© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

ΠΥΡΙΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ [1926-1970] | ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΜΜΑ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Μια εξόχως ενδιαφέρουσα διάλεξη του Παναγιώτη Ανδριόπουλου με θέμα Γιάννης Χρήστου «Πύρινες Γλώσσες» - Ορατόριο της Πεντηκοστής. Προσέγγιση του λιμπρέτου του έργου, παρακολουθήσαμε στις 23-11-15 στην Αίθουσα Διδασκαλίας της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης, «Λίλιαν Βουδούρη», του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής», στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Μας προϊδέασε βέβαια η υψηλής αισθητικής αφίσα, αληθινό έργο τέχνης, του Ιωάννη-Πορφύριου Καποδίστρια που μας υποδέχτηκε, προαναγγέλλοντας το εξαιρετικό αυτό γεγονός. Με «αιχμηρή» λεπτότητα, σαν σε αντίστιξη στον πύργο της Βαβέλ, πρόβαλαν οι Πύρινες Γλώσσες του νεαρού δημιουργού.
Αφορμή για τη διάλεξη ήταν η συμπλήρωση στις 9-1-2016 των 90 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη και 45 από τον τραγικό θάνατό του. Ο Γιάννης Χρήστου δεν ονομάστηκε τυχαία φιλόσοφος της μουσικής. Βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, της θρησκειολογίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας και του αποκρυφισμού, βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για να τον ερμηνεύσει και να φωτίσει με το λόγο του τα δυσπρόσιτα νοήματα ενός λιμπρέτου πυκνού και μιας αποκαλυπτικής μουσικής.
Ο Παναγιώτης Ανδριόπουλος, δημιουργός του ιστότοπου Ιδιωτική Οδός, θεολόγος και μουσικός με εξαιρετικά σαφή, δομημένο λόγο, ανέδειξε τις κρύφιες πλευρές ενός πολυσήμαντου έργου και την πολυμερή προσωπικότητα του αδικοχαμένου συνθέτη. Γνώστης των θεολογικών κειμένων ανέλυσε με συγκλονιστικό τρόπο το λιμπρέτο του Γιάννη Χρήστου, Πύρινες Γλώσσες, παραπέμποντας στις πηγές από τις οποίες άντλησε ο συνθέτης, φράσεις, εδάφια, εκκλησιαστικούς ύμνους, ψαλμούς του Δαβίδ, για να εκφράσει το θεϊκό μεγαλείο και τη δίψα του ανθρώπου να πλησιάσει το Θεό και να ομοιωθεί μαζί του. Ερμήνευσε μουσικά την ιερή συγκίνηση που πηγάζει από το θαύμα της σύλληψης, και, «καιόμενος» ο ίδιος ο συνθέτης, ιστόρησε με το λόγο των Γραφών τον αγώνα και την αγωνία του «καιομένου» ανθρώπου για την κατάληψη του φωτός της γνώσεως.
Η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου δόθηκε το 1964 στην Οξφόρδη από Αγγλικό Φεστιβάλ Μπαχ της Λίνας Λαλάντη [1910-1996]. Ο Γιάννης Χρήστου σε σχετική ερώτηση θα απαντήσει: «Είναι η στιγμή που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει με λόγια, γιατί δεν χωράνε λόγια, είναι η ώρα που ο άνθρωπος φωτίζεται με μια δύναμη που δεν είναι δική του».
Ο ομιλητής, καταχειροκροτούμενος, κάλεσε στο βήμα τον Ακαδημαϊκό Θεόδωρο Αντωνίου, φίλο και συνοδοιπόρο του Γιάννη Χρήστου, ο οποίος, με μοναδικό τρόπο, κατέθεσε τη μαρτυρία του και χρησιμοποιώντας το πιάνο έδωσε μικρό, αλλά σημαίνον δείγμα της δημιουργικής πρωτοπορίας του συνθέτη.
Στο τέλος ο ρήτορας παραφράζοντας τον μεγάλο μας Ελύτη είπε «Μνημονεύετε Γιάννη Χρήστου» κι εμείς τον συμπεριλάβαμε ανάμεσα στους μεγάλους που μνημονεύουμε στους δύσκολους καιρούς.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: «ΟΙ ΤΟΝ ΖΥΓΟΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΡΑΜΕΝΟΙ...»

Εὐλαβικό, πλὴν ἄτεχνο ἐπιμνημόσυνον ἐγκώμιον σὲ δύο ἀδελφοὺς καὶ συλλειτουργούς, ἐφημερίους τοῦ χωριοῦ μας Κλμα, στὸν παπα-Γρηγόριο Ἀλεξάνδρου Ξανθούλη καὶ παπα-Βαρσαμᾶ Ἀποστόλου Γλύνη.
Ἀπὸ καιρὸ ἤθελα νὰ γράψω δυὸ λόγια τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης σὲ αὐτοὺς τοὺς πατέρες, ποὺ ἐμπόνως καὶ φιλοτίμως διήκονησαν τὴν μικρὴ ἐνορία τοῦ χωριοῦ μας Κλῆμα. Τοὺς παπα-Γρηγόριο καὶ παπᾶ-Βαρσαμᾶ.
Ὁ πρῶτος, ὁ παπα-Γρηγόριος ἐφημέρευσε ἐν καιρῷ μετασεισμικῶν δοκιμασιῶν στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα κι ὁ ἄλλος, ὁ παπα-Βαρσαμᾶς, ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἐφημέριος τοῦ νεόδμητου οἰκισμοῦ, τοῦ Νέου Κλήματος.
Ὑπῆρξαν καὶ οἱ δύο φιλότιμοι καὶ φιλόπονοι διάκονοι τῆς μικρῆς ἐνοριακῆς τους κοινότητος, προσπαθώντας μὲ τὶς μικρές τους δυνάμεις καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὸ χωριό τους, νὰ διακονήσουν τὸ μικρό τους ποίμνιο. Νὰ τὸ διακονήσουν ἀθορύβως, εὐλαβῶς καὶ ἐντίμως.
Τὴν Πέμπτη, λοιπόν, 25 Φεβρουαρίου τοῦ 1971, στὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στὴ Σκόπελο χειροτονεῖται, διὰ τῶν τιμίων χειρῶν τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Χαλκίδος κυροῦ Νικολάου, ὁ νέος διάκονος καὶ μέλλων ἐφημέριος τοῦ χωρίου Κλήματος τῆς Σκοπέλου, Γρηγόριος Ξανθούλης, υἱὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τῆς Ἀναστασίας, γόνος ἱερατικῆς οἰκογενείας, ἀφοῦ ὁ παπποῦς του, ὁ παπα-Νικόλαος Ξανθούλης, ἐκ Σκύρου καταγόμενος, διετέλεσε ἐφημεριος στὴν ἐνορία τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ. Ὅπως ἐπίσης κι ὁ πατέρας τοῦ παπα-Γρηγορίου, ὁ πολὺς μπάρμπ᾿ Ἀλέκος Ξανθούλης γιὰ δεκαετίες διηκόνησε τὸ Ἀναλόγιο τῆς ἐνορίας αὐτῆς. Τὸν γιό του μόνο δὲν πρόλαβε νὰ χαρεῖ ἱερέα...
Τὸν δεύτερο βαθμὸ τῆς ερωσύνης ὁ παπα-Γρηγόριος τὸν ἔλαβε, πάλιν διὰ χειρῶν τοῦ Χαλκίδος Νικολάου στὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Τριῶν εραρχῶν Σκιάθου, τὴν Παρασκευὴν 26 Φεβρουαρίου τοῦ ἰδίου ἔτους.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς μὲ πραγματικὸ ζῆλο καὶ θέληση ἱεράτευσε. Μέχρι τὸ 1977, ὁπότε καὶ ἀνεχώρησε «κ τν λυπηρν πί τά θυμηδέστερα» στὶς 22 Φεβρουαρίου, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν, καὶ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα ἐτάφη στὸ παλιὸ Κοιμητηριο τῆς ἐκκλησίας ποὺ βαπτίστηκε, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τοῦ Κάτω Χωριοῦ.
Διάδοχός του ὑπῆρξε, μετὰ ἀπὸ χηρεία τῆς ἐνορίας τοῦ Κλήματος ἀρκετῶν ἐτῶν, ὁ παπα-Βαρσαμᾶς Γλύνης, Κληματιανός, γεννημένος στὶς 24 Ἀπριλίου τοῦ 1945, γιὸς τοῦ Ἀποστόλου καὶ Ἀρχοντούλας.
Ἀναθρεμένος μέσα στὴν παλιὰ ἐκκλησιὰ τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων ὁ π. Βαρσαμᾶς καὶ μάλιστα ἕνα ἀπὸ τὰ κανὰ στελέχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἄοκνος διάκονος τοῦ μακαριστοῦ παπα-Βαγγέλη Διομή, ἀγάπησε μὲ ζῆλο τὴν Ἱερωσύνη καί, ἀφοῦ διακόνησε ς Ἱεροψάλτης γιὰ ἀρκετὰ χρόνια, στὸ τέλος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Γέροντα Μητροπολίτη Χαλκίδος κυρὸ Χρυσόστομο τὸν Α΄ στὶς 16 Φεβρουαρίου τοῦ 1986, καθιστάμενος ὁ πρῶτος ἐφημεριος τῆς ἐνορίας τοῦ Νέου Κληματος, τὴν ὁποία θεμελίωσε ὁ παπα-Γρηγόριος, ἀνήγειρε ἡ Ἐπιτροπὴ μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν Κληματιανῶν, τῶν Γλωσσωτῶν καὶ ὅλων τῶν εὐλαβῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ τελειοποίησε νέος ἐφημεριος, ὁ παπα-Βαρσαμᾶς. Μάλιστα, ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἐνεκαινιάσθη ὁ νέος αὐτὸς ναός, ἀπὸ τὸν Γέροντα Μητροπολίτη Χαλκίδος Χρυσόστομο τὸν Α΄.
Ὁ παπα-Βαρσαμᾶς ὑπῆρξε σεμνός, ἱεροπρεπὴς καὶ φιλακόλουθος ἱερεύς. Διακόνησε τὴν ἐνορία του μὲ συνέπεια καὶ ἦθος, ἀφήνοντας στοὺς συγχωριανούς του ἀγαθὴ μνήμη καὶ παράδειγμα ἐντιμότητος.
Λίγο καιρὸ πρὶν τὴν θερινὴ πανήγυρι τῆς ἐνορίας του (1 Ἰουλίου) ἠσθένησε καὶ στὶς 5 Ἰουλίου τοῦ 2011 ἐκοιμήθη στὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Βόλου ὅπου ἐνοσηλέυετο, σὲ ἡλικία 64 ἐτῶν.
Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία του ἐψάλη στὸν νέο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ἐτάφη δὲ πισθεν τοῦ εροῦ Βήματος, δηλαδή, πλησίον τῶν «ἀγαπητῶν του σκηνωμάτων», γιὰ νὰ παραμένει πάντα ἄγρυπνος προσμονάριος καὶ φρουρὸς «προσδοκῶν ἀναστασιν νεκρῶν».
Ἡ εὐχὴ καὶ ἡ προσευχὴ τῶν δύο αὐτῶν ἀδελφῶν νὰ ἐπισκιάζουν τὸ Κλμα καὶ νὰ γίνονται δαψιλὴς εὐλογία γιὰ τοὺς Κληματιανοὺς καὶ ὄχι μόνο.
π. κ. ν. κ  

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΚΑΛΥΜΜΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΖΗΜΟΥΡΗ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

Του Αρχιμ. Διονυσίου Λυκογιάννη
Ιεροκήρυκα Ι. Μ. Ζακύνθου-Υποψ. Διδάκτορος Θεολογίας
(Ανακοίνωση στο Δ΄ Επιστημονικό Συμπόσιο Νεοελληνικής Εκκλησιαστικής Τέχνης, 13-15 Νοεμβρίου 2015, Θεολογική Σχολή Αθηνών)


Ο αργυρογλύπτης ή χρυσικός, όπως συνηθιζόταν να αποκαλούν όσους δούλευαν το ασήμι και το χρυσό, Αθανάσιος Τζημούρης γεννήθηκε στους Καλαρρύτες της Ηπείρου. Ο πατέρας του Νικόλαος αναφέρεται ότι ήταν και αυτός αργυροχόος. Η καταστροφή των Καλαρρυτών από τους Τούρκους οδηγούν τον Αθανάσιο και την οικογένειά του, τη σύζυγό του Στασινή ή Τάσιο από το ευκατάστατο γένος του Θεόδωρου Παράσχη και τα ανήλικα πέντε παιδιά του Δημήτριο, Μαρία, Ελένη, Αικατερίνη και το μικρότερό του κορίτσι αγνώστου ονόματος, πρόσφυγες το καλοκαίρι του 1821 στη Ζάκυνθο.
Ο Τζημούρης κατέφυγε στο νησί της Επτανήσου, έχοντας βιαστικά αποχωρήσει από τους Καλαρρύτες, στους οποίους πρόλαβε να κρύψει τον χρυσό και τον άργυρο που είχε στην κατοχή του και τα ατσάλινα καλούπια των σταχώσεων των Ευαγγελίων του. Αναφέρει σε ιδιόχειρη επιστολή «ούτε βελώνη δεν εγλείτωσα από τα σύνεργά μου». Ο θάνατος της μικρής του κόρης, με το που έφτασαν στη Ζάκυνθο, κατά την παραμονή τους στο Λοιμοκαθαρτήριο ή Λαζαρέτο, η απότομη κοινωνική, επαγγελματική και οικονομική αλλαγή και οι εργασιακές δυσχέρειες πιθανόν συνετέλεσαν στην επιβάρυνση της υγείας του και στο να ασθενήσει σοβαρά, όπως αναφέρει στη διαθήκη, που συνέταξε στις 11 Μαΐου 1823. Κοιμήθηκε μετά από έναν σχεδόν μήνα, στις 3 Ιουνίου και κηδεύτηκε στον Αγ. Γεώργιο του Λατίνου ή των Φιλικών.
Οι μέχρι σήμερα αρχειακές μαρτυρίες από την περιοχή της Ηπείρου και της Ζακύνθου είναι σχεδόν μηδαμινές για την οικογένεια του Αθανάσιου Τζημούρη, δυσχεραίνοντας τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας αλλά και της παραγωγικής του καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Η φυσιογνωμία του εύστοχα περιγράφεται από την κ. Πόπη Ζώρα, γράφοντας για το ιδιόρρυθμο του χαρακτήρα του. Εμείς προσθέτουμε με τα νεότερα αρχειακά στοιχεία ότι παρά τα ελάχιστα ορθογραφικά λάθη, γνώριζε την ελληνική γραφή, κάτι σπάνιο για τους ομότεχνους της εποχής του. Αυτό επιβεβαιώνει τις μαρτυρίες για το ανεπτυγμένο πολιτισμικό επίπεδο των Καλαρρυτών την περίοδο του 18-19ου αι. , απόρροια του ανεπτυγμένου εμπορίου και της οικονομικής ευρωστίας που επέφερε.
Η επιφανής για τα δεδομένα της εποχής καταγωγή της συζύγου του και το διάσημο σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία και την Επτάνησο καλλιτεχνικό εργαστήρι του, δικαίως ανύψωνε την ηπειρώτικη υπερηφάνεια του Τζημούρη, η οποία καταρρακώθηκε με την απώλεια της προσφυγιάς. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι η σύζυγος μετά το θάνατό του εργαζόταν ως καθαρίστρια σε σπίτια για να μπορέσει να επιβιώσει.
Στη Ζάκυνθο ο Αθανάσιος Τζημούρης φαίνεται πως δεν άνοιξε δικό του εργαστήριο αλλά συνεργάστηκε με άλλους συντοπίτες του Καλαρρυτινούς, όπως τον Γεώργιο Διαμάντη Μπάφα που είχε νωρίτερα εγκατασταθεί και εργαζόταν εκεί και τον Χριστόδουλο Γκρέτζο. Δε σώζεται καμία αρχειακή μαρτυρία για παραγγελία έργου για έναν τόσο σημαντικό καλλιτέχνη και για τους λόγιους της εποχής είναι αδιάφορος. Μέχρι σήμερα είναι γνωστά δύο ενυπόγραφα ευαγγελιοκαλύμματα του Αθανάσιου Τζημούρη στο νησί της Ζακύνθου, ένα στη Μονή Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου και το άλλο στο ναό της Αγίας Μαύρας Μαχαιράδου. Στον Κατεστραμμένο με τους σεισμούς του 1953 ναό της Ευαγγελίστριας στην πόλη της Ζακύνθου αναφέρεται ότι βρισκόταν άλλο ένα, που θεωρείται ότι έχει απολεσθεί.
Σε αποθήκη του Βυζαντινού και Μεταβυζαντινού Μουσείου Ζακύνθου πρόσφατα εντοπίσαμε άλλο ένα Ευαγγέλιο με αργυρή στάχωση και την υπογραφή του Καλαρρυτινού δημιουργού, με αύξοντα αριθμό καταγραφής Α.Α. 872 (εικ. 1).
Το συγκεκριμένο ευαγγελιοκάλυμμα είναι άγνωστο μέχρι σήμερα και κατά συνέπεια έρχεται να προστεθεί στα μέχρι τώρα δεκατρία σωζόμενα ενυπόγραφα γνωστά έργα του Αθανάσιου Τζημούρη. Στον ίδιο αποδίδονται ακόμη άλλο ένα κάλυμμα Ευαγγελίου στην Άρτα και άλλο ένα στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο.
Είναι ασυντήρητο με εμφανή τα σημάδια της φθοράς. Το δέρμα στη ράχη έχει υποστεί απολέπιση και απώλεια εξωτερικής επιφάνειας. Η προσβολή εντόμων, που έχουν δημιουργήσει οπές στο σώμα του βιβλίου και στη δερμάτινη επιφάνεια, η αποκόλληση των πινακίδων, οι λεκέδες υγρασίας, η φθορά και ο αποχρωματισμός του βελούδινου υφάσματος, η οξείδωση του αργύρου, είναι κάποια συμπτώματα παθογένειας του αντικείμενου που επιβάλλουν τη συντήρησή του.



Το Ευαγγέλιο από το Μουσείο Ζακύνθου, σύμφωνα με χειρόγραφη σημείωση στο άνω δεξιό μέρος της σελίδας τίτλου, προέρχεται από το ναό της Αγίας Αικατερίνης του Γρυπάρη της πόλης Ζακύνθου (εικ. 2,3). Η ενθύμηση «Ἐκ τοῡ Ἱερ. Ναοῡ/ Ἁγ. Αἰκατερίνης Γρυπάρη» φέρει την υπογραφή του Επιμελητή του προσεισμικού μουσείου Φιλόλογου Σπυρίδωνα Στρούζα, ο οποίος μετά την καταστροφή της πόλης από τους σεισμούς το 1953 και την περισυλλογή των εκκλησιαστικών αντικειμένων από τους ερειπωμένους ναούς, προχώρησε στην καταγραφή τους.
Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης κτίστηκε το 1642 από τον ιερωμένο Νικόλαο Γρυπάρη και το 1819 έγινε αδελφάτο. Ερειπώθηκε με τους σεισμούς του 1953, ευτυχώς δεν κάηκε, όπως άλλοι ναοί της πόλης και οι καλλιτεχνικοί θησαυροί περισυνελλέγησαν και φυλάσσονται στο Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου.


Το βιβλίο περιέχει το Θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον μαζί με το Ευαγγελιστάριον του Εμμανουήλ Γλυζωνίου και τυπώθηκαν το 1811 στη Βενετία από το τυπογραφείο του εξ Ιωαννίνων καταγόμενου Πάνου Θεοδοσίου (εικ. 4). Οι εξωτερικές διαστάσεις του είναι 36,6 × 25,6 × 5,5 εκ. . Η εκτύπωση έγινε με μαύρο και κόκκινο τυπογραφικό μελάνι και στις σελίδες τίτλων υπάρχει εικονογράφηση με επιζωγραφισμένη χαρακτική. Επιζωγραφισμένα είναι όλα τα διακοσμητικά χαρακτικά στο εσωτερικό του βιβλίου και οι απεικονίσεις των Ευαγγελιστών.
Η βιβλιοδεσία είναι δυτικού τύπου. Η ραφή των τευχών έγινε σε τέσσερα νεύρα από σπάγγο. Τα κεφαλάρια αποτελούνται από χοντρό σπάγγο τυλιγμένα και κολλημένα στη ράχη με χαρτί, που αγγίζουν στο γύρισμά τους το πάχος του βιβλίου. Αυτά προστατεύονταν, από το γύρισμα της δερμάτινης απόληξης, τη «σκούφια» του καλύμματος, η οποία αναδίπλωνε 1,5 εκ. εντός της κάσας και την επένδυση αργότερα από βελούδο, η οποία τα κάλυπτε όλα, εισχωρώντας στις άκρες της ράχης.
Οι πινακίδες του βιβλίου είναι ξύλινες, πάχους 0,3 εκατοστά με κυρτωμένες τις πλευρές που έρχονται σε επαφή με τη ράχη. Η ράχη και οι γωνίες ευδιάκριτα είναι καλυμμένες με δέρμα χρώματος καστανού, πάνω στο οποίο έχουν κολληθεί. Δεν μπορέσαμε να διαπιστώσουμε εάν όλη η πινακίδα καλύπτεται με δέρμα, θεωρούμε όμως ότι αυτό είναι το πιθανότερο. Η δερμάτινη ράχη χωρίζεται σε επτά διάχωρα με εμπίεστη χρυσή διακόσμηση από επαναλαμβανόμενο γραμμικό μοτίβο μιας μικρής γραμμής διακοπτόμενης από τρεις κύκλους. Στο δεύτερο διάχωρο διακρίνεται στην άκρη ένα χρυσό κεφαλαίο γράμμα Ν, που υποδηλώνει την επιγραφή με χρυσοτυπία : ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ. Στην πρώτη πινακίδα υπάρχουν στην πλευρά του ανοίγματος, σε οπή του δέρματος καρφωμένες στο ξύλο, οι δύο μεταλλικές υποδοχές των κλείστρων και στη δεύτερη πινακίδα τα μεταλλικά υπολείμματα των χυτών κλείστρων, που έχουν αποκοπεί. Οι ακμές είναι χρυσωμένες.


Το ένα φύλλο του κάθε δίφυλλου στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου, είναι κολλημένο στην εσωτερική επιφάνεια της πινακίδας ενώ το άλλο παραμένει ελεύθερο. Πάνω σε αυτά έχει κολληθεί βιομηχανικό τυπωμένο χρωματιστό χαρτί με τη μορφή πλέγματος από τετράγωνη επαναλαμβανόμενη σφραγίδα (εικ. 5). Μετά την τοποθέτηση του βελούδου για να καλυφθεί η άκρη του υφάσματος στο εσωτερικό των πινακίδων κολλήθηκε από πάνω γαλαζοπράσινο λεπτό χαρτί μπροκάρ με εμπίεστο χρυσωμένο φυτικό διάκοσμο, τυπωμένο από τον Γερμανό Johann Lechner. Στο εσωτερικό της πρώτης πινακίδας έχουν κολληθεί δύο κομμάτια από το συγκεκριμένο πολύτιμο διακοσμητικό χαρτί, που έχουν στην άκρη τα στοιχεία του τυπογράφου και πιθανόν τον αριθμό του μοτίβου, ενώ κάποια στοιχεία διακρίνονται και στο χαρτί της δεύτερης πινακίδας: JOHANN LECHNER [NURNBERG]; No 12.
Στο εσωτερικό και περίπου στο κέντρο της πρώτης πινακίδας βρίσκεται κολλημένο ορθογώνιο παχύ λευκό χαρτί. Στο πάνω και κάτω μέρος φέρει έκτυπη τη σφραγίδα με καλλιτεχνικά λατινικά γράμματα τα αρχικά του αργυρογλύπτη «ΑΖ» δηλαδή Attanasio Zimuri, όπως η ιταλική υπογραφή στη ράχη του Ευαγγελίου της Πλατυτέρας στην Κέρκυρα, με την οποία υπάρχουν γραφολογικές ομοιότητες. Στις άκρες των έκτυπων σφραγίδων υπήρχαν και άλλες παρόμοιες με κόκκινο βουλοκέρι από τις οποίες σώζονται υπολείμματα.
Την ίδια σφραγίδα συναντούμε και στα Ευαγγέλια της Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο και στο ναό της Παναγίας των Ξένων στην Κέρκυρα. Ο τεχνίτης σημειώνει ιδιόχειρα την καθαρότητα του ασημιού, την τιμή, που ήταν 600 γρόσια, βάζοντας στη συνέχεια την υπογραφή του και τον αύξοντα αριθμό παραγωγής 4 : τό σίμι του εἶναι/λαγάρα/ἡ τιμί του γρ(όσια) ἑξακό/σια ἥτι εἴ 600/ἀθανασιος/τζιμούρις/4.
Όταν το Ευαγγέλιο αγοράστηκε από τον αργυρογλύπτη καλύφθηκε όλη η στάχωση με κόκκινο βελούδο και στη συνέχεια καρφώθηκαν με μικρά μεταλλικά καρφιά στην ξύλινη πινακίδα τα ευάριθμα αργυρά επιχρυσωμένα σφυρήλατα, φουσκωτά, σκαλιστά ελάσματα, εκτός των ελασμάτων της ράχης, που προσηλώθηκαν στο βελούδο.
Η διακόσμηση του Ευαγγελίου ακολουθεί με ακριβή λεπτομέρεια το διακοσμητικό πρότυπο που υιοθέτησε ο Αθανάσιος Τζημούρης σε όλα τα γνωστά ευαγγελιοκαλύμματα. Η πρώτη πινακίδα φέρει στις γωνίες παραστάσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών καθήμενων με τα σύμβολά τους και επιγραφές των ονομάτων τους. Οι εικονογραφικές αυτές συνθέσεις είναι κλεισμένες μέσα σε περίτεχνα δαντελωτά πλαίσια, στολισμένα με καμπυλοειδή ανθέμια, αχιβάδες και ροκάλια , που κάποιες φορές καταλήγουν σε τριανταφυλλένια άνθη, κιονίσκους με πλεγμένους στους κορμούς τους κληματίδες, όλα ενταγμένα σε ύφος ροκοκό, όπως είχε εφαρμοστεί στις διακοσμητικές τέχνες και στην περιοχή της σημερινής Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά τα τέλη του 18ου αρχές 19ου αι. .


Η κεντρική παράσταση εικονίζει την Ανάσταση του Χριστού κατά τον δυτικό τύπο (εικ. 6), με τον Ιησού σε ακτινωτή δόξα να πατεί πάνω στον μισανοιγμένο τάφο, με ανεμίζον περίζωμα τυλιγμένο γύρω από το σώμα, κρατώντας λάβαρο στο αριστερό χέρι και με το δεξί υπερυψωμένο σε στάση ευλογίας. Στην παράσταση απεικονίζονται ακόμη Άγγελος καθήμενος στην πλάκα του τάφου και δύο έντρομοι στρατιώτες σε στάση άμυνας, γνώριμες εικονογραφικά μορφές στη δυτική χαρακτική και ζωγραφική. Ψηλά η επιγραφή « Η ἈΝΑCΤΑCIS TΟῩ ΧΡΙΣΤΟΥ ».
Η δεύτερη πινακίδα ακολουθεί την ίδια εικονογραφική δομή, με παραστάσεις των προφητών Δαυίδ, Σολομώντα, Δανιήλ και Ιερεμία στις τέσσερις γωνίες. Είναι όρθιοι, κρατούν ειλητάρια και σε χαμηλό ανάγλυφο οι επιγραφές των ονομάτων τους. Ο διάκοσμος με τον όποιον πλαισιώνονται είναι ίδιος με αυτόν της πρώτης πινακίδας.


Στο κέντρο εικονίζεται « Ἡ ΣΤΑΥ΄ΡΩCIS ΤΟῩ ΧΡΙΣΤΟῩ » με την Παναγία δεξιά του Ιησού και τον Ιωάννη αριστερά, στο βάθος τα κτίρια της Ιερουσαλήμ, κάτω στη βάση το στόμιο μιας μικρής σπηλιάς με το κρανίο και τα οστά του Αδάμ και πάνω από την οριζόντια κεραία του σταυρού μετά την επιγραφή, τα αστρονομικά σύμβολα του Ηλίου και της Σελήνης (εικ. 7). Παρά την επιμέρους απώλεια του αργυρού ελάσματος μέρους του σώματος του Χριστού και της αριστερής χειρός της Παναγίας, εύκολα μπορούμε με την αντίστοιχη παράσταση άλλων ευαγγελιοκαλυμμάτων του Τζημούρη να συμπληρώσουμε την εικόνα των μορφών.
Η θρηνητική στάση της Παναγίας με την αριστερή παλάμη στην παρειά και το δεξί χέρι να εξέχει του σώματος σε στάση απορίας και ταυτόχρονα έκστασης, ο Ιωάννης με τα χέρια εμπρός κλειστά, τα μαλακά υφάσματα που ανεμίζουν ανάλαφρα, οι οξυκόρυφες απολήξεις των πυργωτών οικημάτων η στάση του σώματος του Ιησού και οι ραδινές φιγούρες των προσώπων, παραπέμπουν σε δυτικά πρότυπα, ευρέως διαδεδομένα και σε χαρακτικά της Βόρειας Ελλάδας στο α΄ μισό του 19ου αι. . Τα ενδιάμεσα διαστήματα των παραστάσεων στον κόκκινο βελούδινο κάμπο κοσμούνται με έξη εξαπτέρυγα στην κάθε πινακίδα και στα διάχωρα της ράχης.
Οι κεντρικές παραστάσεις παρά το ανάγλυφο, το δυτικότροπο σχέδιο και το συγκινησιακό ύφος των μορφών , μας εκπλήττουν ευχάριστα με τη λιτότητα και τη σαφήνεια της εικονογραφίας, καθώς και για το συγκρατημένο συναίσθημα, που εκπέμπουν τα πρόσωπα. Ο Τζημούρης κοινωνός μακραίωνης ανατολικής παράδοσης προσπάθησε να συνταιριάξει, επιτυχώς θεωρούμε, τις δύο καλλιτεχνικές εκφράσεις, ακολουθώντας τις διακοσμητικές τάσεις της εποχής του και τονίζοντας ευκρινώς το χαρακτήρα του θρησκευτικού βιβλίου.
Ο συγκεκριμένος τύπος διακόσμησης του Ευαγγελίου διαφοροποιείται από τα μέχρι τώρα γνωστά ενυπόγραφα έργα του Αθανάσιου Τζημούρη, μιας και δεν είναι τόσο φορτωμένος στη διακόσμηση. Αυτός είναι και ο λόγος που η τιμή του ήταν κατά 1000 γρόσια φθηνότερη. Αντίστοιχο Ευαγγελιοκάλυμμα αυτού του τύπου, ανυπόγραφο όμως, υπάρχει στο Σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μόνης του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Παρά τις όποιες μεταγενέστερες επεμβάσεις που έχει δεχθεί στη βιβλιοδεσία και στα αργυρά επιχρυσωμένα ελάσματα μαρτυρεί τα ίδια καλούπια του Καλαρρυτιώτικου εργαστηρίου του Αθανάσιου Τζημούρη.
Οι αργυρές σταχώσεις του Τζημούρη αποτελούνταν από μεταλλικά ελάσματα διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, τα οποία συνέθετε όπως εκείνος επιθυμούσε, ανάλογα με το κόστος που ήθελε να έχουν. Δημιούργησε λοιπόν δύο τύπους διακόσμησης. Έναν απλό με τις κεντρικές παραστάσεις της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού και τους τέσσερις Ευαγγελιστές και τέσσερις προφήτες στις γωνίες, με κόστος 600 γρόσια και έναν πιο σύνθετο προσθέτοντας δώδεκα μεταλλικά εικονίδια με σκηνές δωδεκάορτου και πιο στέρεα βιβλιοδεσία, με τιμή πώλησης 1600 γρόσια. Το κέντρο παραγωγής όλων των ευαγγελιοκαλυμμάτων του θεωρούμε ότι ήταν οι Καλαρρύτες. Εκεί ο Τζημούρης είχε το εργαστήριο με τα εργαλεία του, όλα τα υλικά που χρειαζόταν, το σώμα του βιβλίου, τον άργυρο, το χρυσό, το χρωματιστό χαρτί, που μπορούσε εύκολα να τα προμηθευτεί από τους συμπατριώτες και συγγενείς του εμπόρους στα Ιωάννινα και στην Ιταλία.
Η ομοιότητα έξαλλου ακόμα και στις λεπτομέρειες όλων των αργυρών του σταχώσεων και η εσωτερική τους διακόσμηση με πολυτελές ή χρωματιστό χαρτί που συναντάμε να είναι ίδια σε Ευαγγέλια που βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, όπως το συγκεκριμένο που εξετάζουμε, έχει το ίδιο πολυτελές χαρτί μπροκάρ με αυτό της Παναγίας των Ξένων στην Κέρκυρα, συνηγορούν για τη δημιουργία τους στο ίδιο καλλιτεχνικό παραγωγικό κέντρο κατά την περίοδο 1811, που έχουν τυπωθεί τα βιβλία μέχρι το καλοκαίρι του 1821, που ο Τζημούρης εγκατέλειψε τους Καλαρρύτες.

Ευχαριστώ τον κ. Ιωαννη Χουλιαρά και την κ. Χριστίνα Μερκούρη, πρώην και τωρινή αντίστοιχα Έφορο Αρχαιοτήτων Ζακύνθου για τη διευκόλυνση που μου παρείχαν στην έρευνα και τους υπαλλήλους της Εφορείας.

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΙ ΣΤΕΡΝΕΣ ΟΙ ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ...

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάσει σὲ μιὰν ἡλικία προχωρημένη, δηλαδή περάσει τὸ φράγμα τῶν πενήντα-ἑξήντα χρόνων, τότε ὁ Θεὸς τοῦ χαρίζει τὸ μεγάλο τὸ προνόμιο τῆς ἀναπόλησης καὶ τῆς νοσταλγίας. Γιατὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπιστρέφει. Ἐπιστρέφει ἐκεῖ ποὺ ἔζησε, ἐπισκέπτεται χώρους ποὺ λησμονήθηκαν σήμερα, ὅπως εἶναι οἱ παλιὲς γειτονιὲς καὶ τὰ ἐρειπωμένα ἤ ἐξαφανισμένα σπίτια καὶ ἀναπολεῖ μὲ συγκίνηση ἁπλὲς συνήθειες καὶ ἀνθρώπους σεμνοὺς καὶ σιωπηλούς. Τοὺς δικούς του ἀνθρώπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἔζησε χρόνια φωτεινά.
          Μπορεῖ νὰ ἦταν δύσκολα, μίζερα καὶ καχεκτικὰ χρόνια. Ὅμως, μὲ τὴ χρονικὴ ἀπόσταση ποὺ τὰ σημαδεύει, σήμερα φαίνονται τόσο τρυφερά, στοργικά καὶ χαρισματικά. Ἴσως γιατὶ ἦταν χωνεμένα στὴν ἁπλότητα καὶ τὴν καλωσύνη ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων. Τῶν ἀνθρώπων ποὺ σὲ ἀνάθρεψαν, σὲ στύλωσαν, σοῦ χάρισαν κομμάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ θυσίασαν τὸν ἑαυτό τους, καθὼς σοῦ προσφέρανε ἕνα παραπάνω σκαλοπάτι ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ στέκονταν, γιὰ νὰ φανεῖς στὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σήμερα, καθὼς τοὺς ἀναπολεῖς μέσα στὸ σύθαμπο τῆς συγκίνησης ποὺ ἀνεβαίνει μέσα σου, τοὺς εὐγνωμονεῖς. Τοὺς εὐγνωμονεῖς γιὰ πάρα πολλά. Ὅπως γιὰ κάποια ἁπλᾶ, συνηθισμένα καὶ λιτὰ πράγματα ποὺ τἂ θυμᾶσαι ἀκόμα... Ὅπως τὶς τηγανίτες ἐκεῖνα τὰ παγωμένα χειμωνιάτικα πρωϊνά.
Ἀπὸ τὶς εὐλογημένες συνήθειες τῆς κάθε παλιᾶς νοικοκυρᾶς ἦταν κι ἡ ἑτοιμασία τοῦ χυλοῦ («τοῦ λάμα» δηλ.) μὲ νερὸ, ἀλεύρι κι λάτι, γιὰ νὰ κάμουν τὶς τηγανίτες. Γιατὶ τὸ καλοῦσαν οἱ κρύες μέρες τοῦ χειμώνα, ἰδιαίτερα ὅταν τὸ χιόνι ἔκλεινε τοὺς ἀνθρώπους στὰ σπίτια τους. Ἔτσι, εὐκαιρία ἦταν νὰ τηγανίσουν τὶς εὔγευστες ἐκεῖνες λιχουδιές, ποὺ τὶς τρώγανε μὲ μπόλικο πετιμέζι καὶ πασπαλισμένες μὲ κανέλλα.
Ἑτοιμάζανε, λοιπόν, τὸ «λάμα» καὶ μετά, ἀφοῦ καίγονταν τὸ λάδι στὸ τηγάνι, ποὺ ἦταν βαλμένο πάνω στὴν τσιροτιά, στὸ τζάκι, ἔπαιρναν τὸ «λάμα»μὲ ἕνα κουτάλι καὶ τὸ ρίχνανε στὸ τηγάνι. Μὲ προσοχὴ γυρίζανε τὸ κάθε κομμάτι ποὺ τηγανιζόταν, μέχρι νὰ «ροϊδίσει», νὰ ξεροτηγανιστεῖ. Στὸ τέλος ρίχνανε καὶ τὸ ὑπόλοιπο τοῦ χυλοῦ στὸ τηγάνι κάνοντας μιὰ μεγαλη τηγανίτα, τὴν ὁποία συνήθως τρώγανε μὲ ἐλιές ἀργότερα, κοντὰ μὲ τὸ μεσημεριανὸ τὸ φαΐ.
Τὶς ἄλλες, τὶς μικρὲς τηγανίτες, ἀφοῦ τὶς συγκέντρωναν, τὶς μοίραζαν ὅλοι γύρω-γύρω στὴν οἰκογένεια ἤ καὶ σὲ γειτόνους, ποὺ τοὺς καλοῦσαν νὰ γευτοῦν αὐτὸ τὸ ὑπέροχο κι ἁγνὸ γλύκισμα. Μάλιστα οἱ ἄντρες πίνανε καὶ λίγο ρακὶ νὰ πάει ἡ «λαδιὰ» κάτω, ὅπως λέγανε. Φυσικὰ πρέπει νὰ θυμίσουμε πὼς ἦταν σχεδὸν ἀνέξοδο τὸ γλύκισμα αὐτό, ἀφοῦ ὅλα τότε τὰ ἀγαθὰ ἦταν τοῦ σπιτιοῦ, δηλαδή καὶ τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ λάδι καὶ τὸ πετιμέζι, ἀλλὰ καὶ τὸ ρακί. Καταλαβαίνουμε δὲ ὅτι γιὰ καύσιμη ὕλη εἶχαν τὰ ξύλα, ποὺ καίγανε στὴν παραστιά, ὄχι μονάχα γιὰ μαγείρεμα, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε κιόλας.
Εὐωδίαζε τὸ χωριὸ τότε ἀπὸ τὸ φρεσκοτηγανισμένο λάδι, ποὺ ἀνέβαινε ἀπὸ τὶς καμινάδες τῶν σπιτιῶν. Εὐωδίαζαν καὶ τὰ φτωχικὰ τὰ σπίτια ἀπὸ τὶς ξεροψημένες τηγανίτες, τὸ ἀρωματισμένο περιμέζι, ἀλλὰ καὶ τὸ φασκόμηλο ποὺ ἔβραζε μέσα στὴν παραστιά.
Κάποτε ὅμως τέλειωσε καὶ τὸ στερνὸ τ᾿ ἀλεύρι καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸ καὶ τὸ εὐωδιαστὸ τὸ πετιμέζι. Ἡ παραστιὰ ἔσβυσε, πετάχτηκε τὸ παλιό, τὸ μαυρισμένο τὸ τηγάνι καὶ μαζί μὲ ὅλα αὐτὰ ἔπαψαν νὰ γίνονται ἐκεῖνες οἱ εὐωδιαστὲς οἰ τηγανίτες, ἡ χαρὰ τῶν παιδιῶν , ἀλλὰ καὶ τῶν μεγάλων...

Για το βιβλίο "Νίκος Γρυπάρης, Ανέκδοτα Γράμματα του Μαρίνου Σιγούρου στον Σπύρο Αλ. Καββαδία, Εισαγωγή-Επιμέλεια-Διορθώσεις-Συμπληρώσεις, Διονύσης Σέρρας", εκδ. Επτανησιακά Φύλλα, Ζάκυνθος 2015

Γράφει η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Η Επιστολογραφία ως φιλολογικό είδος φαίνεται πως ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Οι πολύ ενδιαφέρουσες επιστολές που μας έδωσαν άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης, οι χρησιμότατες πληροφορίες τους για άλλους ομοτέχνους τους, η άποψή τους για θέματα πνευματικά κοινωνικά ή πολιτικά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει συρρικνώσει το είδος στα βιαστικά ηλεκτρονικά μηνύματα. Πάει πια η αλληλογραφία που αντάλλασσαν μεταξύ τους σημαντικοί άνθρωποι με θησαυρούς απόψεων, γνωμών, εξομολογήσεων και πληροφοριών. Επιστολές λογοτεχνήματα ή λογοτεχνικά δοκίμια, κείμενα που δεν γράφονται πια.

Από την ξεχασμένη εποχή της ακμής, ακόμη, της επιστολογραφίας, ο Διονύσης Σέρρας, λόγιος και ποιητής από τη Ζάκυνθο, φέρνει στο φως τα ανέκδοτα Γράμματα του Μαρίνου Σιγούρου προς τον Αλ. Καββαδία, τα οποία βρίσκονταν στα χέρια του Νίκου Γρυπάρη. Οι επιστολές, εννέα τον αριθμό, γράφτηκαν όλες το έτος θανάτου του Σιγούρου, στο διάστημα δυόμισι μηνών, από 14-6-1961 έως 30-8-1961, και απευθύνονταν στον φοιτητή τότε Καββαδία, ο οποίος είχε αρχίσει την έρευνα γύρω από την επτανησιακή γραμματεία και επ’ αυτής ζητούσε πληροφορίες από τον Σιγούρο. Ο αριθμός των επιστολών, σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα αποτελεί, εκτός των άλλων, και δείκτη του ενδιαφέροντος από την πλευρά του Σιγούρου. Για κάθε μία από αυτές τις επιστολές υπάρχουν σημειώσεις χειρόγραφες του Γρυπάρη, σχόλια και υπομνηματισμοί για περαιτέρω επεξεργασία και πρέπει να ζητήθηκαν από τον ίδιο για να τις μελετήσει και να τις εκδώσει. Ο αδόκητος θάνατός του, όμως, εμπόδισε την έκδοση και οι επιστολές παρέμειναν στα χέρια της χήρας, Ευρυδίκης Γρυπάρης, μέχρι την παράδοσή τους στον Σέρρα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ο χρόνος έτρεξε, η έκδοση επετεύχθη τώρα.

Ο Σέρρας, ως συστηματικός μελετητής, εμβριθής ερευνητής και άξιος επιστήμων, κάνει μια λεπτομερή περιγραφή αυτών των επιστολών, του τόπου κατοικίας του συντάκτη τους, στο Ακρωτήρι Ζακύνθου, και του παραλήπτη τους, στην Νέα Ελβετία, στην Αθήνα. Και εκτιμά ότι οι επιστολές αυτές συγκροτούν «ψυχοπνευματικό γέννημα ή αποτύπωμα της τελευταίας περιόδου ή των στερνών ημερών της ζωής του Μαρίνου Σιγούρου», ότι τα «μιλήματα» αυτά είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, συνιστούν μια «εύγλωττη μαρτυρία για το ήθος και το ύφος ή για τη σκέψη και τη στάση ζωής» του συντάκτη τους, εφόσον το ενδιαφέρον του πολυμαθούς Σιγούρου δεν περιορίζεται στο επιστημονικό μόνο επίπεδο αλλά και, όπως προκύπτει από τις επιστολές, εξαπλώνεται με μια σχέση μοναδική, πολυφωνική και πολυσύνθετη σε πολλά θέματα παλαιά και σύγχρονα της Επτανησιακής Σχολής, καθώς και της ευρύτερης νεοελληνικής και ιταλικής πνευματικής ιστορίας και λογοτεχνικής ζωής.

Στις επιστολές αυτές αναφέρεται με τη σειρά: στον Ιταλό νεοελληνιστή Nicola Catone, τον Νικόλαο Σοφιανό, τον Λεοπάρντι, τον Κωνσταντίνο Σολδάτο, τον Γεώργιο Καλοσγούρο. Παραθέτει δύο ποιήματα της συλλογής του Άσβηστη Φλόγα (και εξ αφορμής γίνεται λόγος για τον Μαρκορά, τον Σολωμό, τον Πολυλά, την Δενδρινού), στη συνέχεια μιλάει για τον Μαρτελάο, τον Φάνη Μιχαλόπουλο (που επικρίνει το βιβλίο του για τον Σολωμό) και τη σχέση του Σολωμού με τη γλώσσα. Συνεχίζει με τον Γρ. Ξενόπουλο, δίνει οδηγίες για τη συγγραφή μιας «Ιστορίας της Επτανησιακής Λογοτεχνίας», προβαίνει σε εκτιμήσεις για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και τον αδελφό του Σπύρο, μιλά για τον Αντ. Μάτεση, το περιοδικό Νουμάς, τη δημοτική γλώσσα, πάλι για τον Πολυλά, για τη διατριβή, την οποία θα εκπονήσει ο Σπ. Καββαδίας με θέμα «Καθαρεύουσα και Διον. Σολωμός», αναφέρει ακόμα τον Λορέντζο Μαβίβη και, τέλος, κάνει λόγο για τον δεκαπεντασύλλαβο, τον Έκτορα και Ανδρέα Σιγούρο και τον Στέφανο Μαρτζώκη. Χαρακτηριστικός όλων των επιστολών είναι ο τρόπος με τον οποίο παραπέμπει, γράφει, σχολιάζει. Γιατί εκείνο που ιδιαιτέρως εκτιμά και τονίζει ο Σέρρας είναι το πλήθος και η πολυσημία, η όλη «εικόνα» και ο «χαρακτήρας» αυτών των επιστολών. Αν, μάλιστα, βρεθεί και το συμπλήρωμά τους, δηλαδή οι απαντήσεις σ’ αυτές τις επιστολές ή τα τιθέμενα ερωτήματα, θα φωτίσουν καλύτερα το περιεχόμενό τους.

Η έκδοση του παρόντος βιβλίου θα μπορούσε να θεωρηθεί επετειακή, αφού συμπληρώνονται εκατόν τριάντα χρόνια από τη γέννηση του Σιγούρου και, παρά ένα, σαράντα από το θάνατο του Γρυπάρη. Έτσι τιμώνται και οι δύο για την προσφορά τους, η οποία μπορεί να είναι χαμηλόφωνη, αλλά, όπως λέει ο Σέρρας, είναι «πολυεπίπεδη» και άπτεται όλων των πεδίων του πνεύματος και μεταξύ αυτών και της επιστολογραφίας που έχει, επίσης, δικαιωθεί και από «την πένα» του πολυσχιδούς και πνευματώδους Διονύση Ρώμα. Πολύ ενδιαφέρον και το απόσπασμα που παραθέτει από τα γραπτά του Α. Ρώμα: «Δεν υπάρχει τίποτε, νομίζω, συγκινητικώτερο και πιο διαφωτιστικό για την ‘‘μικρή ιστορία’’ από τα παλιά κιτρινισμένα γράμματα. Δεν είναι ανάγκη να φωτίζουμε καμμιά σκοτεινή πτυχή της ιστορίας… το γράμμα μιας μάνας στην ξενητεμένη κόρη της είναι αρκετό για να μας μεταδώση τη λεπτή νοσταλγική μυρωδιά μιας εποχής που πέρασε… Η ελαφρότερη κουβέντα, το πιο ανόητο κουτσομπολιό χρωματίζει ξάφνου τόσο έντονα τον λησμονημένο αποστολέα … σε βαφτίζει κυριολεκτικά μέσα στο κλίμα» [Εδώ βρίσκουμε μια ανάλογη παρατήρηση του Γιώργου Σεφέρη προς τον Γιώργο Θεοτοκά με αφορμή τη μόδα των Ημερολογίων της εποχής τους, στην οποία θίγει τη σημασία των απλών καθημερινών καταγραφών: «Το ημερολόγιο δεν είναι όλες οι στιγμές μας, μήτε η πεμπτουσία της ζωής μας, αλλά το σημάδι , σχεδόν τυχαίο, μιας οποιασδήποτε στιγμής κάθε τόσο, κι όχι πάντα της σπουδαιότερης… ‘‘Γιατί θες να διαγράψεις μια στιγμή του εαυτού σου;’ Ρωτώ» (Μέρες Γ΄, σελ. 177)].

Με την ίδια λογική «η μικρή» αλλά όχι αμελητέα «ιστορία» των δύο αλληλογράφων έχει βαρύνουσα σημασία για τον σημερινό αναγνώστη. Εντυπωσιακή είναι η παράθεση των επαινετικών επιθέτων / τίτλων που συσσωρεύει ο Σέρρας για τον «άξιο μνημοσύνης αποστολέα, τον εμβριθή Ζακυνθινό, επτανησιολόγο, ποιητή, πεζογράφο, κριτικό, φιλοσολωμικό μελετητή, καλλιεπή δημοτικιστή, βιβλιόφιλο κλπ. Μαρ. Σιγούρο». Και με τις ευχαριστίες του σε κάθε συνεπικουρήσαντα και ειδικά στην Φανή Καζαντζή και Θεοδόση Πυλαρινό, εξαιρετικά μέλη της πανεπιστημιακής μας κοινότητας, κλείνει την εμβριθέστατη εισαγωγή του.

Ακολουθούν οι σελίδες με φωτοτυπημένο δείγμα ερωτήσεων του Νίκου Γρυπάρη προς τον Σπυρ. Καββαδία και έπονται οι επιστολές, με τόπο και ημερομηνία αποστολής σε έντυπη πλέον εκδοχή. Παράλληλα παρατίθεται και η ίδια η χειρόγραφη επιστολή, καθώς και ο φάκελος σε φωτοτυπημένη φωτογραφία. Σ’ αυτήν, ο σημερινός αναγνώστης, πέραν της τυπικής μορφής και του ενδιαφέροντος περιεχομένου της, θα βρεθεί καταπρόσωπο με την επιμελημένη και καλλιγραφημένη επιστολή, δείγμα γραφής παλαιάς, την οποία όλοι μας, πλέον, έχουμε ξεχάσει. Για κάθε επιστολή ο επιμελητής παραθέτει τα δικά του σχόλια, διορθώνει και ενημερώνει για τυχόν λάθη και αβλεψίες. Από τις επιστολές αυτές ο σημερινός αναγνώστης θα αποκομίσει στοιχεία και θα συγκεντρώσει πληροφορίες, τις οποίες είναι σίγουρο ότι αγνοεί, όπως ότι ο πρώτος Πολυλάς είναι προτιμότερος του ύστερου, διότι η «τελευταία γλωσσική» εργασία του «είναι «σχεδόν η άρνηση του ξεκινήματός του» και ότι «η Επτανησιακή Σχολή τιμά κι’ αναγνωρίζει τον πρώτο Πολυλά». Και μια νόστιμη πληροφορία για να κλείσουμε, η οποία σχετίζεται με τον στρατηγό Καλλέργη, τον ήρωα του Συντάγματος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, του οποίου σύζυγος ήταν η Σοφία, το γένος Ράπτη, «μία των ωραιοτάτων και επιφανεστάτων Ελληνίδων, δια την χείρα της οποίας φονικότατοι προ έξ ετών είχον γίνει πόλεμοι και χωρία εκάησαν και κατεστράφησαν και εβυθίσθη εις πένθος η Κορινθία». Ήτοι, η Ελένη της Σπάρτης επανέκαμψε στην συγχρονότερή μας Ελλάδα. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα και απολαυστικά και από τις σημειώσεις του. Ο άνθρωπος του σπουδαστηρίου αλλά και όποιος άλλος με πνευματικά ενδιαφέροντα θα απολαύσει. 

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Άννας Τσουκαλά-Κουφού: ΡΙΠΕΣ (ποίημα)


Η Μασσαλιώτιδα έγινε θρήνος 
στη χώρα του φωτός. 
Ριπές γέμισαν το κορμί της. 
Με αμφορείς μεταφέρουμε το δάκρυ 
και αγκαλιές κόκκινα τριαντάφυλλα! 

Αφού σε άδειες καρδιές φύτρωσε η εκδίκηση 
με θρησκευτικό μανδύα, 
με λήκυθο θα προσφέρουμε το λάδι 
ν' απαλύνουμε τον πόνο της! 

Θρηνούμε 
 γιατί οι πραγματικοί εκτελεστές 
 ντύνονται το ιμάτιο των αμώμων στην υδρόγειο. 

Φέρτε το άλας που  περισσεύει στη γη μας 
Ίσως σωθεί ο πλανήτης απ' την σήψη!!! 

Χαλκιδική 16/11/2015

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

ΕΜΕΙΣ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΙΙΙ - ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ - NIELSEN SIBELIUS - ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών [6/11/15, ΜΜΑ], σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Δανίας και το Ινστιτούτο της στην Αθήνα, γιόρτασε τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Carl Nielsen [1865-1931] και του Jean Sibelius [1865-1957] με ένα πρόγραμμα άκρως ενδιαφέρον, στην ανάδειξη του οποίου συνέβαλε τα μέγιστα η συμμετοχή του διεθνώς καταξιωμένου βιρτουόζου του κλαρινέτου Σπύρου Μουρίκη, επίλεκτου μέλους της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.
Το πρώτο έργο, «Εισαγωγή σ’ ένα δράμα», του Έλληνα συνθέτη Αντίοχου Ευαγγελάτου [1903-1981], συνοδοιπόρου και διαδόχου του Μανώλη Καλομοίρη στην ηγεσία της Εθνικής Σχολής, ευτύχησε από την ερμηνεία του Εσθονού αρχιμουσικού Μήκελ Κύτσον και της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών που έδωσαν έμφαση στις αντιθέσεις των θεμάτων και ανέδειξαν τα δραματικά και λυρικά μέρη με συναίσθημα και φαντασία. Η Εισαγωγή γράφτηκε το 1937 και παίχτηκε την άνοιξη του 1938 υπό τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Ο Carl Nilsen [1865-1931], Δανός βιολονίσταςi, συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, έγραψε το Κοντσέρτο για Κλαρινέτο και Ορχήστρα, έργο 57 για τον συμπατριώτη του κλαρινετίστα Aage Oxenvad, ο οποίος και το έπαιξε για πρώτη φορά το 1928. Το Κλαρινέτο έχει βαθιές ρίζες στην Αρχαία Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και τη Μεσαιωνική Ευρώπη. Το μοντέρνο κλαρίνο αναπτύχθηκε την εποχή του Μπαρόκ και ονομάστηκε chalumeau, από την Ελληνική λέξη Κάλαμος, ήταν λαϊκό όργανο, πρόγονος του σύγχρονου κλαρινέτου. Τα έργα για κλαρινέτο είναι περιορισμένα· τα σημαντικότερα κοντσέρτα δεν ξεπερνούν τα δέκα.
Ο Nilsel άκουσε το 1921 την πρόβα ενός κουιντέτο πνευστών σε έργα του Mozart και μαγεύτηκε από τον ήχο τους. Σύντομα έγινε φίλος του συνόλου για το οποίο συνέθεσε ένα έργο. Επιθυμούσε όμως να συνθέσει για το κάθε μέλος του κουιντέτου ένα έργο ξεχωριστό. Ωστόσο, δύο μόνο κατάφερε να συνθέσει. Το κοντσέρτο για φλάουτο [FS119], το 1926 και δυο χρόνια αργότερα το Κοντσέρτο για Κλαρινέτο και Ορχήστρα, το οποίο είχαμε την τύχη να το ακούσουμε από τον Κερκυραίο δεξιοτέχνη Σπύρο Μουρίκη. 
Το παίξιμο του Μουρίκη διακρίνει φινέτσα, κομψότητα, καθαρότητα. Το λαμπερό του ηχόχρωμα και η φραστική του πλαστικότητα, αντανακλούν τον εσωτερικό του πλούτο, την τρυφερότητα και ευαισθησία, αλλά και τη βαθιά μεθοδική μελέτη και ανάλυση που προσεγγίζει τη μουσική γραφή και κάνει την ερμηνεία του ασύγκριτη. Με όλες αυτές τις αρετές ανέδειξε θαυμάσια το έργο, έχοντας ισότιμους συμπαραστάτες του τον αρχιμουσικό Μήκελ Κύτσον και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
Ο Jean Sibelius, Φινλανδός συνθέτης του ύστερου ρομαντισμού και του πρώιμου μοντερνισμού, αναγνωρίστηκε σαν εθνικός συνθέτης στην πατρίδα του και ως ο μεγαλύτερος Φινλανδός συνθέτης διεθνώς. Στην αρχή εμπνέεται από τους Γερμανούς, γρήγορα όμως διαπιστώνει ότι μπορεί να αντλήσει την έμπνευσή του από τις πηγές των μύθων και των ηρωικών θρύλων της πατρίδας του και δεν αργεί να γίνει εθνικό σύμβολο της Φινλανδίας. Ο Sibelius, εκτός από τις Επτά Συμφωνίες, έχει ένα πλούσιο συνθετικό έργο στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το μοναδικό του Κοντσέρτο για βιολί έργο 47, [1904], το συμφωνικό ποίημα Φινλανδία, έργο 26, που τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο, καθώς και το χορωδιακό, Kullervo, [1892], με το οποίο παίρνει ισόβια επιχορήγηση από την κυβέρνηση, ενώ με το έργο του Kalevala, αναδεικνύει την ανθρώπινη φωνή σε μία σύνθεση με πάνω από εκατό τραγούδια για φωνή και πιάνο. Στα αριστουργήματά του συγκαταλέγονται και τα τελευταία έργα του, Η Τρικυμία, έργο 109, από το ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ, και το συμφωνικό ποίημα Tapiola εμπνευσμένο από τα πνεύματα του δάσους, γραμμένα και τα δύο το 1926.
Τη Συμφωνία αρ. 2 σε ρε μείζονα, έργο 43, από τις δημοφιλέστερες, άρχισε να γράφει στην Ιταλία το 1901 και την ολοκλήρωσε στη Φινλανδία. Η πρεμιέρα της δόθηκε από την Helsinki Philarmonic Society στις 8 Μαρτίου του 1902 υπό την διεύθυνση του συνθέτη. Μετά την πρεμιέρα έκανε ορισμένες αλλαγές και η αναθεωρημένη εκδοχή της παρουσιάστηκε στις 10 Νοεμβρίου στη Στοκχόλμη υπό τον Armes Jarnefelt.
Η Συμφωνία φαίνεται να έχει διαφορετικές αναγνώσεις, η κάθε μια από τις οποίες φωτίζει λεπτές πτυχές της σύνθεσης. Ο αρχιμουσικός Μήκελ Κύτσον με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, σε ένα συγκερασμό ερμηνειών, ξεδίπλωναν μία μία αυτές τις πτυχές. Ανέδειξαν την πατριωτική έξαρση που εκφράζει ο συνθέτης, όντας ενταγμένος με τους καταπιεσμένους συμπατριώτες του που αναζητούσαν την ανεξαρτησία τους από τον Σουηδικό και Ρώσικο ζυγό. Μέσα από εσωτερική θλίψη, αναδείχθηκε έξοχα ο θρήνος ενός ολόκληρου λαού από τα φαγκότα, συνοδευόμενα από τα κοντραμπάσα και τα βιολοντσέλα που σκόρπισαν ρίγη συγκίνησης. Το τρομακτικό άγγελμα του πένθους των χάλκινων πνευστών ήρθε να κατευνάσει η γλυκιά παραμυθητική μελωδία των εγχόρδων. Σαν βάλσαμο ήχησε η μελωδικότητα της συμφωνίας, βαθιά επηρεασμένης από τα Ιταλικά ακούσματα, όπου λάμπει το μεσογειακό πνεύμα που τόσο επηρέασε τους μεγάλους ευρωπαίους συνθέτες, για να έρθει σαν αντίστιξη η συγκλονιστική εσωτερικότητα της ψυχρής πινελιάς του Βορρά. «Είναι σαν ο Παντοδύναμος να σκόρπισε τα κομμάτια από ένα μωσαϊκό του παραδείσου και να μου ζήτησε να τα συνταιριάσω», εξομολογήθηκε ο συνθέτης. Αυτό το συνταίριασμα των σκόρπιων ψηφίδων του παραδείσου πέτυχε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και μας έδωσε τη χαρά της θέασής του.
-------------------------------------------------------------
i Προτιμούμε να κάνουμε χρήση του όρου βιολονίστας και βιολονίστα [από το γαλλικό Violonist] και όχι βιολιστής και βιολίστρια και τούτο γιατί αν και σήμερα σημαίνει το ίδιο, στο παρελθόν ο όρος βιολιστής σήμαινε το μουσικό που έπαιζε βιόλα. Επίσης προτιμούμε την καθιερωμένη λέξη πιανίστας και πιανίστα και όχι πιανίστρια αφού κανένας γλωσσικός κανόνας δεν μας εμποδίζει να κάνουμε χρήση του όρου αυτού, καθ όσον και οι δύο λέξεις είναι δάνεια.




Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΣΧΟΛΑΡΧΟΥ ΑΡΧΙΜ. π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΥ ΜΝΗΜΗ (1926-30 Σεπτ. 2015)


Ἐντελῶς τυχαῖα πληροφορήθηκα πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα τὴν σεπτὴ κοίμηση τοῦ σεβαστοῦ Γέροντος καὶ πνευματικοῦ, τοῦ καλοῦ καὶ σεμνοῦ παπα-Συμεὼν Κραγιόπουλου, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία στὴ ζωή μου ὑπῆρξε εὐεργερικὴ καὶ συνάμα φωτεινή. Γιατὶ ὁ παπα-Συμεὼν ὡς Σχολάρχης μου, ἀλλὰ κι ὡς διδάσκαλος, ὑπῆρξε μιὰ ἀπὸ τὶς Μορφὲς ἐκεῖνες ποὺ μοῦ ὁδήγησαν τοὺς βηματισμούς μου στὸν χῶρο τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐμβίωση, φιλοκαλικῷ τῶ τρόπῳ, τῆς ἁπλότητος, τῆς εὐκατανύκτου διαγωγῆς καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῆς Ἁγιορειτικῆς παραδόσεως.
          Καὶ δὲν ὑπερβάλλω μὲ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρω, ἀντίθετα, ὀφείλω, ὕστερα ἀπὸ σαρανταδύο χρόνια νὰ καταθέσω τὴν ἀνοιχτὴ εὐγνωμοσύνη μου στὸ Πρόσωπό του, ἐπειδὴ ἐκεῖ, στὴν παλιὰ Ἁγία Θεοδώρα, τὸ ἐπιβλητικὸ μοναστήρι δηλαδή ποὺ ὑπάρχει στὴν καρδιὰ τῆς Θεσσαλονίκης, μπόρεσα νὰ πρωτομάθω γιὰ τὴ νηπτική μας παράδοση, γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, γιὰ τοὺς Γέροντες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ δὲν ἄργησα, μάλιστα, νὰ τοὺς δῶ κι ἀπὸ σιμά, καθὼς ἄκουγα ἐκεῖνα τὰ κηρύγματα τοῦ παπα-Συμεὼν στὶς εὐκατανυκτες ἀγρυπνίες στὸ Καθολικὸ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας, τὶς διανθισμένες πάντα μὲ παραδείγματα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν ἐργατῶν τῆς Νοερᾶς λεγομένης προσευχῆς. Ἀκόμα τὸν θυμᾶμαι νὰ λέγει: «Ὁ παπα-Χαράλαμπος στὸ Μπουραζέρι....» κι ἄλλα πολλά. Πολλὰ καὶ χρήσιμα, χαριτωμένα καὶ μὲ ἁγιοπνευματικὰ χρώματα ἱστορημένα.
          Τοῦτα, λοιπόν, ράντισαν τὴν ψυχή μου μὲ τὴ δρόσο τὴν πνευματικὴ τοῦ μακαρίου Ἄθωνα, ὥστε, ὅταν πρώτη φορὰ βρέθηκα στὴν Ἀθωνικὴ πολιτεία, μιὰ βαρυχειμωνιὰ τοῦ 1974, κατάλαβα πὼς αὐτὰ ποὺ μᾶς μετέδιδε ὁ παπα-Συμεὼν εἶναι ἀλήθειες, ποὺ χρειάζεται ὡστόσο νὰ τὶς βιώσεις καὶ περισσότερο νὰ τὶς μεταποιήσεις σὲ πράξη. Ὅπως στ᾿ ἀλήθεια θεοφρούρητη καὶ θεοφιλὴς εἶναι κι ἡ ἁπλότητα μέσα στὴν τελετουργικὴ.
Τὸν Γέροντα εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν ξαναδῶ, ἀπὸ τότε ποὺ ἀποφοίτησα, ἄλλες δυὸ φορές. Μιὰ στὸ βιβλιοπωλεῖο «Περιβόλι τῆς Παναγίας» κι ἄλλη μιὰ φορὰ στὸ μοναστήρι ποὺ ἔστηνε στὸ Πανόραμα. Ὅπως εἶχα τὴν εὐαιρία νὰ χαρῶ καὶ τὰ βιβλία του, στὰ ὁποῖα καὶ διέκρινα πάντα ἐκεῖνο ποὺ μοναδικὰ σφράγισε τὸ βίο μου. Τὶς τόσο κατανυκτικὲς ἀγρυπνίες στὴν Ἁγία Θεοδώρα μὲ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ποὺ προσέρχονταν -ἀναμέσά τους πρῶτος, καὶ πάντα διακριτικός, ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς Ἰω. Φουντούλης- νὰ λειτουργηθοῦν, νὰ κοινωνήσουν, νὰ ἀκούσουν τὰ ρήματα τὰ εὐλογημένα τοῦ παπα-Συμεὼν.
Ταπεινὰ προσεύχομαι νὰ τὸν ἔχει σιμά Του ὁ Κύριος κι ὁ Ἅγιος Συμεὼνὁ Νέος Θεολόγος ποὺ τιμοῦσε ἰδιάιτερα καὶ μελετοῦσε. Γιὰ νὰ εὔχεται καὶ γιὰ μᾶς.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

ΟΤΑΝ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗ

Γράφει ἡ Οὐρανία Γιακείμ-Καλλιανοῦ
Ἀφιερωμένο ἐξαιρετικὰ στὴν ἀξιότιμη κυρία Ἀλεξάνδρα Τσουκαλᾶ-Μπετσάνη, Καθηγήτρια τῶν Ἀγγλικῶν στὴ Σκόπελο 

Ἀπὸ τὰ προσφιλῆ πρόσωπα ποὺ σφράγισαν τὴ ζωή μας καὶ μάλιστα τὴ ζωὴ τῶν ἐφηβικῶν μας χρόνων ἦταν κι ἡ πρώτη καθηγήτρια τῆς Ἀγγλικῆς γλώσσας, ἡ κυρία ἈλεξΆνδρα Τσουκαλᾶ-Μπετσάνη. Γιατὶ, ἐκτὸς τοῦ ὅτι μᾶς δίδαξε μὲ χάρη, συνέπεια καὶ ἐντιμότητα τὴν Ἀγγλική, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὑπῆρξε μιὰ πραγματικὴ φίλη καὶ ἀκούραστη ἐκπαιδευτικός, μὲ πνεῦμα ἀγάπης πάντοτε καὶ ἀνύστακτου ἐνδιαφέροντος.
Ἡ κυρία Ἀλεξάνδρα σπούδασε στὴν Ἀμερικὴ καὶ, μετὰ τὸ τέλος τῶν σπουδῶν της, γύρω στὰ 1966, ἦλθε στὴν πατρίδα της τὴ Σκόπελο κι ἄνοιξε τὸ πρῶτο φροντιστήριο ἐκμάθησης τῆς Ἀγγλικῆς γλώσσας.
Τὸ σωστὸ πρέπει, ὄχι μονάχα νὰ λέγεται, ἀλλὰ καὶ νὰ διαδίδεται. Γι΄ αὐτὸ καὶ μετὰ λόγου γνώσεως καταθέτω πὼς ἀπὸ τὸ Σχολεῖο αὐτὸ πέρασαν ἑκατοντάδες μαθητές, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους προόδευσαν καὶ μὲ νοσταλγία θυμοῦνται τὴν πρώτη τους διδασκάλισσα, ἡ ὁποία τοὺς καθοδήγησε μὲ στοργὴ καὶ ἐνδιαφερον, ὥστε νὰ γίνουν γνῶστες τῆς ξένης αὐτῆς γλώσσας. Καὶ θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ τὴν εὐγνωμονοῦμε ὅλοι, γιατὶ τὸ νησί μας μὲ τὴν ραγδαία τουριστικὴ ἐξέλιξη ποὺ εἶχε, χρειάστηκε ὁπωσδήποτε ἀνθρώπους ποὺ νὰ εἶναι κάτοχοι τῆς διεθνοῦς αὐτῆς διαλέκτου.
Ὅμως αὐτὰ ποὺ θὰ μείνουν χαραγμένα στὴ μνήμη εἶναι καὶ ἐκεῖνα τὰ θεατρικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἀνέβαζε ἡ κ. Ἀλεξάνδρα στὸν ἱστορικὸ κινηματογράφο «ΟΡΦΕΑΣ». Στὰ ἔργα αὐτά, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ὑπογραμμιστεῖ ὅτι ἦταν στὸ πρωτότυπο, στὴν Ἀγγλικὴ δηλ. Γλώσσα, πρωταγωνιστοῦσαν μαθητὲς καὶ μαθήτριες ὅλων τῶν τάξεων (βλ. φωτογραφίες ἀπὸ παραστάσεις τῶν ἐτῶν 1970 καὶ 1971).
Κι ἀπόμειναν στὴ μνήμη τῶν παιδιῶν αὐτὰ ὅλα, ὅπως ἐπίσης καὶ τῶν γονιῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Σκοπελιτῶν ποὺ ἐκτίμησαν καὶ ἐκτιμοῦν τὴν προσφορά της. Μιὰ προσφορὰ παραδειγματικὴ καὶ ἀλησμόνητη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν εὐχαριστοῦμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ μαθητές της.  

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, 2 Νοεμβρίου | Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου

Γράφει η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής Τα Ελεγεία της Οξώπετρας (1991) ο Οδυσσέας Ελύτης δίνει ως τίτλο τρία ονόματα μαρτύρων, των οποίων η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη στις 2 Νοεμβρίου. Ημέρα των γενεθλίων του, πράγμα που σημαίνει πως η Τέχνη της ποίησης, η Τύχη της σύμπτωσης και η Τόλμη της γραφής συναντήθηκαν στον τίτλο του για να συνεορτάζουν και οι τέσσερις. Όμως οι εορτάζοντες μάρτυρες είναι πέντε (λείπουν ο Πηγάσιος και ο Αφθόνιος). Στο εύλογο «γιατί» απαντά η σημειολογία των ονομάτων που αν δεν με βγάζει μακριά, νομίζω πως εμπεριέχει το καζαντζακικό «δεν φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα, Είμαι ελεύθερος». Ο μέγας Κρητικός στήριξε την ελευθερία του στο «Τίποτα» που πιστεύει πως ακολουθεί τη ζωή. Ο Ελύτης στήριξε τη δική του στην ελπίδα και «Έχει ο Θεός». Ξέρει ακόμα πως δεν τα ξέρει όλα ο άνθρωπος και πως «Έχει κι ο θάνατος τη δικιά του Ερυθρά Θάλασσα» (Ημερολόγιο, «Παρασκευή, 10γ») και σ’ αυτή τη θάλασσα έχει ήδη ανοίξει «ρυάκι» που τον περιμένει, όπως φαίνεται στον 8ο στίχο του ποιήματος που ακολουθεί.

ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ

Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει

Εγώ αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ' τη γραμμή του ορίζοντα
Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς 
Που από ψηλά
κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα

Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει 
…………………………………………………………
Να με πάτε κει που οι άλλοι παν
Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω πουθενά 
Τιμαριώτης τ' ουρανού κει πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ 
Στα δίκαια μου. Το λέει κι ο αέρας 
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος

Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας 
Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες πού και πού θ' ακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μεσ' από τη μαυρίλα 
Θ' αρχίσει ν' αναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες
Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια γύρω μου άδοντας θα συναχτούν
Τότε που και του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται 
……………………………………………………………….

Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ' όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο 
Θ' αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ως τότε ανεκμυστήρευτα

Σαν μεσ' από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν 
Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη

Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη
κι άδεια χαμένη στα πελάγη της


Ο Ελύτης είναι κάτοικος του ελληνικού τοπίου, αλλά και της ιδεατής ελληνικής επικράτειας, εκείνης που ως «ιδέα» της Ελλάδας αποτελεί την ονειρική εκδοχή της πραγματικής, τον Παράδεισο. Αυτήν παρουσιάζει και η ακόλουθη διατύπωση:

«Kατοίκησα μια χώρα που ’βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ’ όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε . τόσο άπιαστη» (Ο Μικρός Ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον» ΙΙ, σελ. 18).

Πρόκειται για τον τόπο, όπου οι αιώνιες αρχές και αξίες επιβιώνουν, ξεπερνώντας τις επικαιρικές δυσκολίες, με άλλα λόγια πρόκειται για το αιέν που υπερισχύει του εκάστοτε νυν, κόντρα στις αντιξοότητες των καιρών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για τον τόπο, όπου γεννήθηκε ο Πλάτων, στου οποίου τη φιλοσοφική σκέψη η «Ιδέα» αποτελεί το άυλο πρόπλασμα της ύλης, ενώ στην ποίηση του Ελύτη το υλικό σώμα και η ιδέα ταυτίζονται. Η «τόσο λίγη» Ελλάδα, στο απόσπασμα που προηγήθηκε, ανταποκρίνεται στην ιδεατή, τη σχεδόν «άυλη», από την πλατωνική της «ιδέα» καταγόμενη. Με άλλα λόγια, η ελληνική γη, με όλα όσα την αποτελούν, είναι ο Παράδεισος, ο ιδανικός τόπος με όλες εκείνες τις ψυχικές δυνάμεις και διαθέσεις που παραπέμπουν στο βαθύτερο νόημα του Παραδείσου, ο οποίος τελικά είναι «ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας Ήλιος» (Ο Μικρός Ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον», ΧΧVΙΙΙ, σελ. 121).

Η Ελλάδα, λοιπόν, είναι ο τόπος, στον οποίο συναντιέται η ύλη με την «ιδέα» του. Μια «νήσος των Μακάρων», χωρίς φυσικό πλούτο, αλλά με τη χαρακτηριστική λιτότητα του ελληνικού τοπίου, που το στολίζει ένας Παρθενώνας ή «το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς», που το φυσούν οι άνεμοι και το περιβάλλει η «πιο θαμπωτική θάλασσα» (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 35). Επομένως, φέρει τα χαρακτηριστικά της ιθαγένειας, αυτά που συναντά κανείς σε ένα νησί του Αιγαίου, καταγόμενο κατευθείαν από την ομηρική Οδύσσεια και τον κήπο του Λαέρτη. Ένας «όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος», με τα λόγια του Σολωμού, κόσμος που χρησίμευσε ως μοντέλο για να δώσει μορφή στον Παράδεισο. Και όταν ο Ελύτης μιλάει για Παράδεισο, δεν εννοεί υποχρεωτικά έναν τόπο, όπου πάνε οι ψυχές μετά θάνατον, αλλά έναν ηθικό κόσμο, που τον φωτίζει ο ήλιος, ο οποίος έχει θέση σ’ αυτόν τον κόσμο ανάλογη με αυτήν που έχει και στον φυσικό κόσμο. Και ο Παράδεισος αυτός έχει διπλή εκδοχή. Μπορεί να είναι στεριανός μπορεί και ένας «μακρύς θαλασσινός Κεραμεικός» ή και οι δυο μαζί.

Στο ποίημα της 2ας Νοεμβρίου ο Παράδεισος είναι σύνθεση θάλασσας και ουρανού, το ενιαίο γαλάζιο, στο οποίο κληροδοτείται κάθε ζωή, αφού ολοκληρώσει τον κύκλο της. Στα χαρακτηριστικά αυτού του συγκεκριμένου παραδείσου συγκαταλέγονται ο «θαλασσινός Κεραμεικός» (αρχαία ελληνική κληρονομιά), «Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια» (αγάλματα ή αγγειογραφίες Μυροφόρων). «Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος/ Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες». Ο κρίσιμος χρόνος. Ο Αύγουστος ως όριο του καλοκαιριού, η νύχτα ως όριο της μέρας που τελείωσε. Και των αστερισμών οι βάρδιες ως όριο κοσμικό. Τα πάντα τελειώνουν και αλλάζουν. «Μικρές θεές, προαιώνια νέες/ Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια γύρω μου άδοντας θα συναχτούν». Δεν μας διαφεύγει εδώ το «μοιρολόγι της φώκιας», γύρω από το άψυχο κορμάκι της Ακριβούλας, σαν ευλαβικό αφιέρωμα στον μεγάλο Σκιαθίτη. Ο επίλογος του ποιήματος κάνει λόγο για μια «βάρκα μαύρη», «χαμένη στα πελάγη» και δεν μπορεί παρά να μας ξαναπάει στην γολέτα εκείνη που «ήτο σηκωμένη στα πανιά» και «εξηκολούθη ακόμη να βολταντζάρει», όπως παρατηρεί ο Παπαδιαμάντης στο «μοιρολόγι» του.

Με αυτή τη «μαύρη βάρκα», λοιπόν, ταξιδεύει στα πελάγη ο Ελύτης, στον δικό του ελληνικό παράδεισο, για τον οποίο προ πολλού κατέληξε πως δεν χρειάζονται πολλά: «κι ας πα να μ’ έλεγαν τρελό/ πως από ’να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος (Φωτόδεντρο, «Τρεις φορές η αλήθεια»). Αυτό το «τίποτα», όμως απαιτεί να απαρνηθείς πολλά για να το αποκτήσεις· «θέλει να τρως το ψαροκόκαλο και να πετάς το ψάρι» (Τρία Ποιήματα, «Ο κήπος βλέπει»,3), οπότε επανερχόμαστε στην «ιδέα» της αρχικής λιτότητας. Το λεπτόγεων της αττική γης, ένα λιγνό κυπαρισσάκι κι ένα ανθεκτικό γεράνι αρκούν για να αναπαυθεί το σώμα. Ο ουρανός και οι άνεμοι αρκούν για να ανοίξει τα φτερά της η ψυχή, που κάπου εδώ γύρω πετά, για να μας θυμίζει πως, όπως η «Άνοιξη … προϊόν του ανθρώπου είναι» (Φωτόδεντρο, «Η Οδύσσεια» σελ. 33), έτσι και ο παράδεισος.

2 Νοεμβρίου, Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου και Οδυσσέα, ανήμερα.

Related Posts with Thumbnails