Ι.
Ά, ετούτη η ζάλη
ετούτη η ζάλη!
Κι είναι ο τόπος (το δωμάτιο;) γεμάτος
υδρατμούς
και καπνούς
Κι αναπνέω με δυσκολία
έναν αγέρα που δεν είναι δικός μου
που καθόλου δεν μπορώ να προσδιορίσω
τα συστατικά του
το ειδικό του βάρος
Έναν αγέρα που δεν ξέρω από πού έρχεται
Η γεύση του
δεν μοιάζει με την γεύση των τοπίων
που έχω ζήσει – έχω ζήσει;
Ένας αγέρας θά ’λεγα σκόπιμα τεχνητός
Κι αναπνέω
αναπνέω – άρα θα υπάρχω
Ετούτη η ζάλη
ετούτη η ζάλη
πώς με βασανίζει
Πώς
μου φαίνεται ότι πετάω
ότι βρίσκομαι στη μέση ενός ονείρου –πραγματικού;
Πώς μου φαίνεται ότι είμαι
πεθαμένος –να χτυπήσω ξύλο
Τι παράξενα π’ ακούω
τον ήχο που κάνουν τα δάχτυλά μου στο τραπέζι
Είναι σαν να χτυπάς το ξύλο
με τα δάχτυλα των αγαλμάτων!
Σαν ν’ ακούς άλλους ήχους
από βαθειά μέσα στην πέτρα
Μα πού είμαι;
Αναπνέω
αναπνέω – άρα θα υπάρχω
Ετούτη η ζάλη
ετούτη η ζάλη!
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα καπνών και υδρατμών
που παίρνουν χρώμα
Παίρνουν χρώ
ματα που δεν μπορώ να προσδιορίσω
Θά ’ναι η σκόνη διαλυμένων ιριδισμών
Πόσοι ήλιοι! Θά ’ναι...
Μα, τι ήθελα να πω;
Τα τοπία
κρέμονται ανάποδα μες στον καθρέπτη
Στα κάδρα - ποιοι είναι τούτοι οι μασκοφόροι;
Όλα θαμπά κι αλλόκοτα εδώ μέσα – εδώ μέσα;
Κι όταν αίφνης
καταφτάνει και μ’ αγγίζει
ένα ρίγος μακρυνό
κι αισθάνομαι
ότι συνέρχομαι
ότι ξυπνάω
το ίδιο τούτο ρίγος με παρασέρνει πάλι σε μια ζάλη
το ίδιο τούτο ρίγος με παρασέρνει πάλι σε μια ζάλη
πιο βαθειά
πιο αλλόκοτη
πιο κρύα
κι έχω στο στόμα όλη τη γεύση μιας εποχής παγετώνων
ένα καιρό σπηλαίων
μιαν Αλτα-μοίρα
Και βαραίνω - και βαραίνω
Μόλις που μπορώ να κουνήσω τ’ αθώα μέλη
Και η σκέψη - η σκέψη;
Η μνήμη - η μνήμη;
Δεν έχω τίποτα να σκεφτώ
Δεν θέλω τίποτα να θυμηθώ
Και είναι
σαν να υπάρχω και να μην υπάρχω
Και είναι
σαν να υπάρχουν και ταυτόχρονα να μην υπάρχουν
όλοι κι όλα
Και βουλιάζω
κι ανεβαίνω
μέσα σε μια ρευστή -παράξενη- ύλη
που έχει
τη δική της μνήμη
τη δική της σκέψη
τον δικό της προ
ορισμό
Και βουλιάζω
κι ανεβαίνω και.... ξυπνάω.
ΙΙ.
Αργότερα,- πολύ αργότερα - πληροφορήθηκα
πως μ’ είχαν φέρει με μια κίτρινη Rolls-Roys
πως μ’ ανεβάσαν
με μεγάλη προσοχή
με αφάνταστες περιποιήσεις
στο απέραντο αυτό δώμα -
στο σπίτι όπου μένω τώρα με μια στρατιά υπηρέτες
βωβούς
σαν νά ’χουν πιει τ’ αμίλητο νερό.
Κάθε νύχτα εδώ μέσα
μαθαίνω όλο και λιγότερο τον κόσμο
Κάθε νύχτα ξεμαθαίνω πιο πολύ τον εαυτό μου
εκείνο που κάποτε ήμουν
πριν από χρόνια
χθες
πριν από λίγο
εκείνο που τώρα είμαι –τώρα
λέω κατά προσέγγιση
Ποίος ξέρει για ποιο τώρα μιλάμε επακριβώς;
«Πώς είσθε Κύριε, καλημέρα»
μου λέει μια φωνή που δεν αντίκρυσα ποτέ το πρόσωπό της
Κι εγώ απαντώ βαριεστημένα: ΚΑΛΗΜΕΡΑ
ΩΡΑΙΑ ΚΥΡΙΑ.
«Πήρατε το πρωινό σας;»
Α, ναι, το πρωινό μου
«Σας ικετεύω, τις ρετσέτες κατά γράμμα»
επιμένει εκείνη
Κατά γράμμα... μα τις ξέρω απ’ έξω
σαν τα παιδιά του σχολαρχείου που αποστηθίζουν αποβραδίς το μάθημα της άλλης μέρας και που τα χάνουν -χάνουν τον ειρμό τους- σαν τα διακόψεις και ζητήσεις να επαναλάβουν κάποια φράση που δεν άκουσες καλά. {....}
ΙΙΙ.
Κάθε νύχτα ξαγρυπνάω στο σπίτι ετούτο
που και πάλι λέω μου ανήκει
μα δεν ακούω φωνές παιδιών - όπως πρώτα
Στ’ αφτιά μου μόνο φτάνει ο θόρυβος από τα πλήχτρα
που χτυπούν αόρατα χέρια πάνω στις μηχανές της Αλφαβήτας και σε άλλα μαραφέτια με ονόματα πρωτάκουστα
Οι μηχανές
τα πλήχτρα
που μου φέρνουν τον αχό ενός κόσμου
που μυρίζει καμένο γυαλί
Ενός κόσμου οικείου και ταυτόχρονα
τόσο μασκαρεμένου
Τόσο που δεν μπορώ να ξεδιαλύνω
τι επακριβώς μού είναι οικείο
τι επακριβώς μού είναι ξένο
τι σημαίνουν
οι πρωτάκουστοι αυτοί γρίφοι
αυτές οι λέξεις που για πρώτη φορά ακούω
και εκπλήσσομαι κι αναρωτιέμαι
τι να συμβαίνει στον έξω κόσμο
τι να συμβαίνει εδώ μέσα και σε μένα
ποιο άδηλο μυστήριο χτυπάει την γυάλινη πόρτα
ποια μυστική σημασία
ποια προφητεία
διαλαλούν τ’ άπειρα τούτα πλήχτρα και οι καθρέπτες που δεν μπορείς να δεις το πρόσωπό σου και που σου δείχνουνε τα πρόσωπα -τις μάσκαρες- που εκείνοι θέλουν...
Ποιος θα μου δώσει το κλειδί να καταλάβω
τι τρέχει στα κοντινά βουνά
στους πέρα κάμπους;
ΙV.
ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ -ΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΝΑ ’ΝΑΙ- ΜΟΥ ΑΝΗΚΕΙ...
Κι εγώ ζητάω με επιμονή τον Αυτοκράτορα
τον Νικηφόρο
Κι ένα χέρι που χτυπάει τα πλήχτρα: «Τον Νικηφόρο;;»
με ρωτάει
«Τώρα βρισκόμαστε στην τυραννία του Τρίτου Μπανκουήλ!»
«Τώρα βρισκόμαστε στην τυραννία του Τρίτου Μπανκουήλ!»
Κι εγώ ζητάω περισσότερες πληροφορίες
Πότε απεβίωσε ο Αυτοκράτωρ;
Γιατί δεν ανήλθε στο θρόνο κάποιος από τους νόμιμους διαδόχους
η ωραία συμβία;
Τι γίνανε οι μεγάλοι στρατηγοί,
ο Βάλας- ο Βοτανιάτης- ο Γύπαρης- ο Δαφνομήλης; -φερειπείν.
Ποίος επιτέλους είναι τούτος ο Τρίτος Μπανκουήλ;
Ζητάω μια άμεση απάντηση από τον χρονικογράφο της υπηρεσίας και απάντηση δεν παίρνω
εκτός από μια διαβολεμένη θύελλα στα πλήχτρα και από την άλλη άκρη ένα αστρικό χαχανητό
ένα κράμα θυμού και κοροϊδίας
ΤΙ ΜΑΚΑΒΡΙΑ ΑΣΤΕΙΑ!
Κι απελπίζομαι
και δεν θέλω να με πάρει πάλι ο ύπνος
με τόσες φοβερές αμφιβολίες
και κατεβαίνω μ’ ένα σβηστό κερί στο χέρι
στην αίθουσα των κατόπτρων
εκεί που παίζεται Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΟΤΑΝΙΚΟΥ μας κήπου
όπου διακρίθηκε ο Βοτανιάτης με το περίφημο εκείνο τέχνασμά του να ρήξει τα εχθρικά τ’ ασκέρια που απειλούσανε την ύπαρξη της χλόης
μέσα στη λίμνη για να γίνουν
αθώα
διάφανα
κρύσταλλα
αστραπιαίως...
{...}
Ready made
ή
βουβή χορογραφία
η νύχτα βγάζει
την ηδονική Σαλώμη
- επί σκηνής -
και ο Ιωάννης
γυμνός
ένα ταμπλό
σε λάθος θέση
ο θεατής
χωρίς ήχο
η λειτουργική προσδοκία
άγαλμα ντυμένο
στα μαύρα
το προφανές γενννάει την αμυ
δρή εντύπωση
και η υπομονή
σιδερένια
μεταξύ Ε
ΡΩΤΑ και ΘΑ
ΝΑΤΟΥ
το προφανές
παίζει με τη φυσι
κή δϊάσταση
του πόθου
η νύχτα
ένα «τίποτα»
διχοτομεί
τον θεατή
νοερή
βαθυκύανη
μακρινή μουσική
love is in the air
Σφηνάκια και καθαρές κουβέντες:
Το παζάρι των παραδεισένιων πουλιών
κλείνει νωρίς
Η πόλη αρδεύεται από το άπειρο
Μαρμάρινες επιρροές
Στη σχολή της σύνθεσης
άγουρο κίτρο
η απλότητα
Η πόλη καίγεται
Who sings
Love is in the air?
TO ONEIΡO
με φωνάξανε κι επήα
και ήτανε πολύ ακρίδα
και φορούσαν προσωπίδα
μέμπρα καμιά δεκαρία
φεύγει ο κόσμος φοβισμένος
ξάφνου κι έμεινα ο καημένος
να κοιτάζω να κοιτάζω
χωρίς να καταλαβαίνω
τίνος ήτανε το κρίμα
και ο τόπος και το κτίσμα
που έκραζαν τον κεραυνό
κι άκουσα να λέει: «Παιδία...»
μια φωνή απ’ άλλη μερία
κι έβγαλα κραυγή: «Διονύσιεεεεε...»
μα με ξύπνησε η Αγνή.
μακινημακινημακινημακινημακιν
ημακινημακινημακινημακινημακι
νημακινημακινημακινημακινημακ
ινημακινημακινημακινημακινημα
κινημακινημακινημακινημακινημ
ακινημακινημακινημακινημακινη
μακινημακινημακινημακινημακιν
ημακινημακινημακινημακινημακι
νημακινημακινημακινημακινημακ
ινημακινημακινημακινημακινημα
κινημακινημακινημακινημακινημ
ακινημακινημακινημακινημακινη
μακινημακινημακινημακινημακιν
ημακινημακινημακινημακινημακι
νημακινημακινημακινημακινημακ
ινημακινημακινημακινημακινημα
κινηματογραφος
FOR/PARA/ΓΙΑ...
το φως
την πατρίδα
την ποιητική
τον νοσηρό νου
τα μέρη της «Οδύσσειας»
το στήθος
το αιφνίδιο εκείνο
τη γνώμη
την επιβίωση
(απλώς ένας Οδηγός)
το οικείο
το τίμημα της γνώσης
τον λήθαργο
την προέλευση του συναισθήματος
την τυραννία του ωραίου
το επίμονο
το διφορούμενο
το αδιάκριτο βλέμμα
την αμηχανία
την μέθη
την κατάπληξη...
το γυμνό κορμί
ΓΕΥΣΙΓΝΩΣΙΕΣ
α
λιλιπούτειοι μύθοι
λαμνοκοπούν
στα πέριξ
σβίγα που γυρίζει
το Μ
το μυστικό μου
μαύρο μαγνάδι (η νύχτα)
η σήραγγα
που τρέχει
ο νέος Ροδολίνος
ορδές-σκιές-οράσεις
ανάποδο
το Δ
σαν το βουνό π’ ανοίγει
και τρέχει
κρύα βρύση
η εγκοίμηση το δόρυ
στριμμένου
ανατολίτη
εξέρχεται απαστράπτον
σαν από
μεταλλείο
παν δώρημα η άλλη
η κίτρινη
Μαρία
προθέσεις – αφαιρέσεις
το άλας που γυρεύει
να μπει στη
θάλασσά του
{....}