© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

«Ιδανικές φωνές και ιδανικές μορφές» του Καβάφη στο Κυκλαδικό Μουσείο

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ


Οι «ιδανικές φωνές» του Κ. Π. Καβάφη είναι αναρτημένες στους τοίχους των ωραίων αιθουσών του Μεγάρου Σταθάτου. Και κάτω, οι «ιδανικές μορφές» τους αναδύονται από τα αγάλματα ή τις προτομές αυτών που αποτέλεσαν την αφορμή.

Εικονογραφώντας ποιήματα του Καβάφη επιμελήθηκε την έκθεση στο Κυκλαδικό Μουσείο ο κ. Νικόλαος Σταμπολίδης, ο οποίος με πολλή φροντίδα, αγάπη αλλά και γνώση έχει αντιστοιχίσει τα εικαστικά με τα ποιήματα και έχει κάνει τόσο απτό, ορατό, αισθητό εν γένει το άπιαστο, το αιωρούμενο στον αέρα αίσθημα του ποιητή.


Η πρώτη εικόνα για τον επισκέπτη είναι βέβαια τα φύλλα, τα φέιγ βολάν, με τα ποιήματα του Καβάφη που σαν πουλιά ξεκινούν από μια στοίβα χαρτιών και ανεβαίνουν τη σκάλα για να επιβεβαιώσουν ότι τα έπεα είναι πτερόεντα ή ότι τα λόγια των ποιητών είναι φτερωτά. Η σκάλα, με λίγη «φαντασία» και λιγότερο «λόγο», σχεδόν ίδια,  σαν εκείνη της οδού Λεψίους 10, όπου έζησε ο ποιητής. Η «οτρηρή ταμίη», που θα έλεγε και ο Όμηρος, και καλά ενημερωμένη ξεναγός διέτρεξε τις περιόδους, έδωσε το σώμα του ποιήματος και τα πραγματολογικά συνακόλουθά του. Και στους τοίχους παντού οι «ιδανικές φωνές κι αγαπημένες» από το ποίημα «Φωνές»:

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.


Μεγεθυσμένες οι λέξεις, με την ιδιόχειρη καλλιγραφία του Καβάφη, περιδιαβαίνουν μαζί μας τις αίθουσες σαν εμμονές, από τις οποίες δεν μπορούμε να απαλλαγούμε. Είναι οι «φωνές» των πεθαμένων αγαπημένων μας  που «κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε» και «κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό». Η ψυχανάλυση ανέλαβε βαρύ έργο να τεκμηριώσει τη σημασία του ονείρου στη ζωή του ανθρώπου. Κι είναι η άποψη πως η προσκολλημένη σκέψη μας σε κάτι γεννά το όνειρο αλλά και η άλλη πως το όνειρο από αλλού ξεκινημένο έρχεται να ζήσει σ’ αυτό που βλέπουμε στον ύπνο μας. Δεν είναι της περίστασης, ούτε θέλω αυτή τη στιγμή να μιλήσω για κάτι τέτοιο παρά μόνο να πω πως αυτοί οι δυο κεντρικοί στίχοι του ποιήματος είναι η βάση και το έρεισμά του. Πάνω σ’ αυτό εδράζεται το αίσθημα του ανθρώπου που έχασε τους αγαπημένους του. Και ό,τι και να γίνει, οι αγαπημένοι  παραμένουν στη μνήμη των ζωντανών ζωντανοί, με τη φωνή τους, την κίνησή τους, τα μάτια τους. «Σε κοίταζα μ᾿ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω» λέει ο Σεφέρης, (ΙΑ΄ «Θερινό Ηλιοστάσι»), κοιτάζοντας και εκείνος πέρα από τα τετριμμένα και οφθαλμοφανή. Μάλιστα στο ίδιο ποίημα μιλάει για τη λεύκα που

Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.

Αυτές οι σκιές, γιατί περί αυτών πρόκειται, με λίγη φαντασία μετασχηματίζονται σ’ εκείνους που λείπουν και τις φωνές τους ακούμε στη σκέψη μας. Ο Σεφέρης στο ποίημα «Ο Βασιλιάς της Ασίνης» διερωτάται :

υπάρχουν άραγε… υπάρχουν άραγε… υπάρχουν,
η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου…

Το τριπλό ερώτημα «υπάρχουν άραγε», «υπάρχουν άραγε», «υπάρχουν»  είναι άλλη μια μορφή εμμονής· της αναζήτησης της «κίνησης του προσώπου» και του «σχήματος της στοργής»,  δυο πράγματα που έχουν ριζώσει στη μνήμη του. Στην οπτική μνήμη «η κίνηση του προσώπου» η γκριμάτσα, το ύφος, το σχήμα, η έκφραση που είναι κάτι, ας πούμε,  χειροπιαστό. Και το άλλο, το απροσδιόριστο «σχήμα της στοργής», σαν δυο χέρια ανοιχτά, έτοιμα για μια σφιχτή αγκαλιά. Αλλά επειδή τίποτα δεν είναι σίγουρο ο ποιητής επανέρχεται στο ερωτηματικό «υπάρχουν» με μια υποθετική αρνητική απάντηση:

ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιάς ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μές στο βούρκο
είκόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Με εικόνες από τη φύση, με λυγισμένα κλωνάρια ιτιάς, με ξεριζωμένα βούρλα,  με ένα ποτάμι βούρκο, καταλήγει πάλι με διφορούμενο τρόπο, πως «δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος»  ή καλύτερα  «η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής», μισοερωτώντας  και μισοαποκρινόμενος, με κάτι συγκεκριμένο, «το βάρος», για κάτι ταυτόχρονα αφηρημένο, τη «νοσταλγία του βάρους». Σαν να είναι τελικά μόνο αυτό που απομένει από τον άνθρωπο. Η νοσταλγία που βαραίνει τον επιζήσαντα. Ο άλλος, σαν τον βασιλιά της Ασίνης, είναι άφαντος και σκιά πάνω στον άσπρο τοίχο, σαν τα φύλλα της λεύκας.

Ο Καβάφης ακούει μόνος τις αγαπημένες φωνές «σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει» και ο Σεφέρης μένει μόνος με το κενό «μιας πίκρας παντοτινής».

*   *   *

Στο ίδιο κλίμα είναι το ποίημα «Λάνη Τάφος». Στο τάφο βρίσκεται το σώμα του αγαπημένου Λάνη, αλλά :

Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,
στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες κι ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που ν’ αξίζει,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες αγαπήσει.

Παρακάμπτοντας τα νενομισμένα -τον επί του τάφου θρήνο- ο ομιλών στο ποίημα συμβουλεύει την απομόνωση, την εις εαυτόν στροφή, «στο σπίτι», γιατί αυτό που μένει από τον αγαπημένο νεκρό είναι η «εικόνα» του που είναι χαραγμένη μέσα του,  αυτή είναι που αξίζει και αυτήν είχε αγαπήσει, ο Μάρκος.  Η εικόνα,  είδωλα των νέων, που ο Καβάφης συχνά θα την σκηνοθετήσει να περιφέρεται στην κάμαρά του μέσα, στο χαμηλό φως της λάμπας, δίνοντας έδαφος στην illusion να αναπτυχθεί.

*   *   *


Και η illusion είναι το έδαφος της ποίησης και αυτήν, μια άλλου είδους βέβαια, υπηρέτησε σε όλη τη ζωή του και ο «Βασιλεύς Δημήτριος». Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1906.

Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμ-
φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.
Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου -έτσι είπαν-
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.
  
Πρόκειται για τον γνωστό μας Δημήτριο Πολιορκητή, ο οποίος έζησε ως βασιλεύς μέσα στη χλιδή, στην ασωτεία και την κραιπάλη. Κι όταν τον «παραίτησαν οι Μακεδόνες» (λες και τον είχαν υπάλληλο)  «καθόλου — έτσι είπαν — / δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς». Ο βασιλεύς Δημήτριος στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή  είναι σκιά βασιλέως, βασιλεύς των χρυσών φορεμάτων και των ολοπόρφυρων υποδημάτων και καθόλου βασιλεύς που στέκεται να αντιμετωπίσει τη μοίρα του λαού του και του κράτους του. Το ασήμαντο  σαρκίο του να περισώσει έτρεξε και, από την πίσω πόρτα αλλάζοντας ρούχα, «ξέφυγε». Σαν ηθοποιός. Το ποίημα είναι σαφές και όποιος δεν κατανοεί  την ειρωνεία του πράγματος βεβαίως δεν κατανοεί και την ειρωνεία του Καβάφη, ο οποίος βρίσκει τρόπο να ψέξει τους ανάξιους, ανίκανους, άπραγους και επιδειξιομανείς, προβάλλοντας τα ωραία ρούχα και τα κοσμήματα (όπως π.χ. και στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους» ή στο «Αλεξανδρινοί βασιλείς»). Ο ποιητής είναι σαφής: «καθόλου δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς»,  -«έτσι είπαν»-  φέρθηκε   «σαν ηθοποιός», αλλά, «ας την παραδεχτούμε την αλήθεια πια», ηθοποιός που στην προκειμένη περίπτωση δεν ποιεί ήθος, γιατί δεν είναι και ηθοποιός, μια καρικατούρα βασιλέως είναι και καθόλου ο ποιητής δεν τον υπερασπίζεται, όπως δεν υπερασπίζεται και όλους εκείνους που καλυπτόμενοι κάτω από την σκευήν τους προσπαθούν να ξεγελάσουν το κοινό τους. Εξαίρεση ίσως αποτελεί ο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»,  ο οποίος είναι ένας καταπιεσμένος και τον λυπάται που αναγκάζεται να μη μιλάει «μήπως και τον πάρουν στο ψιλό / ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι» Αλεξανδρινοί, γιατί μιλούσε «με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά». Κατά τα άλλα ο Καβάφης συνιστά αξιοπρέπεια. Στον Αντώνιο λέει «αποχαιρέτα την, την  Αλεξάνδρεια που χάνεις». Τον Δημήτριο δεν προλαβαίνει να τον συμβουλεύσει διότι εκείνος πρόλαβε και «ξέφυγε», ακολουθώντας   την παρότρυνση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης.

*   *   *

Μια άλλη φιγούρα της Πινακοθήκης των βασιλέων είναι ο βάρβαρος ηγεμών που επιβλέπει την χάραξη πορτρέτου πάνω σε νόμισμα που αναπαριστά διάδημα και φέρει επιγραφή «Φιλέλλην». Κι επειδή υποψιάζεται τι μπορεί να σκεφτεί κι ο άλλος, προλαβαίνει:

Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.

Βάρβαροι, βαρβαρότεροι και βαρβαρίσκοι ενδιαφέρονται για το φαίνεθαι, προσλαμβάνουν Έλληνες καλλιτέχνες, προσπαθούν να μοιάζουν με Έλληνες. Ακολουθούν τη μόδα της εποχής, η οποία είναι ελληνοπρεπής αλλά μόνο στα εξωτερικά. Σαν τους αξιωματικούς της  βρεταννικής αυτοκρατορίας από τις αποικίες με τις επίσημες στολές τους, για τους οποίους έλεγε ο Σεφέρης «νοσταλγείς τον καιρό που ήταν ανθρωποφάγοι». Όμως η μόδα είναι νόμος που την ακολουθούν  περισσότερο όσοι δεν κατανοούν την ουσία της.
                                               
*   *   *


Και η περιήγηση συνεχίζεται. Το ενδιαφέρον στρέφεται στον Δαρείο, πρόγονο του Μιθριδάτη (και οι δύο σκότωσαν πολλούς για να φτάσουν στο θρόνο), για τον οποίο ετοιμάζει έπος ο ποιητής Φερνάζης… Κι ενώ προσπαθεί να διαλευκάνει αν ο Δαρείος διακατεχόταν  από  «υπεροψίαν και μέθην» ή από «κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων»,

… τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.

Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

Και φυσικά τέτοια ώρα τέτοια λόγια, εδώ ο κόσμος καίγεται… Η έκτακτη ανάγκη, ο πόλεμος και η αντιμετώπισή του, διακόπτουν την ποίηση. Η φράση «ελληνικά ποιήματα» δυο φορές, δοσμένη ειρωνικά, όχι βέβαια για τον ποιητή αλλά για τους πολέμαρχους, δείχνει το παράκαιρο της ποίησης στη συγκεκριμένη περίσταση, την οποία εμποδίζει  ο εξωγενής παράγων πόλεμος. Ταυτοχρόνως η επανάληψη του ονόματος του βασιλέως μαζί με τους τίτλους, «Ο ένδοξός μας βασιλεύς, Ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ» ακούγεται ειρωνικά και επιπλέον  δημιουργεί θυμηδία η ανησυχία του Φερνάζη που έχασε την ευκαιρία να διακριθεί: 

Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του

αλλά και η ανικανότητα του «ενδόξου» βασιλέως, με τόσους τίτλους κι ονόματα,  να αντιμετωπίσει τον εχθρό:

Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—

Υποχρεωμένος πια ο Φερνάζης σε αυτοκριτική για λογαριασμό του κράτους και των συμπατριωτών του, βλέπει ότι οι Καππαδόκες δεν είναι σε θέση «να τα βάλουνε μ’ αυτούς», στους Ρωμαίους. Η λουστραρισμένη επιφάνεια γκρεμίζεται. Το εγώ  υποχωρεί πίσω από το εμείς. Η τέχνη αναστέλλει τη λειτουργία της μπροστά στον κίνδυνο που διατρέχει η χώρα, κι ο Φερνάζης παραιτείται του θρόνου του, στα σύννεφα, που θα του εξασφάλιζε ο «Δαρείος» του. Διότι «ο ένδοξός μας βασιλεύς, Μιθριδάτης, Διόνυσος κ' Ευπάτωρ» που κατάγεται από τον Δαρείο, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την επίθεση των Ρωμαίων!

Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.

Η ποιητική ιδέα που επίμονα «πάει κ’ έρχεται» καταλήγει στη διπλή αναφορά της φράσης «υπεροψίαν και μέθην», και δεν είναι τυχαία αυτή η επανάληψη. Είναι το απόσταγμα της βαθιάς σκέψης του ποιητή από την αρχή της σύνθεσης. Ο ποιητής δεν ολοκλήρωσε τη σύνθεσή του για τον Δαρείο, ολοκλήρωσε όμως την σκέψη του.

Το ποίημα είναι στιλέτο στην ματαιοδοξία των μεγαλομανών ηγετών, που βρυχώνται κατά των εχθρών εκ του ασφαλούς και όταν οι ανάγκες το απαιτούν δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν. Το μόνο πράγμα τελικά που μένει αλώβητο είναι η ποίηση. Αυτή, και μέσα στην ταραχή, ακόμα κι αν δε δίνει έπη,  δίνει πραγματικές και ουσιαστικές σκέψεις, εφόσον, παρά την ταραχή και το κακό, η ποιητική ιδέα δεν εγκαταλείπει τον ποιητή, αλλά «πάει κι έρχεται». Κι ο Καβάφης από το 1920 μ’ ένα  φλας μπακ στο 74 μ.Χ. (στο Μιθριδάτη) κοιτάζει τον Φερνάζη, ο οποίος, με τη σειρά του, από το 74 μ.Χ.  κοιτάζει το 521-486 π.Χ. τον Δαρείο, δηλαδή ο Καβάφης, καλυπτόμενος πίσω από τα ιστορικά προσωπεία, απομακρύνεται από τα γεγονότα της εποχής του για να κρίνει πιο καθαρά, διαπλέκοντας τα ιστορικά πρόσωπα  με τον πλασματικό ποιητή και τον πλασματικό με τον πραγματικό, για να πάρει θέση σε προβλήματα με   διαχρονική σημασία.

Ιδανικές μορφές, φωνές, αξιοπρεπείς και μη, όλες εκείνες που έδωσαν ύλη στα ποιητικά σώματα,  συμφιλιωμένες πια, φιγουράρουν στην πλατιά τοιχογραφία που συνέθεσε ο Καβάφης, ανασυνθέτοντας ένα κόσμο του παρελθόντος που καθρεφτίζεται στο παρόν, που εμείς σήμερα αποτελούμε το προωθημένο του μέλλον.


Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟΥ Η ΓΕΥΣΗ ή ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΜΙΩΝ ΜΑΣ

Στούς λειτουργούς μου,  πού φιλοτίμως διακονοῦν τίς ἐνορίες τῆς Νήσου Σκοπέλου, ἀντίδωρο τιμῆς.

Η ενορία μας στεφανωμένη από τον Άθωνα ( φωτ.  Κ. Ανδρέου)
Ὅταν φτάσεις στά τριανταπέντε χρόνια ἱερατικοῦ βίου, δηλαδή ὅταν ἔχεις, δηλαδή, ξεπεράσει τό τέταρτο τοῦ αἰῶνα, πιστεύεις πώς  ἄφησες πιά τόν ἀνώριμο ἐνθουσιασμό τῶν νεανικῶν σου πρώτων ἡμερῶν καί εἰσέρχεσαι πλέον στό βαθύ ἐκεῖνο πηγάδι τῶν ἐμπειριῶν, πού ἡ ἴδια ἡ ζωή σοῦ κληροδοτεῖ μέ τήν βεβαιότητα ὅτι θά τίς ἐπεξεργαστεῖς «ἐπί τό βελτίῳ», ὥστε ν᾿ ἀντλεῖς «ὕδωρ σωτηρίου» στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού ἀπαιτεῖται νά ξεδιψάσεις, ὅταν οἱ ὁριακές τοῦ βίου περιστάσεις τό ἀπαιτοῦν.

Συνεπῶς, εἶναι μιά ἐπώδυνη θητεία αὐτή σου ἡ προσπάθεια, προσπάθεια ἐγγεγραμμένη μέσα σέ κλῖμα ζωντανῆς πικρίας καί γεύσης ἐμπειριῶν, πού ἐξαφανίζουν τή δυνατότητα γιά ραθυμία καί ἀνάπαυση, καθώς σέ κεντρίζει καθημερινά τό ἀβέβαιο, τό ξαφνικό, τό ἐπεῖγον. Γιατί ἐδῶ, στίς δικές μας μικρές ἐνοριακές κοινότητες, ό λόγος τοῦ Ἀποστόλου «νῆφε» (πρβλ. Β΄ Τιμ. 4, 5) ἀποτελεῖ καί εἶναι τό θεμέλιο λιθάρι πάνω στό ὁποῖο  καλεῖσαι νά ἑδράσεις τήν ποιμαντική σου μαρτυρία καί βιοτή. Μέ λίγα λόγια, ἐκεῖ πού λές ὅτι σήμερα μπορῶ νά βρῶ λίγο χρόνο, γιά μιά μικρή παρένθεση ἀνάπαυσης καί αὐτοανάλυσης, τότε ἐμφανίζεται τό ἀπρόοπτο πού σέ βγάζει ἀπό τό πρόγραμμά σου, ἀλλά καί παράλληλα σέ πληροφορεῖ, σέ καθιστᾶ μαθητευόμενο πάνω σέ κάποια ὁριακά ζητήματα κανονισμοῦ τοῦ βίου σου καί τῆς πνευματικῆς σου ὁλοκλήρωσης. Καί μιλῶ κυρίως γιά τήν βίωση τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου «πᾶσαν τήν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περί ὑμῶν. Νήψατε, γρηγορήσατε·» (Α΄ Πέτρ. 5, 6). Κι αὐτό, γιατί ἔρχεται ὡς κλέπτης ἐν νυκτί (πρβλ. Α΄ Θεσ. 5, 2) τό ἀπρόβλεπτο καί σοῦ μαθητεύει νά εἶσαι πάντα ἕτοιμος. Ἕτοιμος γιά τό κάθε τι. Ἕτοιμος καί θαρραλέος, ὅπως πολύ σωστά ἀναφέρει κι ὁ Ἀλεξανδρινός ποιητής.

Μιά ἄλλη παράμετρος τῆς ποιμαντικῆς μας βιοτῆς, ἡ ὁποία ἐν σχοινοβασίᾳ καί ἐν διακινυνεύσει πολλῇ συντελεῖται, εἶναι οἱ ἰσορροπίες πού πρέπει νά κρατηθοῦν. Γιατί ὅπως τότε, ἀλλά καί σέ κάθε περίπτωση, πρέπει νἄσαι ἕτοιμος καί νά θυμᾶσαι: «Καί γογγυσμός ἐγένετο» (Ιω. 7, 12) Ὄχι μονάχα τότε, ἀλλά καί σήμερα,  καί πάντα. Γι᾿ αὐτό  ἀναζητᾶς τίς ἀπαιτούμενες ἰσορροπίες,  μέσα στίς ὁποῖες  σφυρηλατεῖται τό εἶναι σου, ἀλλά καί βελτιώνεται, στά μέτρα τοῦ δυνατοῦ πάντοτε καί  μέ τή Χάρη Του νά στεφανώνει τήν κάθε σου προσπάθεια.    
   
Ὡστόσο στό περιθώριο τῶν παραπάνω πρέπει νά ὑπογραμμιστεῖ καί τό ἑξῆς σημαντικό: Ὁ κάθε ποιμένας, ὅσο μικρή κι ἄν διακονεῖ ἐνοριακή κοινότητα, ἔχει τό προνόμιο τῆς ἀνθρωπογνωσίας, ἀφοῦ μέ τά χρόνια πού σωρεύονται μαθαίνει τούς χαρακτήρες τῶν ἐνοριτῶν του κι ὄχι μόνο. Μαθαίνει καί τούς χαρακτῆρες τῶν προϊσταμένων του, τῶν συλλειτουργῶν του, τῶν συνεργατῶν του. Ὅπως κι ἐκεῖνοι μαθαίνουν τό δικό του χαρακτήρα, κι ἔτσι σιγά-σιγά μηδενίζονται τυχόν παρεξηγήσεις, πού, δυστυχῶς ἤ εὐτυχῶς,  ἀναφύονται στά πρῶτα χρόνια τῆς διακονίας του. Καί λέω δυστυχῶς, ἐπειδή πάντα τά πρῶτα βήματα εἶναι δυσκολοπάτητα. Τό εὐτυχῶς ὅλοι τό καταλαβαίνουμε: εἶναι ἡ ἀσφαλιστική δικλεῖδα πού βάζει ὁ Θεός στόν καθένα μας «ἵνα μή ὑπεραίρεται» (πρβλ. Β΄  Κορ. 12, 7). Αὐτὴ ἡ μαθητεία, λοιπόν, πάνω στούς χαρακτῆρες ἔχει καί τήν ἄλλη της πλευρά, τή μυστική, πού ξεδιπλώνεται στή διάρκεια τῆς Προσκομιδῆς, ὅπου κατατίθεται κι ὁ ἱκέσιος λόγος τοῦ ἱερέα-ποιμένα. Γιατί εἶναι ἐκεῖνες οἱ στιγμές τῆς Προσκομιδῆς οἱ πλέον σημαντικές στόν ἱερατικό βίο, πού δέν ἀντικαθίστανται ἀπό καμμία ἄλλη δραστηριότητα: μήτε κηρυκτική, μήτε κοινωνική, μήτε φιλανθωπική. Ὅλες οἱ ἄλλες δραστηριότητες εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι,  δευτερεύουσες στήν ἱερατική διαδρομή τοῦ κάθε συνειδητοῦ ποιμένα. Ἡ πρώτη καί κορυφαία διακονία του εἶναι ἡ γνήσια λειτουργική προσευχή, μέσα στήν ὁποία συγκεντρώνει μέ ἔγνοια καί προσοχή, ὅλα τά προβλήματα καί τίς ἀνάγκες τῶν ἐνοριτῶν του -κι ὄχι μόνο- καί τά ἀναφέρει στό Ἐσφαγμένον Ἀρνίον (Ἀπ. 5, 6). Ὄπως εὔχεται γιά «διόρθωσιν βίου» (Θ. Μετάληψις) ὅλων αὐτῶν, μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ ἑαυτοῦ του. Γιατί στήν πινακοθήκη τῶν χαρακτήρων, πού μέ τά χρόνια συγκροτεῖ μέσα του, διακρίνει αὐτή τήν ἱερή ὥρα τά πρόσωπα ἐκεῖνα, πού ἔχουν ἀνάγκη νά τά προσέξει ὁ Θεός, ὥστε νά κατορθώσουν ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά πάθη τους. Πάθη τῆς πλεονεξίας, τῆς κενοδοξίας, τῆς χυδαιολογίας καί κατακρίσεως, τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἱεροκατηγορίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς τοκογλυφίας, τῆς πορνείας καί μοιχείας καί  τόσα ἄλλα, στ᾿ ἀλήθεια, πάθη πού ὁ κάθενας μπορεῖ νά φέρει μαζί μέ τό ὑπόλοιπο φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του. Κι εἶναι αὐτή ἡ προσπάθεια τόσο ἐπίπονη, ἕνα ἀνάιμακτο, στ᾿ ἀλήθεα,  μαρτύριο. Γιατί κάποιες στιγμές βλέπει καί τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό ὁ ποιμένας,  νά ἔχει περιπέσει θῦμα σέ κάποιους ἀπό αὐτούς. Καί τότε μεγαλώνει ἡ ἀγωνία, ἀρχίζουν οἱ συγκρούσεις  νά αὐξάνονται μέσα του καί τό κυριώτερο, νά ἐλέγχεται... Γι᾿ αὐτό καί ἀναφέρθηκε, πώς ἡ ὥρα τῆς Προσκομιδῆς εἶναι μιά ματωμένη ὥρα, ἕνας καθρέφτης πού δείχνει στόν κάθε συνειδητό πομένα τό πραγματικό του πρόσωπο κι ὄχι τό προσωπεῖο, πού κάποτε-κάποτε, χρησιμοποιεῖ ὁ καθένας μας, μή ἐξαιρουμένοι καί τοῦ ἴδιου τοῦ ἱερέα... Ὅπως οἱ περισσότεροι συνειδητοί ἀγωνιστές, πού γνωρίζουν ὅτι ἡ πεπτωκυῖα φύση τους πολλές φορές ὁδηγεῖται στὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό καί στήν μυστική τους μέ τό Θεό ἐπικοινωνία ἀναζητοῦν, ὡς ἀδύναμοι, τό ἔλεός Του. Παράλληλα, ἡ ὥρα τῆς Προσκομιδῆς, εἶναι ὁ ἀπόλυτος καιρός τῆς ἐλευθερίας πού βιώνει ὁ ποιμένας, καθώς μπορεῖ νά εὐχηθεῖ, δίχως κανείς νά τοῦ τό ζητήσει, χωρίς ποτέ νά  γίνουν  γνωστές στούς ἀνθρώπους οἱ αἰτήσεις του. Καί μήτε πού τόν νοιάζει. Γιατί ξέρει Ποιός τόν ἀκούει,  τίνος βιώνει τή συντροφιά Του, γεύεται τήν εἰρήνη πού τοῦ χαρίζει, εἰρήνη πού ἀργότερα θά μοιράσει στούς πιστούς, στό πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας, σ᾿ αὐτούς πού  μαζί του μοιράζονται τήν ἀναίμακτη Θυσία...

Ναί, τοῦ πικραμύγδαλου ἡ γεύση ξανάρχεται μετά ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά στό εἶναι τοῦ κάθε ποιμένα,  ὅταν μέ τό «Δι᾿ εὐχῶν...» πάρει τό δρόμο γιά τά ἴδια. Γεύση καθημερινή, πού ἀναμένει νά τή γλύκάνει, ὅταν φθάσει ὁ «καιρός ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ» καί μαζί νά  γευτεῖ ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος».
  

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: ΦΩΤΑ-ΟΛΟΦΩΤΑ (διήγημα, 1894)

Εκινδύνευε να βυθισθεί εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει δια να ανατρέψει πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμει, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίει εκατόν καράβια και να μη χορτάσει. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο. Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα, δια να μην αρμενίζει κατεπάν’ τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κι εδοκίμαζε να κάμει βόλτες. Του κάκου. Μετ’ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κι εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας ήξευρε και ησχολείτο να κάμει την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέσει εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθεί κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν’αρμενίσει τις τόσην θάλασσαν δια να πνιγεί, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάσει με το χώμα της τόσους και τόσους.

Εκινδύνευε ν’ αποθάνει από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλίναν και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν. Αι δύο γυναίκες, τεχνίτισσαι εις το είδος των, και η μήτηρ του συζύγου της κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της, όταν αύτη είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθεί ότι θα επιζήσει το παιδίον, δια να ασφαλισθεί η κληρονομία της προικός, επροσπάθουν, όσον το δυνατόν, να ανακουφίσουν τους πόνους της ωδινούσης. Και είχεν ανατείλει ήδη η άλλη ημέρα και ακόμη η γυνή εκοιλοπόνει, και η μαμμή, η εμπροσθινή και η πενθερά συνεπόνουν με αυτήν, και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε λάβει εντολήν να ψάλει μικράν και μεγάλην Παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης.

Το σπιτάκι έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν. Την πρωίαν της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανεί αντικρύ, αγωνιώσα εις τα κύματα, και δύο παιδία του γιαλού, απ’ εκείνα που περνούν τον καιρόν των κάτω από τον αρσανάν, μη γνωρίζοντα επί της ξηράς άλλην διατριβήν από τας συρμένας έξω φελούκας, ούτε άλλο παιγνίδι από την θάλασσαν, ήλθαν να πάρουν τα συχαρίκια της Πλανταρούς, ακούσαντα την είδησιν από πορθμείς, οι οποίοι είχον αναγνωρίσει μακρόθεν την βάρκαν. Και τότε η Πλανταρού είδε, κι εκατάλαβεν από την τρικυμίαν, όπου ήτο εις το πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινεν εις τα κύματα κι εκινδύνευε να βουλιάξει, και τότε ενόησε τι θα ’πει να ’χει κανείς «δυο χαρές και τρεις τρομάρες». Διότι διπλή μεν χαρά θα ήτο να έφτανεν αισίως ο υιός της, να εγέννα με το καλόν και η νύμφη της· τριπλή δε τρομάρα ήτο ο κίνδυνος του υιού της, ο κίνδυνος της νύμφης της και ο κίνδυνος του προσδοκωμένου νεογνού. Ίσως δε θα ήτο τετραπλή η τρομάρα, αν προσετίθετο και ο φόβος μήπως τυχόν και η νύμφη της γεννήσει …θήλυ.

* * *

Επάνω εις την κορυφήν του λόφου, ευρίσκετο μονήρες το σπιτάκι, και κάτω εις την ακρογιαλιάν ήτο κτισμένον το χωρίον. Διακόσια σπίτια αλιέων, πορθμέων και ναυτών. Έν μίλιον απείχε το σπιτάκι από το χωρίον. Υπήρχε μικρός επισφαλής όρμος, αλλά δεν ήτο λιμήν. Έβλεπε μόνον προς μεσημβρίαν. Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήτο ορατή από την πολίχνην, ορατή και από τον μεμονωμένον οικίσκον.

Η Πλανταρού ήρχισε τότε να μέμφεται πικρώς τον υιόν της δια την τόλμην και την αποκοτιά του. Τι ήθελε, τι γύρευε τέτοιες μέρες να κάμει ταξίδι; Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε, ο απόκοτος, δύο τρεις ημέρες, να φωτισθούν τα νερά, να αγιασθούν οι βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικαντζούρια; Καλά να πάθει, γιατί δεν την άκουσε.

Όσον υψώνετο ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσον ηύξανε και η αγωνία της Πλανταρούς. Η νύμφη της, υποστηριζομένη όπισθεν από την Μπαλαλού και κρεμαμένη έμπροσθεν από τον τράχηλον της Σωσάννας, εμούγκριζεν ως αγελάδα. Ο άνεμος εκεί κάτω, εις το πέλαγος, εφαίνετο ότι απεμάκρυνε το πλοιάριον αντί να το προσεγγίσει εις την ακτήν. Η βάρκα ολονέν εξέπεφτε μακρύτερα, αισθητώς εις το βλέμμα. Εις την νύμφην της η Πλανταρού εφυλάχθη να είπει τίποτα. Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη ότι ήθελε να κουβαλήσει το εν και το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κι εκοίταζε. Δεν επανήρχετο ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή, η Μπαλαλού.

Επλησίαζεν ήδη η μεσημβρία και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχει ελπίς. Ο υιός της θα επνίγετο εκεί εις το άσπλαχνον πέλαγος, και την νύμφην της ομού με το έμβρυον θα την εσκέπαζεν η «μαύρη γης».

Τέλος, η γραία απέκαμε. Η βάρκα έγινεν άφαντη…Και η σύζυγος του υιού της εγέννησεν ….άρρεν. Ω! το στρίγλικο, το κακοπόδαρο, ω! το γρουσούζικο, οπού ψωμόφαγε τον πατέρα του! Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάτε το στο γιαλό, να πα να βρει τον πατέρα του! Κ’αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάννα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμένη!... Ημπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξεις, κειδά που θα ψοφολογήσει, στο κρεβάτι της, να στραμπουλήξεις με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε παθαμένο το παιδί, και πως η μάννα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ημπορείς;

* * *

Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάχνων της, και το πέλαγος ίλεων δεν έπνιξε τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχήν του, και ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε φορέσει εκ νέου το υποκάμισον και την περισκελίδα του. Ο ζωέμπορος ο Πραματής επείσθη ότι ήτο καλός χριστιανός και ότι ήτο προωρισμένος να ταφεί εις ευλογημένον χώμα. Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινόν, και ο κυβερνήτης ανέλαβε το κράτος του επί του μικρού σκάφους. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθεν η φελούκα εις μέρος απαγγερόν, δίπλα εις την ξηράν, ολίγα μίλια απώτερον του μικρού όρμου. Δια τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντος εις τα όμματα της Πλανταρούς, ήτις δεν είχε παύσει ν’αγναντεύει από το ύψος του εξώστου. Έφθασε δε ασφαλώς εις τον όρμον, ευθύς ως έπεσεν εντελώς ο άνεμος, βασίλευμα ηλίου.

Δεύτερα συχαρίκια επήραν της Πλανταρούς. Ο υιός της, αποστάζων άλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφθασεν εις το σπιτάκι, άμα ενύκτωσε, κι εκεί μόνον έμαθε την ευτυχή είδησιν, ότι η συμβία του τού είχε γεννήσει κληρονόμον.

* * *

Την επαύριον ήσαν Φώτα. Την άλλην ημέραν Ολόφωτα. Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς και του παιδίου, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και εγέμισαν με χλιαρόν νερόν βρασμένον με δάφνας και με μύρτους. Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδίου.

Η καλή μαμμή, η Μπαλαλού, εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και ήρχισε να λύει τα σπάργανα. Είχε νυκτώσει. Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ’όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων.

Εμειδία προς το φως, το οποίον έβλεπε, κι έτεινε την μικράν χείρα δια να συλλάβει την φλόγα. Την άλλην χείρα την είχε βάλει εις το στόμα του, κι επιπίλιζε, επιπίλιζε. Τι ησθάνετο; Απερίγραπτον.

Η καλή μαμμή αφήρεσεν όλα τα σπάργανα, απέσπασεν αβρώς την φουστίτσαν και το υποκάμισον του βρέφους και το έρριψεν απαλώς εις την σκαφίδα. Ήρχισε να το πλύνει και να αφαιρεί τα άλατα, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά την στιγμήν της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει. Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, δια να κάμει άσπρα γένεια.

Έλαβε την «μασά», την σιδηράν λαβίδα, από την εστίαν και την έβαλε μέσα εις την σκάφην, δια να γίνει το παιδίον σιδεροκέφαλον.

Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμυρίζει, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνει μαλακά και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ’, όχι, χαδιάρη μ’! όχι κεφαλά μ’, πάπο μ’, χήνο μ’!» Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μαμμή, η Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, δια ν’ ασημώσουν το παιδίον. Τα απέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους, και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης.

Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίει, και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζεν. Κολύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν. Θα έλθει καιρός ότε θα κολυμβάς εις το αλμυρόν κύμα, καθώς εκολύμβησεν όλος, χθες ακόμη, ο πατήρ σου με την σκάφην του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί των υδάτων πολλών».

* * *

Την επαύριον, εορτήν της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έμελλε να βαπτισθεί το παιδίον, επειδή είχε συμβεί να γεννηθεί ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα. Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής, όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσεν εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήσει! σιδεροκέφαλος!» και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».

Είτα η Μπελαλού εσπόγγισε καλώς το παιδίον με μέγα λευκόν προσόψιον, του εφόρεσε καινούργιον καθαρόν υποκάμισον και ποδίτσαν, το ανέκλινεν επί των κνημών της, και ήρχισε να το περιβάλλει με τα σπάργανα.

Ο ζωέμπορος, ο Πραματής, είχεν έλθει εις τα κολυμπίδια, και εδήλωσεν ότι επεθύμει να γίνει ανάδοχος του βρέφους, εις μνήμην του προχθεσινού εν θαλάσση κινδύνου και της διασώσεως.

Ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων, ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτοξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανεί εις την οικίαν από πέρυσι, από την ημέραν του γάμου. Αλλά την εσπέραν ταύτην επήρε την γυναίκα του την Δελχαρώ και τα παιδιά του, εκ των οποίων δύο εκράτει αυτός αρμαθιαστά από την μίαν χείρα, το εν πενταετές και το άλλο τετραετές, τρίτον διετές, έφερεν υπό την μασχάλην, εν πενταμηνίτικον βρέφος εβύζαινεν εις τους κόλπους της η γυνή του, και δύο άλλα επτά και οκτώ ετών την ηκολούθουν κρατούμενα από το φουστάνι της, κι επαρουσιάσθη χαμογελών, χαίρων δια την χαράν του συγγενούς του, γεμάτος ευχάς και συγχαρητήρια.

Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού, η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή, η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του.

Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα. Εφώναζαν, εγρίνιαζαν, κι εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον, κλαυθμηρίζον, εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον.

Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήσει, και εις την λεχώ «καλή σαράντιση». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα, η μπροσθινή.

Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίει εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διάφορους τόνους φωνής·

– Εβίβα, νύφη, με το καλό να σαραντίσεις… Κι ό,τι είπα, παιδάκι μ’…αστοχιά στο λόγο μου!

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Γιάννη Ρηγόπουλου: ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

[Κείμενο που αναγνώστηκε σε ημερίδα που διοργάνωσε η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων με θέμα «Η συνομιλία λογοτεχνικών κειμένων με τα έργα τέχνης» στις 18 Ιουνίου 2013.]

  πρώτη δημοσίευση  

A
               Παρ’ όλο που δεν αμφισβητείται η ύπαρξη και η παραδοχή στυλιστικών αναλογιών μεταξύ των τεχνών, εντούτοις εύλογα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: «Ανάμεσα σ’ ένα γλυπτικό έργο και σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής, σ’ ένα σονέτο και σ’ έναν αμφορέα, σ’ έναν καθεδρικό ναό και σε μια συμφωνική μουσική ως πού μπορούν να φτάσουν οι ομοιότητες, οι συγγένειες και οι κοινοί νόμοι και ποιες οι εγγενείς διαφορές;», γράφει ο Etienne Souriau στο βιβλίο του La correspondance des arts, science de l'homme: éléments d'esthétique comparée, Flammarion, Paris 1969, σελ. 19. Οι δυσκολίες ωστόσο παρουσιάζονται ανυπέρβλητες ενίοτε, όταν δοκιμάζουμε να επενδύσουμε το εικαστικό σώμα με λογοτεχνικό ένδυμα ισοδύναμο στο στυλιστικό, στο δομικό-συντακτικό και στο σημασιολογικό (μεταφορικό, συμβολικό, «αλληγορικό», σημειολογικό, εικονολογικό κ.ά) επίπεδο1.

1. Ποιο λογοτεχνικό κείμενο θα αποτελέσει το ισοδύναμο της Guernica2 του Picasso [1937] για να αποδοθεί η έννοια της θρυμματισμένης ύπαρξης του ανθρώπου· τα “membra disjecta” [«τα διαλελυμένα μέλη»] (εικ. 1).

2. Της Μελαγχολίας του Dürer [1514]
Σε Οδύσσεια εξελίχθηκε η προσπάθεια των ιστορικών τέχνης και κυρίως των εικονολόγων για τον εντοπισμό των λογοτεχνικών παράλληλων [Etienne Souriau, La correspondance…, ό.π.] της μελαγχολίας· πρόκειται για ένα εννοιολογικό λαβύρινθο3· προτάθηκαν νοηματικά σχήματα από την περιοχή της θεολογίας, της φιλοσοφίας, των τεχνών κ.ά. (εικ. 2).

3. Από μεγάλο βαθμό υποκειμενικής αυθαιρεσίας χαρακτηρίζεται η χρήση της ξυλογραφίας του Dürer Ο ιππότης, ο θάνατος και ο διάβολος4 από τον Νίκο Γκάτσο για να αισθητοποιήσει το περιεχόμενο των ιδεών του ποιήματός του Ο ιππότης και ο θάνατος [1513]. Dürer zum Gedächtnis από τη συλλογή «Αμοργός» (Νίκος Γκάτσος, Αμοργός, εκδ. Ίκαρος 1990, σελ. 31 κ.ε.) (εικ. 3).

4. Η στυλιστική αντιστοιχία κειμένου και εικόνας επιτυγχάνεται συνήθως στις περιπτώσεις στις οποίες ο εικαστικός καλλιτέχνης είναι και λογοτέχνης. Αυτή η στυλιστική αντιστοιχία απαντά συνήθως στο είδος της εικονιστικής ποίησης και στα ποιήματα των οποίων το θέμα είναι ζωγραφικά, γλυπτικά και άλλα έργα (βλ. πρόχειρα Ρηγόπουλος 2009, σελ. 90 κ.ε. όπου και η σχετική βιβλιογραφία από την οποία βλ. του Ulrich Weisstein [εκδότης], Literatur und Βildende Kunst. Ein Handbuch zur Theorie und Praxis eines komparatistischen Grenzgebites, Berlin 1992, σποράδην κ.ά.) Γράφουμε συνήθως διότι τα λογοτεχνικά και εικαστικά είδη διατηρούν τον αυτόνομο βηματισμό τους (εικ. 4). Η «συνάντηση» γίνεται σε διαφορετικά σημασιολογικά και μορφολογικά επίπεδα.
               Αυτή η αντιστοιχία θα φανεί καθαρά, πιστεύω, αν αντιπαραβάλουμε το γλυπτό του Μιχαήλ Αγγέλου, τη Νύχτα, που είναι τοποθετημένη στον τάφο του Ιουλιανού των Μεδίκων με ομότιτλο ποίημά του:

               Καλός κι ο ύπνος και η μαρμάρινή μου ουσία
               όσο διαρκούν στον κόσμο τα αίσχη και η φθορά.
               Δεν βλέπω, δεν ακούω εγώ — καλοτυχία!
               Μη με ξυπνήσεις το λοιπόν, μίλα σιγά.

Σημείωση: Ο τελευταίος στίχος είναι κοινός τόπος για τη δήλωση «της έμψυχης εικόνας» (Γιάννης Ρηγόπουλος, Μελέτες μεταβυζαντινής και νεοελληνικής τέχνης, Αθήνα 2013, σελ. 400 - στο εξής Ρηγόπουλος 2013.)
Κώστας Κουτσουρέλης, Ο Μιχαήλ Άγγελος στη Ρώμη και Λιμπρέτο όπερας δωματίου. Μουσική σύνθεση Φίλιππος Τσαλαχούρης.
Μιχαήλ Άγγελος, Ποιήματα και Επιστολές. Μετάφραση-σημειώσεις: Κώστας Κουτσουρέλης, εκδ. Περισπωμένη 2013, σελ. 63· το ποίημα αποτελεί απάντηση του Μιχαήλ Αγγέλου στο ποίημα του Τζιοβάννι Στρότσι, για τη Νύχτα, το γλυπτό του Μιχαήλ Αγγέλου:
               Κείνη τη «Νύχτα» που γλυκά κοιμάται εκεί,
               δες, ένας Άγγελος την έχει πλαστουργήσει
               πάνω στο μάρμαρο, κι αφού κοιμάται, ζει.
               Αν δυσπιστείς, ξύπνα της, αν θες. θα σου
               μιλήσει. [1539] (Ο Μιχαήλ Άγγελος, ό.π., σελ. 61)
               Για τα επιτύμβια μνημεία του Μιχαήλ Αγγέλου στο παρεκκλήσιο των Μεδίκων στη Φλωρεντία παραπέμπω μόνο στο περίφημο εικονολογικό δοκίμιο του Erwin Panofsky «Το νεοπλατωνικό κίνημα και ο Μιχαήλ Άγγελος», που περιέχεται στο βιβλίο του Studien zur Iconologie, Köln 1980, σελ. 251 κ.ε. Βλ. και την ελληνική μετάφραση «Μελέτες εικονολογίας», Αθήνα 1991, σελ. 293 κ.ε. Πρβλ. και Γιάννης Ρηγόπουλος, Κείμενο και εικόνα, όρια και δυνατότητες της σύγκρισης, Αθήνα 2009, τόμ. Β΄, σελ. 122 κ.ε., εικ. 47 - στο εξής Ρηγόπουλος 2009.

5. Η Άνοιξη του Botticelli
Ο πίνακας δεν εικονογραφεί ένα μοναδικό φιλολογικό-λογοτεχνικό κείμενο. Η οπτική γλώσσα έχει απορροφήσει και μεταποιήσει σε εικόνα διάφορες φιλολογικές πηγές: Οβίδιο, Οράτιο, Σενέκα, Angelo Policiano [1454-1494]. Ο τελευταίος είναι σύγχρονος του Botticelli. Είναι δυσχερής η παρακολούθηση αυτής της διαδικασίας κατά την οποία τα φιλολογικά ρεάλια μεταποιούνται σε εικόνα (παράσταση).5

6. Η άποψη της Delft Vermeer (εικ. 5)
Προσπαθώ να οικειοποιούμαι την ερμηνευτική φιλολογία για τον πίνακα. Από τις ερμηνευτικές παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί για τον πίνακα του Vermeer Η άποψη της Delft προτιμώ εκείνες του Marcel Proust που περιέχονται στο μυθιστόρημα Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: θα τις πρότεινα ως συναισθηματικά και εικονιστικά ισότοπα του έργου του Vermeer με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν αναζητούμε στον πίνακα τοπογραφικές ομοιότητες με την πόλη Delft, φωτογραφική και πιστή αναπαραγωγή της, αλλά το συγκλονιστικό βίωμα του Μπεργκότ, του ήρωα του μυθιστορήματος, μπροστά στη μικρή επιφάνεια του κίτρινου τοίχου του· πίνακα που λειτουργεί ως ζώνη ανατρεπτική της ζωγραφικής, της ζωγραφικής που θεωρείται και πολύτιμη και τραυματική υλική αιτία.6 Για τις παράλληλες αναγνώσεις του πίνακα του Vermeer βλ. Ρηγόπουλος 2009, σελ. 133 κ.ε. όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

7. Η καταιγίδα του Giorgione (εικ. 6)7
H αναγωγή του θεματικού υλικού σε φιλολογικές και λογοτεχνικές πηγές δε βοήθησε στην αποκωδικοποίηση των αλληγοριών και των συμβόλων του πίνακα που εν πολλοίς διέπεται από διανοητική σκοτεινότητα· η ζωγραφική είναι “cosa mentale” όπως εκτιμούσε ο Leonardo da Vinci· άρα αυτό δεν είναι η «καταιγίδα» όπως και εκείνο του Magritte δεν ήταν πίπα παρ’ όλο που ζωγράφισε μια πίπα στον πίνακά του8.
               Και οι δυσκολίες δεν είναι μικρότερες όταν δοκιμάζουμε να εικονογραφήσουμε λογοτεχνικά κείμενα. Με τι εικαστικό υλικό θα εικονογραφήσουμε τις Ωδές του Κάλβου (Γιάννης Ρηγόπουλος, Κείμενο και εικόνα, όρια και δυνατότητες της σύγκρισης, Αθήνα 1997, σελ. 73 κ.ε. - στο εξής Ρηγόπουλος 1997), τους Ελεύθερους πολιορκισμένους και Τη γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού (Ρηγόπουλος 2009, σελ. 220 κ.ε.), το ποίημα Λάνη τάφος του Καβάφη (Ρηγόπουλος 1997, σελ. 105 κ.ε.), την Κίχλη του Σεφέρη, Τη δίκη του Κάφκα (Μπροστά στο νόμο) (Γιάννης Ρηγόπουλος, Είναι αξιοποιήσιμη η εικονογράφηση των «Κειμένων της Λογοτεχνίας» του Γυμνασίου και του Λυκείου; Προτάσεις, περιοδ. Λόγος και Πράξη, τχ. 52, Άνοιξη 1993, σελ. 46, σημ. 82 - στο εξής Ρηγόπουλος 1993), τον Οδυσσέα του Joyce;

Β

Πώς αντιλαμβάνεται ο Σικελιανός την άρτια πλαστική συνείδηση των γλυπτών στα αετώματα της Ολυμπίας, το άρτιο όραμα, το ρυθμό και την τέλεια υγεία τους;

Θα κατανοήσει κανείς τη σημασία της ρυθμικής και της πλαστικής αρτιότητας των αετωμάτων, αν τα αντιπαραβάλει με έργα του Rodin και την αισθητική του non finito, του ημιτελούς, που είναι προϊόν της «συνάντησης» του Rodin με το θείο Φειδία και με το υψηλό και τρομερό στυλ των έργων του Μιχαήλ Αγγέλου, το stile sublime e terribile που το είχε προσέξει και ο δικός μας Σολωμός (Ρηγόπουλος 2009, σελ. 215 κ.ε.) ή πάλι όταν χανόταν ο Rodin στο σκοτεινό δάσος της Θείας Κωμωδίας του Δάντη ή ακόμη όταν «βυθιζόταν» στο εργαστήριο και στην οδυνηρή γενετική διαδικασία του γλυπτικού του έργου όπως την περιγράφει με δραματικό τρόπο ο Σικελιανός στο ποίημά του που περιλαμβάνεται στο Λυρικό Βίο, (Β΄ έκδοση Οι φίλοι του βιβλίου, σσ. 38-39): Η συνείδηση της γης μου «Χώματα» (Ρηγόπουλος 2009, σελ. 105-106).

Κι ωσάν ο δημιουργός των αγαλμάτων,
και αφού πλάσει πρώτα το έργο στον πηλό
και ξετυλίξει αρίθμητες φορές απάνωθέ του,
ακοίμητος,
τα ογρά πανιά που το κρατάνε δροσερό.
Σα να 'χει μια πληγή –
να ιδεί πώς πάει, να την αλλάξει –
ώσπου να κλείσει τέλεια και βαθιά,

(έτσ' είδα κάποτε να κάνει τρέμοντας,
απάνω στην ακμή της Τέχνης του,
ο πιο μεγάλος δημιουργός του αιώνα)
τέλος, σιμώνοντας το μάρμαρο,
νιώθει να τρέμει εφτάδιπλη
η κλεισμένη δύναμη στο σώμα του,
κ' είν' έτοιμος να κράξει ως ο παλιός ιερέας:
"Αν βακχεύει το κορμί μου,
όμως ο νους είν' άγαλμα του θεού!".

Ποίημα εργαστηρίου· σκέψεις που προκλήθηκαν στον Σικελιανό από πιθανή αυτοψία «έτσ’ είδα κάποτε να κάνει τρέμοντας, / απάνω στην ακμή της Τέχνης του...» (ό.π.).


               Και ο Rainer Maria Rilke παρακολουθεί αυτόπτης μάρτυρας τη μυστική διαδρομή των καλλιτεχνικών μορφών του Rodin και τη σκοτεινή του υπομονή και τη γόνιμη αργοπορία του γλύπτη όπως την παρουσιάζει (ο Ρίλκε) στο θαυμάσιο αισθητικό του δοκίμιο (Rainer Maria Rilke, Ροντέν, εκδ. Ν. Δ. Καραβία, μετάφραση από τα γερμανικά: Εύη Μελά, χ.χ., σποράδην). Και είναι ακριβώς αυτό το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας που μπορεί ν’ ακυρώσει εν πολλοίς ή εν μέρει την αποδοχή της άποψης για το non finito των πλαστικών έργων του Rodin· είναι ατελής στην αποσπασματική του μορφή ο ακέφαλος κορμός του Rodin (εικ. 7) και ο ακέφαλος αρχαϊκός κορμός του Απόλλωνα στο Μουσείο του Λούβρου όπως περιγράφεται από τον Rilke στο έξοχο σονέτο του, (εικ. 8);

Αρχαϊκός κορμός του Απόλλωνα

Το ανήκουστό του δε γνωρίσαμε κεφάλι,
όπου οι βολβοί ωριμάζαν των ματιών. Αλλά
ακόμη φλέγεται ως πολύφωτο ο κορμός του
όπου το βλέμμα του, ξεβιδωμένο μόνο,

συγκρατιέται και λάμπει. Αλλοιώς, πώς θα μπορούσεν
η καμπύλη του στήθους του να σε τυφλώσει
και πώς μέσα στο αργό στρέψιμο των πλευρών του
θα ’τρεχε τούτο το χαμόγελο ως τον κόλπο εκείνον

που ο φαλλός ήταν; Θα ’ταν κοντή, αλλoιωμένη
η πέτρα αυτή, κάτω απ’ το διαφανές των ώμων
χειμάρρισμα και δε θα σπινθηροβολούσε

σαν τομάρι άγριου ζώου, και δε θα εκρηγνυόταν
το διάγραμμά του ως άστρο: γιατί, εδώ, δεν είναι
γωνιά να μη σε βλέπει. Πρέπει ζωή ν’ αλλάξεις.
(Εκλογή από το ποιητικό έργο του Rainer Maria Rilke, μετάφρ. Άρη Δικταίου, Αθήνα 1957, σ. 115)9.
               Ή πρόκειται για αυτοτελή και εντελή πεδία με εκφραστική, μορφική και νοηματική αυτάρκεια και πληρότητα αλλά και εκρηκτική πυκνότητα; Ή γίνεται προσπάθεια να δηλωθεί η ευρυχωρία του μέρους και η δημιουργική περιπέτεια για να αναδειχτεί το μέρος και να εξιχνιαστούν και να ιχνηλατηθούν τα άρρητα συστατικά του και η υπερβατική διάστασή του και των στοιχείων του (μέρους, του αποσπάσματος); Ή πάλι είναι μια δοκιμασία και δοκιμή να οριστεί η σχέση του ορατού αποσπάσματος με το αόρατο, με το ελλείπον και την απουσία του; Ή επιδιώκεται να επιβεβαιωθεί και να εξερευνηθεί κατά πόσον στο fragmentum εμπεριέχεται εγγενής η κατάσταση, η ακατανίκητη τάση να συμπληρωθεί το απόσπασμα; Από ποιον; Από τον ευαίσθητο παρατηρητή, όπως εδώ από τον ποιητή Rilke o οποίος με το σονέτο του εμπλουτίζει όχι μόνο το fragmentum εφευρίσκοντας και φωτίζοντας σκοτεινά σημεία του ακέφαλου αρχαϊκού κορμού αλλά και εκταμιεύοντας νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις για τον αναγνώστη του ποιητικού συνθέματος, το σύγχρονο και το μελλοντικό αναγνώστη και παρατηρητή.

Γ

Πώς συνομίλησε ο Οδυσσέας Ελύτης με τον Vermeer και τον Hölderlin; Και πώς εμπλέκεται ο Rainer Maria Rilke στη συνομιλία αυτή;
Και άλλα συναφή που προέκυψαν από τη συνάντηση αυτή

Έγραψα το 1997 (Ρηγόπουλος 1997, σελ. 137 κ.ε.): «Σπάνια δοκιμάζω τη χαρά να αποκαλύπτω λανθάνον εικαστικό έργο σε ποίημα. Αυτό συμβαίνει στην ενότητα Ο κήπος βλέπει από τη συλλογή του Ελύτη "Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας".
               Ενώτια παμφανόωντα
               την ώρα που τα αντανακλά η στροφή της κεφαλής.

               Εκκινεί ο ποιητής από τον ομηρικό στίχο «ἅρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα» (Ιλιάδα Θ, 435) και με μια ευφυή λεκτική παιδιά και γητειά μετατρέπει τα ενώπια σε ενώτια, γεγονός που κινητοποίησε το μηχανισμό της εικονογραφίας ή μάλλον της μνήμης και της ανάμνησης του πίνακα του Jan Vermeer «Το κορίτσι με το τουρμπάνι ή με το σκουλαρίκι» [1665-1666] (εικ. 9).
               Και η συνομιλία του Ελύτη με τον Hölderlin πώς προκύπτει;
               Γράφει ο Γερμανός ποιητής: «Πάνω στα σκοτεινά φυλλώματα ησυχάζει το σταφύλι, η προσδοκία του κρασιού, έτσι ησυχάζει πάνω στο μάγουλο η σκιά από τα χρυσά ενώτια (υπογραμμίζω εγώ) που κρέμονται στο αυτί της παρθένας» (Αποσπάσματα, εκδ. Υπερίων 1996, σελ. 94-95). Η σκιά των ενωτίων όχι τα ενώτια ούτε η στροφή της κεφαλής· σημείο εξωτερικό της σωματικής γλώσσας και έκφρασης· η σκιά που δηλώνει μια νέα κατάσταση που υπερβαίνει το αντικείμενο, η σκιά που υποδηλώνει τις άρρητες ιδιότητες του αντικειμένου· την πεμπτουσία του· προϊόν αφαίρεσης επίπονης των συμβεβηκότων και ανάδειξης στρωμάτων των οποίων η σύντηξη καθιστά δύσκολη τη διάκρισή τους. Δεν είναι η σκιά αντανάκλαση και ψευδαίσθηση των ενωτίων· είναι το όντως ον της ιδέας. O Raine Maria Rilke επιθυμούσε με όλη τη δύναμη της καρδιάς του να γίνει η σκιά ενός μήλου, όχι μήλο· στη διαθήκη του αναφέρεται ο Rilke στον πίνακα του Jan Van Eyck Η Παναγία Γαλακτοτροφούσα [Lucca Madonna], του 143610


Εικονίζεται ένθρονη στο εσωτερικό οικοδομήματος. Στο πρεβάζι του αριστερού παραθύρου είναι ζωγραφισμένα δύο μήλα (εικ. 10 και 11).
               Θα ήθελε ο Rilke να γίνει η γλυκιά, η αδιόρατη και ανεπαίσθητη σκιά ενός από τα μήλα αυτά. Είχε προβλεφτεί από το ζωγράφο στο έργο του αυτή η ερμηνευτική εκδοχή ενός επιμέρους εικονιστικού πεδίου, της σκιάς του μήλου αλλά και το βλέμμα ενός παρατηρητή που αξιολογεί διαφορετικά τις ζώνες ενδιαφέροντος του πίνακα; Που μετακινεί με τρόπο ανατρεπτικό το αξιολογικό βλέμμα του αποδέκτη δημιουργώντας και αποκαλύπτοντας το αληθινό σημείο, punctum, την ανεπαίσθητη σκιά ενός μήλου στη ζωγραφική επιφάνεια; Δεν είναι επομένως η σκιά μία λεπτομέρεια ήσσονος σημασίας για τον Rilke. Η ταύτισή του με αυτήν· ή μάλλον η μετατροπή του· η μεταμόρφωσή του σε σκιά υπερβαίνει την επαναληπτική χρήση και μίμηση ενός ρητορικού σκέρτσου και τσαλιμιού και γίνεται δείκτης και inventio, έμπνευση ενός μέσου για να φωτίσει περιοχές ενός εσωτερικού τοπίου και ενός αγωνιώδους υπαρξιακού προβλήματος, της μεταμόρφωσής του σε σκιά, της σκιάς ως πεμπτουσίας της ύπαρξης, όχι ως αντανάκλαση. 

Θυμηθείτε την αυτοπροσωπογραφία του Andy Warhol [1981] και τον πίνακα Η Σκιά [1981] που αποτελεί και αυτός την αυτοπροσωπογραφία του11. Αλλά πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία (εικ. 12), για αυτομίμηση και αυτοπαρουσίαση; Αν δεχτούμε τον κοινό ρητορικό τόπο ότι «κάθε ζωγράφος ζωγραφίζει τον εαυτό του» [ogni dipintore dipinge sé]12, τότε πρόκειται πράγματι για αυτοπροσωπογραφία στην οποία ο ζωγράφος μετατρέπει τον εαυτό του σε σκιά. Τελικά, τι στοιχίζει κρείττον; 

Το τσέρκι ή η σκιά του στον πίνακα του Giorgio De Chirico Μελαγχολία και μυστήριο ενός δρόμου (εικ. 13) και στο ποίημα του Ελύτη Το αμύγδαλο του κόσμου στη συλλογή «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας»;
Και το άλλο [εννοείται κορίτσι] πίσω από το τσέρκι του
στο μάκρος ενός δρόμου μελαγχολικού [De Chirico].
(Βλέπε σχετικές παρατηρήσεις μου στο βιβλίο Κείμενο και εικόνα, 1997, σελ. 137 και σημ.)
               Με ενδιαφέρουν όλες αυτές οι μυστικές συναντήσεις και ας με αφήνουν απ’ έξω. Έστω απολαμβάνω την προσδοκία μιας αποκάλυψης.



Πίνακας εικόνων

1. Pablo Picasso: Guernica, 1937 - Centro de Arte Reina Sofia, Madrid.
2. Αlbrecht Dürer: Μελαγχολία, 1514 - Kuperferstichkabinett, Berlin.
3. Αlbrecht Dürer: Ο ιππότης και ο θάνατος, 1513 - Kuperferstichkabinett, Berlin.
4. Μιχαήλ Άγγελος, Η Νύχτα και η Μέρα, 1526-1533 - Παρεκκλήσιο των Μεδίκων, τάφος του Λαυρεντίου, Φλωρεντία.
5. Jan Vermeer: Η άποψη της Delft, 1660-1661 - Mauritshuis, La Haye.
6. Giorgione: Η καταιγίδα, c. 1506 - Accademia, Venezia.
7. Auguste Rodin: Ακέφαλος κορμός (ή Άνδρας που βαδίζει), 1907, Musée Rodin, Paris.
8. Ακέφαλος αρχαϊκός κορμός του Απόλλωνα, Μουσείο του Λούβρου, Paris.
9. Jan Vermeer: Το κορίτσι με το τουρμπάνι ή με το σκουλαρίκι, 1665-1666 - Mauritshuis, La Haye.
10. Jan Van Eyck: Η Παναγία Γαλακτοτροφούσα [Lucca Madonna], 1436 - Stadelches Kunstinstitut und Stadtische Galerie, Frankfurt.
11. Λεπτομέρεια της εικ. 10.
12. Andy Warhol: Η σκια (Αυτοπροσωπογραφία), 1981 - Ronald Feldman Fine Arts Inc., New York.
13. Giorgio De Chirico: Μελαγχολία και μυστήριο ενός δρόμου, 1914, στην κατοχή ιδιώτη.



Σημειώσεις

1. Στυλιστικές σχέσεις κειμένου και εικόνας (δομικές αναλογίες)
Η νεότερη έρευνα επανήλθε στη χρήση της μεθόδου «του αμοιβαίου φωτισμού των τεχνών» και στην αποδοχή της άποψης ότι υπάρχουν κοινές στυλιστικές αρχές, γεγονός που ευνοεί και διευκολύνει την αναζήτηση και επισήμανση ουσιαστικών σχέσεων ανάμεσα στις τέχνες. Τέτοιες κοινές αρχές είναι: το λάιτ μοτίφ, η συμμετρία, ο παραλληλισμός, η τάση για συνοχή και το αντίθετό της, η σχέση των μερών προς το όλο. Ή το κοντράστ (φωτιστικό, χρωματικό, αλλά και ιδεολογικό κ.ά.), η αντιστοιχία, η αύξηση (ένταση), η ενότητα των αντιθέτων. Η αιτιακή οργάνωση των γεγονότων. Η λειτουργία του στερεότυπου ή της εικαστικής ή οπτικής ή ηχητικής σύμβασης. Η επαναληπτικότητα του στερεότυπου και της φόρμουλας π.χ. στο ομηρικό κείμενο και τη γεωμετρική τέχνη ή στο δημοτικό τραγούδι και τη λαϊκή τέχνη (Γ. Μ. Σηφάκης, Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988, 81 κ.ε. και σποραδικά. Στην περίπτωση του ομηρικού κειμένου και της γεωμετρικής τέχνης θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε τη σύμπτωση των εκφραστικών τρόπων ως αίτημα της εποχής, ως κοσμοθεωρητικό, φιλοσοφικό, οπτικό σύστημα της εποχής, ως τάση της καλλιτεχνικής βούλησης [της Kunstwollen] και όχι τόσον ως προϊόν αμοιβαίων δανείων, όπως αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο της έννοιας αυτής [της Kunstwollen] ο Αlois Riegl, ως εγγενές δηλαδή και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συνόλου του έργου ενός λαού και μιας εποχής που υπερβαίνει την ατομική βούληση ενός υποκειμένου· που χαρακτηρίζει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις που βρίσκουν την έκφρασή τους μέσα στο έργο και που το οργανώνουν από μέσα, τόσο ως προς τη μορφή του όσο και στο περιεχόμενό του. (Βλ. σχετικά τη μελέτη του Ε. Panofsky, Le concept du Kunstwollen στο έργο του La perspective comme forme symbolique, Paris 1975, σ.σ. 197-221).
Θα ήταν θεμιτό επιστημονικά να υποστηρίξουμε ότι το ομηρικό κείμενο διαμορφώνει το παραστατικό σύστημα του "κειμένου" της γεωμετρικής τέχνης ή και το αντίστροφο; Ή θα χρειαστεί να σεβαστούμε την ιστορία και την αυτονομία της ιστορίας των παραστατικών συστημάτων και κωδίκων; [Bruno Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος. Ελληνικές ρίζες της ευρωπαϊκής σκέψης, μετάφρ. Δανιήλ Ι. Ιακώβ, Αθήνα 1981, πρώτο κεφάλαιο, 19 κ.ε.]). Από τα πέντε αντιθετικά εννοιολογικά ζεύγη του Η. Wölfflin μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα εξής: του κλειστού ≠ ανοιχτού, της ενότητας ≠ πολλαπλότητας, της απόλυτης σαφήνειας ≠ της σχετικής σαφήνειας και του ζωγραφικού ≠ πλαστικού (οπτικού ≠ απτικού). (Η. Wölfflin, Kunstgeschichtliche Grundbegriffe. Das Problem der Stilentwicklung in der neueren Kunst, München 1915· πρβ. και την ελληνική μετάφραση, Βασικές έννοιες της Ιστορίας της Τέχνης. Το πρόβλημα της εξέλιξης του στυλ στη νεότερη τέχνη, Θεσσαλονίκη 1992. Ο Oskar Walzel υποστήριζε την άποψη ότι θα έπρεπε να σπουδάζουμε τη λογοτεχνική εξέλιξη σε στενή σχέση (συνδυασμό) με την ιστορία της τέχνης αντί με την ιστορία του πολιτισμού και πρότεινε «τον αμοιβαίο φωτισμό των τεχνών» (Oscar Walzel, Wechselseitige Erhellung der Künste, Berlin 1917· του ίδιου, Gehalt und Gestalt im Kunstwenk des Dichters, Darmastadt 1957, σ. 265-281 και 282-327 [ποιητική και εικαστική τέχνη]). Έδειξε ο Ο. Walzel ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις στυλιστικές κατηγορίες του Wölfflin και τη χρήση τους στη θεωρία και την επιστήμη της λογοτεχνίας. Για τη μεταφορά όρων από τις εικαστικές τέχνες στη λογοτεχνία βλ. επίσης του F. Strich, Die Übertragung des Barockbegriffs νοn der Bildenden Kunst auf die Dichtung, στο: Die Kunstformen des Barockzeitalters, Bern 1956, σ. 243-265. Βλ. και Γιάννης Ρηγόπουλος, Ut pictura poesis, Aθήνα 1991, σ. 44 κ. ε. και σημ. 29-31.
Δομικά και υφολογικά χαρακτηριστικά της λυρικής ποίησης του 20ού αιώνα μπορούν να ισχύσουν επίσης και για τις πλαστικές τέχνες: η παραμόρφωση, η αφαίρεση, ο κατακερματισμός της πραγματικότητας, η επίταση του άσχημου, ο βιασμός της κλασικής δομής, η δικτατορική παρουσία και λειτουργία της φαντασίας, η υπονόμευση του ορατού και των μιμητικών ιδιοτήτων του, η μαγεία, η διανοητική σκοτεινότητα, η αυτοαναφορικότητα ή η μείωση των εξωκειμενικών αναφορών, η σύγχυση ή συναίρεση ή συμφυρμός του πραγματικού και μη πραγματικού, η έκπληξη, το απροσδόκητο, το ευρηματικό που υπονομεύει τη λογοτεχνική και οπτική σύμβαση, η έξαρση του καθημερινού και του βέβηλου στη θέση του ιερού, η εισβολή της ιδιωτικής μυθολογίας, το αποσπασματικό και η εικονιστική σύνθεση (collage), το εγκεφαλικό, το αποκλίνον από τη νόρμα και τον κανόνα, το αινιγματικό και το ερμητικό (Hugo Friedrich, Die Struktur der modernen Lyrik, Hamburg 1975, σ. 15, 22, 143· Gisbert Kranz, Das Bildgedicht in Europa, Schöningh 1973, σ. 39 κ.ε. Χαρακτηριστικό του ζωγραφικού και λογοτεχνικού εξπρεσιονισμού, καθώς και του φουτουρισμού στη ζωγραφική και την ποίηση είναι η καταστροφή της φύσης και ο κατακερματισμός της μορφής. Ο φουτουρισμός που θεμελιώθηκε από τον ποιητή Marinetti και τους ζωγράφους Carra, Boccioni, Balla και Severini στηρίχτηκε στην ιδέα του δυναμισμού και της κίνησης που παραμορφώνουν τα πράγματα. Το σοκ, η έκπληξη και η ανοικείωση (αποξένωση) και ο αποαυτοματισμός ήσαν θεωρητικές θέσεις και στόχοι των Ρώσων φορμαλιστών και φουτουριστών και στη λογοτεχνία (ποίηση) και τη ζωγραφική (επιλεκτική βιβλιογραφία: Victor Erlich, Russischer Formalismus, Frankfurt a. Μ. 1973, 84 κ.ε., 195 κ.ε., 197 κ.ε. και σποραδικά και Α. Hansen-Löve, Der Russische Formalismus - Methodologische Rekonstruction seiner Entwicklung aus dem Prinzip der Verfremdung, Wien 1978 κ.ά.). Όπως οι φουτουριστές ποιητές διέλυαν την ομιλία και τη λέξη στα φωνολογικά, μορφολογικά, συντακτικά, σημαντικά ή στυλιστικά μέρη για να καταστήσουν με την ανασύνθεση των μερών ορατές τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας, έτσι και οι φουτουριστές ζωγράφοι διαμέλιζαν τα σήματα [τα εικαστικά!] για να πετύχουν μια νέα σύνθεση του ανόργανου και του μη συμβατικού. Είναι γνωστή επίσης η σχέση της ερμητικής ιταλικής ποίησης (Ungaretti, Montale, Quasimodo) και της νέας ιταλικής ζωγραφικής (βλ. W. Haftmann, Malerei im 20. Jahrhundert, München 31962, σ. 305 κ.ε.) αλλά και το πολυφωνικό, το ανοιχτό και το εν κινήσει έργο. (Για την πολυσημασία του ανοικτού έργου και τις συγγενείς έννοιες [πολυφωνικό, διαλογικό κ.λπ.] και του κλειστού και τις συναφείς έννοιες [μονοφωνικό κ.λπ.] βλ. U. Eco, L'oeuvre ouverte, Paris 1965, σ. 15 κ.ε. και Tzvetan Todorov, Mikhail Bakhtine, Le principe dialogique, Paris, 1981. Πρβ. Mikhail Bakhtine, La poétique de Dostoievski, μετάφρ. από τα ρωσικά: Isabelle Kolitcheff και παρουσίαση από την Julia Kristeva, εκδ. Seuil, Paris 1970· του ιδίου, L'oeuvre de François Rabelais, εκδ. Gallimard, Paris 1970 (μετάφρ. από τα ρωσικά: Andrée Robel και του ιδίου, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, μετάφρ. Γιώργος Σπανός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1980 κ.ά.). Το αμφίσημο, το πολυεστιακό και πολύκεντρο (η εγκατάλειψη της μιας προνομιούχας οπτικής γωνίας, "ο μονοθεϊσμός του κεντρικού νομοθέτη δίνει τη θέση του στο συναγωνισμό πολλών αβέβαιων θεών" (Pierre Bourdieu, Les règles de l' art. Genèse et structure du champ littéraire, εκδ. Seuil, Paris 1992, σ. 190 κ.ε.), η παντοδυναμία του αποδέκτη αναγνώστη, ακροατή και παρατηρητή και η ερμηνευτική λειτουργία της πρόθεσής του (intentio lectoris κ.λπ.). Για τον ερμηνευτικό ρόλο του αναγνώστη, παρατηρητή, ακροατή και τις προθέσεις και τον ορίζοντα προσδοκίας τους, για το μερίδιο συμμετοχής τους στην κατασκευή του μύθου και της "ιστορίας" και για συναφή προβλήματα η βιβλιογραφία είναι πολύ μεγάλη· ενδεικτικά αναφέρω: Jeremy Hawthorn, Ξεκλειδώνοντας το κείμενο. Μια εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας, μετάφρ. Μαρία Αθανασοπούλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1993· Ουμπέρτο Έκο, Τα όρια της ερμηνείας, μετάφρ. Μαριάννα Κονδύλη, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993· του ίδιου, Ερμηνεία και Υπερερμηνεία, μετάφρ. Αναστασία Παπακωνσταντίνου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1993· Wolfgang Kemf, Der Anteil des Betrachters. Rezeptionsästhetische Studien zur Malerei des 19. Jahrhunderts, εκδ. Mäander, München 1983· του ίδιου, Der Betrachter ist im Bild και Kunstwissenschaft und Rezeptionsästhetik, εκδ. Du Mont, Köln 1955 (Ρηγόπουλος 1993, σ. 46-47).
2. Το εννοιολογικό (αντιθετικό;) δίπολο συνάφεια-ασυνάφεια είναι κατασκευαστικό και συνθετικό αλλά και ιδεολογικό σχήμα όχι μόνο για τη μοντέρνα λυρική ποίηση αλλά και για τις εικαστικές τέχνες του 20ού και 21ου αιώνα. Στον πίνακα Guernica (1937) του Picasso το εν λόγω σχήμα δε λειτουργεί ως δίπολο αντιθετικών εννοιών, επειδή ο πόλος συνάφεια αδυνατεί να ενεργοποιήσει τη σχέση των μερών και την αντιστοίχισή τους και να επιτρέψει στον παρατηρητή να αναχθεί σ’ ένα ιδεατό όλο το οποίο θα λειτουργούσε ως δεσπόζουσα και ενοποιητική δύναμη· διαδικασία που θα κινητοποιούσε τη δυνατότητα σχηματισμού ενός μιμητικού παραστατικού συστήματος.
Σ’ αυτή την ασυνάφεια, «την ασυναρτησία» των συστατικών στοιχείων της Guernica δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε μορφή οπτικής τάξης, οργανικής και αιτιακής σύνταξης, αφηγηματικής οικονομίας. Σ’ αυτό το είδος της οπτικής τάξης λείπει και η ενότητα του χρόνου, του χώρου και της δράσης άρα και η σκηνοθεσία της δραματικής πράξης και των φορέων της ως προσώπων· δρώσες μονάδες υπάρχουν θρυμματισμένες· φορείς λειτουργιών και καταστάσεων χωρίς ψυχική σύσταση. Ούτε μπορεί να γίνει λόγος για στυλ και ένταξη του έργου σε κάποιο καλλιτεχνικό είδος ούτε σε κάποιο καλλιτεχνικό κίνημα με ιστορικό προσδιορισμό. Την ίδια δυσχέρεια θα συναντήσει ο ερμηνευτής του έργου αυτού, αν θελήσει ν’ αξιολογήσει τα ρεάλια του αγνοώντας τη μετωνυμική, μεταφορική και μυθική μεταμόρφωσή τους. Η ακύρωση του πόλου της συνάφειας των μερών, των ζώων, των ανθρώπων και των πραγμάτων στη Guernica οδήγησε στο θρίαμβο της ασυνάφειας, τον παραλογισμό, στη βαναυσότητα και τη σκοτεινότητα, ιδιότητες που υπερβαίνουν το φασισμό όπως δήλωσε ο Picasso σε συνέντευξη το 1945 (Guernica. Kunst und Politik am Beispiel von Guernica - Picasso und der Spanische Bürgerkrieg - Eine Ausstellung der Neuen Gesellschaft für Bildende Kunst (Ausstellungkatalog εκδεδομένος από τον Manfred Bardurzky και άλλους, Berlin 1975, 62).
Πρόκειται για μια διαρκή, επίπονη και συνειδητή διαδικασία υπονόμευσης των κλασικών τρόπων σύνθεσης του έργου, της Guernica· σαν να επιδιώκει ν’ αποφύγει την ολοκλήρωση του έργου με βάση τους παραδοσιακούς κανόνες, γεγονός που θα χαρακτήριζε όλη τη δημιουργική διαδικασία βαθιά υποκρισία, θεατρική αναίδεια. Θα έλειπε από το έργο η καλλιτεχνική αλήθεια και η αυθεντικότητα στην εξεικόνιση του πολιτικού μηνύματος. Επέλεξε ο Picasso το απόσπασμα, το fragmentum, τα διαλελυμένα μέλη (membra disjecta), που τα επένδυσε μ’ ένα τόνο ελεγειακής υφής για την απόδοση του σκοτεινού και του ερεβώδους.
Συμμερίζομαι την πρόταση του Συμεών Σταμπουλού να διαβαστεί ο κύκλος των ποιημάτων του Paul Celan που τιτλοφορείται Ein dedunkleit ή Enténébrée [= Συσκοτισμένη ή Βυθισμένη στη νύχτα] «ως άρνηση της ποίησης να αρτιωθεί, του ποιήματος να γίνει ποίημα» (Συμεών Γρ. Σταμπουλού, R. M. Rilke. Από την ελεγεία στο έρεβος, εκδ. Άγκυρα, Αθήνα 2011, σελ. 45 κ.ε.). Κείμενα της λυρικής ποίησης και της πεζογραφίας που θα μπορούσαν να προταθούν ως ισοδύναμα της Guernica είναι πολλά· περιορίζομαι στην αναφορά ευάριθμων: Paul Celan (1920-1970) Der Sand aus den Urnen (H άμμος από τις υδρίες), 1948, Mohn und Gedächtnis, 1952 (Deutsche Verlags - Anstalt)· στην ανθολογία αυτή περιέχεται και το ποίημα Τοdesfuge (για το ποίημα αυτό «Φούγκα θανάτου» βλ. τη μετάφραση και το έξοχο δοκίμιο του Συμεών Σταμπουλού στο περιοδ. Οροπέδιο, Άνοιξη 2011, 208-421 όπου και η πλούσια βιβλιογραφία), το οποίο θεμελίωσε τη λογοτεχνική του δόξα. Του κανενός το ρόδο. Die Niemandsrose, μετάφρ. Γ. Λάζος, εκδ. Άγρα, Aθήνα 1995. Engführung. Στρέττο. Μέσα από στενό πέρασμα, εκδ. Υπερίων, Θεσσαλονίκη 1996. Του κανενός η λέξη, Η αμετάθετη μαρτυρία του Paul Celan, περιοδ. Οροπέδιο, Άνοιξη 2011. Κείμενα - μεταφράσεις: Συμεών. Γρ. Σταμπουλού κ.ά. Primo Levi, Se questo è un uomo, Turin 1989, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μετάφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδ. Άγρα 1997 και στις σελίδες 33-34 όπου γίνεται αναφορά στο στίχο 48 του άσματος ΧΧΙ της Κόλασης της Θείας Κωμωδίας του Δάντη: δεν έχει εδώ, φωνάζουν, άγιαν όψη (βλ. και Ρηγόπουλος 2009, 203). Jorge Semprun, L’écriture ou la vie, Gallimard, Paris 1994, Γραφή ή ζωή, μετάφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Εξάντας 1996. Για τα θέματα που έχουν σχέση με το Ολοκαύτωμα, τους συγγραφείς του και τη λήθη βλ. Harald Weinrich, Léthé, Art et critique de l’oubli, εκδ. Fayard 1999, μετάφραση από τα γερμανικά: Lethe, Kunst und Kritik des Vergessens, München 1997.
Η βιβλιογραφία για τη Guernica·είναι, ως γνωστό, εκτεταμένη. Για τις ανάγκες του κειμένου μου είχα υπόψη μου ανάμεσα σε άλλα και τα εξής: Warning / Wehle (εκδότες): Lyrik und Malerei der Avantgarde, εκδ. W. Fink, München 1982: IV. Die Malerei als Vorbild. Max Imdahl, Zu Picassos “Guernica” Inkohärenz und kohärenz in moderner Bildlichkeit, σελ. 521 κ.ε. Rudolf Arnheim, Picasso’s Guernica. The Genesis of a painting, Berkley 1962. Anthony Blunt, Picasso’s Guernica, London 1969. Louis Ferrier, Picasso. Guernica, Anatomie d’un chef d’oeuvre, Paris 1977 κ.ά.
3. Hartmut Böhme, Albrecht Dürer Melencolia I. Im Labyrinth der Deutung, εκδ. Fischer, Frankfurt am Main, 1989.
4. Αυτόθι.
5. Horst Bredekamp, Botticelli Primavera. Florenz als Garten der Venus, εκδ. Fischer, Frankfurt am Main, 1988.
6. Γιάννης Ρηγόπουλος, Κείμενο και εικόνα, όρια και δυνατότητες της σύγκρισης, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1997, σελ. 148 κ.ε., εικ. Χ-ΧΙ.
7. Salvatore Settis, Giorgiones ‘Gewitter’, Auftraggeber und verborgenes Sujet eines Bildes in der Renaissance, εκδ. Klaus Wagenbach, Berlin 1982. Ο Settis πρότεινε είκοσι εννέα (29) ερμηνείες του έργου προκειμένου να φωτίσει το «κρυφό θέμα» που θα αντιστοιχούσε τότε στο γούστο των Βενετσιάνων και που το μυστικό του (του θέματος) θα προοριζόταν για τη ιδιωτική χαρά του κατόχου και του παραγγελιοδότη (Daniel Arasse, Le détail. Pour une histoire rapprochée de la peinture, Flammarion, Paris 1996, σελ. 400 κ.ε.). Bλ. στον Settis, ό.π., σ.σ. 71-72 το σχήμα με τις φιλολογικές πηγές έμπνευσης που προτάθηκαν για την ερμηνεία του θέματος της «Καταιγίδας» στον πίνακα του Giorgione· αναφέρω ευάριθμες: το βίο του Απολλώνιου του Τυανέα του Φιλόστρατου [Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον], την Historia Naturalis του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, το βίο του Αγίου Θεοδώρου, το μύθο του Διός και της Δανάης, τη Θηβαΐδα του Στάτιου [P. Papinius Statius, Thebais], τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου κ.ά. (Settis, ό.π. το κεφάλαιο: Die Werkstatt der Exegeden [Στο εργαστήριο των εξηγητών] σελ. 47 κ.ε. και σποράδην. Βλ. ακόμη το κεφάλαιο: Das Gewitter: Schritte der Interpretation [Η Καταιγίδα: Βήματα ερμηνείας] σελ. 129 κ.ε. και σποράδην).
8. Uwe M. Schneede, René Magritte. Leben und Werk, Köln 1978, σελ. 14 κ.ε., εικ. 16 και Michel Foucault, Ceci n’est pas une pipe, Fata Morgana, Paris 1968.
9. Για την αρχαιολογική (και όχι μόνο γιαυτήν) ερμηνεία του σονέτου μνημονεύω τις μελέτες: του Ulrich Hausmann, Die Apollosonette Rilkes und ihre plastischen Urbilder, Berlin 1947 [= To σονέτο του Rilke για τον Απόλλωνα και τα πλαστικά του αρχέτυπαWolfgang Schadewaldt, Winckelmann und Rilke. Zwei Beschreibungen des Apollon, Pfullingen 1968, σσ. 24-29 [=Winckelmann και Rilke. Δύο περιγραφές του Απόλλωνα] κ.ά.
Για τον καταληκτικό στίχο του σονέτου «Πρέπει ζωή ν’ αλλάξεις» βλέπε τη μελέτη του Μichael Franz, “Du mußt dein Leben ändern. Gedanken zur künslerischen Abbildbeziehung”, στο Weimarer Beiträge, 25, 1979, σσ. 150-160.
Για την έννοια του fragmentum, του αποσπάσματος, και του torso, του «κορμού», ενδεικτικά παραπέμπω στο βιβλίο του Salvatore Settis, Le futur du classique, εκδ. Liana-Levi 2005, όπου και πλούσια βιβλιογραφία για το fragmentum για το οποίο βλ. κυρίως το κεφάλαιο 6 και τις σημειώσεις στις σελίδες 174-176 [μετάφραση στα ελληνικά: Το μέλλον του κλασικού, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006].
Για τις σχέσεις του Rainer Maria Rilke με τις τέχνες της εποχής του χρήσιμο θεωρώ να αναφέρω μόνο δύο βιβλία: Rainer Maria Rilke und die Βildende Kunst, Baden-Baden 1952 [Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε και οι εικαστικές τέχνες] και Rainer Maria Rilke und die Βildende Kunst seiner Zeit, München/New York 1996 [Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε και οι εικαστικές τέχνες της εποχής του], σελ. 64 κ.ε.
Η αφιέρωση του σονέτου στον Rodin «A mon grand ami Auguste Rodin» (1908, SWI [Sämtliche Werke σε 6 τόμους εκδιδόμενο από το Αρχείο], σελ. 557) δεν είναι δείγμα αβροφροσύνης· δηλώνει μια εσωτερική σχέση· συνάντηση δύο μεγάλων δημιουργών. Το εύρος και η ποιότητα της σχέσης αυτής αναπτύσσεται στο βιβλίο του Rilke για τον Rodin (ό.π.). Για άλλη βιβλιογραφία σχετική βλ. Rainer Maria Rilke und die Βildende Kunst seiner Zeit, ό.π.
10. Raine Maria Rilke, Le testament, Seuil, Paris 1983, σελ. 56. Βλ. και Daniel Arasse, Le détail... ό.π., σελ. 242, εικ. 111.
11. Victor I. Stoichita, Brève histoire de l’ombre, Genève 2000, σελ. 232 κ.ε., εικ. 95 και 96.
12. Ρηγόπουλος, 2013, σελ. 389 κ.ε.

Οι βιβλιογραφικές παραπομπές είναι ενδεικτικές· η σχετική βιβλιογραφία είναι μεγάλη και εξειδικευμένη.
Related Posts with Thumbnails