Γράφει και επιμελείται ο Παύλος Φουρνογεράκης
…1η Μάη 1941 ένα ιταλικό υδροπλάνο στο λιμάνι της Ζακύνθου αποβιβάζει τον ταγματάρχη των αλεξιπτωτιστών Μάριο Τζοβάνοβιτς. Στη Νομαρχία υποστέλλεται η γαλανόλευκη για χάρη της τρίχρωμης ¨γκλοριόζας¨ ιταλικής. Το νησί παραδίδεται στη δουλεία του φασισμού όχι όμως και οι ψυχές,. Μελανοχίτωνες στρατιώτες, η ιταλική αστυνομία φινέτσα, πυροβόλα, όπλα, πυρομαχικά αποτελούν το νέο ντεκόρ στο Φιόρο του Λεβάντε. Μια μικρή μπάντα θα παίζει τακτικά φασιστικά και στρατιωτικά εμβατήρια. Κύρια δε και συνεχώς το εμβατήριο της φασιστικής νεολαίας ¨Τζοβινέτσια¨. Στρατωνίζονται στα σπουδαιότερα σημεία του νησιού και εγκαθιστούν τον οπλισμό τους, διασφαλίζοντας την κατοχή, διοίκηση και επικράτηση στο Ιόνιο. Έχει προηγηθεί η κατοχή της γειτονικής Κεφαλονιάς.
Το φθινόπωρο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (7-9-1943), ήλθαν οι Γερμανοί. 3-4 στούκας πετούν πάνω από την πόλη, με τρομακτικούς μυκηθμούς και βόμβους. Κάνουν ελιγμούς, ανυψώσεις και κάθετες εφορμήσεις. Ήταν μια προειδοποίηση για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει σε περίπτωση προβολής αντίστασης. Και ταυτόχρονα, ένα πρώτο πεζοπορικό τμήμα δύναμης διλοχίας αποβιβάζεται στο λιμάνι. Στρατωνίζονται στην πλατεία Σολωμού και στα γύρω κηπάρια. Διασκορπίζονται στο υπόλοιπο νησί. Είχε προηγηθεί η κατάληψη των άλλων νησιών με μάχες Γερμανο-ϊταλικές.
Την ίδια τύχη και το χωριό Λιθακιά, θυμούνται οι σημερινοί γέροντες και γερόντισσες…
«Τι μας θυμίζεις, δύσκολα χρόνια! Στέρηση, πείνα, φτώχεια, κακουχία, βασανιστήρια. Όταν ήλθαν οι Ιταλοί στο χωριό έψαξαν και βρήκαν τα καλύτερα σπίτια και τα επίταξαν. Μας πέταξαν έξω, κοιμόμαστε σε σταύλους ή σε συγγενείς. Ύψωσαν την ιταλική σημαία κι έσπειραν το φόβο και τον τρόμο. Η πρώτη τους φροντίδα ήταν να φτιάξουν πυροβολεία στο λοφίσκο του Αγίου-Σώστη. Μας έκοψαν όλα τα κυπαρίσσια και άλλα δένδρα κι έφτιαξαν κρυψώνες για τα όπλα και τα πυρομαχικά. Το πολυβολείο ήταν τσιμεντένιο. Δεν τα έφτιαξαν μόνοι τους. Κάθε μέρα αγγάρευαν τους χωριανούς για να τους κάνουν δουλειές. Εμείς τα χτίσαμε, οι πατεράδες μας. Κρυβόμαστε για να μη μας αγγαρέψουν. Πολλές φορές κοιμόμαστε στ΄ αμπέλια και στο λόγγο για να μη μας πιάσουν, δεν ήταν εύκολο. Παίρνανε και τα άλογα και τα βόδια τα κάρα μας, ό,τι είχαμε. Περιπολούσαν κάθε νύχτα, στήσανε φυλάκια, στο δρόμο για το Κερί στου Δεσύλα κι έπρεπε όποιος πέρναγε να χαιρετάει την ιταλική σημαία..
Κρύβαμε ούλα τα υπάρχοντά μας, τσι τροφές μας κι αν είχαμε τίποτε χρυσαφικά. Σκάβαμε λάκκους μες το σπίτι και βάζαμε το λάδι μας και το κρασί μας, πατάτες, στάρι, τα πιο απαραίτητα. Πολλές φορές τρύπαγε το βαρέλι και πηγαίνανε χαμένα. Είχαμε έλλειψη, ορισμένοι που είχανε βάρκα κάνανε εμπόριο στην Πελοπόννησο. Πηγαίνανε λάδι και φέρνανε πατάτες και στάρι ρεβύθια, κουκιά. Γινότανε κρυφά, όλο νύχτα, με κίνδυνο. Ορισμένοι πέσανε σε ναρκοπέδιο, σκοτωθήκανε, άλλοι αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω από τις βολές των πυροβόλων, σ΄ άλλους κατάσχεσαν το εμπόρευμα και το καΐκι. Υπήρχαν και οι προδότες που έλεγαν στους Ιταλούς τις κινήσεις μας και ό,τι ήξεραν για τα υπάρχοντά μας.
Το Δημοτικό ήτανε στο προαύλιο τη εκκλησίας της Φανερωμένης. Κάναμε κάθε μέρα ιταλικά, μας μάθαιναν τραγούδια και συνθήματα για το φασισμό. Γι αυτό κι εμείς αντιδρούσαμε και δε μάθαμε καθόλου αυτή τη γλώσσα, τη μισούσαμε. Καταλαβαίναμε, παρόλο που ήμαστε μικροί.»
«Αυτά τα γράμματα στον τοίχο είναι από τότε που είχαν επιτάξει οι Ιταλοί το σπίτι μας. Εδώ ήτανε το ιατρείο τους. Ήταν ένας γιατρός που είχε φέρει κινίνο διαφορετικό από το δικό μας κι όσοι δεν φοβόντουσαν ερχόντουσαν να τους γιατρέψει. Το σπίτι είχε μεγάλη κουζίνα και το είχαν κάμει μαγειρείο για τους στρατιώτες, παίρνανε συσσίτιο και οι γειτόνοι. Στην αποπάνω κάμαρα θυμάμαι όπλα, πολλά όπλα στη σειρά και πολλές κονσέρβες. Μας είχανε πάρει και το βόδι μας και το σφάξανε, τα πήρανε και από άλλους, ο καθένας με τη σειρά του. Αργότερα που ήλθανε οι Γερμανοί φύγανε οι Ιταλοί και ξαναπήγαμε στο σπίτι μας.»
«Εμείς που είχαμε καΐκια αναγκαζόμαστε τσι πιο πολλές φορές να ψαρεύουμε και να τσου δίνουμε τα ψάρια. Ψάρευα μήνες για τσου Γερμανούς και δε μου άφηναν ούτε ένα ψάρι. Απαγορευότανε να ψαρέψουμε πίσω στα Δυτικά, είχανε φύλακες στο φάρο του Κεριού και δεν μπορούσες να περάσεις. Μια φορά που πήγανε εφόδια στα Στροφάδια, στο γυρισμό τους χτυπήσανε από το Πυργί της Πελοποννήσου και τους κρατήσανε για καιρό αιχμάλωτους. Ήμουνα κι εγώ στο ΕΑΜ, ήμουνα βέβαια μικρός, ούτε είχα όπλο».
«Πείνα και ξυλοδαρμό αλλά και αντίσταση στον εχθρό θυμάμαι. Οι Ιταλοί είχανε επιτάξει όλα τα σπίτια που ήτανε κοντά στη θάλασσα. Εμείς είχαμε καΐκι, είμαστε ψαράδες. Ψαρεύαμε μόνο μέρα αλλά κάναμε και λαθρεμπόριο στην Πελοπόννησο. Φεύγαμε βράδυ με τα κουπιά και με πανί. Αν καταλαβαίναμε ότι δε θα προλαβαίναμε, διανυκτερεύαμε στο Πελούζο και φεύγαμε το άλλο βράδυ. Μια φορά φέραμε 35000 τσιγάρα. Μας προδώσανε, μας πιάσανε και φάγαμε πολύ ξύλο για να μαρτυρήσουμε. Εμένα με φυλακίσανε τρεις μήνες στη Φινάτσα. Οι Ιταλοί θέλανε την προδοσία και σε λιανίζανε στο ξύλο. Οι Γερμανοί δε θέλανε, ήτανε πιο σκληροί, σκοτώνανε πιο εύκολα. Μόνο τσου χτύπους από τσι αρβύλες να άκουγες όταν κάνανε περίπολο, καταλάβαινες…
Ορισμένοι κάναμε αντίσταση, γραφτήκαμε στο ΕΑΜ. Μπολσεβίκους μας ελέγανε, γιατί είμαστε κομουνιστές. Είμαστε καμιά δεκαπενταριά εδώ στο χωριό, στη Λιθακιά δεν έγιναν πολλά. Κόβαμε το καλώδιο του τηλεφώνου από του Βεζάλ για να μην έχουν επικοινωνία με τη Λιθακιά. Επίσης εκεί στο Αη-Σώστη, όπου δεν είχε βράχο, είχανε περίφραξη με πασσάλους και αγκαθωτά σύρματα. Μια φορά πήγαμε και τα κόψαμε, τότε που έφευγαν οι Ιταλοί κι ερχόντουσαν οι Γερμανοί. Φυλάγανε τη θάλασσα και στον Κορνό, εκεί υπήρχαν τρεχούμενα νερά, τώρα κοντεύουν να στερέψουν. Τσι 10 του Σεπτέμβρη του ΄44 Εαμίτες χτύπησαν μία γερμανική περίπολο στα Κατάραχα και σκότωσαν ένα στρατιώτη. Ήθελαν να εμποδίσουν τσι αγγαρείες, οι Γερμανοί έφευγαν και ήθελαν να τσου μεταφέρουμε τα πράγματά τους. Οι Γερμανοί ανταπόδωσαν πυροβολισμούς και τραυμάτισαν ένα δικό μας., το Νιόνιο το Σούλη και μετά κυνήγησαν στο Λαγκάδι και σκότωσαν το Γιάννη τον Μποζίκη. Στη συνέχεια κουβάλησαν το νεκρό τους στρατιώτη στον ΄Αη-Σώστη που ήταν οι σκηνές τους και το αρχηγείο τους. Εξοργίστηκαν οι Γερμανοί, γύρισαν τα πυροβόλα προς το χωριό και γκρέμισαν αρκετά σπίτια, χτύπησαν και την εκκλησία του Άη-Γιάννη. Μετά έφυγαν, τέλειωσε ο πόλεμος. Άρχιζε μια πιο δύσκολη περίοδος, εκείνη του εμφύλιου, αλλά αυτά άστα τώρα, να πεθάνουμε πρώτα εμείς να μην τραυματιζόσαστε οι νεότεροι».
Βιβλιογραφία:
Ιωάννη Μάργαρη, Η εποποιία της Εθνικής Αντίστασης 1941-44.
Πληροφορητές κατά σειρά:
Ζωή Φουρνογεράκη, Αναστάσιος Φουρνογεράκης, Νικόλαος Αλιάζης, Θεόδωρος Κλάδης.