Ἡ νύχτα ἦταν γεμάτη μυστικὰ περάσματα
Δέντρα φωσφόριζαν στὸν κάμπο
Νερὰ βογκοῦσαν στὰ βουνά
Οἱ ἀνάσες τῆς πικρῆς δροσιᾶς
Φυγάδευαν τὰ πράγματα σὲ ἄλλες διαστάσεις
Καὶ στὴν ἀπελπισία ποὺ ἔφερνε
Ὁ ἄνεμος τῶν μακρινῶν κραυγῶν
Ὁ κόσμος ράγιζε
Ἡ στάθμη ἀνέβαινε ὅλο καὶ πιὸ ψηλά
Τότε ἦταν ποὺ τὸ χλωμὸ φεγγάρι
Ψιθύρισε στ’ ἀρχέγονα φυτά:
«Εἶναι κανεὶς ἐδῶ; Εἶναι κανεὶς ἐδῶ;»
Μονάχος σήκωσα τὸ βάρος τῆς ἀπάντησης
Σκληρὸς μέσα στὰ φάσματα τῶν ἄστρων:
«Δὲν εἶναι πιὰ κανεὶς ἐδῶ
Δὲν εἶναι πιά – Κανείς – Ἐδῶ»
[Από την ποιητική συλλογή: ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, 1986.
Στη φωτογραφία τοπίο από την Βούναινα Καρδίτσης]