Γράφει
ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Η Γκιόστρα τ’ Άι-Γιωργιού του 2013
έχει περάσει πια στην ιστορία. Πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία την
περασμένη Κυριακή κι αγκαλιάστηκε, κυριολεκτικά απ’ όλους σχεδόν τους
Ζακυνθινούς, οι οποίοι γέμισαν την οδό Κάλβου, που πραγματοποιήθηκε και με τη
συμμετοχή τους απέδειξαν πως μπορούν να συνεχίσουν την ιστορία τους, την ιδιαιτερότητά
τους και τον πολιτισμό τους, όταν βέβαια οι εκδηλώσεις που τον προωθούν είναι
βασισμένες σε σωστή έρευνα και ουσιαστική βάση.
Δεν θέλω να περιγράψω τα όσα έγιναν εκείνην την μαγιάτικη Κυριακή. Θα
περιοριστώ μόνο σε τρία βασικά σημεία των εκδηλώσεων, τα οποία ήταν και οι
εκπλήξεις για όλους μας.
Το πρώτο ήταν αυτό που συνέβη στην Κυρία των Αγγέλων το πρωί, στην
λειτουργία, όπου μ’ αυτήν ξεκίνησαν οι εκδηλώσεις. Ο κόσμος που προσήλθε ήταν
βέβαια κάτι το αναμενόμενο και για να επισκεφθεί την ιστορική αυτή ιερή στέγη
του νησιού μας, το σπάραγμα της προσεισμικής μας προόδου, αλλά και ν’ ακούσει
τον μοναδικό π. Παναγιώτη Σπουργίτη, ο οποίος γνωρίζει καλά να κρατά Θερμοπύλες
και να συνεχίζει την ντόπια, θρησκευτική μας παράδοση, καθώς και την χορωδία του
Μητροπολιτικού μας ναού. Αυτό το οποίο στάθηκε η έκπληξη ήταν η ευλάβεια, η
κατάνυξη και η τάξη, που επικράτησε. Εγώ προσωπικά πρώτη φορά την συνάντησα και
θέλω να πιστεύω πως είναι η έκφραση της καλής πλευράς της σημερινής μας
καθημερινότητας, που ευτυχώς υπάρχει ακόμα στο αίμα μας. Αληθινά μου θύμισε την
τάξη των ευρωπαϊκών εκκλησιών, που έχω επισκεφθεί και χαίρομαι που το έζησα και
εύχομαι να το βιώνω συνεχώς.
Το δεύτερο σημείο που θέλω να σταθώ είναι η μεγάλη συμμετοχή του κόσμου,
η οποία ξεπέρασε και τις καλύτερες προσδοκίες εμάς των διοργανωτών. Η οδός της
νότιας πλευράς της πόλης μας, η οποία φέρει το όνομα του μεγάλου ποιητή των
«Ωδών», ήταν κυριολεκτικά ανθρωποθάλασσα και η όλη της εικόνα θύμιζε μεγάλη
γιορτή, όπου ο κόσμος είχε ξεχάσει τα προβλήματα της καθημερινότητας και
χαίρονταν την γνήσια και την όχι πολυέξοδη διασκέδαση και την ζεστή ανθρώπινη
επαφή.
Ταμπουρλονιάκαρο, παστέλια, φ(ρ)ιτούρες, ψητά, μερτίες και ό,τι άλλο
απαιτεί το γνήσιο και πατροπαράδοτη πανηγύρι, υπήρχαν εκεί που κάποτε βρισκόταν
η σκοντράδα του Αι – Γιώργη, που η οικογένεια του Πετρούτσου, της οποίας ήταν
φαμιλιακή, την παρέδωσε σε αδελφάτο, για να διατηρηθεί και να επιβιώσει.
Όλοι εύχονταν, σαν συναντιόντουσαν, «χρόνια πολλά» και στο τέλος
αποχαιρετιζόντουσαν μ’ ένα «και του χρόνου», δείχνοντας έτσι την επιθυμία τους
να γίνει αυτό που πρωτόγινε φέτος θεσμός και να συνεχιστεί, δίνοντας ζωντάνια
στην περιφέρεια και σε γειτονιές που νοιώθουν εγκαταλελειμμένες κι αναζητούν κι
αυτές την ύπαρξή τους.
Με τον τρόπο τους όλοι αυτοί δικαίωσαν την απόφαση του Διοικητικού
Συμβουλίου της διοργανώτριας Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante”, η οποία σωστά αποφάσισε από φέτος
οι εκδηλώσεις της δεύτερης αυτής και σε λαϊκή μορφή αναμέτρησης των ιππέων, να
μην γίνεται στο κέντρο, όπως όλα τα άλλα, αλλά στον φυσικό της χώρο κι εκεί
ακριβώς, που μέχρι την θεομηνία του 1953 διεξαγόταν από τους προγόνους μας.
Το τρίτο και τελευταίο σημείο που θέλω να σταθώ είναι η ενεργοποίηση της
γειτονιάς και η αναζωπύρωση της μνήμης. Όλοι οι περίοικοι συμμετείχαν και
συνέβαλαν, με τον δημιουργικό τους τρόπο, στην αναβίωση των αγώνων και του
πανηγυριού, δείχνοντας αληθινά τον καλύτερό τους εαυτό. Μια νεκρή συνοικία πήρε
ζωή και χρώμα και το μουντό έγινε γιορτή και φως.
Αν κάποιος ξένος ερχόταν εκείνη τη στιγμή και περνούσε από την «Κάλβου»,
θα νόμιζε πως η εκκλησία του Πετρούτσου υπήρχε ακόμα και πως αυτή
πανηγύριζε. Μα, για να πούμε την αλήθεια,
υπήρχε στην μνήμη των παλιότερων.
Κάποιος, εκεί προς το τέλος, με πλησίασε και μου είπε: «Δεν είναι αυτό
τα οποία διοργανώσατε μόνο, που μας έδωσε χαρά, εμάς των γεροντότερων, αλλά
μεγαλύτερη αξία έχουν οι μνήμες, που μας αναστήσατε. Θυμήθηκα τα παιδικά μου
χρόνια και ξανάζησα αυτό που τότε ζούσα».
Αυτή ήταν για μένα και η πιο καλή κριτική της εκδήλωσης και η αδιάψευστη
δικαίωσή της.
Μακάρι τα πέταλα των αλόγων να συνεχιστεί ν’ ακούγονται κάθε χρόνο στην
αδικημένη αυτή μεριά της πόλης μας, με την μακραίωνη ιστορία και την πλούσια
παράδοσή της.
Ο πολιτισμός μας, ο δικός μας πολιτισμός, θα μας σώσει. Έτσι θα
ξεπεράσουμε κάθε κρίση.
Και του χρόνου!