© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Ανθούλας Δανιήλ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ - ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΕΙΣ (δοκίμιο)

  πρώτη δημοσίευση  


Το 1911, που αποχωρούσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης από τη ζωή, ερχόταν ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο πρώτος δεν ήταν δυνατόν να γνωρίσει τον δεύτερο, ενώ ο δεύτερος δεν ήταν  δυνατό να αγνοήσει τον πρώτο∙  αντιθέτως, επρόκειτο να τον λατρέψει και να του δώσει εξέχουσα θέση στο έργο του. Αν υπολογίσουμε «τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ’ ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση»[1], λέει ο Ελύτης. Κι αυτή η Ποίηση είναι που θα γλιστρήσει αθέατα από τις σελίδες του Παπαδιαμάντη και μέσα από μυστικές διαδρομές θα επανακάμψει «αλλιώς ωραία», αλλά και ίδια στους στίχους του Ελύτη, όπως θα δούμε παρακάτω. Τυχαία η χρονολογική σύμπτωση θανάτου του ενός και γέννησης του άλλου; Ποιος ξέρει. Η φύση πάντως απεχθάνεται τα κενά.
Η μνημόνευση του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη στο Άξιον Εστί έχει την αιτιολογία της λαλιάς «που δεν ξέρει από ψέμα». Αυτό και μόνο, η αλήθειά τους, αρκεί ώστε οι δύο λογοτέχνες μας να συνυπάρχουν στους στίχους:

Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Ο θαυμασμός του Ελύτη για τον Παπαδιαμάντη θα αναπτυχθεί και διεξοδικά θα αναλυθεί στο δοκίμιό του «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη»[2] όπου θα εξάρει την προσωπικότητα του Σκιαθίτη πεζογράφου και θα αναδείξει τις αρετές του έργου του που δεν είχαν επισημανθεί ή, έστω, προβληθεί∙ κι έτσι θα δούμε το τι, το πώς και το γιατί ο ένας ο παραδοσιακός, με την καθαρεύουσα γλώσσα του, την εκκλησιαστική, την γραφειοκρατική, την επίσημη κολλαριστή, πλάι στην απλή αθηναϊκή ή σκιαθίτικη νησιωτική, θα γοητεύσει τον άλλο, τον νέο, το μοντέρνο, τον επαναστάτη που αρπάζει τον υπερρεαλισμό, ξεθηκάρωτο σπαθί, και τον κραδαίνει εναντίον των προκαταλήψεων και  στις «ενωμοτίες ολόκληρες λογίων με χοντρά μυωπικά γυαλιά και νευρωτικούς κοντυλοφόρους»[3] καθώς επίσης  και εναντίον πλήθους από «συντεταγμένους  διοπτροφόρους» που «νομοθετούν στο όνομα της ρυτίδας και των ψηφιακών αριθμών»[4] Το σπουδαιότερο  ίσως είναι το ότι θα βοηθήσει εμάς να απεμπλακούμε από την ταμπέλα του «κοσμοκαλόγερου». Πέρα όμως από αυτά που φανερά θα πει ο Ελύτης για τον Παπαδιαμάντη είναι πολλά και τα άλλα που στην ποίησή του θα περάσουν «ανεπαισθήτως».
Ο Ελύτης  και ο Παπαδιαμάντης έχουν το χάρισμα να ανήκουν στις «ωραίες μειοψηφίες»[5], οι οποίες όμως έχουν τον τρόπο και να συγκλίνουν. Και είναι κάμποσα τα δείγματα αυτής της σύγκλισης. Ας αρχίσουμε από το ότι και οι δύο αγαπούν τη θάλασσα. Και οι δύο ακούνε τα πλάσματα της φύσης και, για την αφόρμηση αυτής της μικρής μελέτης, «το μοιρολόγι της φώκιας»  ο ένας στο ομώνυμο διήγημα,  «τις φώκιες τις μικρές … που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα» ο άλλος, στο Άξιον Εστί («Τα Πάθη», ΙΑ΄): 

Ανοίγω το στόμα μου και κοκκινίζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα

Το «Μοιρολόγι της φώκιας» φτάνει στον Παπαδιαμάντη, ενώ «στις φώκιες τις μικρές» φτάνει ο λόγος του Ελύτη, παραμένοντας για την ώρα μάλλον προβληματικό εκείνο το σχόλιο για τη φώκια που «ήρχισε να περιτριγυρίζη και να μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της» το σώμα της Ακριβούλας, όπως μας πληροφορεί ο Παπαδιαμάντης. 
           Μια άλλη σύγκλιση, νομίζω, ότι είναι οι «κουκουναριές», όπου «την άγκυρα φουντάρει» το τρελοβάπορο[6] του Ελύτη, υποθέτω πως για  τις κουκουναριές της Σκιάθου πρόκειται, αφού αυτές είναι οι πλέον γνωστές και προβεβλημένες ελληνικές κουκουναριές. Μια άλλη σύγκλιση υπολανθάνει στο ακόλουθο ελυτικό απόσπασμα:

Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και που
        θ’ ακούγονται και……………………….      
                                       Μικρές θεές προαιώνια νέες
Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια
      γύρω μου άδοντας θα συναχτούν
Τότε που του καθενός τα βάσανα εξαργυρώνονται
……………………………………………………

Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη
     κι άδεια χαμένη στα πελάγη της[7]

Οι άρπες - το σουραύλι του βοσκού στο «μοιρολόγι». Τα πλάσματα με τα «πρασινωπά πτερύγια» - η φώκια.  «Θα συναχτούν» την ώρα που «του καθενός τα βάσανα εξαργυρώνονται» -ο πνιγμός. Η γη» που «θα γυρίζει ακόμα» «με μια βάρκα μαύρη κι άδεια»- η «γολέτα» που «εξηκολούθει να βολταντζάρη… αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον το δυτικόν», θέλουμε δε θέλουμε συγκλίνουν. Και τον «εσπερινόν δείπνον» της φώκιας του Παπαδιαμάντη συγκλίνει πλέον με τη «νύχτα» ή τις «νύχτες» που δεν μπορεί να αποφύγει το μοιραίο ούτε το ποιητικό υποκείμενο, ούτε η Ακριβούλα, σώματα και οι δύο στη διάθεση της αενάως κινούμενης γης-ζωής, ή στη διάθεση της περιτριγυρίζουσας το πτώμα φώκιας. 
            Επανερχόμενοι στο Άξιον Εστί βλέπουμε ότι φορέας των λόγων του ποιητή είναι το πέλαγο και «στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει» και εκείνες «κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα». Ο λόγος διαγράφει την πορεία: ποιητής> πέλαγος> φώκιες, αντίστροφη από εκείνην του κειμένου του Παπαδιαμάντη: φώκια > γέρος ψαράς> πεζογράφος. Η θάλασσα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φώκια. Οι τελευταίο στίχοι του μοιρολογιού είναι:  «Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου». Οι δύο λογοτέχνες μοιάζει να ένωσαν την αρχή και το τέλος στον κύκλο της ζωής, όπου κάνουν επίσης τον κύκλο τους καημοί, πάθια και  βάσανα. 
Παπαδιαμάντης και Ελύτης ακούνε τη φύση και τα πλάσματά της, τα οποία συμμετέχουν στα ανθρώπινα, όπως συμβαίνει και στο δημοτικό τραγούδι. Ο Ελύτης, μάλιστα, στο δοκίμιό του, γράφει για τον Παπαδιαμάντη ότι «έχει την αίσθηση της ακοής τρισδιάστατη, στην μια πιάνει τους αγέρηδες και τον παφλασμό των κυμάτων∙ στην δεύτερη …»[8]… Για την ώρα μας αρκεί η πρώτη, γιατί με αυτήν ο  Παπαδιαμάντης συλλαμβάνει την «επί φύλλου ανεμική» και την «εξ ύδατος άδουσα ροή», όπως λέει ο ποιητής για άλλο λόγο που αφορά το δικό του λόγο[9]. Στο «μοιρλόγι» βλέπουμε πως το μόνο, ας πούμε,  πρόσωπο που αντιλαμβάνεται το πνιγμό της μικρής Ακριβούλας είναι η φώκια. Κι αυτή την μοιρολογάει, στην άγνωστη για μας γλώσσα της, την οποία, ευτυχώς, «εις γέρων ψαράς εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών» μεταγλώττισε για χάρη μας:

«αυτή ήτον η μικρή Ακριβούλα /η εγγόνα της γριά-Λούκαινας.
Φύκια ’ναι τα στεφάνια της, / κοχύλια τα προικιά της …».

Οι στίχοι αυτοί μοιάζουν κάπως σαν «ενθάδε κείται η Ακριβούλα», σαν επιτάφια πληροφορία, για το κορίτσι που κανείς δεν αντελήφθη ούτε την παρουσία του ούτε την απουσία του.  Το «μπλουμ» που ακούστηκε, όταν έπεφτε από τον «απόκρημνο βράχο», η Λούκαινα πιθανολόγησε σαν ήχο από τις πέτρες που, κατά τη γνώμη της,  έριχνε στη θάλασσα εκείνος «ο σουραυλής, ο σημαδιακός και αταίριαστος». Εκείνος  ήταν «σημαδιακός και αταίριαστος» επειδή έπαιζε το σουραύλι σ’ έναν τόπο σαν τα «Μνημούρια», σ’ ένα  νεκροταφείο, όπου μια  βασανισμένη γριά έπλενε την «αβασταγή» της μοιρολογώντας. κι όπως  η ζωή παρασύρει τα πάντα χωρίς να νοιάζεται, έτσι, σαν από καπρίτσιο της μοίρας, το «μπλουμ» εκείνο δεν την ανησύχησε. Κι ο σουραυλής συνέχισε το σουραύλι του και η γριά το μοιρολόι της, χωρίς να υποψιάζεται το νέο μέλος που προστέθηκε στον  ήδη  μεγάλο κατάλογό της.
Ο Ελύτης στην Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο[10] κάνει λόγο για «τυχαία περιστατικά», τα οποία αποκτούν τη σημασία που  εκείνοι  τους δίνουν, πράγμα που παρεμφερώς επαναλαμβάνει στο ποίημα «Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο Γκίκα»:

Αλλ’ εμείς το χτίζουμε αλλ’ εμείς το κηπεύουμε
αλλ’ εμείς νύχτα-μέρα το ιστορούμε

με άλλα λόγια ο ποιητής, ο ζωγράφος και ο πεζογράφος πέραν των ακουστών ήχων αντιλαμβάνονται και τους ανάκουστους (όπως είναι και η «άφωνος γλώσσα των φωκών»), ήχους πέραν της τρέχουσας λογικής ή αισθητηριακής αντίληψης. Ο ευαίσθητος στην ακοή αντιλαμβάνεται το αθέατο, εξερευνά το άγνωστο, βλέπει το αόρατο. 
Μια άλλη ενδιαφέρουσα ανταπόκριση Παπαδιαμάντη – Ελύτη, προερχόμενη από το «Όνειρο στο κύμα», είναι η εξωτερική εικόνα του «πτωχού βοσκόπουλου εις τα όρη», που τη χτενισιά του έχουν διαμορφώσει ο Καικίας και ο Βορράς, «οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά του, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ’ αι αγριελαίαι, τα οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον», όπως της «Μαρίνας των βράχων» τα μαλλιά έχουν τη «χτενισιά της θύελλας».  Δεν είναι δυνατόν και εδώ να μας διαφύγει ο υπαινιγμός της τρικυμιώδους ζωής που έχει το ορφανό βοσκόπουλο, στο Κατάμερο ή Ξάρμενο, όπου κατέπλεαν  τα πλοία τα «ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας»,  ούτε βεβαίως η ψυχική τρικυμία που πλήττει την «Μαρίνα» του Ελύτη, σε παρόμοιο χώρο∙ βράχους και γκρεμούς.
Στην διηνεκή παλινδρόμηση της θάλασσας και διείσδυσή της στη στεριά, ανταποκρίνεται η ζωή που εισχωρεί στον θάνατο και ο θάνατος που  μπαίνει στη ζωή∙  ο βοσκός και η Μοσχούλα (που σώθηκε, η άλλη- η αίγα-  που «εσχοινιάσθη»), η Ακριβούλα που δεν σώθηκε, η Μαρίνα που αγωνιά και παραμένει με το αίνιγμά της αναπάντητο κι ο ποιητής που  ετοιμάζεται για «έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό… νύχτα και Αύγουστο»[11]
Και οι ανταποκρίσεις, σαν τα πάθια, τους καημούς και των ανθρώπων τα βάσανα, τελειωμό δεν έχουν. 

                                                                    (Αύγουστος 2013)        


[1] Οδυσσέας Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, IV, σελ. 20.
[2]  Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, «Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη» σελ. 63.
[3]  Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 132.
[4] Οδυσσέας Ελύτης, Ο Κήπος με τις Αυταπάτες, «Πρόσω Ηρέμα», σελ. 77.
[5] Οδυσσέας Ελύτης, Ο Κήπος με τις Αυταπάτες, «Τυχαία Τάχα», σελ. 27.
[6] Οδυσσέας Ελύτης, Ο Ήλιος ο ηλιάτορας.
[7] Οδυσσέα Ελύτη, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, «Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου», σελ. 7.
[8] Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, «Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη», σελ. 63.
[9] Οδυσσέας Ελύτης,  Ο Κήπος με τις Αυταπάτες, «Στη σχολή των ανέμων», σελ. 35. 
[10] Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σελ. 41
[11] Οδυσσέα Ελύτη, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, «Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου», σελ. 7.

Related Posts with Thumbnails