© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Σαράντη Αντίοχου: ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΑ [1982]


[Από τον Τόμο "ΠΡΟΗΓΜΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Ποιητική Ανθολογία (1965–2000)",
Εκδόσεις Μπάστα, Αθήνα/Ζάκυνθος 2008]


Μνήμη Τάκη Σινόπουλου


Στην Τέχνη τα πράγματα δεν μπαίνουνε με λέξεις, γιατί το ουσιώδες,
θα έλεγα κάθε τέχνης, είναι άρρητο. Γι αυτό το λόγο, όσοι κατόρθωσαν
να κάμουν κάτι στη Ζωγραφική ποτέ δεν μεταχειρίστηκαν τις ορθές
αναλογίες. Κι όπως αφηγείται ο Δον Τζούλιο {Κλόβιο}, που
ήταν ένας από τους διασημότερους μινιατουρίστες,
όταν κάποτε ρώτησε τον Μιχαήλ Άγγελο τί επρέσβευε για το μέτρο,
εκείνος, έκθαμβος για την ερώτηση, του απάντησε πως όλοι
όσοι εφάρμοζαν τις ορθές αναλογίες ήτανε φοβερά
πελελοί κι αξιολύπητοι.
ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ


Τίποτ’ άλλο. Πρόσωπα και προσωπεία. Υπολογισμένες χειρονομίες χεριών που αγάπησες. Ιπτάμενα πράγματα. Τo κρεβάτι, η καρέκλα, η κυλότα της Ορτανσίας, ο δίσκος με τα δυό άδεια ποτήρια, τα παντζούρια που ανοίγουν και ξαφνικά χώνει μέσα την καρικατούρα του ο Πουλ(τσινέλα). Το, τα. Όλα γεννήματα του ερέβους. Σκηνές από το ‘Μαύρο Θέατρο’. Ενώ μπροστά - μπροστά, στο προσκήνιο, ένας νάνος χάφτει λαίμαργα τις φλόγες.


Εσύ και οι κύκλοι σου. Τα ιδανικά μηδενικά σου.



Aπό τον Παρθενώνα στο Big Ben. Ανώμαλη προσγείωση. Ιριδισμοί. Κλυδωνισμοί. Χάνεται στη μικρή οθόνη η Μ. Dont´, dont´antagonise the Colonels, please. Είναι η στιγμή ιστορική ή κάπως έτσι. Έχει κοπεί η γείωση.


Όμηρος και Soledad. Brothers.



Όνειρο. Στην παραλία στη Ζάκυνθο κοντά στο Πόρτο Ρώμα. Κοίταζα το Μοριά επίμονα προς την Αγουλινίτσα κι έριχνα χιλιάδες μποτίλιες στη θάλασσα με μηνύματα (;) για τον Τάκη Σινόπουλο, εκεί στον Αγιαντρέα. Από ψηλά μου φώναζε (τί έλεγε;) ο κόντες. Ύστερα ήλθε το μεγάλο κύμα. Θάλασσα! Θάλασσα!


Menace.



Κάποια στιγμή του κατεβαίνει η ρεαλιστική βολυμί ιδέα να κάνει έτσι, μια, και να πετάξει το φοβερό του προσωπείο, προς το ανίδεο κοινό που αγωνιά κι ακαρτερεί την από μηχανής θεότητα να επέμβει.


Menace se mois.



Ο Αλέξανδρος τ’ αρέσει να πικροθυμοσοφεί: ‘Ήτανε στραβό το κλήμα, τό ’φαγε και το’. Τι κλήμα τι ερίφιον. Την Άμπελον την Άμπελον ποιος θα την επιβλέψει από την επίσκεψη των (τεθωρακισμένων) ημιόνων;


Menage à trois.



Την είχα φέρει από το Λάουθ κι έμεινε μιαν εποχή στο υπόγειό μας, μέσα σ’ ένα σωρό παλιά παιγνίδια, άχρηστα μανεκέν, σπασμένες κούκλες και τα βικτωριανά μας ξυπνητήρια (με τις παράξενες εκείνες νότες). Μια νύχτα που σαλέψαν τα στοιχεία, υψώθηκαν του κόσμου οι υπονόμοι και πλημμυρίσαμε σε μέγα βάθος. Κι όταν τα όμβρια μπήκαν σ’ άλλα ρείθρα κατέβηκα να δω, να περισώσω. Δεν μπόρεσα όμως να ξανάβρω την καρδιά μου, τη μαύρη πέτρα που είχα φέρει από το Λάουθ, τράνσιτο στο ταξίδι για το Τζάντε.


Κι εσύ να μιλείς μια γλώσσα όλο σύμφωνα.



Shup up your face. Αυτός ο απολιθωμένος ήλιος του Γιουράσικο έρχεται πολύ βαθιά μέσα στον ύπνο μου και με πληγώνει. Δεν αντέχω. Έτσι. Καλύτερα.


Γαλήνη και σεξ. Ερωτική παναγιά συγγνωστής ευφροσύνης.



Κάνω διορθώσεις στον κατάλογο Σεφέρη. Ποιός θα σε φέρει απόψε «να πλέξουνε τα δάχτυλα». Μείναμε αθεραπεύτως στη ΣΤΡΟΦΗ. Χάρη στα παραμήνια είμαστε τώρα μια ομάδα εργασίας με συνοχή. Θαυμάσια! Μετά το Μήνα, λέω, βλέπω τον Άλεξ Minister of Culture. Μετά τό Μήνα, μουρμουρίζει εκείνος, με βλέπω να βουλιάζω πιο βαθιά στην έμφυτη μισανθρωπία μου. Τί είναι ένα Μήνας στη ζωή του Άλεξ, στη ζωή μας, στα Λονδίνα. Τί είναι...


Ο κήπος το δέντρο ο όφις η Εύα το μήλο ο κήπος...



Ο ποιητής τύπος αντικοινωνικός. Συχνά απροσάρμοστος και μη στρωματοποιημένος. Που αντιπαθεί τη γενικώς παραδεκτή πραγματικότητα και της δείχνει τα δόντια. Στα ηλίθια καθεστώτα μπορεί γι αυτό και να τουφεκιστεί. Το ποίημα είναι η προέκταση της ανικανοποίητης ερωτικής του ορμής, ευνουχισμένης στις γνωστές και μη εξαιρετέες περιβαλλοντολογικές συνουσίες. Το ποίημα είναι το μασάζ στα σκέλη της κυρίας Π. Μα ποιάς; Κοιτάζω τις φωνοτυπίες του Κέϊπ: “joy”, “music”, “revolution”. Λέξεις – δαχτυλικά αποτυπώματα ύποπτης πόρνης στο βιβλίο σημάνσεως του ΜΝΧ Αστυνομικού Τμήματος του Μανχάταν. Μα που δυό ίδιες λέξεις δεν μοιάζουν μεταξύ τους, λες και δεν πρόκειται για φωνοαποτυμώματα μόνο του Τζώνη Κέϊπ. Το ποίημα είναι το μασάζ. Αρκεί. Χαμογελάνε τα μουστάκια του McLuhan.


Μαγιάτικη γιορτή. Αντιφρονών συνέχισε τον καλπασμό στη θάλασσα.



Χρόνια περίμενες να σφίξεις το λατρευτό κορμί της Φαίδρας κι ονειρευόσουνα ξανθούς αγγέλους έρωτες τις αμμουδιές του Αιγαίου. Τώρα π’ ευδόκησε να ’ρθείς (τέλη Ιουλίου) γυρεύεις μια μάσκα να γλυτώσεις από τη συνωμοσία των υπονόμων του Πεν-τά. Και η Φαίδρα παν(τα) ηδονική σου γνέφει. Μα εσύ και η σκέψη σου στο Τέρας του Ιππόλυτου (που πρόβαλε) και στις κραυγές της Μίρρας. ΚΑΤΑ ΚΥΜΑ ΠΟΛΥΦΛΟΙΣΒΟΙΟ ΘΑΛΑΣΣΗΣ.


Άλλοθι και πλάνες. ΠΡΟΣΟΧΗ στην καρδιά των προγόνων.



Πικρή πληγή μικρή Αρετή. Σαν βάζεις το γιορτινό σου φουστανάκι και κατεβαίνεις περίπατο στην προκυμαία, νά ’τανε πάντα έτσι γιορτή . Μικρή Αρετή, Αρετούσα μου.


Της μοίρας μας οκτάστηλη είδηση ο Σεφέρης.



Η Ελλάδα ώρες-ώρες με πλησιάζει μες στα χαρτιά τα προσωπεία και τις (μεγαλο)μανίες του Σωσσία (μου), σαν μια ιδιάζουσα περίπτωση παράλυσης. Ώς το κεφάλι μες στο γύψο. Βαρέθηκα πασχίζοντας κάθε φορά ν’ ανακαλύψω, κάτω από τ’ αλλεπάλληλα στρώματα γύψου και γάζας, το σφριγηλό υγιές σταράτο σώμα της, που (καμιά δεν έχω αμφιβολία) υπάρχει ανεξάρτητα από τη (μεταρομαντική) φαντασία μου. Μα όλο και συνηθίζω τον άσπρο παραλογισμό του πλαδαρού θανάτου. Και νά ’ταν μόνο οι αντιφρονούντες, οι λακεδαιμόνιοι. Το ράθυμο ιερατείο κάθε λογής. Οι βαρείς υπουργοί-πρωθυπουργοί. Νά ’ταν μονάχα οι. Η ΕΛΛΑΔΑ -ταξιδεύει;- ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ μ’ ένα τσούρμο νέους σωτήρες βουκαμβίλιες και παλιάτσους.


Αμφίδρομα και περίδρομα και προ(σ)κείμενα.



Μόνωση ΟΧΙ όσμωση. Ταξίδια μέχρι την τελευταία ίνα του πέρση σου. Ενώ η Φρείκη η Μάργκαρετ η Γωγώ επιστρέφουν. Επιστρέφουν διαρκώς – εξ Ωγυγίας.


Ανθολογίες Ελλήνων Ανθ-ελλήνων!



Ετούτο το μετατρωικό χάσμα δεν πρόκειται να κλείσει με άνθη, μα όλους τους αρχάγγελους του Εικοσιένα, μ’ επικεφαλής τον Μακρυγιάννη και τις φανφάρες σας.


Η «άλλη όχθη». Κι αν δεν υπήρχε;



Ο Dario Fo στη Ζάκυνθο (αστέρι της Συνάντησης – Αύγουστος του ’76 θαρρώ), όλο και μου μιλάει για τ’ άπειρα πλεονεχτήματα της Γραμμελότ. Μιας γλώσσας χωρίς λόγια. Απλώς βασίζεται στους ήχους και, φυσικά, στις κινήσεις και τις χειρονομίες των Τζάννι (της Κομμέντια). Δε χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις παρμένες απ’ ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο (που έχει επιβληθεί απ’ το «κατεστημένο». Δεν μπαίνει σε καλούπι, δεν ορίζεται από νόμους, ούτε περιορίζεται από τα όρια μιας οποιασδήποτε μορφής. Η Γραμμελότ δεν γράφεται δεν λογοκρίνεται δεν κωδικοποιείται δεν επιδέχεται κανόνες, δεν είναι το προνόμιο μιας τάξης – της κυρίαρχης. (Σκέψου, λέει, μια τάξη χωρίς δική της γλώσσα!) Η Γραμμελότ υπαινίσσεται μαστιγώνει ξυπνά τη φαντασία, ξαναζωντανεύει όχι μια μα όλες τις άλλες γλώσσες. Αυτές που ο κόσμος ξέρει μόνο σαν ήχο μελωδία κίνηση, με άλλα λόγια, σαν τραγούδι. Η Γραμμελότ είναι η απόλυτη ελευθερία έκφρασης. Γεννιέται και ζει στη διάρκεια της παράστασης. Πεθαίνει σαν πέφτει η αυλαία. Γ-ρ-α-μ-μ-ε-λ-ό-τ!


Πι-ποίηση του μέλλοντος χωρίς ...λόγια.



Εκείνοι που ήταν στα σίδερα βλέπανε τις σκιές να περνούν πάνω στον τοίχο και δεν ξέρανε ποια γλώσσα μιλούσαν οι σκιές πάνω στον τοίχο.


Τα επιφαινόμενα τα γνωρίσαμε. Για τα φαινόμενα τώρα θα μιλάμε;



Η αγία Τερέζα του Χριστού κοιμάται κι εκστασιάζεται. Αλλάζω ήσυχα πλευρό. Προσπαθώ οι ίσκιοι των ονείρων μου να μην περάσουν μέσα στα ξανθά αθώα της όνειρα και τ’ αναστείλλουν.


Τι γλύκα η συκιά στον κήπο του Ντομένικο. Άλλη ήταν η πίκρα. Στον κήπο του Πικάσσο.



Επήρα από το Prado τη Μαρία Μαγδαληνή του Ribera και την έφερα στο σπίτι. Τώρα που δε σε βλέπω, σε βλέπω με τα δυό αναστηλωμένα εξαίσια μάτια σου και τα. (Οι λεπτομέρειες μας ανήκουν).


Ετούτο το πλανόδιο φως αν γινόταν να συγκεντρωθεί. Αν γινόταν να συμπυκνωθεί...



ΑΓΑΠΗΣ ΣΩΜΑ. Μυστικά και παράλογα. Πραγματικά και παράλογα. Μεταφυσικά και παράλογα. Ιστορικά και παράλογα. Και το κορμί της, θανάτων θάνατος.


Te quiero, είπες. ¿Para qué? Μα para nada.



Άστρωτο το κρεβάτι. Ατακτοποίητοι λογαριασμοί. Άδεια πακέτα durex. Τίποτα δεν διαρκεί. Αρκεί η γλυφή γεύση που κρέμεται στους τοίχους. Τ’ όνειρο; Άλλο κακό αγκάθι (οι κάκτοι) στο παράθυρο. Πέρα η ζωή κυλά στην Avenida de Mediterráneo.


Το φως που σπαταλιέται στ’ αγκάθι επιστρέφει. Επιστρέφει στο ρόδο.



Καλύτερα η σιωπή. Δε θέλω με τις λέξεις να σβήσω τη μορφή. Κι ας καίγονται οι σοδιές σαν δύει στον κάμπο ο ήλιος. Στον κάμπο που ήταν θάλασσα, ένα καιρό. Χρώμα βαθύ μενεξελί.


Μάταιο να κοιτάς πώς θα περιμαζέψεις το σκόρπιο ρόδι της Εδέμ. Μάταιο κι επικίνδυνο, σου λέω.



Δεν είσαι ’σύ. Είναι το φως (σου) π’ ακόμα ταξιδεύει στην υπερβόρεια μνήμη. Έτη φωτός κι έτη σκοτάδι. Εγώ στη μέση.


Στο ανάκτορο του Ήλιου. Καληνύχτα κόσμε!



Φλόγα η ψυχή φωτιά τα χείλη άδης το κορμί (της). Όλη τη νύχτα μ’ έκαιγε τ’ όραμα εκείνο η Μπερναντέτ (του ’69-’70). Μα το πρωί στο Irish Beauty Inn πήρα το πρωινό με την κυρία Μακλάσκυ.


Εκδρομή στην ομίχλη. Πόσα χειλιόμετρα φιλιά!



Αυτή η φωτογραφία ανάμεσα στον Τάκη και τον Στρατή, μια μέρα όλο μειδίαμα (Ιούνης του ’79) στη Βαρκελόνη, μου είναι μια τραγική μακάβρια υπόμνηση (όχι ανάμνηση). Κραυγή. Τί γλήγορα που κλείνει ο κύκλος! Κι εγώ που είμαι τώρα στη Μαδρίτη (κι εσύ στα Εστορίλ), είμαι άραγε μέσα, ανάμεσα ή απέξω από τον κύκλο (σου); Τί έκανε, λέει;


Νύχτα-μέρα στη ρόκα στον αργαλειό στο ψαλίδι. Νύχτα-μέρα στα χέρια τους το νήμα σου.



Γρήγορα πέφτει το σκοτάδι κι εσύ κάθεσαι ακόμα πάνω σε τούτο το συλλογισμένο σκαλοπάτι των Ελλήνων.


Νύχτα βαθιά. Και τ’ Αοράνια σου αψηλά. Και τα γεράνια σου απότιστα.



Το σπίτι γέμισε σκουριά. Κι εσύ γυρίζεις ψήνεσαι μέσα στο σίδερο της πολιτείας. Στη λεω-φόρο όλοι οι δείχτες σταματήσαν (ώρα μηδέν). Όλοι οι δρόμοι οδηγούνε στην Πλατεία Αχερουσίας. Έξοδος, φυγή καμιά προς τα υπερούσια θέρετρα. Κλειστοί οξειδωμένοι ουρανοί, αιθαλομίχλες οι νεφέλες. Κλειστό το ΄Αστυ, ένα cul-de-sac, και πάνω ο Παρθενώνας (με καπέλο).


Μαύρη μαύρη γλίτσα. Η Ιοκάστη θωρακίζεται σε μικροφίλμ.



Μην είσαι προπετής. Αύριο ή μεθαύριο θα ’ρθεί (το θαύμα). Θα δεις το πρόσωπό σου μέσα στην καθαρή αίσθηση των υδάτων. (Ποιών υδάτων;) Αύριο ή μεθαύριο ή ποτέ (όσο το περιμένεις). Πάντως απόψε η νύχτα είναι δική σου. Μπορείς να ξαναρχίσεις τις αισθησιακές ακροβασίες σου πάνω στα ικριώματα της Αλφαβήτας. Από το Α στο Χ, από το Χ στο Τ (μ’ ένα πήδημα στο κενό) στο Μ στο Ε στο Σ. Πρόσεξε πως θα περάσεις μέσα από το Θ. Να μη βιαστείς. Το φως, τ’ αύριο του χθές ακόμη δε σου ανήκει. Απόψε έχεις όλο τον καιρό ν’ αποφασίσεις να συλλογιστείς πάνω στις επερχόμενες επτά γενεές των αισθημάτων σου (των αισθημάτων της).


Κι ο ποιητής - γραμματόσημο να σου μαδάει, να σου μαδάει τη μαργαρίτα.
Related Posts with Thumbnails