον Ναό του Σολομώντος ο Ναβουχοδονόσορ ο πατέρας του. Έπιναν και ευωχούντο «Εν αυτή τη ώρα εξήλθον δάκτυλος χειρός ανθρώπου και έγραφον κατέναντι της λαμπάδος επί το κονίαμα του τοίχου του οίκου του Βασιλέως… ΜΑΝΗ, ΘΕΚΕΛ, ΦΑΡΕΣ». Η φωτεινή εβραϊκή γραφή κατατρόμαξε το βασιλιά και κάλεσε αμέσως τον Προφήτη Δανιήλ να την ερμηνεύσει και να μάθει ότι έρχεται το τέλος του από τους Πέρσες και τον Δαρείο τον Μήδο.

Η υπόθεση της όπερας, παρμένη από την Παλαιά Διαθήκη, συγκεκριμένα από το βιβλίο Β΄ των Βασιλέων, του Προφήτη Δανιήλ ΚΔ΄ ΚΕ΄ και την Αποκάλυψη του Ιωάννου, αλλοιώνει την προσωπικότητα του πραγματικού Ναβουχοδονόσορα, που ήταν ένας ένδοξος, εμπνευσμένος ηγεμόνας. Ήταν εκείνος που κόσμησε τη Βαβυλώνα με πλήθος ναών, πυραμίδων, ιερών που αποπεράτωσε τα διπλά τείχη της πόλις και τα διακόσμησε με μεγαλοπρεπείς πύργους και πυλώνες. Το ανάκτορό του «το θαύμα του κόσμου», έλαμπε όπως αναφέρουν οι ιστοριογράφοι καθώς ήταν διακοσμημένο με χρυσό, άργυρο, χαλκό και πολύτιμους λίθους και οι αίθουσές του ήταν γεμάτες από θησαυρούς, συγκομιδή, από τις κατακτημένες χώρες. Οι θρυλικοί κρεμαστοί κήποι, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, κατασκευάστηκαν για χάρη της συζύγου του και η μεγάλη τεχνητή λίμνη, για να μεταστρέψει τη ροή του ποταμού Ευφράτη σε περίπτωση ανάγκης

Ο πρωταγωνιστής της όπερας δεν έχει το μέγεθος του πραγματικού βασιλιά της Βαβυλώνας και πλαισιώνεται από πρόσωπα φανταστικά, όπως φανταστικό είναι και το τέλος της ιστορίας.

Το Λιμπρέτο του Τ. Σολέρα [1816-1878] στηρίζεται πάνω στο μπαλέτο του χορογράφου Αντόνιο Κορτέζι, που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνο το 1838, καθώς και σε δάνειο από το ομώνυμο θεατρικό έργο των Γάλλων συγγραφέων Auguste Anicet-Bourgeois και Francis Cornue, το οποίο είχε παρουσιαστεί το 1836 στο θέατρο του Παρισιού L’Ambigu-Comique με μεγάλη επιτυχία. Όταν δε παίχτηκε η όπερα του Βέρντι στο Παρίσι, έγινε αντιληπτή η στενή συγγένεια του λιμπρέτου με το έργο των Γάλλων δημιουργών γι’ αυτό και υποχρεώθηκε ο εκδότης του συνθέτη να καταβάλει το ποσό των 1.000 φράγκων στους συγγραφείς.

Η όπερα εκτυλίσσεται στο ναό του Σολομώντος, όπου οι Εβραίοι περιμένουν την επίθεση των Βαβυλωνίων. Ο Ναμπούκο φτάνει στο ναό και επιχειρεί να εισέλθει στο ιερό. Ο προφήτης τον εμποδίζει, απειλώντας να σκοτώσει την κόρη του Φενένα που βρίσκεται ανάμεσά τους. Επεμβαίνει ο Ισμαήλ, τη σώζει και την παραδίδει στον πατέρα της, ο οποίος παρ’ όλα αυτά εισβάλλει στο ναό, τον καταστρέφει ολοσχερώς και σύρει αιχμαλώτους τους Εβραίους στη Βαβυλώνα.

Στη συνέχεια ο Ναμπούκο, πριν φύγει για νέες κατακτήσεις, αφήνει στον θρόνο τη Φενένα. Η νόθα κόρη του Αμπιγκαΐλε, με άνομες πράξεις, σφετερίζεται τον θρόνο. Ο Ναμπούκο επιστρέφει, παίρνει το στέμμα του και ανακηρύσσει τον εαυτό του θεό. Την ίδια στιγμή σωριάζεται κεραυνόπληκτος στη γη. Η Αμπιγκαΐλε διατάζει να συλλάβουν τον παράφρονα πατέρα της, αρπάζει ξανά το στέμμα του και προσπαθεί να πάρει τη βασιλική σφραγίδα. Ο λαός θρηνεί για τη χαμένη του πατρίδα, αλλά ο προφήτης προβλέπει ευτυχία για το έθνος τους, ήττα και δυστυχία για τους Βαβυλωνίους.

«Ουαί - ουαί, η πόλις η μεγάλη, Βαβυλών η πόλις η ισχυρά ότι μία ώρα ήλθεν η κρίση σου».

Αποφασισμένοι να θυσιαστούν για την πίστη τους, οι Εβραίοι, βαδίζουν προς το θάνατο, μαζί τους και η Φενένα. Ο Ναμπούκο συνέρχεται, βλέπει την κόρη του ανάμεσα στους μελλοθάνατους, προσεύχεται στοn θεό των Εβραίων, ζητώντας βοήθεια, για να τιμωρήσει τους εχθρούς του. Η προσευχή του εισακούεται και ο βασιλιάς γκρεμίζει το είδωλο του θεού Βάαλ των Βαβυλωνίων και καθαιρεί από το θρόνο την Αμπιγκαΐλε, η οποία μετανοεί, αλλά η συγχώρεση έρχεται αργά, αφού έχει ήδη πιει το θανατηφόρο δηλητήριο. Στην παράσταση της Λυρικής πεθαίνει σαν στρατιώτης, υπερασπιζόμενος την τιμή του. Ελεύθεροι πλέον οι Εβραίοι επιστρέφουν στην Ιερουσαλήμ.

Ο Βέρντι, μέσα σε τρεις μήνες, συνέθεσε τον Ναβουχοδονόσορα, όπερα σε τέσσερις πράξεις, με πολιτική θέση, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Σκάλα του Μιλάνου στις 9 Μαρτίου του 1842 με τη σοπράνο Giuseppina Strepponi στο ρόλο της Αμπιγκαΐλε και τον βαρύτονο Giorgio Ronconi στο ρόλο του Ναμπούκο με τεράστια επιτυχία. Το κοινό χειροκροτούσε με ενθουσιασμό και ζητούσε την επανάληψη του χορωδιακού «Μεγαλοδύναμε Θεέ».

Μετονομάστηκε σε Ναμπούκο στις 28 Σεπτεμβρίου του 1844, όταν η όπερα παίχτηκε στο κομψό θέατρο «Σαντζάκομο» της Κέρκυρας.

Το μεγαλείο της Όπερας, που συνέθεσε ο Βέρντι, δεν κρύβεται στην αδύναμη πλοκή της, αλλά στην εντελώς ξεχωριστή θέση της χορωδίας, που παίρνει διαστάσεις καθολικές καθώς η τραγική φωνή της αναδεικνύεται σε φωνή ολόκληρου του λαού. Η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής έπαιξε επάξια το ρόλο της και συγκλόνισε το κοίλο του Ηρωδείου. Άνθρωποι δάκρυσαν και αναρωτηθήκαμε, αν δάκρυσαν για τα δρώμενα στη σκηνή ή ήταν θρήνος βουβός για τη δικιά τους όμορφη πατρίδα που χάνεται.

Ο λόγος των ηρώων, άμεσα θεατρικός, γίνεται λόγος δημόσιος, βαθιά πολιτικός, πατριωτικός. Οι ηγήτορες της χώρας μας απουσίαζαν.

Τα πλούσια μελωδικά στοιχεία στα χορωδιακά, στις άριες και στα ορχηστρικά μέρη υποδηλώνουν ένα εκρηκτικό ταλέντο, που σύντομα θα έδιδε έργα, όπως ο Ριγγολέτο, η Τραβιάτα ο Οθέλο, το θρυλικό Ρέκβιεμ κ.ά. Με μεγάλο ατού το μουσικό του «Δαιμόνιο», ο Βέρντι, απόλυτα κυρίαρχος στο παγκόσμιο λυρικό θέατρο, παραμένει στην κορυφή, παρά τις μεταβολές στα γούστα των ανθρώπων και στην τεχνοτροπία της εποχής.

Ένθερμος πατριώτης, ο Βέρντι, συνέβαλε τα μέγιστα στον απελευθερωτικό αγώνα της πατρίδας του από τον Αυστριακό ζυγό. Τον ονόμασαν Τυρταίο της επανάστασης. Το χορωδιακό του από το Ναμπούκο “O mia patria si bella e perduta” έγινε θούριο για την επαναστατημένη νεολαία του Μιλάνο και η ιαχή, “Viva Verdi”, που παρέπεμπε στη φράση Vittorio Emmanuele, Re D’ Italia, αντηχούσε παιάνας επαναστατικός στους δρόμους της πόλης κι έγινε σύνθημα των καρμπονάρων.

Προσωπικότητα εντελώς ξεχωριστή, απλός, απέριττος, ταπεινός, ιδιότητες σπάνιες για μουσική ιδιοφυία όπως ο Βέρντι, αδιαφόρησε για τις τιμές και τους τίτλους που κατά καιρούς του πρότειναν και όταν θέλησαν να τον κάμουν «Δούκα του Μπουσέτο», της γενέτειράς του, απάντησε υπομειδιώντας: «Είναι τίτλος περιττός για ένα χωριάτη (paesano) όπως εγώ». Παρ’ όλες δε τις αρνήσεις του, η κυβέρνηση τον έχρισε ισόβιο γερουσιαστή. Ποτέ όμως δε μίλησε στη Γερουσία. Καθήμενος δίπλα στον διασημότερο πολιτικό άνδρα της Ιταλίας, τον φίλο του, κόμη Καβούρ, περιορίστηκε να σηκώνεται και να κάθεται κάθε φορά που εκείνος το έπραττε.

Αλτρουιστής, γενναιόδωρος, αποδείχτηκε, μετά το θάνατό του, μέγας ευεργέτης του απόκληρου μουσικού κόσμου. Άφησε όλη την περιουσία του και μέρος των ποσοστών του, εσαεί, για την ίδρυση ασύλου υπέρ των απομάχων μουσικών και καλλιτεχνών.

Οι Ιταλοί τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία τραγουδώντας το χορωδιακό «Των Σκλάβων». Με τον ίδιο τρόπο αποχαιρέτησαν 46 χρόνια αργότερα το μεγάλο τους Μαέστρο, Arturo Toscanini.

Μετά από την εξαιρετική επιτυχία της «Καβαλερία Ρουστικάνα» και των «Παλιάτσων», προϊδεασμένοι και από το «μήνυμα» της αφίσας περιμέναμε το «ξάφνιασμα» στην παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής κι εκείνο δεν άργησε. Ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης, σε μία εμπνευσμένα σκηνοθετημένη παράσταση, που παρακολουθήσαμε στις 26-7-2011, μεταθέτει την εποχή στα μέσα του 1636 περίπου και όλα διαδραματίζονται κάτω από την υψηλή αισθητική και την αχλή του «χρυσού αιώνα» της ζωγραφικής. Η εικαστική αυτή επιλογή δεν ήταν καθόλου τυχαία. «Επαναστάτης» στην τέχνη του, ο Ρέμπραντ, απέδωσε με την μαγική πινελιά του την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (586 π. Χ.), μορφές προφητών, ασκητών και βασιλέων, λεπτομέρειες που αξιοποίησε ο σκηνοθέτης και ο σκηνογράφος, για να τον συνδέσουν με τον μυθικό βασιλιά της Βαβυλώνας και τον θρυλικό Ιταλό συνθέτη.

Με οδηγό τα διδάγματα του μεγάλου ζωγράφου, ο σκηνοθέτης, αιχμαλώτισε τον θεατή από την αρχή σε μια ατμόσφαιρα εναγώνιας περισυλλογής κι εκτός από τη μουσική απόλαυση τον ενέπλεξε και στην πνευματική επαγρύπνηση. Οι ερμηνευτές ανταποκρίθηκαν στη σκηνοθετική γραμμή και απέδωσαν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους.


Ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς, επιβλητικός Ναμπούκο με πλούσια γερή φωνή και εκφραστικότητα, συγκίνησε και χειροκροτήθηκε ιδιαίτερα. Το ίδιο και η εκπληκτική Αμερικανίδα Μέτζο-σοπράνο Marianne Cornetti, που αντικατέστησε την ασθενούσα Amarilli Nizza στο ρόλο της Αμπιγκαΐλε και τόνισε όλα εκείνα τα στοιχεία, που τον καθιστούν ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Μουσικότητα, άνεση δραματικότητα χαρακτήρισαν τόσο τον Τενόρο Αντώνη Κορωναίο, στον ρόλο του νεαρού Εβραίου Ισμαήλ, όσο και την Σοπράνο Χαρίκλεια Μαυροπούλου, στον ρόλο της ερωτευμένης και στοργικής Φενένα. Ο Γεωργιανός Μπάσος Paata Burschuladze, προφήτης Ζαχαρίας, μας θάμπωσε ακόμα μια φορά με το απίστευτο βάθος της φωνής και μας έκανε να αναριγήσουμε. Εξαιρετικά μελετημένη στο στενό χώρο του Λογείου η κίνηση του πλήθους, στιγμές-στιγμές θύμιζε τους δεομένους στο «Τείχος των Δακρύων».

Συνεργός στην παράσταση ο σκηνογράφος Γιάννης Μετζικώφ δεν έμεινε ασυγκίνητος από τον υπέροχο κεντητό μανδύα του Βαλτάσαρ, το σαρίκι από πολύτιμο μετάξι και την χρυσή βασιλική κορόνα. Αποτύπωσε με μαεστρία στα ενδύματα των ερμηνευτών τη βασιλική χλιδή και τον πλούτο των αρχόντων. Στα δε κοστούμια των σκλάβων, των Λευιτών, των ιερέων, η βιβλική αισθητική εμφανής στο χρώμα, στην υφή, στις πτυχώσεις, συνέδεε το νήμα με τα χαρακτικά του μεγάλου Ολλανδού και οι στρατιώτες του έφεραν στη μνήμη «τον άνδρα με το χρυσό κράνος». Στο λιτό σκηνικό του Ηρωδείου άφησε το λεπτό γούστο που διακρίνει τη δουλειά του. Οι φωτισμοί, της Ελευθερίας Ντεκό, αυστηρά μελετημένοι αναδείκνυαν τα σημαινόμενα.

Στο εξαιρετικό αυτό αποτέλεσμα της παράστασης, αναφερθήκαμε ήδη στη Χορωδία, η συμβολή του Αρχιμουσικού Ηλία Βουδούρη και της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ήταν καθοριστική.
Related Posts with Thumbnails