Ήθελα
τόσο να δω πώς αναπτύσσεται ένα,
αποκομμένο από το φυσικό του περιβάλλον,
«φυλακισμένο» Ρόδο, ώστε αποφάσισα να
το επισκεφτώ στο δήθεν σπίτι του, το
θερμοκήπιο. Έπρεπε να απομακρυνθώ αρκετά
από την πόλη. Ήξερα ότι η διαδρομή αυτή
είχε να μου προσφέρει, εκτός από τη χαρά
της φυγής και τα σπάνια θέλγητρα της
φύσης. Όμως παραξενεύτηκα σαν έφτασα
εκεί. Επίπεδος ο χώρος. Αφρόντιστος.
Χορταριασμένος. Πρόχειρα στημένο
στέγαστρο, στο σχήμα μικρής καμαροσκέπαστης
εκκλησούλας, καλυμμένο με διάφανο,
χοντρό πλαστικό, γεμάτο άχνη. Έσπρωξα
την πόρτα. Μπήκα. Το θέαμα εντυπωσιακό!
Η φυλακισμένη ομορφιά, προκάλεσε το
θαυμασμό μου, που έσβησε απότομα, καθώς
ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται. Μια
βαριά ακαθόριστη μυρουδιά -να ήταν από
θειάφι;- μου έφερνε ζάλη και ένα κόμπο
στο λαιμό. Πιάστηκα από ένα πάσσαλο και
αισθάνθηκα κάποιον να σπεύδει να με
συγκρατεί, να μου σφίγγει το χέρι και
να μου ψιθυρίζει στη γλώσσα των
λουλουδιών: «Δεν ένιωσα ποτέ τον καθαρό
αέρα να με δροσίζει, ούτε τον ήλιο να
με ζεσταίνει με τις ακτίνες του. Δεν
άκουσα ποτέ των Μελισσών τον βόμβο και
δεν τους έδωσα τα πολύτιμα δώρα μου,
ούτε πολύχρωμες πεταλούδες χάιδεψαν
τα ροδοπέταλά μου. Μασκοφορεμένοι
άνθρωποι, σε άσπρα σκάφανδρα κλεισμένοι,
τριγυρίζουν γύρω μου, με ραντίζουν με
δηλητήρια, στερώντας το άρωμά μου. Κι
ύστερα, η βία στο λεπτό κορμάκι μου, ν’
ανθίσω πριν την ώρα μου, να με πουλήσουν
στις αγορές του κόσμου…. πάρε με μαζί
σου να ζήσω ελεύθερο, να δω, έστω για μια
φορά, την αρμονία της φύσης».
Γεμάτη έκπληξη,
ένιωσα να με σαϊτεύει η παρακλητική
ματιά ενός Ρόδου, μισοκρυμμένου στις
πτυχώσεις του φορέματός μου. Το κοιτούσα,
πού όμως κουράγιο να του απαντήσω; Οι
δυνάμεις μου με άφηναν σιγά, σιγά.
Εκείνο, χωρίς να χάσει χρόνο, σκαρφάλωσε
και χάιδεψε το μέτωπό μου.
«Έχεις
χλομιάσει, μη μένεις άλλο εδώ μέσα,
μπορεί και να πεθάνεις», μου είπε και
με τσίμπησε με το αγκάθι του για να με
συνεφέρει. Έντονος και κατ' ευθείαν στην
καρδιά μου ο πόνος. Κατακόκκινη σταγόνα
από αίμα, έσταξε στη Γη, ενώ συγχρόνως,
με τραβούσε προς την έξοδο, γιατί ο
επιστάτης, ένας χοντρός, βλοσυρός
άνδρας, έτρεξε να μάθει τι συμβαίνει,
κλείνοντας πίσω του, βίαια, την πόρτα,
μα πρόλαβα να δω μια γυναικεία μορφή
τυλιγμένη με λευκά ράσα, να τρέχει προς
το μέρος μου κραυγάζοντας, ικετευτικά
και απελπισμένα.
«Πρέπει
να μαρτυρήσεις πώς είναι η ζωή μας εδώ
μέσα, λιγοστεύουν μέρα τη μέρα τα «ψωμιά»
μας, η ανάσα μας γίνεται βαριά, τα
δηλητήρια συσσωρεύονται στα σωθικά
μας. Με δυσκολία μας κρατούν τα πόδια
κι οι αφεντάδες, μας πετούν στο δρόμο,
μόλις διαπιστώσουν την ανημποριά μας».
Θεέ μου, τα φαντάσματα αποκτούν υλική
υπόσταση! Τρόμαξα! Πετάχτηκα έξω και
να, ο Δάσκαλός μου, στήριγμα παντοτινό,
με τη βιβλική μορφή του έστεκε μπροστά
μου, λέγοντας:
«Η
δουλεία υποβιβάζει την εργασία, να το
θυμάσαι»!
Άρχισα να νιώθω
καλύτερα στον καθαρό αέρα, ενώ τα λόγια
του με βασάνιζαν και προσπαθούσα να
καταλάβω, αν ο κόσμος αυτός ήταν
πραγματικός ή του υποσυνειδήτου μου.
Στα χέρια μου το μικρό Ρόδο, όρθιο,
λούστηκε στο θάμβος του φωτός και
ανατρίχιασε στο χάδι του ανέμου. Ανάσανε
βαθιά κι έγειρε πάνω μου. Ο καθαρός
αέρας τού προκαλούσε ίλιγγο. Το πήρα
στην αγκαλιά μου, το νανούρισα τρυφερά
και το άφησα να αποκοιμηθεί για να
μπορέσει να προσαρμοστεί στην καινούργια
του ζωή.
Όταν ξύπνησε,
φαινόταν να έχει χάσει την αίσθηση του
χώρου και του χρόνου. Προσπαθώντας να
το συνεφέρω, του είπα,
«Έλα,
πάμε να σου δείξω τις ομορφιές του κόσμου
που τόσο ήθελες να δεις».
«Εγώ
θα σου τις δείξω, αλλά φοβάμαι πως θα
πληγωθείς. Ξέρεις πού βρισκόμουν όλο
αυτό τον καιρό;»
«Ποιόν
καιρό; Λίγο πριν αποκοιμήθηκες στον
κόρφο μου».
«Για
μένα είναι αιώνας ό,τι για σένα, λίγα
μόνο λεπτά... Ταξίδεψα στο χρόνο και στο
χώρο, χωρίς να έχω υποψιαστεί τι είδους
συγκινήσεις με περίμεναν. Είδα πράγματα
πολλά, είδα τις ομορφιές και τις ασχήμιες.
Έφτασα ως το 2100…».
«Εγώ,
δε θα ζω ως τότε».
«Θα
ζεις. Τίποτα δε χάνεται στο σύμπαν. Θα
ζούνε τα παιδιά σου, θα ζει το πνεύμα
σου για να τα προστατεύει και να τα
οδηγεί! Αν βέβαια ανακόψετε την
καταστροφή».
«Ποια καταστροφή,
μικρό μου Ρόδο;»
«Ίσως
θα έπρεπε να δεις από ψηλά τη γήινη
σφαίρα, για να καταλάβεις. Μοιάζει με
την ‘‘Κοιλάδα των δακρύων’’. Το νερό
λιγοστεύει, τα δένδρα καίγονται, τα
ζώα αργοπεθαίνουν κι αφήνουν το κορμί
τους στο γεμάτο ραγάδες χώμα. Α, τι
τρομερό! Είδα ελέφαντες με πόδια εντόμων…»
είπε, το Ρόδο, ενώ στα μάτια τα δικά μου,
πρόβαλλε ο πίνακας του Σαλβατόρ Νταλίi
και νόμιζα ότι ήμουν μέρος του. Προσπάθησα
να κρατηθώ από εκείνον τον οβελίσκο
στη ράχη του ελέφαντα. Σε άλλη εποχή θα
είχα βυθιστεί σε ρεμβασμούς, αλλά τώρα,
μ’ έπνιγε η αγωνία, μήπως τα λεπτά πόδια
του εντόμου, που αντικατέστησαν τα δικά
του γεροδεμένα, δεν κρατήσουν τόσο βάρος
και πέσω στο κενό και σκοτωθώ. Ζούσα
τούτο τον εφιάλτη, ενώ το μικρό Ρόδο
συνέχιζε την αφήγησή του, για να εντείνει,
θαρρείς, ακόμα περισσότερο την απελπισία
μου και με παρότρυνε να συνεχίσουμε το
δρόμο μας.
«Περπατούσα
μηχανικά, ώσπου
φτάσαμε,
πέρα, στην άνυδρη, διψασμένη έρημο. Ένα
καρβέλι ψωμί κομματιασμένο. Τα ψίχουλα
στην άμμο, ακόμα σκορπισμένα, κι ούτε
ένα μυρμήγκι να τα σύρει στη φωλιά του,
ούτε ένα πουλί να τα τσιμπήσει με το
ράμφος του. Δυο μακρινές φιγούρες πέρα
στον ορίζοντα, μ’ έκαναν να αμφιταλαντεύομαι
στη μεταφυσική πολυπλοκότητα. Κι αν
είναι αληθινές; Έλεγα. Την όψη αν έβλεπα,
θα μπορούσα να καταλάβω αν είναι νεκροί
ή ζωντανοί, γυναίκες ή άνδρες, φίλοι ή
εχθροί».
Θεέ
μου, ξανά ο Σαλβατόρ Νταλί, μ’ άρπαξε
και με πέταξε στην έρημο. Ω, ναι, εγώ
ήμουν η μία από τις δυο φιγούρες, ξεχασμένη
στο χάος, χωρίς προσανατολισμό. Αν
κατάφερνα να φτάσω στα ψίχουλα, μπορεί
να εύρισκα το σωστό δρόμο», σκεπτόμουν.
«Μα πώς να φτάσω ως εκεί; Πού να στραφώ,
ποιον να φωνάξω για βοήθεια μέσα σε
τούτη την “Έρημη Χώρα”;»
Αλλά
η απαλή φωνή του Ρόδου, διέλυσε τη σύγχυση
και μεγάλωσε τον τρόμο μου.
«Και
τα πουλιά δεν βρίσκουν κλαδί για να
φωλιάσουν και σωριάζονται στη γη νεκρά.
Ούτε μια πεταλούδα, μια μέλισσα κι ούτε
ένα τριαντάφυλλο. Μόνο σκουπίδια, βουνό
από σκουπίδια, άχρηστα για τους λίγους,
μα τόσο χρήσιμα για τους πολλούς. Τώρα,
άχρηστα για όλους».
Μέσα σε μία χρωματική
πανδαισία, πέρα μακριά, είδα τον Σπύρο
Βασιλείουii,
να ζωγραφίζει «Σκουπίδια». Ίσως, με
τα αναρίθμητα χρώματα της παλέτας του
και τους ποιητικούς συνειρμούς του, να
ήθελε να τονίσει τη σημαίνουσα αξία των
ευτελών πραγμάτων, των «Μικρών τίποτα»,
που θα έλεγε ο Θεϊκός Mozart.
Γρήγορα, όμως, τα
χρώματα χάθηκαν κι άλλος εφιάλτης με
τριγύρισε καθώς το Ρόδο, μιλούσε για
κάδους απορριμμάτων γεμάτους από
ανθρώπους. Άθελά του, ίσως, μ’ έριξε στη
δίνη μιας άλλης περιπέτειας. Άρχισα να
παίρνω τη μορφή της «Νελ», να ζω μέσα σε
ένα σκουπιδοτενεκέ και να προσπαθώ να
βρω και να μιλήσω στον «Ναγκ», που κι
αυτός είχε την ίδια μοίρα. «Το Τέλος Του
Παιχνιδιού» του Σάμουελ Μπέκετiii
δεν ήταν πια θέατρο. Ήταν η τραγική
πραγματικότητα. Οι ήρωες ζητούσαν
δικαίωση, ζητούσαν τη ζωή, που αλίμονο,
δίδεται μόνο μια φορά. Προσπάθησα με
αξιοπρέπεια, ομολογώ, αν και γεμάτη
απελπισία, να ξεπεράσω την αιχμαλωσία
μου, τον τρόμο της αβύσσου, την παράνοια,
αλλά η «Ουϊνυ», θαμμένη ως το λαιμό μέσα
στο καμένο χόρτο μού ζητούσε την ομπρέλα
της. Η πολυτέλεια στη δυστυχία… Τραγική
ειρωνεία, δε μπορούσα ούτε να γελάσω,
το γέλιο πάγωνε στα χείλη μου. Ένιωθα
τη ματιά του Σάμουελ Μπέκετ, αυστηρή.
Αναζητούσα, έστω, ίχνη φωτός, κάποια
ελπίδα, μέσα από το διαπεραστικό βλέμμα
του. Τίποτα, μόνο καταφρονεμένη σιωπή,
αδιέξοδη σιωπή. Δεν άντεχα άλλο.
«Ας
τελειώνουμε εδώ», φώναξα στο Ρόδο.
«Όχι, έλα να δεις
τη διαδήλωση των ζώων, των δένδρων, των
πουλιών, έλα να διαβάσεις τα πανό που
κρατάνε, να γνωρίσεις την πάσα αλήθεια.
Συγκρατήσου, δεν πρέπει να λυγίσεις,
πρέπει το θέαμα να το ζήσεις ως το τέλος».
Με
γύρισε προς το μέρος τους. Μια λαοθάλασσα
από διαδηλωτές, τόσο παράξενους, που
δυσκολευόμουν να τους αναγνωρίσω. Άλλοτε
έβλεπα ζώα και πουλιά, άλλοτε δέντρα,
λόφους πυριγενείς και βουνά. Θάλασσες,
με όλα τα ψάρια, βράχια, κοχύλια,
ανέμους, θύελλες και καταιγίδες. Παρόντα,
όλα τα στοιχεία της φύσης σ' αυτή, την
Μεγάλη Σύναξη.
Άρχισα να διαβάζω
σκόρπιες φράσεις καθώς ο αγέρας έκανε
τα πανό να παραδέρνουν. «Άνθρωποι
…άμυαλοι», «Αλόγιστη σπατάλη… μόλυνση
των υδάτων». «Κατάχρηση». «Εκμετάλλευση».
«Τα μεγαλύτερα ποτάμια του πλανήτη
αργοπεθαίνουν: Νείλος, Δούναβης, Βόλγας,
Ρίο Γκράντε, Γιανγκτσέ, Μεκόνγκ, Γάγγης,
Κόκγος, Μάρεϊ-Ντάρλινγκ, Κίτρινος
Ποταμός, Αμαζόνιος». Ο άνεμος δυνάμωνε,
μα πρόλαβα να διαβάσω ένα ακόμα πανό,
«Ινδός και Ευφράτης». Γιατί με βύθισαν
σε σκέψεις, τα δυο τούτα ποτάμια; Ίσως,
γιατί ο Θεός, πολύ παλαιά, είχε διαλέξει,
να τοποθετήσει τον Παράδεισο, στον
ανάμεσά τους χώρο. Ωστόσο συνέχισα την
προσπάθειά μου, μήπως και μάθω κάτι
περισσότερο: «Φαινόμενο του θερμοκηπίου».
«Δούλοι, καταναλωτές», «Μοιάζετε με
όντα απρόσωπα», «Ποια συμφωνία του
Κιότο;». «Η μάχη του Ουρανού, η τρύπα του
όζοντος», «Πέλαγο, από ανείπωτο κακό,
ξεσπάει»…
Αλίμονο! Και
τα πανό να χοροπηδούν, προκαλώντας μου
ζάλη κι εγώ να μη μπορώ πια τίποτα να
διακρίνω.
Τότε συνειδητοποίησα
τη δική μου ένοχη. Ήμουν μόνη, ανυπεράσπιστη,
όπως ανυπεράσπιστα ήταν τα πλάσματα
της γης που κακοποιούσα, αιώνες τώρα.
Έπρεπε να απολογηθώ, αυτή τη στιγμή,
μπροστά στον εξεγερμένο «κόσμο»,
που ζητούσε πίσω τα δικαιώματά του, με
μπροστάρη το μικρό Ρόδο. Ένιωσα την
τραγικότητα της κατάστασης, την καταδίκη
να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου. Δεν
είχα κανέναν να με υπερασπιστεί, αλλά
τι νόημα θα είχε, αφού είχα αποδεχτεί
την ενοχή μου; Ίσως αν έδειχνα ειλικρινή
μετάνοια… «Όχι, τώρα είναι αργά», είπα
μέσα μου και δάκρυα κυλούσαν από τα
μάτια μου.
«Κι
όμως, ποτέ δεν είναι αργά», μου ψιθύρισε
το Ρόδο. «Παρά την τραγική κακοποίηση,
όλα μπορεί να ανατραπούν» Δεν πρόλαβα
να αρθρώσω κάποια δικαιολογία και το
άκουσα να απαγγέλλει: «Εάν
εξακολουθήτε
να πράττητε το κακό, θέλετε απολεσθή»iv,αμέσως
σήκωσε μια μαγική ράβδο και άρχισε να
διευθύνει την «Ορχήστρα της Πλάσης».
Πρώτα έδωσε εντολή να σταματήσουν οι
άνεμοι. Ύστερα έκανε νεύμα να σιωπήσουν
τα πνεύματα του δάσους και να παρελάσουν
οι «Τέσσερις Εποχές». Τι όμορφες που
ήταν, με τα χαρακτηριστικά στολίδια
τους! Λευκοντυμένη η Κόρη του Χειμώνα,
ροδόπεπλος η Νύμφη της Άνοιξης,
ηλιόλουστη η Νεράιδα του Θέρους,
ημίγυμνο το Ξωτικό του Φθινοπώρου! Τι
χρώματα άφηναν στο πέρασμά τους! Θαύμαζα
τη χάρη τους, και άκουγα τις εξαίσιες
μουσικές του Αντόνιο Βιβάλντιv,
του Γιόζεφ Χάυντνvi,
του Λούτβιχ Βαν Μπετόβενvii.
Τους έβλεπα να διευθύνουν τις συμφωνίες
τους και, γεμίζοντάς μας με ελπίδα, να
απαλύνουν τους φόβους μας, να πλημμυρίζουν
με ευαισθησία και ομορφιά τη ζωή μας,
πλουτίζοντας τη σκέψη και το στοχασμό
μας.
Άξαφνα,
εμφανίστηκε η επιβλητική μορφή του
Ιγκόρ Στραβίνσκιviii.
Με τη μπαγκέτα στο χέρι, διηύθυνε την
«Ιεροτελεστία της Άνοιξης», για να
υμνήσει την έκρηξη της Δημιουργίας
του Κόσμου,
Κι
ύστερα, η γαλήνη, με την «Εαρινή Συμφωνία»,
καθώς ο Νικόλαος Γύζηςix,
άφηνε μέσα από τις πινελιές και το
παιχνίδισμα του φωτός, την «Άνοιξη», να
κατέρχεται από τον Ουρανό, στους ρυθμούς
του γλυκόλαλου Βιολιού και της Άρπας.
Θαμπωμένη, αναρωτιόμουν, αν θα υπάρχουν
στο μέλλον «Εποχές», για να εμπνεύσουν
τους νέους συνθέτες, τους ζωγράφους,
τους ποιητές μας. Ύστερα, το μικρό Ρόδο
έδωσε εντολή να γυρίσουν τα πανό από
την άλλη μεριά και ο κορυφαίος από κάθε
ομάδα απάγγειλε το αίτημά του, ενώ ο
χορός, χορός αρχαίας τραγωδίας
επαναλάμβανε, θρηνητικά τα λόγια του:
«Οι Θεοί προίκισαν
τον άνθρωπο με μυαλό που είναι
ανώτερο απ’
όλα τα αγαθά»x,
«Αυτό είναι η δύναμή σας». «Η αφθονία
δημιουργεί τη στέρηση». «Τα
ενάντια εκ των εναντίων γίγνονται».
Μας έρχονται από τα βάθη των αιώνων, οι
σοφές διαπιστώσεις, σκεπτόμουν, καθώς
προσπαθούσα να αποστηθίσω τα λόγια
τους.
«Τίποτα
δεν είναι πιο πολύτιμο από τη ζωή»xi.
«Η ομορφιά είναι στην απλότητα, στην
καθαρότητα, στη γαλήνη». «Καλλιεργήστε
τη σκέψη, την αισθητική σας». «Πάρτε
παράδειγμα από μας». «Όλα τα χρώματα
δεν είναι ίδια. Όλα τα δέντρα δεν είναι
ίδια, όλα τα ζώα δεν είναι ίδια, όλα τα
πουλιά του ουρανού, δεν είναι ίδια, Όλοι
οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Έχουν όμως
όλοι και όλα τα πλάσματα της γης και του
ουρανού, τις ίδιες ανάγκες για να
υπάρξουν. Στην ποικιλία είναι η ομορφιά».
«Διαβάστε το βιβλίο της φύσης και
μιμηθείτε μας». «Μη σκοτώνεται τα ζώα».
«Μην καίτε τα δάση». «Φυτέψετε ένα
δέντρο, δώστε του ζωή. Δείτε το να
μεγαλώνει». «Σταματήστε τον πόλεμο,
τώρα». «Ούτε στην αναρχία ούτε στη
σκλαβιά να μη δεχτείς να ζήσεις»xii.
«Αγωνιστείτε για την Ειρήνη και φυλάξτε
την». «Μέσα
στο φως, ο
κόσμος, μένει
η πρώτη και η τελευταία αγάπη»xiii.
Αγάπη! Η καρδιά
μου θρυμματίστηκε. Είχα το μοναδικό
προνόμιο να είμαι μάρτυρας μιας ειρηνικής
εξέγερσης και προσπαθούσα να
απομνημονεύσω τις προτροπές και τα
αιτήματα των διαμαρτυρομένων για να τα
μεταφέρω στους συνανθρώπους μου,
προσδοκώντας να γνωρίσουν κι εκείνοι
την τραγικότητα της κατάστασης, για την
επικείμενη εξαφάνιση πολύτιμων και
αναντικατάστατων στοιχείων, για τη ζωή,
την ύπαρξη, πάνω σ’ αυτόν τον Ευλογημένο
Πλανήτη. «Όταν γνωρίζουμε την αλήθεια»,
μονολογούσα, «μπορεί να αποτρέψουμε τα
λάθη του παρελθόντος και να αλλάξουμε».
Μια σκέψη, όμως,
μια αγωνία με βασάνιζε αιώνες τώρα,
αλλά απέφευγα να την ομολογήσω. Τι θα
γίνει μετά; Πώς θα μας αντιμετωπίσουν
τα παιδιά μας, για το κακό που κάναμε;
Ωστόσο είχα μια κρυφή ελπίδα, ότι μέσα
από αυτή τη συμφορά, τα παιδιά μας θα
φωτιστούν.
Θα
μας αφήσουν να τα δούμε να βλασταίνουν
και να απλώνουν τα κλαδιά τους σε ένα
κόσμο Όμορφο, Ειρηνικό.
Έκλαψα πικρά, κι
αυτά ήταν τα δάκρυα πολλών ανθρώπων,
αλλά το μικρό Ρόδο έσκυψε να μου δώσει
ένα φιλί. «Για την ελευθερία», μου είπε,
«που μου χάρισες» και επουλώνοντας τις
πληγές μου με τη μαγική του ράβδο, έφερε
την αναγέννηση στη Φύση και χάρισε
ελπίδα στους ανθρώπους. Κατέβηκε από
την αγκαλιά μου και ακούμπησε στη Γη
το λεπτό κορμάκι του. Είδα τα ροδοπέταλά
του να ανοίγουν και να σχηματίζουν το
σήμα της Νίκης, τραγουδώντας: «Η
φύση είναι που γιατρεύει κάθε πληγή της
ψυχής»xiv…
Ίσως
γιατρέψει και τη δική μου …μονολόγησα.
i
Σαλβατόρ Νταλί.[Salvador
Dali]
Ισπανός Σουρεαλιστής, ζωγράφος,.
Φιγκέρες 1904-1989. Οι τρεις πίνακές του
που αναφέρονται στο διήγημα είναι:1]
«Όνειρο προκαλούμενο από το πέταγμα
μιας σφήκας γύρω από ένα ρόδι, δευτερόλεπτα
πριν από το ξύπνημα ,1944, ελαιογραφία σε
μουσαμά. Μαδρίτη, Μουσείο Thyssen
–Bornemisza
2] Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου 1946.
Ελαιογραφία σε μουσαμά. Βρυξέλλες
Βασιλικά Μουσεία Καλών Τεχνών .3] Δυο
κομμάτια ψωμιού που εκφράζουν το
συναίσθημα της αγάπης,1940. Λάδι σε καμβά.
Ίδρυμα Gala-Salvador
Dali.
ii
Σπύρος Βασιλείου. Έλληνας ζωγράφος και
σκηνογράφος. Γαλαξίδι 1902-1985. Φιλοτέχνησε
τα σχέδια Αγιογράφησης για τον Ναό του
Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη για τα
οποία και βραβεύτηκε από την Ακαδημία
Αθηνών, καθώς και τα σχέδια της εκκλησίας
του Αγίου Νικολάου στο Ντιτρόιτ των
ΗΠΑ. Ήταν ιδρυτικό μέλος της ομάδας
«Τέχνη». Έργα του υπάρχουν στην Εθνική
Πινακοθήκη και σε Ιδιωτικές Συλλογές.
iii Σάμουελ
Μπέκετ [Beckett]
Ιρλανδός συγγραφέας. Ήταν συνεργάτης
και γραμματέας του Τζέιμς Τζόυς .
Θεωρείτε ένας από τους κυριότερους
εκπροσώπους του πρωτοποριακού θεάτρου
. Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» έγινε
παγκόσμια επιτυχία , καθώς και τα έργα
που αναφέρονται στο παρόν διήγημα .1]
«Το Τέλος Του Παιχνιδιού», 2] «Ω, οι
Όμορφες Μέρες». Τιμήθηκε με πολλά
βραβεία ακόμα και με το βραβείο Νομπέλ
το 1969.
iv
Η Αγία Γραφή. Κεφ. Ιγ΄. Σαμουήλ Α΄
v
Αντόνιο Βιβάλντι.[Vivaldi].
Ιταλός συνθέτης. Γεννήθηκε στη Βενετία
στα 1675 και πέθανε στη Βιέννη στα 1741. Η
μουσική του παραγωγή είναι τεράστια.
Περιλαμβάνει περίπου σαράντα όπερες,
πολλά ορατόρια και μεγάλο αριθμό
κοντσέρτων. Πολλοί σύγχρονοί του
αναγνώρισαν τη σπουδαιότητα της τέχνης
του ανάμεσά τους ο Μπαχ, που μετέγραψε
πολλά από τα κοντσέρτα του.
vi
Γιόζεφ Χάυντν [Haydn].
Αυστριακός συνθέτης [1732-1809]. Η παιδική
του ηλικία ήταν δύσκολη. Στα οκτώ του
χρόνια μπήκε στην χορωδία της εκκλησίας
του Αγίου Στεφάνου της Βιέννης και
έμεινε ως την ωρίμανση της φωνής του.
Στα δεκαοχτώ έδινε μαθήματα και
εκτελούσε χρέη συνοδού στη σχολή
τραγουδιού. Η φήμη του ήρθε από τις
πρώτες συνθέσεις του και ανέλαβε
αρχιμουσικός στην αυλή του πρίγκιπα
Εστερχάζυ. Αναγνωρίστηκε σαν πατέρας
και δάσκαλος της νεότερης μουσικής και
ήταν παράδειγμα ηθικού ανθρώπου για
τους συγχρόνους του. Η καλλιτεχνική
του ζωή αποκαλύπτει την ευσυνειδησία
ενός μεγάλου καλλιτέχνη που προετοίμασε
το έδαφος για τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν
τον Σούμπερτ.
vii
Μπετόβεν, Ludwig
van
Beethoven.
[Βόννη1770- Βιέννη 1827] Από τους μεγαλύτερους
Συνθέτες όλων των εποχών. ‘Όταν ο
Μότσαρτ τον άκουσε στα δεκαπέντε του
χρόνια να παίζει πιάνο είπε: «Προσέξτε,
πιστεύω ότι θα κάνει τον κόσμο να μιλάει
γι αυτόν». Ανάμεσα στο εξαιρετικά
πλούσιο έργο του συγκαταλέγονται οι
εννέα Συμφωνίες του . Η τελευταία του,
η «ΕΝΑΤΗ» έγινε πανανθρώπινο σύμβολο
ΕΙΡΗΝΗΣ. Μεγάλοι συνθέτες αναγνώρισαν
την αξία του όπως Ο Λιστ, ο Σούμαν, ο
Μέντελσον , ο Μπερλιόζ , ο Σούμπερτ. Ο
Βάγκνερ μάλιστα παρομοίασε την κωφότητα
του Μπετόβεν με τη φωτεινή τυφλότητα
του Μάντη Τειρεσία. Σαν ένα πνεύμα
Παγκόσμιο θα μείνει στην αιωνιότητα
ο Λούτβιχ Βαν Μπετόβεν..
viii
Ικγόρ Στραβίνσκ [Stravinsky].
Ρώσος Συνθέτης [1882-1971]. Μαθητής του
Ρίμσκυ-Κόρσακοφ . Με «Το πουλί της
φωτιάς» που έγραψε για τα Ρώσικα Μπαλέτα
αποκαλύπτεται η μεγαλοφυΐα του.
Ακολούθησαν ο «Πετρούσκα», η «Ιεροτελεστία
της Άνοιξης» όπου αναδεικνύεται η
πρωτοτυπία και η ευρηματικότητά του.
Το έργο του γίνεται η βάση των πειραματισμών
που θα ακολουθήσουν στις αρχές του 20ου
αιώνα. Το 1914 έφυγε οριστικά από τη Ρωσία.
Έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι. Στο
Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο πήγε στις ΗΠΑ και
το 1945 πήρε την Αμερικάνικη υπηκοότητα
Έχει αφήσει σημαντικότατο έργο.
ix
Νικόλαος Γύζης. Έλληνας ζωγράφος. Τήνος
1842 Μόναχο 1901. Σπούδασε στη σχολή Καλών
Τεχνών της Αθήνας και του Μονάχου, με
υποτροφία του Ιδρύματος του Ναού της
Ευαγγελιστρίας της Τήνου. Μαθήτευσε
στο εργαστήρι του σημαντικότερου
ζωγράφου της Βαυαρίας του Πιλότυ. Έργα
του υπάρχουν στην Ελλάδα, Εθνική
Πινακοθήκη, Μουσείο Μπενάκη Συλλογή
Κουτλίδη και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές.
Στο εξωτερικό, στη Νέα Πινακοθήκη και
στην Ακαδημία του Μονάχου καθώς και
στη Λέσχη των Καλλιτεχνών. Ιδιαίτερη
θέση στο έργο καταλαμβάνουν οι
προσωπογραφίες, που μαζί με τα μεγάλα
έργα του, τις νεκρές φύσεις και τα άπειρα
σχέδιά του μαρτυρούν το ταλέντο, την
οξυδέρκεια και τη ευφυΐα του.
x
Σοφοκλής. Αντιγόνη, [Αίμων] [ στ.683]
xi
Ευριπίδης .Άλκηστης [στον Άδμητο][στ.301].
xii
Αισχύλος . Ευμενίδες,[ Χορός] [στ.525].
xiii
Αλμπέρ Καμύ [Albert
Camus].
Ο επαναστατημένος Άνθρωπος.
xiv
Φάουστ του Γκαίτε . Μετ. Ι.Ν Θεοδωρακόπουλος.