Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης
Μαλακώνει ο καιρός τα ασβεστοκτισμένα σπίτια, όταν σέρνει την αλμύρα από τη θάλασσα της Όστριας. Ο Σιρόκος της παρέδωσε το ισοκράτημα κι εκείνη το γλύκανε, παραμονή Χριστουγέννων, για να μην ξεφεύγει η χαρμονή από τους ήχους της καμπάνας, την ώρα που το φως της ημέρας παραδινόταν στον αστερισμό της φάτνης.
Λες και μαλάκωσαν τα σιδερένια πέταλα της καστανόξανθης φοράδας που ανηφόριζε στα κατάραχα, φορτωμένη με «τα δώρα των μάγων» για τη γιορτή της γέννας. Τλακ-τλοκ, τλακ-τλοκ σε ρυθμό allegro, σαν να το υπάκουε σ΄ αόρατο μετρονόμο κτυπούσαν τα πέταλα στο χωμάτινο δρόμο και πιτσίλιζαν το νερό της βροχής από τις λακκούβες και τα νεροφαγώματα του χειμώνα. Δυο σακιά ελιές ισοσταθμισμένα στη σέλλα, το πολύχρωμο αργαλίτικο σακούλι με το μπρόκολο για το δείπνο της νηστείας, από τη μια μεριά, με λίγα λεμόνια ανάμεσά του, και μια γέρικη κότα δεμένη από την άλλη, για το αυγολέμονο στο γιορτινό τραπέζι. Και στο πιο ψηλό σημείο ξαπλωμένο το μικρό δεντράκι λικνιζόταν στο τέμπο του αλογίσιου βαδίσματος. Ένα κλαδί από θηλυκό κυπαρίσσι ήταν, με τα μήλα του γυαλισμένα από την ψιχάλα, για να στολίσει τη σερβάντα στη μεγάλη σάλα. Ο πατέρας-μάγος, πεζός, μαζί με την κατσίκα ακολουθούσαν το ρυθμό να προλάβουν να ΄ναι έτοιμοι στην ώρα τους, στο ραντεβού της υποδοχής του μικρού Χριστού.
Η κάρυνη σερβάντα με το μεγάλο καθρέφτη περίμενε καρτερικά, απαστράπτουσα, κάτω από τις μεγάλες κορνίζες με τους προγόνους, ανάμεσα στις δίφυλλες εσωτερικές πόρτες. Στεκόταν αντικριστά στον καναπέ κι αγκάλιαζαν μαζί τη στρογγυλή ροτόντα κάτω από την κρεμαστή λάμπα πετρελαίου με το μεγάλο καπέλο και το περίτεχνο φυσητό γυαλί. Η μάνα είχε ξεσκονίσει και την τρίφυλλη ντουλάπα των ρούχων που ποζάριζε με τα σκαλίσματά της, απέναντι από την είσοδο με τα πελεκητά αγκωνάρια. Είχε σηκωθεί νωρίς να ζυμώσει το ψωμί και τη χριστουγεννιάτικη κουλούρα, να κάψει το φούρνο με ελίτικες τσίμες από τις ντόπιες, να κάμει το νοικοκυριό της…
Ώς κι οι καμπάνες της Φανερωμένης άρχισαν να χτυπάνε από τη χαρά τους, μόλις κατέβηκε το κλαδί-δεντράκι από την ψηλή φοράδα. Έφτανε βλέπεις και η ώρα του Εσπερινού. Εκείνο στήθηκε καμαρωτό μπροστά στον καθρέφτη, πάνω στη σερβάντα κι έμοιαζαν τα κλαδιά του ισόγυρα σαν κορυφή κυπαρισσιού! Ποτέ δεν έκοβε την κορφή του ο πατέρας. Τ' αγαπούσε τα κυπαρίσσια, τα σεβόταν, φρόντιζε να μεγαλώσουν, να κάμουν τον κύκλο της ζωής τους, να δείξουν την αξία τους, κομμένα και προσαρμοσμένα στις στέγες, τα ταβάνια και τα πατώματα των σπιτιών, στα παραθυρόφυλλα, στα μικρά καρνάγια των πλεούμενων, ακόμα και στα εργαλεία της ελιάς… Γυάλινες καμπανίτσες κι αγγελάκια, πολύχρωμα φουσκωτά μπαλόνια και απλωμένα λευκά μπαμπάκια στόλιζαν σιγά-σιγά τα κλαδιά του μικρού χριστουγεννιάτικου δέντρου σε μια μινιμαλιστική εκδοχή της αισθητικής, που είχε να κάνει με τα μέσα και τις οικονομικές δυνατότητες της εποχής.
Το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε απλωθεί ακόμα στο ήσυχο χωριό, μόνο ο θόρυβος από το κοντινό λητρουβείο και η μουσική της θάλασσας από το πεταλωτό ηχείο του αμμουδένιου κόλπου έσβηναν τη σιωπή της φύσης τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Μικρά κεράκια από μανουάλια της εκκλησίας δέθηκαν με χρωματιστές κορδέλες στα κλαδάκια του δέντρου κι η γωνιά της σερβάντας με το μικρό δεντράκι έγινε γιορτινό εικονοστάσι.
Πέντε μέρες πριν, αρχίζουν τα προεόρτια της γιορτής των Χριστουγέννων στις εκκλησίες(1) κι ο παππούς έψελνε προεόρτιους ύμνους:
«Δεύτε άπαντες, Χριστού γενέθλια, πιστώς προεορτάσωμεν και νοητώς ύμνον, ως αστέρα προβαλλόμενοι, μαγικάς δοξολογίας, μετά ποιμένων βοήσωμεν. Ήλθεν η σωτηρία των βροτών, εκ παρθενικής νηδύος, πιστούς ανακαλέσασθαι.»
(Ελάτε όλοι με πίστη ας προεορτάσουμε τα Γενέθλια του Χριστού και νοερά τον ύμνο προβάλλοντάς τον ως αστέρι, ας κραυγάσουμε μαζί με τους μάγους και τους ποιμένες δοξολογίες. Ήλθε η σωτηρία των θνητών, από κοιλιά παρθενική, να ξανακαλέσει τους πιστούς.)
- Μαμά, ποιοι είναι οι μάγοι και ποιοι οι ποιμένες, εμείς τι θα κάνουμε για το Χριστό;
«Αφορώντες εις Χριστόν, ταπεινούμενον υψωθώμεν εκ χαμαιζήλων παθών, ζήλω δε καλώ μη φρονείν υψηλά, πίστει παιδευθέντες, εν πνεύματι ταπεινωθώμεν, όπως τον τικτόμενον, εν υψοποιοίς έργοις υψώσωμεν.»
(Κοιτάζοντας το Χριστό που ταπεινώνεται ας υψωθούμε, από πάθη που χάμω μάς κυλούν. Με ζήλο καλό ας μάθουμε από την πίστη να μη φρονούμε υψηλά κι ας ταπεινωθούμε πνευματικά έτσι, ώστε με τα υψηλά έργα μας να υψώσουμε Αυτόν που γεννιέται.)
-Μαμά, θύμισέ μου τι άλλο έψαλε προχθές ο παππούς;
«Κύριε και Θεέ μου, γενέθλιον ύμνον και προεόρτιον, ωδήν σοι άσομαι, τω τη Γεννήσει σου θείαν, αναγέννησιν διδόντί μοι, και εις την προτέραν με, ευγένειαν ανάγοντι.»
(Κύριε και Θεέ μου, ύμνο προεόρτιο και γενέθλια ωδή θα Σου ψάλω, σε Σένα που χάρη στη θεία Σου γέννηση μου έδωσες αναγέννηση και με ανήγαγες στην αλλότινή μου ευγένεια.)
- Ο Θεός θέλει να είμαστε ευγενικοί και καλοσυνάτοι, ν΄ αγαπάμε τους ανθρώπους και να φροντίζουμε τους φτωχούς και τους ανήμπορους. Να είμαστε απλοί και ταπεινοί σαν τους βοσκούς που πήγαν να του προσφέρουν τη ζεστασιά με τα χνώτα των ζώων τους. Να πιστεύουμε στη βοήθειά του, να τον δοξάζουμε και να τον υμνολογούμε.
- Εμείς πότε θα ψάλουμε το «Η Γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών…»;
- Μα την ώρα που θα ανάψουμε τη φωτιά και θα κόψουμε την κουλούρα, να δούμε ποιος θα ναι ο τυχερός! Ευλογημένος από τη φετινή γέννηση αυτός που θα του τύχει το ηύρεμα. Εκείνος θα ανάψει και τη μεγάλη λάμπα εδώ στη σάλα μας, να χαρούμε από το φως της!
Σαν τ' αστέρι της Βηθλεέμ έμοιαζε η κρεμάμενη από το ταβάνι αναμμένη λάμπα, στο σκοτάδι της νύχτας, μέσα στη μεγάλη σάλα. Τα κεράκια του δέντρου διπλασιάστηκαν στον καθρέφτη, σαν πανηγυρικός εσπερινός σε μικρό εκκλησάκι φάνταζε ο στολισμένος χώρος και τα ζώα στο στάβλο έστελναν τους δικούς τους ήχους-ύμνους και τη ζεστασιά τους στη μικρή φάτνη κάτω από το δεντράκι της σερβάντας.
«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, και η γη το Σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει, άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι δι ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.»
(Η Παρθένος σήμερα γεννά τον Υπερούσιο και η γη στον απρόσιτο το Σπήλαιο προσφέρει. Οι Άγγελοι μαζί με τους ποιμένες δοξολογούν και οι Μάγοι με τον αστέρα οδοιπορούν. Διότι για μας γεννήθηκε, ως νέο παιδί , ο προαιώνιος Θεός.)
- Στα κρεβάτια τώρα, όλοι μαζί θα πάμε αύριο στην εκκλησία να ψάλουμε στο Χριστό και την Παναγιά, ν' αγαπηθούμε μ΄ όσους έχουμε μαλώσει, να ξεχάσουμε τις διαφορές μας, να κοινωνήσουμε να γίνουμε όλοι Ένα!
Το δεντράκι της σερβάντας έλιωσε το φως των κεριών του κι η όστρια κράτησε το ισοκράτημα για τους ψαλμούς και τους ύμνους του όρθρου και της λειτουργίας. Τ΄ άναψε και πάλι την ώρα που γέμισαν οι καρέκλες της μεγάλης ροτόντας για το γιορτινό το γεύμα…
Αξέχαστη κι η παραμονή εκείνης της πρωτοχρονιάς που άναψαν πάλι τα κεράκια στο δεντράκι πλάι στα φαναράκια της μαντολινάτας με τους νεολαίους του χωριού που σαν αηδόνια τραγούδησαν ξεχωριστά κάλαντα(2):
Άγια μέρα ξημερώνει
Ουρανόφταστη αυγή
Κι όλος ο ντουνιάς ελπίζει
Σε μια νέα χαραυγή
Ο καινούργιος χρόνος νάρθει
Με πολλές καλές χαρές
Κι ο παλιός να συνεπάρει
Τις παλιές μας συμφορές
Όλοι τώρα με τραγούδια
Ας γιορτάσουμε παιδιά
Σαν ουράνια αγγελούδια
Και μ' ελληνική καρδιά.
Χρόνια πολλά!
Ζάκυνθος 18-12-2010
Σημειώσεις:
(1) Χειμωνιάτικη Πασχαλιά του π. Thomas Hopko, εκδ. Ακρίτας
(2) Πρωτακούστηκαν την πρώτη μετακατοχική ελεύθερη πρωτοχρονιά στη Ζάκυνθο, σε στίχους και μουσική Πιέρρου Πανταζή. Από το βιβλίο: Μια βραδιά στη Λιθακιά Ζακύνθου του Θεοδ. Δ. Κάππαρη.