Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Όλοι σίγουρα θυμόμαστε τη σπουδαία μας ηθοποιό Γεωργία Βασιλειάδου και μάλιστα στις μεγάλες επιτυχίες της. Ειδικά τώρα με την τηλεόραση, που συχνά δίχως μέτρο – η αλήθεια να λέγεται – προβάλει αυτές τις ταινίες του ονομαζόμενου «καλού, παλιού ελληνικού κινηματογράφου», η ταλαντούχος αυτή κωμικός όχι μόνο επαναφέρεται στην επικαιρότητα, αλλά γίνεται γνωστή και στις νεότερες γενιές, οι οποίες δεν είχαν την τύχη να την παρακολουθήσουν στο «Lux», το «Πάνθεον», το «Ακροπόλ» ή το «Άστρον» κάποιο ζεστό, καλοκαιριάτικο βράδυ, τρώγοντας πασατέμπο και με την μυρωδιά του αιγοκλήματος και του τζαντζαμινιού, αλλά την χαίρονται στην μικρή τους οθόνη, με άλλες γεύσεις και διαφορετικές μυρωδιές.
Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της η μαυρόασπρη – γι’ αυτό και γοητευτική – ταινία «Η θεία από το Σικάγο», την οποία αληθινά άπειρες φορές, χωρίς ποτέ να την βαρεθούμε, την έχουμε απολαύσει. Η ελληνική κοινωνία της εποχής παρουσιάζεται ανάγλυφα σ’ αυτήν, τονισμένη άριστα από την πένα του Αλέκου Σακελλάριου. Κορίτσια ντυμένα σαν καλόγριες, κουρτίνες που τραβιούνται για να κρύψουν και πολλά άλλα, τονίζουν τη νοοτροπία μιας εποχής και καυτηριάζουν συνήθειες. Η λύση -και «έξοδος»- έρχεται απ’ την Αμερική των μεταναστών και μαζί μ’ αυτά και η απελευθέρωση.
Βέβαια η χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας, αυτή που έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου και συχνά ανεπιτυχώς – τα μεγάλα μια φορά συμβαίνουν – επαναλαμβάνεται, είναι αυτή με τις βίκες, που όχι τυχαία πέφτουν απ’ το μπαλκόνι προς ανεύρεση γαμπρού. Η μέθοδός τους, μάλιστα, αποδεικνύεται αλάνθαστη, τόσο, που κι αυτή η, όχι και τόσο ευειδής, πρωταγωνίστρια βρίσκει το ταίρι της ή πιο σωστά το ξαναβρίσκει.
Η σκηνή αυτή, όμως, δεν είναι και η μόνη σημαντική της ταινίας. Υπάρχουν και άλλες, όχι τόσο διάσημες, αλλά εξίσου αξιόλογες, τις οποίες ανακαλύπτεις όχι στην πρώτη, αλλά στην δεύτερη ή τρίτη «ανάγνωση». Μια απ’ αυτές, που θα μας απασχολήσει στο σημερινό μας κείμενο, είναι εκείνη της σαρωτικής αλλαγής στα παλιά έπιπλα του σπιτιού και της αντικατάστασή τους με άλλα, μοντέρνα και σύγχρονα.
Η εκ του Σικάγου, λοιπόν, ερχόμενη ή μάλλον επανακάμψασα θεία, βλέπει σαν παλιατζούρες όλα τα αντικείμενα του σπιτιού του απόστρατου αξιωματικού αδελφού της και τα αντικαθιστά με την αμερικάνικη αισθητική της. Το σπίτι αλλάζει μορφή και παράλληλα τροποποιείται και η καθημερινότητα των ενοίκων του. Η μιζέρια φεύγει και η πρόοδος έρχεται.
Αυτά, βέβαια, με την «ανάγνωση» και την ματιά της εποχής της ταινίας και με την νοοτροπία, που βιωνόταν. Σήμερα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, μια και τα παλιά αυτά έπιπλα τα θεωρούμε – και πολύ σωστά μάλιστα – αντίκες και όχι μόνο δεν τα πετάμε, αλλά πληρώνουμε κυριολεκτικά «ένα μάτι» για να τ’ αποκτήσουμε. Όσοι τα έχουν δε στο σπίτι τους, δεν θεωρούνται παλιομοδίτες, αλλά αντίθετα δείχνουν καταγωγή και τονίζουν καλή προέλευση και ιστορία.
Με λίγα λόγια «η θεία απ’ το Σικάγο», σ’ αυτήν τουλάχιστον τη σκηνή, δεν μπορεί να δει πιο πέρα, αλλά αποδεικνύεται κοντόφθαλμη. Αλλάζει γιατί δεν γνωρίζει. Πετά γιατί δεν είναι σε θέση να διακρίνει την αξία των φτιαγμένων με μεράκι πραγμάτων. Ακολουθεί το μοντέρνο, επειδή είναι απαίδευτη και ανιστόρητη. Γιατί άλλο το καταφερτζού, άλλο το ικανή.
Κάτι τέτοιο, νομίζω, συμβαίνει και με όλους αυτούς, που τέτοια εποχή, κόβουν βασιλόπιτα, αγνοώντας και εξοστρακίζοντας την δική μας, πατροπαράδοτη «κουλούρα».
Η πίτα αυτή του «Ουρανοφάντορος» Αγίου ήρθε εσχάτως στο νησί μας και καμιά σχέση δεν έχει με την παράδοσή του. Αντίθετα η «κουλούρα» χάνεται στα βάθη της παράδοσής μας και έχει συμβολισμούς και πλούσια λαογραφία. Υμνήθηκε από τον Ιωάννη Τσακασιάνο στους «Σπουργίτες» του και είναι, θέλω να πιστεύω», ένα από τα εμβλήματα και τα χαρακτηριστικά της τζαντιώτικης νοοτροπίας και ένα από τα δείγματα του ιόνιου πολιτισμού.
Λένε πως η ίδια συμβολίζει το αστέρι, που οδήγησε τους Μάγους, στο νεογέννητο Χριστό, ο οποίος είναι το «ηύρεμα», που φέρνει τύχη σ’ όποιον το βρει. Τα ξύλα, που πάνω της σταυρώνεται είναι ο Αδάμ και η Εύα, οι οποίοι καίγονται στην κόλαση, λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, που διέπραξαν. Η σπονδή με το κρασί και το λάδι απεικονίζει τα δώρα του ερχόμενου στη γη Θεού, ενώ η αναζωπύρωση της φωτιάς, που γίνεται μ’ αυτά, προεικονίζει την Ανάσταση του Θεανθρώπου και την νίκη του θανάτου και της ανθρώπινης θνητότητας.
Κι αυτά δεν είναι τα μόνα. Υπάρχουν και τα σμπάρα, που ρίχνονται «για τον Ηρώδη», το πρωτόκολλο του μοιράσματος των κομματιών, η συνοδεία της βραστής μπροκολίνας και πολλά άλλα, που την κάνουν να διαφέρει από την βασιλόπιτα και της δίνουν την δική της αξία και μοναδικότητα.
Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι εκείνη η ποιητική και περιεκτική λέξη «ηύρεμα», η οποία μπορεί ν’ αντισταθεί και να νικήσει το αβασάνιστο και πρόχειρο «φλουρί». Μα για να δεις την διαφορά χρειάζεται παιδεία και γνώση.
«Η θεία απ’ το Σικάγο» στην κλασσική αυτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου πέταξε, για χάρη ενός εφήμερου μοντερνισμού, βαρύτιμα και χειροποίητα έπιπλα στα σκουπίδια. Αργότερα, χωρίς να το έχει προβλέψει, η ιστορία την ανάγκασε να τα αγοράσει σε διπλή και τρίδιπλη τιμή από κάποιον επιδέξιο παλαιοπώλη, για να βρει την ταυτότητά της και να δείξει καταγωγή.
Ας μας προβληματίσει. Είναι στ’ αλήθεια άδικο να ξαναγοράζεις το δικό σου, που πέταξες ή πούλησες για «ένα κομμάτι ψωμί».
Σαν γνήσιοι Ζακυνθινοί ας αφήσουμε τις βίκες να πέφτουν από τα μπαλκόνια μας μονάχα στο «Κομμάτι» του εωθινού του Μεγάλου Σαββάτου. Έτσι θα εξακολουθούμε να ζούμε την δική μας Gloria.
Είναι πραγματικά αυτό που μας αξίζει.