Του
Αρχιμ. Διονυσίου Λυκογιάννη
Ιεροκήρυκα
Ι. Μ. Ζακύνθου-Υποψ. Διδάκτορος Θεολογίας
(Ανακοίνωση
στο Δ΄ Επιστημονικό Συμπόσιο Νεοελληνικής
Εκκλησιαστικής Τέχνης, 13-15 Νοεμβρίου
2015, Θεολογική Σχολή Αθηνών)
Ο
αργυρογλύπτης ή χρυσικός, όπως συνηθιζόταν
να αποκαλούν όσους δούλευαν το ασήμι
και το χρυσό, Αθανάσιος Τζημούρης
γεννήθηκε στους Καλαρρύτες της Ηπείρου.
Ο πατέρας του Νικόλαος αναφέρεται ότι
ήταν και αυτός αργυροχόος. Η καταστροφή
των Καλαρρυτών από τους Τούρκους οδηγούν
τον Αθανάσιο και την οικογένειά του, τη
σύζυγό του Στασινή ή Τάσιο από το
ευκατάστατο γένος του Θεόδωρου Παράσχη
και τα ανήλικα πέντε παιδιά του Δημήτριο,
Μαρία, Ελένη, Αικατερίνη και το μικρότερό
του κορίτσι αγνώστου ονόματος, πρόσφυγες
το καλοκαίρι του 1821 στη Ζάκυνθο.
Ο
Τζημούρης κατέφυγε στο νησί της Επτανήσου,
έχοντας βιαστικά αποχωρήσει από τους
Καλαρρύτες, στους οποίους πρόλαβε να
κρύψει τον χρυσό και τον άργυρο που είχε
στην κατοχή του και τα ατσάλινα καλούπια
των σταχώσεων των Ευαγγελίων του.
Αναφέρει σε ιδιόχειρη επιστολή «ούτε
βελώνη δεν εγλείτωσα από τα σύνεργά
μου». Ο θάνατος της μικρής του κόρης, με
το που έφτασαν στη Ζάκυνθο, κατά την
παραμονή τους στο Λοιμοκαθαρτήριο ή
Λαζαρέτο, η απότομη κοινωνική, επαγγελματική
και οικονομική αλλαγή και οι εργασιακές
δυσχέρειες πιθανόν συνετέλεσαν στην
επιβάρυνση της υγείας του και στο να
ασθενήσει σοβαρά, όπως αναφέρει στη
διαθήκη, που συνέταξε στις 11 Μαΐου 1823.
Κοιμήθηκε μετά από έναν σχεδόν μήνα,
στις 3 Ιουνίου και κηδεύτηκε στον Αγ.
Γεώργιο του Λατίνου ή των Φιλικών.
Οι
μέχρι σήμερα αρχειακές μαρτυρίες από
την περιοχή της Ηπείρου και της Ζακύνθου
είναι σχεδόν μηδαμινές για την οικογένεια
του Αθανάσιου Τζημούρη, δυσχεραίνοντας
τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας αλλά
και της παραγωγικής του καλλιτεχνικής
δραστηριότητας. Η φυσιογνωμία του
εύστοχα περιγράφεται από την κ. Πόπη
Ζώρα, γράφοντας για το ιδιόρρυθμο του
χαρακτήρα του. Εμείς προσθέτουμε με τα
νεότερα αρχειακά στοιχεία ότι παρά τα
ελάχιστα ορθογραφικά λάθη, γνώριζε την
ελληνική γραφή, κάτι σπάνιο για τους
ομότεχνους της εποχής του. Αυτό
επιβεβαιώνει τις μαρτυρίες για το
ανεπτυγμένο πολιτισμικό επίπεδο των
Καλαρρυτών την περίοδο του 18-19ου
αι. , απόρροια του ανεπτυγμένου εμπορίου
και της οικονομικής ευρωστίας που
επέφερε.
Η
επιφανής για τα δεδομένα της εποχής
καταγωγή της συζύγου του και το διάσημο
σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία και
την Επτάνησο καλλιτεχνικό εργαστήρι
του, δικαίως ανύψωνε την ηπειρώτικη
υπερηφάνεια του Τζημούρη, η οποία
καταρρακώθηκε με την απώλεια της
προσφυγιάς. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι
η σύζυγος μετά το θάνατό του εργαζόταν
ως καθαρίστρια σε σπίτια για να μπορέσει
να επιβιώσει.
Στη
Ζάκυνθο ο Αθανάσιος Τζημούρης φαίνεται
πως δεν άνοιξε δικό του εργαστήριο αλλά
συνεργάστηκε με άλλους συντοπίτες του
Καλαρρυτινούς, όπως τον Γεώργιο Διαμάντη
Μπάφα που είχε νωρίτερα εγκατασταθεί
και εργαζόταν εκεί και τον Χριστόδουλο
Γκρέτζο. Δε σώζεται καμία αρχειακή
μαρτυρία για παραγγελία έργου για έναν
τόσο σημαντικό καλλιτέχνη και για τους
λόγιους της εποχής είναι αδιάφορος.
Μέχρι σήμερα είναι γνωστά δύο ενυπόγραφα
ευαγγελιοκαλύμματα του Αθανάσιου
Τζημούρη στο νησί της Ζακύνθου, ένα στη
Μονή Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου και
το άλλο στο ναό της Αγίας Μαύρας
Μαχαιράδου. Στον Κατεστραμμένο με τους
σεισμούς του 1953 ναό της Ευαγγελίστριας
στην πόλη της Ζακύνθου αναφέρεται ότι
βρισκόταν άλλο ένα, που θεωρείται ότι
έχει απολεσθεί.
Σε
αποθήκη του Βυζαντινού και Μεταβυζαντινού
Μουσείου Ζακύνθου πρόσφατα εντοπίσαμε
άλλο ένα Ευαγγέλιο με αργυρή στάχωση
και την υπογραφή του Καλαρρυτινού
δημιουργού, με αύξοντα αριθμό καταγραφής
Α.Α. 872 (εικ.
1).
Το
συγκεκριμένο ευαγγελιοκάλυμμα είναι
άγνωστο μέχρι σήμερα και κατά συνέπεια
έρχεται να προστεθεί στα μέχρι τώρα
δεκατρία σωζόμενα ενυπόγραφα γνωστά
έργα του Αθανάσιου Τζημούρη. Στον ίδιο
αποδίδονται ακόμη άλλο ένα κάλυμμα
Ευαγγελίου στην Άρτα και άλλο ένα στη
Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην
Πάτμο.
Είναι
ασυντήρητο με εμφανή τα σημάδια της
φθοράς. Το δέρμα στη ράχη έχει υποστεί
απολέπιση και απώλεια εξωτερικής
επιφάνειας. Η προσβολή εντόμων, που
έχουν δημιουργήσει οπές στο σώμα του
βιβλίου και στη δερμάτινη επιφάνεια, η
αποκόλληση των πινακίδων, οι λεκέδες
υγρασίας, η φθορά και ο αποχρωματισμός
του βελούδινου υφάσματος, η οξείδωση
του αργύρου, είναι κάποια συμπτώματα
παθογένειας του αντικείμενου που
επιβάλλουν τη συντήρησή του.
Το
Ευαγγέλιο από το Μουσείο Ζακύνθου,
σύμφωνα με χειρόγραφη σημείωση στο άνω
δεξιό μέρος της σελίδας τίτλου, προέρχεται
από το ναό της Αγίας Αικατερίνης του
Γρυπάρη της πόλης Ζακύνθου (εικ.
2,3). Η ενθύμηση
«Ἐκ τοῡ Ἱερ. Ναοῡ/ Ἁγ. Αἰκατερίνης
Γρυπάρη» φέρει την υπογραφή του Επιμελητή
του προσεισμικού μουσείου Φιλόλογου
Σπυρίδωνα Στρούζα, ο οποίος μετά την
καταστροφή της πόλης από τους σεισμούς
το 1953 και την περισυλλογή των εκκλησιαστικών
αντικειμένων από τους ερειπωμένους
ναούς, προχώρησε στην καταγραφή τους.
Ο
ναός της Αγίας Αικατερίνης κτίστηκε το
1642 από τον ιερωμένο Νικόλαο Γρυπάρη και
το 1819 έγινε αδελφάτο. Ερειπώθηκε με τους
σεισμούς του 1953, ευτυχώς δεν κάηκε, όπως
άλλοι ναοί της πόλης και οι καλλιτεχνικοί
θησαυροί περισυνελλέγησαν και φυλάσσονται
στο Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Μουσείο
Ζακύνθου.
Το
βιβλίο περιέχει το Θείον και Ιερόν
Ευαγγέλιον μαζί με το Ευαγγελιστάριον
του Εμμανουήλ Γλυζωνίου και τυπώθηκαν
το 1811 στη Βενετία από το τυπογραφείο
του εξ Ιωαννίνων καταγόμενου Πάνου
Θεοδοσίου (εικ.
4). Οι εξωτερικές
διαστάσεις του είναι 36,6 × 25,6 × 5,5 εκ. . Η
εκτύπωση έγινε με μαύρο και κόκκινο
τυπογραφικό μελάνι και στις σελίδες
τίτλων υπάρχει εικονογράφηση με
επιζωγραφισμένη χαρακτική. Επιζωγραφισμένα
είναι όλα τα διακοσμητικά χαρακτικά
στο εσωτερικό του βιβλίου και οι
απεικονίσεις των Ευαγγελιστών.
Η
βιβλιοδεσία είναι δυτικού τύπου. Η ραφή
των τευχών έγινε σε τέσσερα νεύρα από
σπάγγο. Τα κεφαλάρια αποτελούνται από
χοντρό σπάγγο τυλιγμένα και κολλημένα
στη ράχη με χαρτί, που αγγίζουν στο
γύρισμά τους το πάχος του βιβλίου. Αυτά
προστατεύονταν, από το γύρισμα της
δερμάτινης απόληξης, τη «σκούφια» του
καλύμματος, η οποία αναδίπλωνε 1,5 εκ.
εντός της κάσας και την επένδυση αργότερα
από βελούδο, η οποία τα κάλυπτε όλα,
εισχωρώντας στις άκρες της ράχης.
Οι
πινακίδες του βιβλίου είναι ξύλινες,
πάχους 0,3 εκατοστά με κυρτωμένες τις
πλευρές που έρχονται σε επαφή με τη
ράχη. Η ράχη και οι γωνίες ευδιάκριτα
είναι καλυμμένες με δέρμα χρώματος
καστανού, πάνω στο οποίο έχουν κολληθεί.
Δεν μπορέσαμε να διαπιστώσουμε εάν όλη
η πινακίδα καλύπτεται με δέρμα, θεωρούμε
όμως ότι αυτό είναι το πιθανότερο. Η
δερμάτινη ράχη χωρίζεται σε επτά διάχωρα
με εμπίεστη χρυσή διακόσμηση από
επαναλαμβανόμενο γραμμικό μοτίβο μιας
μικρής γραμμής διακοπτόμενης από τρεις
κύκλους. Στο δεύτερο διάχωρο διακρίνεται
στην άκρη ένα χρυσό κεφαλαίο γράμμα Ν,
που υποδηλώνει την επιγραφή με χρυσοτυπία
: ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ. Στην πρώτη πινακίδα υπάρχουν
στην πλευρά του ανοίγματος, σε οπή του
δέρματος καρφωμένες στο ξύλο, οι δύο
μεταλλικές υποδοχές των κλείστρων και
στη δεύτερη πινακίδα τα μεταλλικά
υπολείμματα των χυτών κλείστρων, που
έχουν αποκοπεί. Οι ακμές είναι χρυσωμένες.
Το
ένα φύλλο του κάθε δίφυλλου στην αρχή
και στο τέλος του βιβλίου, είναι κολλημένο
στην εσωτερική επιφάνεια της πινακίδας
ενώ το άλλο παραμένει ελεύθερο. Πάνω σε
αυτά έχει κολληθεί βιομηχανικό τυπωμένο
χρωματιστό χαρτί με τη μορφή πλέγματος
από τετράγωνη επαναλαμβανόμενη σφραγίδα
(εικ. 5).
Μετά την τοποθέτηση του βελούδου για
να καλυφθεί η άκρη του υφάσματος στο
εσωτερικό των πινακίδων κολλήθηκε από
πάνω γαλαζοπράσινο λεπτό χαρτί μπροκάρ
με εμπίεστο χρυσωμένο φυτικό διάκοσμο,
τυπωμένο από τον Γερμανό Johann
Lechner.
Στο εσωτερικό της πρώτης πινακίδας
έχουν κολληθεί δύο κομμάτια από το
συγκεκριμένο πολύτιμο διακοσμητικό
χαρτί, που έχουν στην άκρη τα στοιχεία
του τυπογράφου και πιθανόν τον αριθμό
του μοτίβου, ενώ κάποια στοιχεία
διακρίνονται και στο χαρτί της δεύτερης
πινακίδας: JOHANN LECHNER [NURNBERG];
No
12.
Στο
εσωτερικό και περίπου στο κέντρο της
πρώτης πινακίδας βρίσκεται κολλημένο
ορθογώνιο παχύ λευκό χαρτί. Στο πάνω
και κάτω μέρος φέρει έκτυπη τη σφραγίδα
με καλλιτεχνικά λατινικά γράμματα τα
αρχικά του αργυρογλύπτη «ΑΖ» δηλαδή
Attanasio
Zimuri, όπως η ιταλική υπογραφή στη ράχη
του Ευαγγελίου της Πλατυτέρας στην
Κέρκυρα, με την οποία υπάρχουν γραφολογικές
ομοιότητες. Στις άκρες των έκτυπων
σφραγίδων υπήρχαν και άλλες παρόμοιες
με κόκκινο βουλοκέρι από τις οποίες
σώζονται υπολείμματα.
Την
ίδια σφραγίδα συναντούμε και στα
Ευαγγέλια της Μονής Στροφάδων και Αγίου
Διονυσίου στη Ζάκυνθο και στο ναό της
Παναγίας των Ξένων στην Κέρκυρα. Ο
τεχνίτης σημειώνει ιδιόχειρα την
καθαρότητα του ασημιού, την τιμή, που
ήταν 600 γρόσια, βάζοντας στη συνέχεια
την υπογραφή του και τον αύξοντα αριθμό
παραγωγής 4 : τό ἀσίμι
του εἶναι/λαγάρα/ἡ τιμί του γρ(όσια)
ἑξακό/σια ἥτι εἴ 600/ἀθανασιος/τζιμούρις/4.
Όταν
το Ευαγγέλιο αγοράστηκε από τον
αργυρογλύπτη καλύφθηκε όλη η στάχωση
με κόκκινο βελούδο και στη συνέχεια
καρφώθηκαν με μικρά μεταλλικά καρφιά
στην ξύλινη πινακίδα τα ευάριθμα αργυρά
επιχρυσωμένα σφυρήλατα, φουσκωτά,
σκαλιστά ελάσματα, εκτός των ελασμάτων
της ράχης, που προσηλώθηκαν στο βελούδο.
Η
διακόσμηση του Ευαγγελίου ακολουθεί
με ακριβή λεπτομέρεια το διακοσμητικό
πρότυπο που υιοθέτησε ο Αθανάσιος
Τζημούρης σε όλα τα γνωστά ευαγγελιοκαλύμματα.
Η πρώτη πινακίδα φέρει στις γωνίες
παραστάσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών
καθήμενων με τα σύμβολά τους και επιγραφές
των ονομάτων τους. Οι εικονογραφικές
αυτές συνθέσεις είναι κλεισμένες μέσα
σε περίτεχνα δαντελωτά πλαίσια, στολισμένα
με καμπυλοειδή ανθέμια, αχιβάδες και
ροκάλια , που κάποιες φορές καταλήγουν
σε τριανταφυλλένια άνθη, κιονίσκους με
πλεγμένους στους κορμούς τους κληματίδες,
όλα ενταγμένα σε ύφος ροκοκό, όπως είχε
εφαρμοστεί στις διακοσμητικές τέχνες
και στην περιοχή της σημερινής Κεντρικής
και Βόρειας Ελλάδας κατά τα τέλη του
18ου
αρχές 19ου
αι. .
Η
κεντρική παράσταση εικονίζει την
Ανάσταση του Χριστού κατά τον δυτικό
τύπο (εικ.
6), με τον
Ιησού σε ακτινωτή δόξα να πατεί πάνω
στον μισανοιγμένο τάφο, με ανεμίζον
περίζωμα τυλιγμένο γύρω από το σώμα,
κρατώντας λάβαρο στο αριστερό χέρι και
με το δεξί υπερυψωμένο σε στάση ευλογίας.
Στην παράσταση απεικονίζονται ακόμη
Άγγελος καθήμενος στην πλάκα του τάφου
και δύο έντρομοι στρατιώτες σε στάση
άμυνας, γνώριμες εικονογραφικά μορφές
στη δυτική χαρακτική και ζωγραφική.
Ψηλά η επιγραφή « Η ἈΝΑCΤΑCIS
TΟῩ
ΧΡΙΣΤΟΥ
».
Η
δεύτερη πινακίδα ακολουθεί την ίδια
εικονογραφική δομή, με παραστάσεις των
προφητών Δαυίδ, Σολομώντα, Δανιήλ και
Ιερεμία στις τέσσερις γωνίες. Είναι
όρθιοι, κρατούν ειλητάρια και σε χαμηλό
ανάγλυφο οι επιγραφές των ονομάτων
τους. Ο διάκοσμος με τον όποιον
πλαισιώνονται είναι ίδιος με αυτόν της
πρώτης πινακίδας.
Στο
κέντρο εικονίζεται « Ἡ ΣΤΑΥ΄ΡΩCIS ΤΟῩ
ΧΡΙΣΤΟῩ » με την Παναγία δεξιά του Ιησού
και τον Ιωάννη αριστερά, στο βάθος τα
κτίρια της Ιερουσαλήμ, κάτω στη βάση το
στόμιο μιας μικρής σπηλιάς με το κρανίο
και τα οστά του Αδάμ και πάνω από την
οριζόντια κεραία του σταυρού μετά την
επιγραφή, τα αστρονομικά σύμβολα του
Ηλίου και της Σελήνης (εικ.
7). Παρά την
επιμέρους απώλεια του αργυρού ελάσματος
μέρους του σώματος του Χριστού και της
αριστερής χειρός της Παναγίας, εύκολα
μπορούμε με την αντίστοιχη παράσταση
άλλων ευαγγελιοκαλυμμάτων του Τζημούρη
να συμπληρώσουμε την εικόνα των μορφών.
Η
θρηνητική στάση της Παναγίας με την
αριστερή παλάμη στην παρειά και το δεξί
χέρι να εξέχει του σώματος σε στάση
απορίας και ταυτόχρονα έκστασης, ο
Ιωάννης με τα χέρια εμπρός κλειστά, τα
μαλακά υφάσματα που ανεμίζουν ανάλαφρα,
οι οξυκόρυφες απολήξεις των πυργωτών
οικημάτων η στάση του σώματος του Ιησού
και οι ραδινές φιγούρες των προσώπων,
παραπέμπουν σε δυτικά πρότυπα, ευρέως
διαδεδομένα και σε χαρακτικά της Βόρειας
Ελλάδας στο α΄ μισό του 19ου
αι. . Τα ενδιάμεσα διαστήματα των
παραστάσεων στον κόκκινο βελούδινο
κάμπο κοσμούνται με έξη εξαπτέρυγα στην
κάθε πινακίδα και στα διάχωρα της ράχης.
Οι
κεντρικές παραστάσεις παρά το ανάγλυφο,
το δυτικότροπο σχέδιο και το συγκινησιακό
ύφος των μορφών , μας εκπλήττουν ευχάριστα
με τη λιτότητα και τη σαφήνεια της
εικονογραφίας, καθώς και για το
συγκρατημένο συναίσθημα, που εκπέμπουν
τα πρόσωπα. Ο Τζημούρης κοινωνός
μακραίωνης ανατολικής παράδοσης
προσπάθησε να συνταιριάξει, επιτυχώς
θεωρούμε, τις δύο καλλιτεχνικές εκφράσεις,
ακολουθώντας τις διακοσμητικές τάσεις
της εποχής του και τονίζοντας ευκρινώς
το χαρακτήρα του θρησκευτικού βιβλίου.
Ο
συγκεκριμένος τύπος διακόσμησης του
Ευαγγελίου διαφοροποιείται από τα μέχρι
τώρα γνωστά ενυπόγραφα έργα του Αθανάσιου
Τζημούρη, μιας και δεν είναι τόσο
φορτωμένος στη διακόσμηση. Αυτός είναι
και ο λόγος που η τιμή του ήταν κατά 1000
γρόσια φθηνότερη. Αντίστοιχο
Ευαγγελιοκάλυμμα αυτού του τύπου, ανυπόγραφο όμως, υπάρχει στο Σκευοφυλάκιο
της Ιεράς Μόνης του Αγίου Ιωάννου του
Θεολόγου στην Πάτμο. Παρά τις
όποιες μεταγενέστερες επεμβάσεις που
έχει δεχθεί στη βιβλιοδεσία και στα
αργυρά επιχρυσωμένα ελάσματα μαρτυρεί
τα ίδια καλούπια του Καλαρρυτιώτικου
εργαστηρίου του Αθανάσιου Τζημούρη.
Οι
αργυρές σταχώσεις του Τζημούρη
αποτελούνταν από μεταλλικά ελάσματα
διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, τα οποία
συνέθετε όπως εκείνος επιθυμούσε,
ανάλογα με το κόστος που ήθελε να έχουν.
Δημιούργησε λοιπόν δύο τύπους διακόσμησης.
Έναν απλό με τις κεντρικές παραστάσεις
της Σταύρωσης και της Ανάστασης του
Χριστού και τους τέσσερις Ευαγγελιστές
και τέσσερις προφήτες στις γωνίες, με
κόστος 600 γρόσια και έναν πιο σύνθετο
προσθέτοντας δώδεκα μεταλλικά εικονίδια
με σκηνές δωδεκάορτου και πιο στέρεα
βιβλιοδεσία, με τιμή πώλησης 1600 γρόσια.
Το κέντρο παραγωγής όλων των
ευαγγελιοκαλυμμάτων του θεωρούμε ότι
ήταν οι Καλαρρύτες. Εκεί ο Τζημούρης
είχε το εργαστήριο με τα εργαλεία του,
όλα τα υλικά που χρειαζόταν, το σώμα του
βιβλίου, τον άργυρο, το χρυσό, το χρωματιστό
χαρτί, που μπορούσε εύκολα να τα
προμηθευτεί από τους συμπατριώτες και
συγγενείς του εμπόρους στα Ιωάννινα
και στην Ιταλία.
Η
ομοιότητα έξαλλου ακόμα και στις
λεπτομέρειες όλων των αργυρών του
σταχώσεων και η εσωτερική τους διακόσμηση
με πολυτελές ή χρωματιστό χαρτί που
συναντάμε να είναι ίδια σε Ευαγγέλια
που βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία
της Ελλάδας, όπως το συγκεκριμένο που
εξετάζουμε, έχει το ίδιο πολυτελές χαρτί
μπροκάρ με αυτό της Παναγίας των Ξένων
στην Κέρκυρα, συνηγορούν για τη δημιουργία
τους στο ίδιο καλλιτεχνικό παραγωγικό
κέντρο κατά την περίοδο 1811, που έχουν
τυπωθεί τα βιβλία μέχρι το καλοκαίρι
του 1821, που ο Τζημούρης εγκατέλειψε τους
Καλαρρύτες.
* Ευχαριστώ
τον κ. Ιωαννη Χουλιαρά και την κ. Χριστίνα
Μερκούρη, πρώην και τωρινή αντίστοιχα
Έφορο Αρχαιοτήτων Ζακύνθου για τη
διευκόλυνση που μου παρείχαν στην έρευνα
και τους υπαλλήλους της Εφορείας.