© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Καλό καλοκαίρι!

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης
 
Κόκκινες υπογραμμίσεις, κόκκινες διαγραφές των λανθασμένων απαντήσεων, κόκκινοι αριθμοί και υπογραφές πάνω και κάτω από τα μπλε γράμματα…. Ανάμεικτα τα αισθήματα μαθητών και διορθωτών, ανάλογα με τις επιδόσεις τους, βασανιστική πολλές φορές και η αυτοκριτική για τη βαθμολογία, την επιείκεια ή την αυστηρότητα, το μόχθο ή τη μειωμένη προσπάθεια για να επιτευχθούν οι στόχοι. Τα σχολεία κλείνουν για τις καλοκαιρινές διακοπές, ορισμένα κλείνουν για πάντα, συγχωνεύονται ή καταργούνται, μέσα στη δίνη τού κάκιστου προγραμματισμού και της κρατικής φτώχιας. Οι ευχές για «καλό καλοκαίρι» δεν ηχούν καθάριες στον κόσμο των μεγάλων, τα πράγματα έχουν αλλάξει, η αβεβαιότητα κι ο φόβος πνίγουν τη χαρά της ζεσταμένης άμμου και της δροσερής γαλάζιας αγκαλιάς.

«Καλό καλοκαίρι» από καμιά τριανταριά μαθητούδια του νηπιαγωγείου της Λιθακιάς, με την ένταση της αθωότητας, τον ενθουσιασμό και τον αυθορμητισμό της ηλικίας, αντήχησε μέχρι τον κακόπαθο Λαγανά, ίσως και μέχρι το καμπαναριό τ’ Αγίου Διονυσίου, που πρόβαλε τη μακρινή κορμοστασιά του. Ένιωσα πως άλλαξαν όλα μέσα μου, χάθηκαν τα μολυβένια σύννεφα, που δυσκολεύουν την ανάσα της χαρούμενης ζωής…

-«Νουνέ μου, θα ’ρθεις να μ’ ακούσεις αύριο στις εξίμισι που θα πω το ποιηματάκι μου, θα το πεις και στη νουνά μου να ’ρθει κι αυτή;»

Όλες οι αντιστάσεις κάμπτονται στις παιδικές ναζιάρικες εκκλήσεις… Το νηπιαγωγείο έλαμπε γιορτινό για τον θερινό αποχαιρετισμό του. Πολύχρωμες ζωγραφιές και χειροτεχνίες στους τοίχους και στις επιφάνειες, στα μεγάλα διάφανα παράθυρα, στα αναμνηστικά και τους φακέλους που πήραν μαζί τους στο τέλος της γιορτής με τις δημιουργίες της χρονιάς. Διαφορετικά χρώματα σε κάθε αίθουσα και διάδρομο, γραφείο ή εργαστήρι σαν τη διαφορετικότητα των λιλιπούτειων που έπαιξαν τους ρόλους στη νηπιακή τους δημόσια θεατρική παράσταση. Κοκκινοσκουφίτσες, κυνηγοί και λύκοι, μελισσούλες και πεταλουδίτσες μαζί με τους σκαντζόχοιρους και τα δενδράκια γέμισαν το πάλκο με χορευτικές φιγούρες και τις γλυκύτατες φωνούλες τους, άλλες σιγανές και ντροπαλές κι άλλες δυνατές και θαρραλέες. Έκαναν τους παππούδες και τις γιαγιάδες, τις μανάδες και τους μπαμπάδες να ξεχειλίσουν από το αστείρευτο χειροκρότημα της αγάπης. Έλαμπαν όλοι από τη χαρά της ελπίδας που αναδίδει η νιότη σαν το άρωμα της ζακυνθινής γραντούκας και βαπτίστηκαν στα νάματα του ονείρου που κτίζει καθένας για το παιδί του.

Κατόπτριζαν και οι λευκοί σταυροί τις ακτίνες της δύσης στο παρακείμενο κοιμητήριο του χωριού. Λες και λεύκαναν απόψε στο μουσικό άκουσμα της νιότης. Έτσι ανασταίνονται οι νεκροί, στις χορδές των γόνων που αναγεννά η φύση, στην καλλιέργεια και τη μόρφωση των μικρών παιδιών που φαίνεται πως θα φτιάξουν καλύτερο τον κόσμο… Ο Γιώργος, ο Νικόλας, ο Νιόνιος, η Διονυσία, η Κωνσταντίνα, η Ιμπέρια κοιμούνται, αλλά και τραγουδούν συνάμα δίπλα-δίπλα στους τάφους και στο μικρό σχολειό…

Θέλουν κόπο και φροντίδα τα βλαστάρια, για ν’ ανθήσουν και να καρπίσουν. Σαν τα κλήματα θέλουν τον καλλιεργητή τους. Μια παλιότερη συγκινητική έκθεση από μαθητή του δημοτικού διάλεξε η διευθύντρια, για να κλείσει το χαρούμενο δειλινό: «Τι να ζητήσω απ’ το Θεό» ήταν το θέμα της ανάπτυξης:

«Θεέ μου, απόψε σου ζητάω κάτι που θέλω πάρα πολύ. Θέλω να με κάνεις τηλεόραση, θέλω να πάρω τη θέση της τηλεόρασης που είναι στο σπίτι μου. Να έχω το δικό μου χώρο, να έχω την οικογένειά μου γύρω μου. Να με παίρνουν στα σοβαρά όταν μιλάω. Θέλω να είμαι το κέντρο της προσοχής και να με ακούνε οι άλλοι χωρίς διακοπές ή ερωτήσεις. Θέλω να έχω την ίδια φροντίδα που έχει η τηλεόραση όταν δε λειτουργεί. Όταν γίνω τηλεόραση, θα έχω την παρέα του πατέρα μου, όταν γυρίζει από τη δουλειά, ακόμα κι αν είναι κουρασμένος. Και θέλω τη μαμά μου να με θέλει όταν είναι λυπημένη και στενοχωρημένη, αντί να με αγνοεί. Θέλω τ’ αδέλφια μου να μαλώνουν για το ποιος θα περνάει περισσότερες ώρες μαζί μου. Θέλω να νιώθω ότι η οικογένειά μου αφήνει τα πάντα στην άκρη, για να περάσει λίγες ώρες με μένα. Και το τελευταίο, κάνε με έτσι ώστε να τους κάνω όλους χαρούμενους κι ευτυχισμένους. Θεέ μου, δε ζητάω πολλά. Θέλω να γίνω μια τηλεόραση!»

Κι ύστερα, η ανεπανάληπτη ομαδική παιδική ευχή «Καλό καλοκαίρι», η αστείρευτη αναβρυτική πηγή της ελπίδας, που θα μας κρατήσει δροσερούς στους βασανιστικούς καύσωνες του καλοκαιριού. Καλό καλοκαίρι στον μικροεπιχειρηματία που θα έχει τις λιγότερες απώλειες, σ’ εκείνον που θα μείνει άνεργος και δε θα καταντήσει επαίτης με ανοιχτή την παλάμη. Καλό καλοκαίρι για τον μισθωτό και τον συνταξιούχο, που θα μειωθούν οι απολαβές τους, αλλά θα μπορέσουν ν’ αρκεστούν στις μικροχαρές της ζωής. Καλό καλοκαίρι για τον πολίτη που αντιστέκεται και πολεμά το θράσος της εξουσίας, ντόπιας και ξένης, οικονομικής και πολιτικής, βοηθά και συμπαραστέκεται στον φτωχό και τον ανήμπορο διπλανό του. Καλό καλοκαίρι για τον γονιό που θα κάνει διακοπές μαζί με τα παιδιά του και θα τ’ αγκαλιάσει περισσότερο από τις οθόνες και τα λεφτά του. Καλό καλοκαίρι στον άνθρωπο που ξέρει να υπομένει τη δυσκολία και μπορεί να καρτερεί καλύτερους δρομοδείκτες. Καλό καλοκαίρι στους αρρώστους, που εκλιπαρούν τον χρόνο της γιατρειάς… Καλό καλοκαίρι για τους μαθητές στους ανέμελους μήνες του παιχνιδιού και της ξεγνοιασιάς. Καλό καλοκαίρι στους δασκάλους για τον χρόνο της ξεκούρασης και προετοιμασίας της επόμενης σχολικής χρονιάς.

«Καλό καλοκαίρι», καθένας μας κι ένας διαφορετικός αποδέκτης. Ας κρατήσουμε αυτή την παιδική ευχή βαθιά μες στην καρδιά μας και να την ανασύρουμε κάθε φορά που θα σκοτεινιάζουμε στο θερινό λιοπύρι, εκεί ας ταξιδεύουμε τις ώρες της περισυλλογής μας ...

Ζάκυνθος, 15-6-2011

"ΣΚΟΠΕΛΟΥ ΓΕΥΣΕΩΣ ΔΩΡΑ. Αιγαιοπελαγίτικες νοστιμιές γαρνιρισμένες με ιστορία και λαογραφία"

της ΜΑΡΙΑΣ ΔΕΛΗΤΣΙΚΟΥ-ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ
εκδ. ΛΥΚΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΒΟΛΟΥ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Ποτέ δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ένα βιβλίο με συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής θα ήταν τόσο συναρπαστικό. Η συγγραφέας όμως του βιβλίου «Σκοπέλου γεύσεως δώρα» Μαρία Δελήτσικου–Παπαχρίστου, καθηγήτρια φιλόλογος, έχει τον τρόπο, όπως έχει αποδείξει άλλωστε και από τα προηγούμενα βιβλία της, να φέρνει στα δικά της ανώτατα πνευματικά επίπεδα ό ,τι καταπιάνεται.

«Η Παραδοσιακή Γυναικεία Φορεσιά της Σκοπέλου», είναι το πρώτο της βιβλίο, υψηλής σύλληψης και αισθητικής που άφησε άριστες εντυπώσεις και έχει ήδη βρει τη θέση του στο Λαογραφικό Μουσείο καθώς και σε άλλα Μουσεία της χώρας μας. Στο δεύτερο βιβλίο της, το αφήγημα, «Στη Σκόπελο όπως στα πεύκα»- στον τίτλο υπάρχει δάνειο από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ» - η συγγραφέας, με γνώση, τρυφερότητα και αγάπη αλλά και με το ήθος της γραφής της που είναι μοναδικό, αφηγείται μέσα από τις παιδικές της μνήμες, την ιστορία του νησιού, και την καθημερινή ζωή με ό, τι τη συνιστά: τον αγώνα επιβίωσης, τις χαρές, τις λύπες, τα ήθη και τα έθιμά τους, καθιστώντας το ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Με φυλαγμένες μέσα μας ευλαβικά, τις πολύτιμες αυτές εντυπώσεις σκύψαμε πάνω στο νέο πόνημα της κυρίας Παπαχρίστου, «Σκοπέλου γεύσεως δώρα» των εκδόσεων ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ και ταξιδέψαμε στο Βόλο στις 8-6-2011 για να παραβρεθούμε στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στη νεοκλασική αίθουσα της Εξωραϊστικής Λέσχης Βόλου με πρωτοβουλία του Λύκειο Ελληνίδων της ίδιας πόλης και άψογη διοργάνωση από την πλευρά του.

Πριν αναφερθούμε στην παρουσίαση, θα θέλαμε να παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα, χαρακτηριστικά της ποιότητας του βιβλίου: «Σήμερα από τις παλιές καλλιάγριες [τα ελαιοτριβεία δηλ.] ούτε ίχνος δεν υπάρχει στο νησί. Μπουζούκια τώρα και στους ήχους του τσιφτετελιού λικνίσματα, εκεί που οι μυλόπετρες στριφογυρίζανε ατέλειωτα εικοσιτετράωρα ν’ αλέσουν το ζείδωρο καρπό προτού να γίνει λάδι….», «Γλύτωσε ένας μύλος, παροπλισμένος όμως, να μας θυμίζει την παλιά εκείνη εποχή όπου έφταναν οι άνθρωποι εδώ ν’ αλέσουν το γέννημα του ιδρώτα και της γης [το στάρι δηλ.] κι ύστερα να το μπάσουν στο σπίτι τους να ζυμωθεί το ψωμί, ζωής ελπίδα των παιδιών τους…», «Το ψωμί, συνυφασμένο άμεσα με τη ζωή, θεωρήθηκε απ’ όλο τον κόσμο ιερό. Πίστευαν ως μεγάλο αμάρτημα το να πετάξουν έστω κι ένα ψίχουλο. Αν τύχαινε να πέσει ένα κομματάκι ή και ψίχουλο στη γη, σκύβανε, το μάζευαν, το φιλούσαν τρεις φορές φέρνοντάς το κάθε φορά στο μέτωπο, εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό το σεβασμό τους σ’ ό, τι στηρίζει τη ζωή και στη συνέχεια το έτρωγαν.», «Στο λεκανάκι που θα αναπιάσουμε το προζύμι ρίχνουμε λίγο χλιαρό νερό και πριν μαραθεί, το λουλούδι από τον επιτάφιο ή αυτό με τον βασιλικό που μας έδωσε ο ίδιος ο ιερέας στην εκκλησία την ημέρα της Σταυροπροσκύνησης», «Η λέξη καβουρμάς, από το τούρκικο kavurma, σημαίνει καβουρδιστός. Καβουρδιστά έτρωγαν τα κουκιά στην αρχαιότητα, όπως μας πληροφορεί ο Θεόκριτος. Στη Σκόπελο τα κουκιά καβουρμά, τα συνήθιζαν πάρα πολύ το χειμώνα και επειδή αποτελούσαν τροφή πλούσια σε λευκώματα και πρωτεϊνες, αλλά και επειδή η κουκιά ως φυτό ανήκει στα ψυχανθή και διευκολύνει την ανακύκλωση του αζώτου και, κατά συνέπεια, τη λίπανση της γης όπου φυτεύεται…», «Αυτά ήταν τα κρασιά που παρασκεύαζαν για αιώνες και αιώνες ως Πεπαρήθιοι ή Σκοπελίτες οι κάτοικοι του νησιού. Κρασιά ξεχωριστά για το χρώμα τους, το άρωμα, τη γεύση τους. Κι αυτά έπιναν όχι μόνο σαν ήθελαν να ευθυμήσουν, αλλά και του καημού και του πόνου τους το βάρος να απαλύνουν. Κι όταν γεμάτοι ευθυμία στους γάμους και τα πανηγύρια πιάνονταν σε κυκλωτικούς χορούς κι έπιναν όλοι απ’ το ίδιο ποτήρι, στα πέρατα του κόσμου διατράνωναν τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους έννοιες όπως εκείνες της ισότητας, της αγάπης, της φιλίας».

Πρώτη ομιλήτρια, η καθηγήτρια φιλόλογος κυρία Ελένη Σπηλιώτη-Κεσμετζή, μας εισήγαγε στα άδυτα της γραφής και σύλληψης του βιβλίου έχοντας παρακολουθήσει όπως είπε από κοντά τη γέννησή του. Εκτός από το προσωπικό της όφελος -ήταν για εκείνη σχολείο- μας δίνει την πολύτιμη μαρτυρία της, με λόγο, ακριβή, συμπυκνωμένο, κατατοπιστικό. Μετά το πλούσιο βιογραφικό της συγγραφέως, αναφέρθηκε στην σημαντική προσφορά της στον τόπο της και στο τι σηματοδοτεί ο υπότιτλος του βιβλίου: «Είναι μια εργασία που εκπονήθηκε με επιστημονικό τρόπο μελετώντας τις πηγές, γραπτές και προφορικές. Βρίθει βιβλιογραφικών παραπομπών πράγμα που μαρτυρά πως οτιδήποτε γράφτηκε, ερευνήθηκε από τη συγγραφέα και τεκμηριώθηκε από τις πηγές». Σε άλλο σημείο θα αναφέρει: «Η συγγραφέας συνδέει το σήμερα με το παρελθόν και αρκετά συχνά, προκειμένου να αιτιολογήσει συνήθειες και συμπεριφορές των κατοίκων, οι αναφορές της φτάνουν μέχρι τη μυθολογία». Οι αρετές του βιβλίου, όπως μας επεσήμανε, είναι πολλές. «Πρόκειται για μια καλαίσθητη έκδοση με πολύ ωραίες φωτογραφίες και όμορφα διακοσμητικά. Οι διηγήσεις των αναμνήσεων της είναι τόσο ζωντανές που θαρρείς ότι είσαι και συ κάπου εκεί και τις παρακολουθείς. Η ζωντάνια και η παραστατικότητα της αφήγησής της ξυπνά μέσα μας αναμνήσεις εικόνων, γεύσεων, οσμών».

Στη συνέχεια η κυρία Μαίρη Μάντζιου πρ. επίκουρη καθηγήτρια Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με το ξεκίνημά της έδωσε το στίγμα της καθηγήτριας που θα θέλαμε να παρακολουθούμε στα αμφιθέατρα. Με σπάνια μεταδοτικότητα μας μύησε στα μυστικά του βιβλίου «Σκοπέλου γεύσεως δώρα», μερικά από τα οποία θα σας αποκαλύψουμε. «Το βιβλίο της Μαρία Δελήτσικου –Παπαχρίστου, δεν είναι ένας ακόμα οδηγός μαγειρικής-ζαχαροπλαστικής, έστω και παραδοσιακής. Δεν είναι μια ακόμα λαογραφική και ιστορική μελέτη για τη Σκόπελο. Ούτε απλώς ικανοποιεί τη νοσταλγική διάθεση για τον παλιό καλό καιρό που η δικιά μας η γενιά συντηρεί μέσα στην καρδιά της. Είναι ένα ρηξικέλευθο βιβλίο που εύχομαι και πιστεύω να βρει μιμητές σε πολλά άλλα μέρη της χώρας μας. Είναι ένα δώρο της κυρίας Μαρίας στους Έλληνες, κι όχι μόνο στους Σκοπελίτες. Με υπαινικτικό τρόπο γίνεται βαθιά πολιτικό, μολονότι η σύλληψή του έγινε από μια τυχαία διαπίστωση». Σχολιάζοντας δε τον στόχο της συγγραφέως ότι ελπίζει να συμβάλει, ώστε να μην πέσουν στη λήθη συνήθειες και ιστορία αναφέρει: «Εδώ διακρίνουμε τη μετριοφροσύνη αλλά και τον πόνο και την αγωνία του πνευματικού ανθρώπου. Το βιβλίο όχι μόνο εκπληρώνει το στόχο του όπως είναι διατυπωμένος αλλά και τον υπερβαίνει, διότι εν τέλει επιτελεί εθνικό έργο. Η λήθη είναι ο εχθρός της κοινωνίας ενώ η μνήμη την ωφελεί. Η διατήρηση της συλλογικής μνήμης στεγάζει και προστατεύει την κοινωνία, όπως το κέλυφος το σαλιγκάρι. Η κυρία Μαρία συνέλεξε ατομικές μνήμες και τις προσωπικές της και έχτισε γέφυρες με το παρελθόν, δηλαδή με τη συλλογική μνήμη, ανοίγοντας έτσι ένα παράθυρο στο μέλλον. Το βιβλίο είδε το φως της δημοσιότητας στο αποκορύφωμα της παρακμής της χώρας η οποία ήταν αποτέλεσμα της απώλειας της συλλογικής μνήμης, της ταυτότητάς μας και συνακόλουθα των ελληνικών αξιών, αλλά και της εγκατάλειψης της χρυσοφόρας ελληνικής γης». Αναφέρθηκε επίσης η κυρία Μάντζιου στις πολλές φωτογραφίες του βιβλίου που δεν είναι διακοσμητικές ούτε αναμνηστικές, αλλά κρύβουν δυνατή σημειολογία. Και δεν παρέλειψε μια άλλη αρετή του βιβλίου, τη χρήση της γλώσσας με γνώση και σεβασμό, είτε είναι λυρικός ο λόγος της είτε είναι επιστημονικός. Μας είπε επίσης ότι «ανάμεσα στα πολλά που σε εντυπωσιάζουν στις σελίδες αυτού του βιβλίου, είναι η σοφία των ανθρώπων του παλιού καιρού, οι οποίοι είχαν πάσης φύσεως επιστημονικές γνώσεις χωρίς να έχουν φοιτήσει σε σχολεία και πανεπιστήμια». Τέλος αναφέρθηκε στο άλλο σπουδαίο στοιχείο της μελέτης, την ένταξη μέσα στο κείμενο ενδεικτικών αποσπασμάτων από διηγήματα του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη, έτσι που συμπληρώνει η ίδια τον υπότιτλο του βιβλίου «Γαρνιρισμένο με Ιστορία, Λαογραφία και Λογοτεχνία», καθώς και στην πληθώρα αποσπασμάτων από κείμενα περιηγητών, αρχαίων και βυζαντινών πηγών, αλλά και στην πλούσια βιβλιογραφία για να συμπεράνει: «Με μια λέξη, πρόκειται για μια πολύπλευρη μελέτη που στηρίχτηκε σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Είναι ένα βιβλίο που δεν πρέπει να λείπει από κανένα ελληνικό σπίτι και από καμιά ελληνική βιβλιοθήκη». Καταλήγει δε ότι το βιβλίο στο σύνολό του είναι ένας ύμνος στη γυναίκα και στον άνδρα του τότε, στη χρυσοφόρα γη, στη συλλογική ζωή που χάθηκε και τώρα την αναζητούμε και σημειώνει ότι «Το αρχαίο ελληνικό θαύμα κατά κύριο λόγο οφείλει την πραγμάτωσή του στο γεγονός ότι οι Έλληνες ζούσαν σε πόλεις-κράτη, σε μικρές κοινωνίες, με τους θεσμούς τους, τις τελετουργίες τους τα ήθη και τα έθιμά τους τη λογοτεχνία και την τέχνη τους. Το επόμενο βήμα μας πιστεύω θα είναι η επιστροφή στη γη».

Και ο λόγος της συγγραφέως, που εμφανώς συγκινημένη, αναφέρθηκε στο Λύκειο Ελληνίδων, στον τόπο που τη φιλοξενεί και στον οποίο τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της, στους φωτισμένους δασκάλους της που εκτός από γράμματα της δίδαξαν τι σημαίνει άνθρωπος: «Χρέος, δημιουργία και μέσα από την αυτογνωσία αγώνας για καλυτέρευση διηνεκής». Ένα τυχαίο γεγονός στάθηκε αφορμή να πυροδοτηθεί η υπνώττουσα μνήμη, όπως μας αφηγείται και να συλλάβει την ιδέα «της αναζήτησης του χαμένου χρόνου» στο περιβόλι των αρωμάτων και των γεύσεων της ιδιαίτερης πατρίδος της και να γράψει αυτό το βιβλίο σαν μια ελάχιστη προσπάθεια να τονιστεί μια πτυχή της ταυτότητάς μας». Ενέταξε στην Ιστορία εκτός από τις εκδηλώσεις της ζωής, του λόγου και της τέχνης, την κατοικία, την ενδυμασία, τις ασχολίες και την τροφή και εξήγησε ότι ο τρόπος με τον οποίο οι κάτοικοι παρασκευάζουν την απαραίτητη για την επιβίωσή τους τροφή, «αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης και του πολιτισμού τους, δηλαδή της ιστορίας τους και βασικό χαρακτηριστικό της ταυτότητάς τους».

«Η ιερότητα της συγκέντρωσης της οικογένειας γύρω από το ίδιο τραπέζι, τονίζεται την ώρα που ο πατέρας σταυρώνει και κόβει το ψωμί….. Μέσα από την ικανοποίηση της γεύσης θα εκφραστεί η στοργή και θα και θα διοχετευθεί η αγάπη. Εδώ θα ταυτιστεί η αξία του να μοιράζεσαι και να προσφέρεις». Μέσα από τη γυναικεία ικανότητα ο τρόπος διατροφής έγινε τέχνη και αποτέλεσε σχολείο διδαχής και μεταλαμπάδευσης αρχών και αξιών. «Και είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο στο τραπέζι “χλευάζουμε το θάνατο” και γεμίζουμε με συναισθήματα, μεταλαμπαδεύουμε επί πλέον και την ταυτότητά μας», και συνεχίζει, «Κάποιος είπε: “όποιος δεν έχει χθες είναι φτωχός κι όποιος δεν έχει αύριο είναι νεκρός.” και εξηγεί ότι το αύριο δεν υπάρχει χωρίς το χτες, κι αν ξέρεις, μπορείς να χτίσεις με τα υλικά του χθες καινούργια πράγματα για το μέλλον και ενισχύει την άποψή της με το λόγο του Kierkegaard, “Τη ζωή τη βιώνουμε ατενίζοντας προς τα εμπρός, αλλά την κατανοούμε κοιτάζοντας προς τα πίσω. Η κατανόηση λοιπόν σχηματοποιείται από αυτήν τη συσχέτιση του χθες και του σήμερα”. Στηριζόμενοι στη παράδοση, μας εξηγεί, μπορούμε να αναδείξουμε μια νέα αρχή γιατί όπως λέει ο Ίων Δραγούμης: “Ξεσκέπασε την παράδοση και πρόσωπο με πρόσωπο θα αντικρίσεις γυμνή τη ψυχή σου”. Και βέβαια, διαπιστώνει ότι χρόνο με το χρόνο ο κόσμος αυτός χάνεται, χωρίς δυστυχώς να αποτελεί υπόβαθρο για το καινούργιο που ακολουθεί, αφού αυτό στη πλειονότητά του είναι «ξενόφερτο». Φοβάται και αγωνιά για το φαινόμενο της πιθανή «ερημοποίηση». Καταλήγει, όμως, με μία ευχή: «Ας βαφτιστούμε στην κολυμβήθρα της παράδοσής μας για να ανανεώσουμε τα φυσιογνωμικά μας στοιχεία, ας κρατήσουμε την ταυτότητά μας, όχι γιατί είμαστε μοναδικοί στον κόσμο, αλλά γιατί έχουμε την υποχρέωση και το δικαίωμα να πορευτούμε με την ταυτότητα τη δική μας για να μπορέσουμε να διασώσουμε την ύπαρξή μας, αλλά και να προσφέρουμε και στους άλλους.».Έκλισε με την παρακάτω φράση από τον «Λαμπριάτικο Ψάλτη» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ δεν θα παύσω πάντοτε να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά έθη».

Οι τρεις κυρίες των γραμμάτων: Μαίρη Μάντζιου, Ελένη Σπηλιώτη- Κεσμετζή, και η συγγραφέας, Μαρία Δελήτσικου –Παπαχρίστου, προβλημάτισαν θετικά και δημιούργησαν με τον ευεργετικό λόγο και την παρουσία τους κλίμα αληθινής συγκίνησης, ψυχικής ευφορίας και υπερηφάνειας στο ακροατήριο που δεν παρέλειψε να εκδηλώσει με το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημά του, όταν μάλιστα είδε τις τρεις κυρίες να κατεβαίνουν από το βήμα και να μπαίνουν στο χορό της Ομάδας του Λυκείου Ελληνίδων που έκλεισε την θαυμάσια αυτή εκδήλωση με χορούς και τραγούδια των Βορείων Σποράδων.
Related Posts with Thumbnails