© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Ο όχτος με τις κοπελούλες, που έγινε μπετόν

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Ήταν ένας όχτος, που κάθε χρόνο, τέτοια εποχή γέμιζε χρώματα κι’ ευλογίες από τις -κυριολεκτικά- χιλιάδες κοπελούλες, οι οποίες τον έντυναν αγαλλίαση και του χάριζαν την ομορφιά εκείνη της θαλπωρής του Φθινόπωρου, στις γήινες και ζεστές για την ψυχή αποχρώσεις του, με τις υποσχέσεις της αναγέννησης της γης και τις κρυφές ελπίδες της επικείμενης φθοράς, που θα οδηγήσει αναγκαστικά στην ευφορία και την επικράτηση και αφθονία των καρπών. Πρόκειται για την σοφία του σπόρου, που αν δεν σαπίσει, δεν πρόκειται να δώσει αποτελέσματα.

Ανηφόριζες, τότε, προς το χθες της ιστορίας σου, έχοντας το προνόμιο του περπατήματος, μια και ο κατακλυσμός των μηχανοκίνητων δεν είχε ακόμα επιβληθεί στη ζωή σου, κυρίως εκείνα τα παράξενα και μοναδικά φωτισμένα από τον στερνό χαιρετισμό του ήλιου δειλινά στα τέλη του Οκτώβρη και τις αρχές του Νοέμβρη και γέμιζε η όρασή σου από την αρμονία της συνύπαρξης μιας απόχρωσης σε εξέλιξη, η οποία ξεκινούσε από το χώμα, που το έντυνε και κατέληγε στα αιωρούμενα ρόδια, μια άλλη πολυσπερμία της εποχής, η οποία ποτέ δεν έμενε αναξιοποίητη.

Το νησί μας, γεμάτο, πριν αρχίσει η άναρχη τσιμεντοποίησή του, φιόρα κι’ ευώδεις θάμνους, δεν είχε το προνόμιο των τόπων με τα μεγάλα δάση της βόρειας ελληνικής πλευράς να περνά με διαδοχικές χρωματικές εναλλαγές από την καταπράσινη καλοκαιρία στην εγκυμονούσα γυμνότητα. Γενέτειρα μελωδικών ποιητών, ερωτευμένων ζωγράφων κι’ ευαίσθητων, φεγγαρόφωτων μουσικών, ακολουθούσε διακριτικά αυτή τη μετάβαση και ζώντας ήπιες μεταλλαγές εκφραζόταν με κορυφαίες εκφράσεις, γνωρίζοντας καλά, βιώνοντας μια άλλη, πολιτιστική πανσπερμία, πως η λιτότητα είναι πλούτος και πως μια απλή λέξη, ένα «βροντάουσι» για παράδειγμα, μπορεί να πει περισσότερα και ουσιαστικότερα απ’ ότι οι πολυσέλιδοι πανηγυρικοί του δεκάρικου ή ένας στίχος, σαν αυτόν του πρώτου και μοναδικού, που τονίζει την ομορφιά και την αρμονία, χαρακτηρίζοντας απλά «ξανθό» τον μήνα Απρίλη, είναι πολύ πιο συμβουλευτικός απ’ ότι ένα ολόκληρο έπος, μια και η ουσία φιλοξενείται στην απλότητα και η μεγαλοπρέπεια στην γνησιότητα των απλών και καθημερινών πραγμάτων.

Ήταν, λοιπόν, εσπερινά υποσχόμενη παράκληση εκείνος ο όχτος με τις κοπελούλες, λίγα μέτρα από την τότε αυλή μας -υπάρχει σήμερα κάτι τέτοιο στην πόλη μας;- και μια φωνή παρηγορητική, υπόσχεση ουσιαστικής συντροφιάς σε μια σιωπή του χειμώνα, η οποία όλο και περισσότερο άπλωνε το χέρι της, για να χτυπήσει τον μπαταδούρο της εξώθυράς μας.

Κάποτε αλώναμε, δίχως δισταγμό, τα χέρια μας, αποσπούσαμε από τη γη διακριτικά λίγες πινελιές της και τις μεταφέραμε σπίτια μας, για να δώσουμε χρώμα και ευωδία σε μια γωνιά και να δέσει η αισθητική των ανθοδοχείων μας - μικρά βαζάκια ταιριάζουν στις κοπελούλες - με τα χαλιά, που πάντα απλώνονταν στα πατώματα την μέρα της γιορτής του αγίου Δημητρίου, πολύ πιθανόν συνοδευμένα με μυρωδιές κυδωνιού, με το οποίο οι νόνες μας έκαναν -το δημιουργούσαν θα ταίριαζε καλύτερα- ατελείωτες λιχουδιές, για τις κρύες νύχτες, που ακολουθούσαν, αλλά και για τις ατελείωτες ονομαστικές γιορτές, οι οποίες μόλις είχαν αρχίσει.

Ματζετάκια από κοπελούλες πηγαίναμε τότε, εμείς τα παιδιά, συχνά κομμένα από εκείνον τον βολικό όχτο, στις δασκάλες και τους δασκάλους μας, το πρωί της Δευτέρας, αλλά και οι δικοί μας σε φίλους και γείτονες, όχι τόσο για να δεσμεύσουν και να βγάλουν την υποχρέωση, όσο για να μοιραστούν μαζί τους τα ανάργυρα δώρα της φύσης, τα συνδεόμενα με την γιορτή της πρώτης μέρας του Νοέμβρη και να καλλιεργήσουν την απαραίτητη χαρά της γειτνίασης και της ανθρώπινα απαραίτητης φιλίας, τον καιρό που ακόμα υπήρχαν, πριν γίνουν δημόσιες σχέσεις και επιδείξεις νεοπλουτισμού.

Τα χρόνια εκείνα δεν νομίζω να υπήρχε σπίτι, που εκεί, κατά το τέλος του Οκτώβρη και το μπάσιμο του Νοέμβρη, να μην είχε στα βάζα του κοπελούλες, οι οποίες συντρόφευαν τις πολύχρωμα διασωστικές «θάλασσες» -έτσι ποιητικά και πολυδιάστατα ονομάζαμε τα χρυσάνθεμα- και να μην χαίρονταν, τότε που η κοπή τους δεν προεξοφλούσε, λόγω αφθονίας, την εξαφάνιση, την θαλπωρή σε καιρούς μετάβασης και την αισθητική της συμβίωσης με την φύση, όταν η πλαστική ευμάρεια δεν εξύβριζε ακόμα την αναμενόμενη μεγάλη γιορταστική παρένθεση του Δωδακαημέρου των Χριστουγέννων, με την πλαστική αγένεια της πάνω μας πλατείας.

Σήμερα είναι δύσκολο, για λόγους πολλούς, να κόψεις από εκείνον τον οικείο, κάποτε, όχτο κοπελούλες. Πρώτον γιατί ποτέ δεν περπατάς, αλλά πάντα μετακινείσαι εποχούμενος. Ακόμα και για τσιγάρα να πας στο διπλανό περίπτερο το αυτοκίνητο θα καβαλήσεις, κάνοντας πράξει το δημώδες εκείνο ποίημα «των Κολοκοτρωναίων», στο οποίο «καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι». Δεύτερον γιατί η επαφή με την φύση χάθηκε και η πλαστικούρα, σε υπερβολή απαίδευτου χωριάτη, μπήκε στα ανθοδοχεία μας, για να ταιριάξει με την κιτς μας αισθητική και την εφήμερή μας πραγματικότητα, με την ημερομηνία λήξης και την εκ γενετής φθορά της. Τρίτον - και τελευταίο, αλλά και κυριότερο - δεν μπορείς να κόψεις κοπελούλες από εκείνον τον όχτο, γιατί τον εξαφάνισε η απληστία της τσιμεντοκρατίας μας.

Κυριολεκτικά εκεί που η γη «έβγαζε το πρώτο της κυκλάμινο», όπως έγραψε προφητικά θρηνώντας ο ποιητής της «Αμοργού», ο μελοποιημένος άριστα από τον Μάνο Χατζηδάκη, Νίκος Γκάτσος, απαίδευτοι αν δεν βλέπουν την όχι για την ανάγκη της ομοιοκαταληξίας του στίχου δική του «υψικάμινο», αντιμετωπίζουν την αυθαίρετη και μη τιμωρούμενη επιβολή του ψηφοφόρου, η αυθάδεια του οποίου δεν έχει τίποτα να σεβαστεί και σε τίποτα να απολογηθεί.

Μα καιρός είναι να εξηγήσουμε τι είναι αυτές οι κοπελούλες, που τόση ώρα διαβάζετε. Ίσως το υποψιαστήκατε από την παραπάνω αναφορά στον δημιουργό των στίχων των τραγουδιών, που συνόδεψαν τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας, τους έρωτες, τα πάθη και τις λύπες μας. Είναι τα ντροπαλά - κατά άλλους, μείζονες ή ελάσσονες ποιητές - κυκλάμινα, τα οποία αυτές τις μέρες, παρά την απειλή της φύσης, ακόμα βασιλεύουν και κυριεύουν τις αισθήσεις μας.

Ο Οδυσσέας Ελύτης τα ταυτίζει με τα νύχια της Μαρίας Νεφέλης του και ο άλλος συνοδοιπόρος και συντεχνίτης του, ο Γιάννης Ρίτσος, τα ρωτά εκστατικός «πού βρήκαν χρώματα κι ανθούν, πού μίσχο και σαλεύουν;». Αυτά, όμως, εξακολουθούν να παραμένουν αίνιγμα και ν’ αντιστέκονται στην εξαφάνισή τους.

Φέτος τον Μάρτη, σε μέρη γνωστά και οικεία, τόπους αγαπητούς των παιδικών μου χρόνων, έψαξα εκείνη την άγρια λεβάντα, γνωστή περισσότερο από εκείνα τα ευωδιαστά και παρηγορητικά ματζετάκια της γιορτής της Σταυροπροσκύνησης. Με μεγάλη μου απογοήτευση βρήκα μόνο τσιμέντο, μπάζα και άσφαλτο στην θέση τους. Και τα θυμάμαι όχτους ολόκληρους και σειρές ατελείωτες. Το ίδιο γίνεται και με τα μανουσάκια, τα οποία χρόνο με το χρόνο όλο και λιγοστεύουν, αλλά και με πολλές άλλες προσφορές της γης.

Το χώμα όσο πάει όλο και εξαφανίζεται και το αντικαθιστά το μπετόν. Μα για την αξία του θα σας διηγηθώ μια παράδοση, που αφορά τον μόνο ζήσαντα δύο ζωές, μια και είναι ο μόνος θνητός, που αναστήθηκε, τον τετραήμερο φίλο του Χριστού Λάζαρο.
Λέει, λοιπόν, ο λαός μας πως εκείνος, σαν γύρισε από τον Άδη ποτέ του δεν χαμογέλασε, προβληματισμένος, πιθανόν, από τα όσα εκεί είδε. Μια φορά μόνο έσκασε το χείλι του, σαν είδε, περπατώντας στην αγορά της Κύπρου -εκεί έζησε την δεύτερη, μετά την έγερση ζωή του- έναν ζητιάνο να κλέβει ένα πήλινο κανάτι.
«Να», είπε, «το ένα χώμα κλέβει το άλλο» και προεικόνισε την Τζοκόντα του Ντα Βίντσι, πριν γίνει μυθιστορηματικός κώδικας.

Όσοι κατανοούν αυτήν την ιστορία, μπορούν να καταλάβουν το τι σημαίνει ένας όχτος με κοπελούλες, που σήμερα μπαζώθηκε. Οι περαιτέρω εξηγήσεις περιττεύουν.

*** Φωτό του Π.Κ. Κυκλάμινα στο βουνό Σκοπός της Ζακύνθου.

Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου: ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 103-110]

1. Τόν τελευταῖο καιρό, ἔχει ἔρθει στό προσκήνιο τῶν συζητήσεων τό αἴτημα γιά ἀλλαγή τοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, τό περιεχόμενο τοῦ ὁποίου ἀφορᾶ ἐκτός τῶν ἄλλων καί μία δέσμη θεμάτων, γιά τά ὁποῖα ἀπαιτεῖται, ἀπό κάποιους φορεῖς, κοινοβουλευτικούς καί ἐξωκοινοβουλευτικούς, νά λάβουν ὁρισμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀναθεώρηση ἤ μή τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος. Οἱ νομοθετικές αὐτές ρυθμίσεις θά ἐπιβεβαιώσουν ὅτι ὁ συνταγματικά διακηρυσσόμενος σεβασμός στή θρησκευτική ἐλευθερία καί ἡ ἐφαρμογή τῆς θρησκευτικῆς ἰσότητας ἐκφράζεται καί διαφυλάσσεται κατά τρόπο ἀπόλυτα σεβαστό. Καί οἱ δύο αὐτές προαναφερθεῖσες ἔννοιες εἶναι γνωστόν ὅμως ὅτι σχετίζονται ἀπόλυτα μέ τό σεβασμό καί τήν προστασία τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος, ὡς συστατικοῦ στοιχείου τῆς ἴδιας τῆς ἐννοίας τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί ὡς κριτηρίου ἰσότιμης καί ὁμοιόμορφης ἀντιμετώπισης, ἀπό μέρους τῆς Πολιτείας, τῆς ὁποιαδήποτε γνωστῆς (!) ἤ ἄγνωστης (!) θρησκείας, ἐνῶ παράλληλα δηλώνεται καί ἡ διαφοροποίηση τῆς Πολιτείας ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη μορφή ἄνισης, εὐνοικῆς ἤ δυσμενοῦς μεταχείρισης αὐτῶν.
          Ἐπιπλέον ἡ ἐλεύθερη ἐκδήλωση τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν πε-ποιθήσεων, ὡς συστατικοῦ στοιχείου τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, συνεπάγεται ἀφενός μέν, ὅτι οἱ θρησκευτικές πεποιθήσεις δέν μποροῦν νά ἀποτελέσουν ἐμπόδιο, γιά τήν ἀπόλαυση ὁποιουδήποτε ἀτομικοῦ, πολιτικοῦ ἤ ἀστικοῦ δικαιώματος, ἀφετέρου δέ, ὅτι τό Κράτος εἶναι ὑποχρεωμένο, ὄχι μόνο νά προστατεύει τήν ἀνεξάρτητη καί ἐλεύθερη αὐτή ἐκδήλωση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, ἀλλά καί νά τήν κατοχυρώνει, μέσα ἀπό διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις, γιά τίς ὁποῖες θεωρεῖται ἀρκετή καί μόνο ἡ ἐξουσιοδότηση τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος. Ἔτσι λοιπόν κάθε ἄτομο, θρησκευτική κοινότητα ἤ ὁμάδα ἔχει τό ἀπόλυτο συνταγματικό δικαίωμα νά ἀπαιτήσει ἀπό τό Κράτος τό σεβασμό ὅλων ἐκείνων τῶν στοιχείων, τά ὁποῖα θεωρεῖ ὡς συστατικά τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, μέ τούς συνταγματικούς περιορισμούς τῆς παρα-γράφου 1 τοῦ ἄρθρου 5 τοῦ Συντάγματος, ἐνῶ ἡ νομοθετοῦσα Πολιτεία ἔχει τήν ὑποχρέωση, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τό ἴδιο ἄρθρο, μέ τίς ἀντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις, νά ἱκανοποιήσει τό παραπάνω αἴτημα τῶν πολιτῶν της. Μέσα ἀπό μία τέτοια διαδικασία ἡ ἑκάστοτε Κυβέρνηση μπορεῖ, μέ ὅσο τό δυνατόν ἀνώδυνο τρόπο, νά ἐπιβεβαιώσει τόν ἀπολυτό σεβασμό της στή θρησκευτική ἐλευθερία, νά ἀποδείξει τήν ὕπαρξη τῆς θρησκευτικῆς της ἰσότητας καί πολυμορφίας καί νά τονίσει τήν ὕπαρξη τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας ἤ τοῦ θρησκευτικοῦ ἀποχρωματισμοῦ τῆς κρατικῆς της ἐξουσίας. Γιά ὁρισμένους μάλιστα κοινοβουλευτικούς θεσμούς, ὁ θρησκευτικός αὐτός ἀποχρωματισμός τῆς κρατικῆς ἐξουσίας θά μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ ἀπόλυτα, ἐάν εἶχαν υἱοθετηθεῖ καί κάποιες συγκεκριμένες ρυθμίσεις, ὥστε νά ἐπιβεβαιώσει, ὅτι καί ἡ ἴδια ἐπιθυμεῖ νά ἀποδείξει ὅτι ἐκφράζει ἀπόλυτα τίς ἀρχές τοῦ εὐνομούμενου δημοκρατικοῦ Κράτους.
          Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἀναφέρουμε, ὅτι γιά ὁρισμένα θέματα (πολιτικός γάμος, πολιτική ὀνοματοδοσία, καύση νεκρῶν), ὑφίστανται ἤδη σέ ἰσχύ ἀντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις, ἐνῶ γιά κάποια ἄλλα (εὐκτήριοι οἶκοι, προσηλυτισμός), ἡ κατάθεση τῶν ἀντίστοιχων νομοθετημάτων βρίσκεται "πρό τῶν πυλῶν".
          Χωρίς νά ἐπιδιώκουμε τήν ἀξιολόγηση, ὅλων αὐτῶν τῶν προτάσεων, θά προσπαθήσουμε νά παρουσιάσουμε τό π λ α ί σ ι ο καί τά κ ρ ι τ ή ρ ι α μέ τά ὁποῖα ἡ ποιμαίνουσα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ διδάσκουσα Θεολογία θά πρέπει νά ἀντιμετωπίσουν τή δέσμη τῶν παραπάνω μεταρρυθμίσεων, ἀφοῦ τά ζητήματα πού θίγονται δέν ἅπτονται μόνο τοῦ τρόπου ἔκφρασης καί σεβασμοῦ τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀλλά ὑποδεικνύουν καί ἕναν διαφορετικό τρόπο ἀντίληψης τοῦ ρόλου καί τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας.

2. Τό ἐνδιαφέρον μας στρέφεται κυρίως σέ μία σειρά ἐρωτημάτων, τά ὁποῖα ὁριοθετοῦν ἀφενός τή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔναντι συγκεκριμένων αἰτημάτων, καί ἀφετέρου τόν καθορισμό τῶν κριτηρίων ἐκείνων μέ τά ὁποῖα ὀφείλει νά κατηχήσει καί νά διδάξει τό ποιμνίο Της, ὥστε νά μήν ἀπωλέσει τήν ἀξιοπιστία της, ἔναντι αὐτοῦ ἀλλ’ οὔτε καί νά περιθωριοποιηθεῖ.
          α) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία δέν μποροῦν νά προσεγγίσουν τίς παραπάνω προτάσεις μέ τόν μανδύα μόνο μιᾶς ὁμολογιακῆς ἀντίληψης ὑπεροχῆς, ἔναντι τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ὁμολογιῶν ἤ θρησκειῶν, ἤ μέ τήν ἀπολυτότητα τοῦ περιεχομένου τῆς ἔννοιας τῆς ἐπι-κρατούσας θρησκείας στόν συγκεκριμένο γεωγραφικό χῶρο, οὔτε τέλος καί ὡς μία ἰδεολογοποιημένη ἔκφραση μιᾶς θρησκευτικῆς κοινότητας, ἡ ὁποία προσπαθεῖ νά διατηρήσει τά κεκτημένα δικαιώματά της, ἀδιαφορῶντας πα-ράλληλα γιά τούς ἄλλους, τούς ὁμολογιακά ἤ θρησκευτικά «ξένους».
          β) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ τήν ποιμαντική ἀφύπνιση τήν ὁποίαν διαθέτει, ὀφείλει νά ὁριοθετήσει, μέ κριτήρια θεολογικά, τό περιεχόμενο ἔκφρασης τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος, ὄχι μόνο ὡς συστατικοῦ στοιχείου τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀλλά καί ὡς τό περιεχόμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ζωῆς καί παρουσίας, γιατί ὁποιαδήποτε ἄλλη προσέγγιση τῶν παραπάνω θεμάτων, ἴσως μᾶς ὁδηγήσει σέ ἕνα διάλογο μέ τήν Πολιτεία, μάλιστα μέσα ἀπό τούς δύσβατους ἀτραπούς μιᾶς στοιχειοθετούμενης νομικῆς ἐπιχειρηματολογίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, τόσο γιά τήν ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, ὅσο καί γιά τήν διδάσκουσα Θεολογία terra incognita.

3. Θά ξεκινήσω λοιπόν τήν προσέγγισή μου μέ μία παρατήρηση, ἡ ὁποία συγχρόνως ἀποτελεῖ καί μία ἀξιωματική διαπίστωση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καταρχήν ὀφείλει νά καταθέσει τή δική της πρόταση, ὄχι γιά νά μεταπείσει τούς κρατοῦντες, ἀλλά γιά νά στηρίξει τά μέλη της. Ἡ Ὀρθοδοξία δηλαδή δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ ἕνα ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος, μουσειακό ἀντικείμενο, προορισμένο νά προκαλεῖ ἁπλῶς τό θαυμασμό, ὡς ἐπίτευγμα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Πρέπει νά ἀρθρώνει λόγο γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, λαμβάνοντας ὅμως ὑπ’ ὄψιν τά ἀδιέξοδα, πού ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἀντιμετωπίζει. Τά ἀδιέξοδα αὐτά, ὅπως ἐμφανίζονται καί μέσα ἀπό τίς διάφορες ἀμφισβητήσεις ἀποτελοῦν τήν μία ὄψη τῶν προκλήσεων πού προσφέρει ὁ σύγχρονος κόσμος στήν Ὀρθοδοξία γιά νά κάνει τελικά ζωντανή τήν παράδοσή της. Ἔτσι λοιπόν ἡ συνειδητοποίηση ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ σύγχρονου κόσμου, ὡς ἔννοιας ἱστορικῆς, καί ἡ ὀργανική μετοχή Της, στήν καθημερινή ζωή καί στά ζητήματα τῆς ἐποχῆς της, εἶναι τά μέσα ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα θά Τήν καταστήσουν χῶρο διαλεκτικῆς ἀντίδοσης καί ἀλληλοπεριχώρησης μεταξύ τοῦ ἐκκλησιαστικῶς ζῆν καί τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι, ἔστω καί ἄν δέν συμπίπτουν οὔτε στή «φύση» τους, οὔτε στήν ἱστορία τους. Αὐτή ἡ διαλεκτική ἀλληλοπεριχώρηση θά προκαλέσει ἀνάλογα τήν εὐαισθητοποίηση τῆς ἑκάστοτε ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μήν ἐνεργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τίς καθημερινές ἐμπειρίες τοῦ πληρώματός Της, καί θά ὁδηγήσει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο στή συνειδητοποίηση τῆς κατάστασης στήν ὁποίαν ζῆ, μέσα ἀπό τήν ὁποίαν τελικά θά κατανοήσει, ὅτι καί ἡ ἐπίλυση τῶν προβλημάτων του δέν συνδέεται ἁπλά μέ τήν περιέργεια ἤ τήν ἁπλή γνώση καί διαπίστωση, ἀλλά πρώτιστα καί οὐσιαστικά μέ τήν ὀρθή ἄσκηση τῆς ἐλευθερίας.
          Εἶναι λοιπόν ἀπαραίτητο, τόσο οἱ κληρικοί ὅσοι καί οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας, νά γνωρίζουν ποιά προβλήματα καί ποιές "ἐπιδράσεις" ἀντιμετωπίζει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινή ἐπαφή του μέ τό πολιτιστικό γίγνε-σθαι κάθε ἐποχῆς, γιατί ἔτσι μόνο θά μπορέσουν νά ἀρθρώσουν λόγον «οἰκοδομῆς καί παρακλήσεως», θά κάνουν αἰσθητή τήν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορία καί δέν θά τεθοῦν στό περιθώριο τῆς ἱστορίας, ὅπως πολλοί ἐχθροί ἀλλά καί «φίλοι» τῆς Ὀρθοδοξίας θά τό ἤθελαν!!!
          Ἐπιπλέον μέσα ἀπό αὐτήν τή διαλεκτική ἀντίδοση καί ἀλληλοπεριχώρηση Ἐκκλησίας καί κόσμου, ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία καί ἡ διδάσκουσα Θεολογία ἐπωμίζονται τήν αὐξημένη εὐθύνη ἔναντι τοῦ ποιμνίου καί τῆς ἱστορίας νά κατηχήσουν καί νά διδάξουν, καί αὐτό μποροῦν νά τό ἐπιτύχουν ἀρκεῖ νά κατορθώσουν νά συλλάβουν τά "σημεῖα" τῶν καιρῶν καί τά μηνύματα τῶν ἀνθρώπων. Θά πρέπει νά καταναλωθοῦν σέ μία βαθειά ὅσο καί πιστή ἑρμηνεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης καί νά χρησιμοποιήσουν μιά τέτοια γλώσσα, ἡ ὁποία θά καταστήσει κατανοητό τόν τρόπο τοῦ ἐκκλησιαστικῶς ζῆν, μέσα στήν σύγχρονη πραγματικότητα, γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία, μέσα ἀπό τίς τοποθετήσείς Της, πρέπει νά ὑποδεικνύει σεβασμό στό περιεχόμενο τῆς πίστης, στήν παράδοση καί στήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία, χωρίς διάθεση ἐκπτώσεων, γιατί ἄλλως, στούς δυσχειμέρους καιρούς τῆς ἀμφισβήτησης, θά ἀπογοητεύσει τό ποίμνιό Της καί θά καταστεῖ ἀναξιόπιστη.
          Ὡς συνεπαγωγή τῆς παραπάνω διαλεκτικῆς καί στά πλαίσια τῶν παραπάνω προϋποθέσεων, τίθεται, γιά τήν ἴδια τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας, τό ἐρώτημα σχετικά μέ τό περιεχόμενο τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος καί τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας, ἀπό τήν ἀπάντηση δέ θά ἀποδειχθεῖ ἀνάλογα καί ἡ ἀποφασιστική της σημασία ἤ ἡ καταστροφικότητά της.

4. Μέ ἀφορμή λοιπόν τή διαθρυλούμενη συνταγματική ἀναθεώρηση καί τήν ὑποβολή μιᾶς δέσμης θεμάτων, πού ἀφοροῦν τόν σεβασμό στά ἀτομικά δικαιώματα καί στίς ἀτομικές ἐλευθερίες, ὡς μιᾶς ἀπόλυτης «δημοκρατικῆς» ἔκφρασης τῆς μορφῆς τῶν συγχρόνων πολιτευμάτων γιά ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὁριοθετεῖται ἕνας "ἄλλος" τρόπος διαβίωσης τοῦ σύγχρονου κόσμου καί συμβίωσης τῶν ἀνθρώπων.
          Εἶναι γνωστόν, ὅτι τά ἀτομικά δικαιώματα πλέον, ἀποτελοῦν τό κατεξοχήν ἐπιχείρημα, μέ σκοπό τή διεκδίκηση προστασίας ἔναντι κάθε κρατικῆς ἐξουσίας, τά ὁποῖα ὅμως κατέληξαν σήμερα νά σημαίνουν τήν «ἐξουσία τοῦ αὐτοκαθορισμοῦ», μέ τήν ὁποίαν ἀποκλείεται ἤ περιορίζεται κάθε ἐπέμβαση τοῦ κράτους σέ ἕναν ὡρισμένο χῶρο ἐλέυθερης ὕπαρξης καί δράσης τῶν κυβερνωμένων. Μία ἀνάλογη θεώρηση ὅμως, μέσα στή σύγχρονη πραγματικότητα, φαίνεται ὅτι καθορίζει, ὅπως εἶναι φυσικό, καί τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, καί ὄχι ἀποκλειστικά καί μόνο πρός τούς θεσμούς. Οἱ σχέσεις αὐτές ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα, ἐν ὀνόματι τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ «αὐτοκαθορισμοῦ» νά καταλήγουν καί στή θεώρηση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, ὡς μιᾶς κατάστασης ἐλεύθερων ἐπιλογῶν κάθε αὐτοκαθοριζόμενης ὕπαρξης, ἡ ὁποία θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο/πολίτη ὡς ἄτομο ἀποκλειστικά αὐτοπροσδιοριζόμενο γεγονός τό ὁποῖο μπορεῖ νά τόν ἀπαλλάσει, σέ μία ὀργανωμένη κοινωνία, καί ἀπό τήν ἀνάγκη τοῦ περιορισμοῦ τοῦ ἄλλου. Ἡ παροῦσα ὅμως αὐτοπροσδιοριστική θεώρηση τῆς ὕπαρξης, στήν πραγματικότητα, ἀποτελεῖ μία οὐτοπία, ἀφοῦ καί συνταγματικά τονίζεται, ὅτι «ἕκαστος δικαιοῦται νά ἀναπτύσση ἐλευθέρως τήν προσωπικότητά του καί νά συμμετέχει εἰς τήν κοινωνικήν, οἰκονομικήν καί πολιτικήν ζωήν τῆς χώρας, ἐ φ’ ὅ σ ο ν δέν προσβάλλει τά δικαιώματα τῶν ἄλλων...». Καί μόνο αὐτός ὁ περιορισμός ἀποδεικνύει πόσο προβληματική εἶναι μία ἀτομοκρατική θεώρηση τῆς ἐλευθερίας ἤ τό δικαίωμα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ, ὅπως καί κάθε ἔννοια ἀτομικοῦ δικαιώματος, σέ μία ἀνθρώπινη κοινωνία.
         Ὕστερα ἀπό αὐτήν τήν ἀξιωματική ἀρχή γιά τήν Ἐκκλησία προβάλλεται ἡ ἀνάγκη μιᾶς ἀπάντησης στό ἐρώτημα,
μέ ποιό τρόπο ὁριοθετοῦνται τά δικαιώματα καί οἱ ἐλευθερίες τῶν ἄλλων.Ὁ παραπάνω συνταγματικός περιορισμός, ὅτι «ἕκαστος δικαιοῦται νά ἀναπτύσση ἐλευθέρως τήν προσωπικότητά του.....ἐ φ’ ὅ σ ο ν δέν προσβάλλει τά δικαιώματα τῶν ἄλλων», ἀποτελεῖ μία ἄμεση ἀπόρριψη τῆς ἀπολυτο-ποίησης τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος, ὡς δικαιώματος αὐτοκαθορισμοῦ, καί τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας, ὡς δυνατότητας ἀποκλειστικά καί μόνο μιᾶς ἀτομοκεν-τρικῆς ἐπιλογῆς. Μία ἀνθρώπινη κοινωνία, ὅπου τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἑνός πολίτη λειτουργεῖ ἀπολυτοποιημένα, αὐτόβουλα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἀτομικό δικαίωμα τοῦ ἄλλου, μέ βεβαιότητα ὁδηγεῖται σέ ἀδιέξοδα καί συγκρούσεις. Ἀντίθετα, μία προσέγγιση τοῦ δικαιώματος, μέσα ἀπό τήν παρουσία καί τό σεβασμό τοῦ ἄλλου, ὡς δυνατότητα ἀποδοχῆς του, δηλαδή ὡς μία προσωποκεντρική θεώρηση τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας του καί ὡς ἔκφραση ζωῆς, δηλαδή ὡς μία ἀναφορική σχέση ἑτεροκαθορισμοῦ του, ἐπαναβεβαιώνει στόν κάθε πολίτη τά ἴσα δικαιώματά του καί τήν ἴση ἀξία του, ἀρχές τίς ὁποῖες ἀποδέχεται καί ἡ παραπάνω συνταγματική ἐπιταγή.

5. Μέ βάση λοιπόν τήν παραπάνω προσέγγιση, δηλαδή τήν «ἀρχή τοῦ ἑτεροκαθορισμοῦ», ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νομίζω ὅτι προβάλλει μία πολύ σημαντική προυπόθεση, μέ τήν ὁποίαν εἶναι δυνατόν νά προσδιορίσει τήν ἀξιωματική ἐκείνη ἀρχή, μέ βάση τήν ὁποίαν ὀφείλει νά διδάξει καί νά κατηχήσει τό ποίμνιό Της, ἀλλά καί νά τοποθετηθεῖ ἔναντι τῶν ὁποιωνδήποτε προκλητικῶν ἐρωτημάτων, τά ὁποῖα τίθενται ἀπό τήν Πολιτεία, ἀκόμα καί μέσα μία ὁλόκληρη δέσμη μεταρρυθμίσεων καί ἀλλαγῶν πού προτείνονται.
          α) Ἡ Ἐκκλησία, μέ βάση τήν «ἀρχή τοῦ ἑτεροκαθορισμοῦ», ὁδηγεῖ σέ μία ἰσόρροπη σχέση «ἀτόμου/προσώπου» καί «κοινότητας/κοινωνίας», ὥστε νά μήν περιπέσει ὀ ἄνθρωπος/πολίτης σέ μορφές ἀτομισμοῦ ἤ σέ νέες μηδενιστικές τάσεις. Αὐτό συνεπάγεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐπικροτεῖ κάθε τάση γιά ἐλάττωση ἤ μείωση τοῦ ἐξαναγκασμοῦ καί ἀντικατάστασή του μέ μέσα πειθοῦς ἤ ἀντικινήτρων. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν εὐθύνη νά μήν παραθεωρεῖ ἤ περιφρονεῖ τό ἱστορικό βάθος τῶν ὁποιωνδήποτε ἐπεμβάσεων, προκειμένου νά ἱκανοποιήσει κάποιες ἄλλες ἀντιλήψεις νεώτερων ἰδεολογιῶν, ὅταν μάλιστα μία τέτοιου εἴδους ἀδιαφορία μπορεῖ νά λειτουργεῖ σέ βάρος τῆς σύγχρονης ἱστορικῆς της πραγματικότητας καί τῆς συνείδησης τοῦ ποιμνίου της. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ ἐπέμβαση τοῦ Κράτους στήν ἰδιωτική ἤ τή θρησκευτική ζωή πρέπει ἀπαραιτήτως νά αἰτιολογεῖται πάντοτε ὡς «ἀναγκαία σέ μία δημοκρατική κοινωνία». Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ὁ κατεξοχήν χῶρος τῆς ἐλευθερίας, δικαιοῦται νά ἀπαιτεῖ ἀπό τό Κράτος νά μή θεσπίζει νόμους πού ἐπιβάλλουν τήν παράβαση τῶν ἀρχῶν Της ἀπό τά μέλη Της στή δημόσια ζωή τους, καί φυσικά νά μήν παρεμβαίνει στό ἐσωτερικό Της δίκαιο (sacra interna corporis), ἀλλά νά προστατεύει τήν ἐλευθερία καί τήν ταυτότητά Της, ὅποτε αὐτή ἀπειλεῖται ἀπό ἄλλες "ὁμάδες". Ἡ π ρ ο α ι ρ ε τ ι κ ό τ η τ α αὐτή καί ὄχι ἡ ὑποχρεωτικότητα, γιά τήν ἐφαρμογή μερικῶν ἀπό τίς μεταρρυθμιστικές προτάσεις (καθιέρωση πολιτικοῦ γάμου, πολιτικῆς ὀνοματοδοσίας, πολιτικοῦ ὄρκου, πολιτικῆς κήδευσης καί καύσης τῶν νεκρῶν), μπορεῖ νά ἀποτελέσει μία πρώτη βάση γιά μία οὐσιαστική ἀρχή διαλόγου μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας.
          β) Ἡ «ἀρχή τοῦ ἑτεροκαθορισμοῦ» ἀποδυναμώνει κάθε τι τό ὁποῖο καταστρέφει ἤ ὑποβαθμίζει τήν ἀπόλυτη μοναδικότητα τοῦ προσώπου, μέ σκοπό νά τό μετατρέψει σέ πρᾶγμα ἄτομο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπικροτεῖ τίς νο-μικές ἐκεῖνες προβλέψεις περί προστασίας τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς, τῶν ἴσων δι-καιωμάτων καί ἐλευθεριῶν, «ἀσχέτως διακρίσεως φύλου, φυλῆς, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικῶν ἤ ἄλλων πεποιθήσεων» (ε ὐ κ τ ή ρ ι ο ι ο ἶ κ ο ι), ἐνῶ ἀκόμη καί στήν περίπτωση ἀπαγόρευσης τοῦ θρησκευτικοῦ π ρ ο σ η λ υ τ ι σ μ ο ῦ, δέν διστάζει νά προβάλλει ὡς κριτήριο τήν ἀνάγκη "προστασίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ προσώπου κατά πάσης προσπαθείας ἐπηρεασμοῦ τους μέ ἀνήθικα καί ἀπατηλά μέσα", γι’ αὐτό καί ὁποιαδήποτε διάκριση μέ βάση τέτοιου εἴδους ἰδεολογικούς προσανατολισμούς, πρέπει νά ἀποθαρρύνεται καί ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν Πολιτεία.
          γ) Μέ τήν «ἀρχή τοῦ ἑτεροκαθορισμοῦ» ἡ ἀντίθεση μεταξύ ὑποκειμένου καί ἀντικειμένου ἀποτελεῖ ἁπλᾶ ἕνα μύθο. Σέ μία τέτοια σχέση ἡ ἔννοια τοῦ ὑποκειμένου, ὡς «ἐγώ», δέν δρᾶ σέ ἀντιδιαστολή ἤ καί σέ ἀντιπαράθεση πρός τόν «ἄλλον» ἤ τούς «ἄλλους», οὔτε πρός τό "ἐμεῖς". Ἡ συγκεκριμένη στάση ζωῆς ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά μήν μποροῦμε νά κατανοήσουμε ὅτι τό δικαίωμα τῆς αὐτοδιάθεσης καί τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός μας ἀκόμα, πρό ἤ καί μετά τόν θάνατο, δέν εἶναι ἄσχετο πρός τά δικαιώματα τῶν ἄλλων. Γιά νά κατανοήσουμε ὅμως αὐτή τή λεπτή διαφορά, ἡ ὁποία καθορίζει καί τή στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ «δικαιώματος» τῆς κ α ύ σ η ς τ ῶ ν ν ε κ ρ ῶ ν, θά πρέπει νά ἀναφερθοῦμε σέ δύο χαρακτηριστικά φαινόμενα, ὅπου τό σῶμα δέν εἶναι τό ἀπόλυτο ὀχυρό τοῦ «ἐγώ», σέ μία ἀτομοκρατική θεώρηση τῆς παρουσίας καί τῶν λειτουργιῶν, ἀλλά ἀποτελεῖ τό μέσον, μέ τό ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ μέ τούς ἄλλους, ἀκόμη καί μέ τίς αἰσθητικές του λειτουργίες. Ἡ κύρια αὐτή λειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ὡς μέσου προσωπικῆς κοινωνίας, ἀποτελεῖ καί τήν πρωταρχική ἐκείνη αἰτία πού τό καθιστᾶ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά σεβαστό καί ὄχι μόνο γιατί εἶναι κτιστό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὑπ’ αὐτή τήν προοπτική κανείς δέν μπορεῖ νά τό φθείρει, νά τό καταστρέψει ἤ νά τό χρησιμοποιήσει βίαια, μέ κίνητρο τήν ἀτομικιστική χρησικτησία. Ἡ θεώρηση τοῦ σώματος, ὡς δημιουργήματος καί δώρου τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀποτρέπει ἀπό κάθε ἀντίληψη ἀτομικιστικῆς ἰδιοκτησίας ἤ μεταχείρισης του, ἐνῶ μᾶς ὑπαγορεύει ὅτι ἀνήκει καί στούς ἄλλους. Συνεπῶς ἡ μετά θάνατον τύχη ἑνός σώματος δέν ἀφορᾶ μόνο τήν ἐπιθυμία τοῦ νεκροῦ, ὡς μία ἔκφραση τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας του, ἀλλά εἶναι ὑπόθεση σχέσεως ὅλων, ἄλλωστε τόσο ἡ ἀκολουθία καί ἡ τελετή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κηδείας, ὅσο καί ἡ μετά ταῦτα διαδικασία, αὐτή τήν κοινωνική-προσωπική λειτουργία σημαίνει. Γιά τήν πατερική θεολογία μάλιστα καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, μέσω τοῦ νεκροῦ σώματος συντηρεῖται ἡ προσωπική-κοινωνική αὐτή σχέση (πρβλ. ἀκολουθία μνημοσύνων, μνημόνευση στήν εὐχαριστιακή ἀναφορά). Ἡ ἐπιβεβαίωση τέλος ὅτι τό σῶμα, ἀκόμη καί τοῦ νεκροῦ, ἀνήκει καί στούς ἄλλους, φανερώνεται ἀπό τήν ἐνθάρρυνση τῆς Ἐκκλησίας στή δωρεά ὀργάνων τοῦ σώματος γιά μεταμοσχεύσεις ἀλλά καί ἀπό τήν ἰσχύουσα νομοθεσία, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τή χρήση ὀργάνων νεκροῦ γιά μεταμόσχευση καί μέ μόνη τή συγκατάθεση τῶν οἰκείων του.
          Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν μία ἔμμεση μέν ἀλλά οὐσιαστική ἀναγνώριση τῆς ἀρχῆς, ὅτι τό σῶμα δέν ἀνήκει μόνο στό συγκεκριμένο «ἄτομο», ἀλλά ὅτι προσδιορίζει καί τήν μετά θάνατο παρουσία του καί τίς προσωπικές του σχέσεις μέ τούς ἄλλους. Γιά τήν Ἐκκλησία καί τή Θεολογία ἡ θέση αὐτή φαίνεται νά ἀποτελεῖ τόν κανόνα, γιά ὁποιαδήποτε «οἰκονομική» ἤ ποιμαντική ἀντιμετώπιση τοῦ ὅλου θέματος, προυποθέτει δέ σύνεση καί διάκριση.
δ) Ὁ ἑτεροκαθορισμός ἀναδεικνύει τή σχέση, ὡς περιεχόμενο καί τρόπο ζωῆς, ὡς μία προσωπική δηλαδή ἀξιολόγηση καί ἐκτίμηση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, σέ ἀναφορά πρός τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί τόν κόσμο, ἐνῶ καταρρίπτει κάθε ἀτομιστική θεώρηση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Μέ τήν ἀρχή αὐτή συγκεκριμένα ὑπερβαίνεται ἡ ἀπομόνωση, ἡ διάσπαση, ἡ διάσταση, ὁ χωρισμός καί ἀναδεικνύεται ἡ σχέση μέ τόν ἄλλο, ὡς μία σχέση ταυτότητας, ὅπου δέν μπορεῖς νά πεῖς «ἐγώ», ἄν δέν ὑπάρχει τό «ἐμεῖς». Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο πλέγμα σχέσεων μᾶς ἐντάσσει καί ἡ ἐκκλησιαστική ὀ ν ο μ α τ ο δ ο σ ί α ἀλλά καί ὁ ἐκκλησιαστικός γ ά μ ο ς.
Ἄλλωστε δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ὅλες οἱ μυστηριακές τελετές καί ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες εἶναι ἐκκλησιαστικά "γεγονότα", μέ τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία μᾶς κάνει νά συνειδητοποιήσουμε ὄχι μόνο τό παρόν καί τό ἱστορικό παρελθόν, ἀλλά καί «τήν τῶν μελλόντων κατάστασιν». Γι’ αὐτό ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς λόγος διδακτικός, δέν μπορεῖ νά λειτουργεῖ ἀποπροσανατολιστικά ἔναντι τῶν μυστηρίων, ἔστω καί ἄν ὑποδεικνύει κάποιες φορές ἀνεκτικότητα ἤ τάσεις ἐφαρμογῆς ποιμαντικῆς "οἰκονομίας" καί διάκρισης. Ὅλα αὐτά τά θέματα δέν εἶναι, γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἁπλᾶ ποιμαντικά ζητήματα, ἀλλά θέματα θεολογικά μέ ποιμαντικές προεκτάσεις.

6. Θεωρῶ ὅτι ἤδη βρισκόμαστε σέ ἕνα διάλογο μεταξύ τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, γιά τή ρύθμιση τῶν μεταξύ τους σχέσεων, ὁ ὁποῖος ὅμως δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ἔχει ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς τήν κοινωνία, τόν πολιτισμό, τήν ἱστορία καί τόν ἄνθρωπο, μία κοινωνία, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄθροισμα ἀτόμων αὐτοβεβαιούμενων καί αὐτοκαθοριζόμενων ἀλλά πλέγμα σχέσεων, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ἀναδεικνύεται ἡ ἀπόλυτη ἑτερότητα τῶν προσώπων καί ὁ πολιτισμός τοῦ «ἄλλου».
          Σ’ αὐτόν τόν διάλογο τόσο ἡ Ἐκκλησία ὅσο καί ἡ Πολιτεία ἄς ἐπισπεύσουν τή συνεργασία τους στήν ἀντιμετώπιση καί στήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων, γιατί ὅλοι μαζί, σέ τελική ἀνάλυση, εἴμαστε θεματοφύλακες τοῦ ἴδιου πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ὑπάρχουν περιθώρια γιά ἀντιπαλότητες καί πολυτέλειες γιά διαμάχες. Ὁ σκοπός τοῦ διαλόγου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ὑπενθύμιση τοῦ κοινοῦ αὐτοῦ πολιτιστικοῦ χρέους, μέσα στήν ἱστορία, καί τῶν κριτηρίων ἑνός πολιτιστικοῦ διαλόγου, ὁ ὁποῖος θά ἀποβλέπει στή διακονία καί στήν ὑπηρεσία τοῦ πολίτη, ὡς προσώπου, σέ ἕναν κοινό χῶρο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μετατραπεῖ ἀπό ἀπρόσωπη κοινωνία σέ προσωπική κοινότητα.
          Ἔστω καί ἄν ἡ Πολιτεία θέτει ζητήματα, ἐνοχλητικά πολλές φορές γιά τήν Ἐκκλησία, αὐτή πρέπει νά προετοιμαστεῖ κατάλληλα γιά ἕναν ἐποικοδομητικό διάλογο, μέ σκοπό ὄχι τήν ἐνίσχυση τῆς ὅποιας ἐπικυριαρχίας της ἔναντι ἄλλων, ἀλλά γιά τήν ἐνισχυτική ἐπιβεβαίωση τῆς σχέσης της μέ τό ποίμνιό της, στά πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, γεγονός τελικά πού θά τήν καταστήσει ἀξιόπιστη καί στό διάλογό της μέ τήν Πολιτεία.
          Τό θέμα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ μόνο στά θέματα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν τά τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας (μοναστηριακῆς καί ἐνοριακῆς), τῆς φορολογίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐσόδων ἤ τῆς μισθοδοσίας τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Ὅλα αὐτά ἴσως ἀποτελοῦν τό "φαίνεσθαι" μιᾶς ἀναθεώρησης ἐνῶ τό "εἶναι" ἀφοροῦν ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέραμε παραπάνω.
          Τέλος θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν σχηματοποιεῖται οὔτε στίς διαπιστωτικοῦ τύπου ἐνέργειες τῆς Πολιτείας πρός τήν Ἐκκλησία, οὔτε στή συνύπαρξη πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν προσώπων σέ δημόσιες τελετές καί ἐθιμοτυπικοῦ τύπου ἐκδηλώσεις, οὔτε νομοθετικό πλαίσιο, τό ὁποῖο ἰσχύει σήμερα, τό ὁποῖο ἁπλᾶ περιγράφει ἕνα χῶρο κοινῶν δράσεων, μέσα ἀπό τό ὁποῖον διασφαλίζεται ἡ ἀξιόπιστη μορφή ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν δύο θεσμῶν στούς χώρους αὐτούς, ὑπό τήν προϋπόθεση τόν σεβασμό στό δικαίωμα τοῦ προσώπου.


Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου: Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, 159-173]

Το όνομά μου είναι Δημήτρης Μητρόπουλος. Είμαι μαέστρος. Αλλά θα σας φανεί απίστευτο αν σας πω ότι κι εγώ ο ίδιος εντυπωσιάζομαι που τελικά έγινα μουσικός. Κανείς από την οικογένειά μου δεν υπήρξε μουσικός. Προέρχομαι από οικογένεια κληρικών. Ο παππούς μου ήταν παπάς σ’ ένα χωριό στην Ελλάδα και ξέχασα να σας πω ότι γεννήθηκα στην Αθήνα. Ο θείος μου ήταν κτηνοτρόφος και δύο από τ’ αδέλφια του πατέρα μου πήγαν από πολύν νωρίς σε μοναστήρι και μάλιστα σ’ ένα θαυμάσιο μοναστήρι στον Άθω όπου υπάρχουν μόνο ορθόδοξα μοναστήρια από πολλές χώρες, όπως από τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία αλλά κυρίως από την Ελλάδα. Και οι δύο μόνασαν εκεί και εκεί πέθαναν.
Κι εγώ όταν ήμουν παιδί και είχα σχολικές διακοπές, πήγαινα εκεί, ήμουν τόσο ενθουσιασμένος από το περιβάλλον και όλη αυτή η ιδέα του ερημίτη άγγιζε πολύ την καρδιά μου. Έτσι εκείνα τα χρόνια ήμουν βέβαιος πως κάποια μέρα θα γινόμουν κι εγώ μοναχός. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, αλλά αποτυχημένος έμπορος, και στο τέλος της ζωής του έγινε κι αυτός μοναχός. Βέβαια δεν ήμουν απολύτως σύμφωνος με την ιδέα αυτή του ασκητή, ουσιαστικά ήθελα να γίνω ιεραπόστολος. Αυτό ήταν πράγματι το ιδανικό μου. Και δεν ξέρω πώς κατάφερε η μοίρα και αντί ιεραπόστολος του Χριστού έγινα ιεραπόστολος της τέχνης της μουσικής.
Αυτά έλεγε ο μεγάλος μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος (1896–1960) πριν 50 χρόνια (1959) σε μια συνέντευξή του στον σταθμό NDR Hamburg (1).
Και στην φίλη του Καίτη Κατσογιάννη έγραφε το 1948: Ανατράφηκα από την παιδική μου ηλικία με αρχές καθαρά δημοκρατικές και χριστιανικές, οι οποίες είναι μέσα στην καρδιά μου, ωστόσο ποτέ δεν θέλησα να τις επιβάλω διά της βίας (2).
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος προερχόταν πράγματι από μια ιερατική οικογένεια της Αρκαδίας. Ο παππούς του Δημήτριος (Μήτρος) Μητρόπουλος ήταν ο ιερέας του χωριού Τρεσταινά (Μελισσόπετρα) της Γορτυνίας, μικρό χωριό κοντά στη Ζάτουνα. Ο αδερφός του παπα–Μήτρου Πέτρος, είναι ο κατόπιν Αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας Ιερόθεος (3), ο οποίος γεννήθηκε στα Τρεσταινά το 1839 ή 1840. Ο πατέρας του παπα- Μήτρου και του Ιεροθέου, ο προπάππους του Δημήτρη Μητρόπουλου Νικόλαος ήταν από τα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και ιδιαίτερα του Πανουργιά και του Πλαπούτα.
Ο παπα–Μήτρος απέκτησε τρία αγόρια: τον Χρήστο, τον Νικόλαο και τον Ιωάννη, τον πατέρα του μαέστρου, ο οποίος ήταν και ο πρωτότοκος (1867). Μια από τις αδελφές του παπα–Μήτρου, η Μαρία, παντρεύτηκε τον Δ. Ματθόπουλο και απέκτησε ένα γιό, τον Βασίλειο. Αυτός ήταν ο μετέπειτα πολύς αρχιμανδρίτης Ευσέβιος Ματθόπουλος (4), ανιψιός του Ιεροθέου Μητροπούλου και στενός συνεργάτης του κατά την δεκαετή ποιμαντορία (1893–1903) στην Αρχιεπισκοπή Πατρών και Ηλείας.
Ο Ιερόθεος Μητρόπουλος πέθανε στις 7 Μαρτίου 1903 στην Αθήνα και η εξόδιος ακολουθία έγινε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών την επομένη 8 Μαρτίου. Στις 9 Μαρτίου έγινε η ταφή στην Πάτρα, στον περίβολο του Επισκοπείου, που ο ίδιος έκτισε, δίπλα ακριβώς από τον Ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Της επιμνημόσυνης δέησης που τελέστηκε στον Μητροπολιτικό Ναό Ευαγγελιστρίας Πατρών, και της εκφοράς προέστη ο Πενταπόλεως Νεκτάριος, δηλ. ο κατόπιν μεγάλος άγιος του 20ού αιώνα.
Όταν πέθανε ο Ιερόθεος, ο Δημήτρης [Μητρόπουλος] ήταν εφτά χρονών παιδί. Φαίνεται όμως ότι η προσωπικότης του του έκανε βαθειά εντύπωσι. Έτσι εξηγείται το ότι στο πιάνο του, στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη, είχε τη φωτογραφία του μαζί με του ενός από τους δύο θείους του μοναχούς (5).
Ο Ιερόθεος Μητρόπουλος έμεινε στην ιστορία ως φιλάνθρωπος, λόγω της πλούσιας φιλανθρωπικής δράσης του. Και ο Δημήτρης Μητρόπουλος έζησε σκορπώντας ό,τι είχε και δεν είχε στους έχοντες ανάγκη και πέθανε φτωχός!
Επηρεάστηκε σίγουρα από το πρότυπό του, τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, όπως ο ίδιος ομολογεί (7). Όμως και η περίπτωση του αδερφού του παππού του, Αρχιεπισκόπου Ιεροθέου, σίγουρα έπαιξε τον δικό της ρόλο στην ενσυνείδητη και… στρατευμένη, θα λέγαμε, φιλανθρωπία του μαέστρου.
Πάντως από τα κείμενα του Μητρόπουλου δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια αναφορά στον παππού του Ιερόθεο.
O έλληνας βιογράφος του Μητρόπουλου μουσικολόγος Απόστολος Κώστιος αναφέρει ότι οι θείοι του μαέστρου που μόνασαν στον Άθωνα λέγονταν Κωνσταντίνος (1868) και Γεώργιος (1870) (8). Και ο William Trotter υιοθετεί αυτή την ονομασία (9).
Όμως τα κοσμικά ονόματα των θείων του Μητρόπουλου ήσαν Χρήστος και Νικόλαος. Το παραδέχεται, τελικά, και ο Απ. Κώστιος: Οι θείοι του Χρήστος και Νικόλαος Μητρόπουλος (και όχι Κωνσταντίνος και Γεώργιος, όπως λανθασμένα σημειώνει ο συγγραφέας στη Βιογραφία) εκάρησαν μοναχοί (10).
Υπάρχει μια επιστολή του Ιεροθέου Μητροπούλου προς τον ανιψιό του Νικόλαο, με ημερομηνία 15 Μαΐου 1897. Από το περιεχόμενό της (11) συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Νίκος (Αγαπητέ μοι Νίκο!) τον καιρό εκείνο ήταν μάχιμος ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού, που είχε λάβει μέρος σε μάχες μεταξύ Δομοκού και Λαμίας κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Ο Νίκος είχε στείλει επιστολές στον θείο του Ιερόθεο και του εξιστορούσε τα των μαχών. Από την επιστολή του Ιεροθέου συνάγονται τα εξής συμπεράσματα:
Ο Νίκος κινδύνευσε στο πεδίο των μαχών και φαίνεται πως διασώθηκε «προς χαράν πάντων ημών και της πενθούσης μητρός σου», σημειώνει ο Ιερόθεος. Αυτό σημαίνει ότι προφανώς είχε πεθάνει πρόσφατα ο πατέρας τους παπα–Μήτρος και η χήρα μητέρα τους βίωνε έντονα το πένθος. Προτρέπει δε ο Ιερόθεος τον ανιψιό του: «Γράφε συνεχώς και προς τον αδελ. Χρίστον προς παρηγορίαν της μητρός σου».
Αξίζει όμως να προσεχθεί και η κατακλείδα της επιστολής του Αρχιεπισκόπου Ιεροθέου: «Τα δυστυχήματα του Έθνους καταθλίβουσι πάσαν ψυχήν, αιτία των οποίων η αμαρτία και η ασέβεια των αρχόντων. Είθε το έλεος του Θεού ημών να σώση το Έθνος και τα παθήματα να γίνουν ημίν μαθήματα. Αμήν». Και υπογράφει: «Ο θείος σου +Πατρών Ιερόθεος».
Εφ’ όσον η επιστολή αυτή γράφτηκε το 1897, ένα χρόνο μετά την γέννηση του μαέστρου, σημαίνει ότι οι θείοι του Χρήστος και Νικόλαος έγιναν μοναχοί αργότερα, σε ώριμη ηλικία. Στις 6 Οκτωβρίου 1900 ο Ιερόθεος Μητρόπουλος συντάσσει την διαθήκη του και καθιστά κληρονόμον του τον ανιψιό του Χρήστο Μητρόπουλο, έμπορο, «υιόν του αδελφού μου», όπως γράφει επί λέξει.
Οι θείοι του Μητρόπουλου έγιναν μοναχοί στο Άγιον Όρος, σίγουρα μετά το 1900, σύμφωνα και με τον ίδιο τον μαέστρο (στη συνέντευξη – αυτοπροσωπογραφία του): «δύο από τ’ αδέλφια του πατέρα μου πήγαν από πολύν νωρίς σε μοναστήρι και μάλιστα σ’ ένα θαυμάσιο μοναστήρι στον Άθω…». Το «πολύν νωρίς» το λέει ο Μητρόπουλος προφανώς σε σχέση με την δική του ηλικία. Μικρός, όταν είχε σχολικές διακοπές, πήγαινε στον Άθωνα στους θείους του, μας πληροφορεί στην ίδια συνέντευξη. Άρα, αυτές οι επισκέψεις στο Άγιον Όρος προσδιορίζονται μετά το 1908, όταν ο θείος του Νίκος πήγε στο Όρος για να μονάσει. Ο Μητρόπουλος ήταν τότε δώδεκα χρονών, πήγαινε σχολείο και μπορούσε να κάνει μακρινά ταξίδια, δηλ. από την Αθήνα στον Άθωνα.
Ο Μητρόπουλος σημειώνει, επίσης, ότι «και οι δύο (θείοι του) μόνασαν εκεί και εκεί πέθαναν». Φαίνεται, όμως, πως δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα.
Ο Νίκος Μητρόπουλος (1871–1911) ήταν πτυχιούχος της Νομικής, φίλος και συγκάτοικος του αειμνήστου γέροντα Φιλοθέου Ζερβάκου (1884–1980), φίλος, επίσης, του γέροντα Ιερωνύμου του Σιμωνοπετρίτου (1871–1957), ο οποίος υπηρετούσε στο Σιμωνοπετρίτικο μετόχι της Αναλήψεως στο Βύρωνα και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851–1911), με τον οποίο γνωρίζονταν από τον Άγιο Ελισσαίο, το ναΐδριο όπου έψαλε ο κυρ–Αλέξανδρος και ο Νίκος Μητρόπουλος ήταν βοηθός του (12). Η Πολυξένη Μπούκη (13) σε επιστολή της προς τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (10.5.1908) γράφει: …εάν θέλης να μάθης και δια τον Νικόλαον Μητρόπουλον, έγινε μοναχός μεγαλόσχημος, μετονομασθείς Νείλος Σιμωνοπετρίτης, έχετε δε εκ μέρους του πολλά χαιρετίσματα (14). Ο Νικόλαος εκάρη μεγαλόσχημος στις 5.4.1908, Σάββατο του Λαζάρου.
Πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι ο Νικόλαος Μητρόπουλος ήταν πνευματικό τέκνο του Αγίου Νεκταρίου. Ο Άγιος Νεκτάριος έδωσε σε αυτόν, όπως και στον π. Φιλόθεο Ζερβάκο, την ευχή και ευλογία του για να πάνε στο Άγιον Όρος και να γίνουν μοναχοί. Στις 8 Μαΐου του 1907 έγινε αγρυπνία στον Άγιο Ελισσαίο στην Αθήνα, στην οποία συμμετείχαν ο Νικόλαος και ο π. Φ. Ζερβάκος. Μετέλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων, συνέψαλαν με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, και το μεσημέρι παρέθεσε τράπεζα στο σπίτι του ο φιλομόναχος Νικ. Μπούκης (σύζυγος της Πολυξένης) όπου ομοτράπεζος ήταν και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το απόγευμα τους επισκέφθηκαν διάφοροι φίλοι, μεταξύ των οποίων και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και όλοι αυτοί οι ευλαβείς και καλοί φίλοι μας συνώδευσαν μέχρι του Ατμοπλοίου, όπου και αποχαιρέτησαν ημάς συγκεκινημένοι… Τον Ιούνιο του 1907 ο Νικόλαος εισήλθε στη Σιμωνόπετρα. Προτίμησε τη Μονή αυτή λόγω της στενής σχέσης που είχε με το μετόχι της στην Αθήνα, αλλά και γιατί του τη σύστησε ο πνευματικός του Άγιος Νεκτάριος. Ο Άγιος που είχε κηδεύσει στην Πάτρα το 1903 τον θείο και προστάτη του Νικολάου Αρχιεπίσκοπο Πατρών και Ηλείας Ιερόθεο.

Ο μοναχός Νείλος υπήρξε συνεργάτης του Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίου (1863–1945) στην σύνταξη των Γενικών Κανονισμών του Αγίου Όρους, διετέλεσε βιβλιοθηκάριος της Σιμωνόπετρας και Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος (1909–Απρίλιο 1911) και πέθανε από φυματίωση σε ηλικία 40 ετών, τον Ιούλιο του 1911 (15).
Ο Νικόλαος Μητρόπουλος έζησε, δηλ., ως Νείλος μοναχός μόλις τέσσερα χρόνια.
O άλλος θείος του μαέστρου Χρήστος Μητρόπουλος, σύμφωνα με τους βιογράφους του Δ. Μητρόπουλου, αλλά και σύμφωνα με την μαρτυρία του ίδιου του μαέστρου, πήγε στο Άγιον Όρος για να μονάσει μαζί με τον αδελφό του. Όμως ο μοναχός Μωϋσής στο άρθρο του για τον Νείλο (Νίκο) Μητρόπουλο, σημειώνει ότι «ο Χρήστος εκάρη μοναχός στη Μονή Λογγοβάρδας Πάρου το 1911 και ονομάσθηκε Ιερόθεος. Άφησε φήμη εναρέτου και διακριτικού εξομολόγου. Ιλαρώς, ηρέμως και γαληνώς παρέδωκε το πνεύμα του στις 11.12.1921 στη μονή του, της οποίας εφάνη ωφέλιμος και χρήσιμος». Και αυτός πέθανε νέος, σε ηλικία 53 περίπου ετών, εφ’ όσον γεννήθηκε μεταξύ 1868–1869. Όταν ο αδελφός του Ιωάννης πληροφορήθηκε τον θάνατό του έγραψε στον ηγούμενο του αδελφού του: …Ο μακαρίτης είχε ένα σταυρό με τίμιον ξύλον σας παρακαλώ επειδή τον θέλω διά τον υιόν μου, εάν έχητε την καλωσύνην μου τον στέλλετε». Και σχολιάζει επ’ αυτού ο μοναχός Μωϋσής: «Τον σταυρό αυτό, ίσως, έχοντας ο παγκοσμίου φήμης μουσικός, ως φυλακτό, έδινε πνοή στα έργα του (16).
Η Μονή Λογγοβάρδας της Πάρου, η οποία είχε κολλυβαδική παράδοση και στην οποία έζησε εξόριστος ο θείος του Ιερόθεος περί το 1880. Ο Ιερόθεος έμεινε στη Λογγοβάρδα για τρία χρόνια, εξόριστος από τους σιμωνιακούς Αρχιερείς, οι οποίοι ενοχλούνταν από τους αγώνες του Ιεροθέου για την κάθαρση της Εκκλησίας (17).
Ο Ιερόθεος δημιούργησε στενές πνευματικές σχέσεις με τους αδελφούς της Μονής, τις οποίες διατήρησε και ως Επίσκοπος των Πατρών.
Ο ανιψιός του Χρήστος Μητρόπουλος χειροτονήθηκε ιερομόναχος και πήρε το όνομά του: Ιερόθεος! Προφανώς λόγω της αγάπης που είχε στον θείο του. Πέθανε στη μονή που αγάπησε και ο θείος του και έζησε τον μοναχικό βίο δέκα χρόνια (1911–1921). Ας σημειωθεί ότι έγινε μοναχός τη χρονιά που πέθανε ο αδελφός του Νείλος στο Άγιον Όρος. Κι ακόμη αξίζει να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι ο Νικόλαος Μητρόπουλος συνέστησε στον π. Φιλόθεο Ζερβάκο, στον οποίο δεν επέτρεψαν οι Τούρκοι την είσοδο στο Άγιον Όρος, να πάει να μονάσει στη Μονή Λογγοβάρδας της Πάρου -όπως και έγινε- όπου είχαν μονάσει ο θείος του Ιερόθεος Μητρόπουλος και ο εξάδελφός του Ευσέβιος Ματθόπουλος (18).
Ο Χρήστος / Ιερόθεος πήγε στην Πάρο και όχι στο νησί του Πόρου, όπως, προφανώς από σύγχυση, αναφέρει ο W. Trotter (19). Εκεί, μας πληροφορεί ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος θα πήγαινε και ο φίλος του Νικόλαος αν δεν του επιτρεπόταν η είσοδος στο Άγιον Όρος.
O μαέστρος Mητρόπουλος, γόνος πραγματικά ιερατικής οικογένειας, με μια μητέρα, την Αγγελική Αναγνωστοπούλου, ιδιαιτέρως ευσεβή, ήταν ως παιδί εξαιρετικά φιλομόναχος.
Επισκεπτόταν κοντινά μοναστήρια και ονειρευόταν να γίνει μοναχός. Προχωρούσε ένα ακόμη βήμα παραπέρα την αφοσίωσή του επινοώντας διάφορα σενάρια κατά τα οποία ήταν σεβαστός ως σπουδαίος αναχωρητής, τρωγλοδύτης, στυλίτης ή ένας γενειοφόρος ερημίτης που επικοινωνούσε μ’ ένα είδος άμεσης σύνδεσης με το σύμπαν. Μερικές φορές η φαντασία του ξεχείλιζε και ο Δημήτρης σχημάτιζε δικά του θρησκευτικά τάγματα έχοντας για μοναχούς τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, τελώντας με επιμέλεια αυτοσχέδιες λειτουργίες όλο αφοσίωση και αυταπάρνηση. Άλλες φορές μπορούσε να τον δει κάποιος να κάνει αυτοσχέδια κηρύγματα σε όποιο ακροατήριο ρακένδυτων μπορούσε να συγκεντρώσει. Όταν οι γονείς του έψαχναν το παιδί τους, το πιο πιθανό είναι ότι θα το έβρισκαν ή να συνθέτει μουσική ή να προσεύχεται για τη σωτηρία των ψυχών των φίλων του, της οικογένειάς του ή του ιδίου (20).
Η ακατάσχετη ροπή του Μητρόπουλου προς πράξεις φιλανθρωπίας δεν ήταν απλώς μια αλτρουϊστική εκδήλωση, αλλά συνδυάζεται μ’ αυτή την ασκητική του προοπτική. Ο μαέστρος Λέοναρντ Μπερνστάϊν σ’ ένα κείμενό του για τον Μητρόπουλο καταγράφει τον εξαιρετικά φιλάνθρωπο ασκητισμό του, προσπαθώντας να τον ερμηνεύσει κιόλας: Ο πατέρας μου, που ήταν κατά της ιδέας να γίνω μουσικός, μού έστελνε μικρά χρηματικά ποσά. Φυσικά «πεινούσα» και φυσικά ο Δημήτρης έσπευσε αμέσως προς βοήθειάν μου. Και οι επιταγές έφθαναν κάθε μήνα για δύο χρόνια. Γενναιοδωρία, αφθονία, πληρότητα. Πληρότητα πνεύματος. Αργότερα έμαθα ότι έδινε χρήματα παντού. Σ’ ένα παίκτη για τρομπόνι που χρειαζόταν χρήματα για να κάνει εγχείρηση, σε άλλον παίκτη βιολιού που δεν είχε αρκετά χρήματα για τη διατροφή του. Τα έδινε όλα όσα είχε. Ποτέ δεν είχε δεκάρα. Ζούσε με σπαρτιατική απλότητα. Γιατί όλα αυτά, η αυστηρότητα και η ατομική άρνηση; Μερικές φορές σκέπτομαι ότι μετανοούσε όλα αυτά τα χρόνια στην Αμερική. Αλλά για ποιο αμάρτημα; Ίσως, στο μυαλό του, για το αμάρτημα να μην έχει γίνει ο μοναχός που ξεκίνησε να γίνει, ο ασκητής που τόσο συχνά προσπάθησε να είναι. Το αμάρτημα να είναι κοσμικός όντας τόσο φανατικά αφοσιωμένος στη θρησκεία. Αλλά η άλλη φλόγα που έκαιγε μέσα του ήταν προφανώς δυνατότερη. Αυτή ήταν η φλόγα της μουσικής και δεν μπορούσε να ξεπεραστεί ούτε από την πιο βαθιά θρησκευτική αφοσίωση. Και αυτή η «πάλη» μοναχού έναντι μουσικού, του προκαλούσε ανυπόφορο πόνο και του δημιουργούσε το συναίσθημα του αμαρτήματος… (21).
Η φίλη, όμως, του Μητρόπουλου Καίτη Κατσογιάννη, με την οποία ο μαέστρος είχε την γνωστή μακρά και σπουδαία αλληλογραφία, έχει άλλη άποψη για τα περί μοναχισμού του μαέστρου: Περισσότερο χριστιανός παρά καθαυτό θρησκευόμενος, ουδέποτε φυσικά είχε σκεφθεί να γίνει καλόγηρος, όπως το είπαν! Είναι και αυτό ένας από τους μύθους που γεννήθηκαν στην Αμερική και που ποτέ δεν έκανε τον κόπο να διαψεύσει. Σπάνια άνθρωπος προσπάθησε όσον αυτός να κάνει πράξη ζωής τη διδασκαλία του Χριστού, ιδιαίτερα την αγάπη του πλησίον. Γι’ αυτό και ο άγιος που θαύμαζε περισσότερο ήταν ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης. Τον αγαπούσε για την αλληλεγγύη του προς τα έμψυχα και τα άψυχα, για την ταπεινοφροσύνη του και την ποιητική του διάθεση. Η αντίδραση του Μητρόπουλου στην κακία ήταν η επιείκεια – συμπονούσε περισσότερο τους κακούς από τους δυστυχισμένους (22).
Το γεγονός ότι ο Μητρόπουλος είχε ενστερνιστεί την αρχή της απόλυτης πενίας με συνέπεια μοναχού και έχοντας, έτσι, καταλήξει να ζει με δανεικά, το γράφει και ο ίδιος στην Καίτη Κατσογιάννη (23). Η ροπή του για φιλανθρωπία είχε καλλιεργηθεί ήδη στην παιδική του ηλικία (24) και ο ίδιος ο Μητρόπουλος ομολογεί ότι επηρεάστηκε βαθιά από τον πατέρα του: ήταν εκείνος που όχι μόνο τον βοήθησε να βλέπει την τέχνη με έναν τρόπο θρησκευτικό, αλλά στέριωσε μέσα του την πεποίθηση πως το τίμημα της καλοσύνης είναι βαρύ (25).
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μητρόπουλος είχε απόλυτη συνείδηση ότι η κατά Άγιο Φραγκίσκο πενία του είναι για τη σύγχρονη πραγματικότητα μεγάλη ουτοπία, όπως και η εντολή του Χριστού αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν (26). Αυτή, όμως, η ρεαλιστική εκτίμησή του, δεν τον εμπόδιζε καθόλου να είναι πλήρως αφοσιωμένος σ’ αυτή την ουτοπία.
Η αντίληψη του Μητρόπουλου για την μουσική ήταν σίγουρα θρησκευτική. Ο ίδιος σ’ ένα άρθρο του έγραφε: Μολονότι η μουσική έπαυσε να είναι λατρευτική, εξακολουθεί να εμπεριέχει αυτή την πνευματικότητα που μας επιτρέπει να πούμε, χωρίς κίνδυνο να υπερβάλουμε, ότι το να πάει κανείς σε μια συμφωνική συναυλία δεν διαφέρει πολύ από τον εκκλησιασμό… Αρέσκομαι να θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν ιερέα που διακονεί αυτό το είδος του ‘εκκλησιασμού’… (27).
Αν ο Στραβίνσκυ έγραψε την Μουσική Ποιητική, δεν θα ήταν άστοχο να πούμε ότι ο Μητρόπουλος έγραψε με την βιωτή του ολάκερη την Μουσική Ασκητική. Ο ίδιος διεκήρυσσε: Θέλησα να διδάξω και με το λόγο και με τη μουσική την αδελφοσύνη των ανθρώπων… Ήρθε η εποχή που η τέχνη πρέπει να ‘χει μια ηθική βάση και οι καλλιτέχνες πρέπει να δίνουν το παράδειγμα της ύψιστης ακεραιότητας και της ηθικής… Βλέπω τον καλλιτέχνη σαν έναν ιεροκήρυκα, που οι αρχές του, οι πράξεις, η ζωή του θα αποτελούν παράδειγμα για μίμηση (28).
Ο Απ. Κώστιος παρατηρεί ότι: Ακόμη και τις εξελίξεις της μουσικής, την Ιστορία της Μουσικής θεωρούσε ο Μητρόπουλος υπό το πρίσμα των θρησκευτικών του αντιλήψεων και ανάλογη ήταν η περιοδολόγησή της που πρότεινε. Διέκρινε τη θεοκρατική περίοδο (η μουσική στην υπηρεσία της θρησκείας), την ανθρωποκεντρική και τέλος την τεχνοκρατική, την απάνθρωπη, την περίοδο του καιρού μας που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς ‘αθεϊστική’ (29).
Πάντως ο Μητρόπουλος παρά την ασκητική του ακρότητα ως προς την φιλανθρωπία, και την θρησκευτική του εκδοχή για την μουσική ήταν ρεαλιστής, και ο ίδιος θεωρούσε ότι την τάση του να συνδυάζει τα ιδεώδη με τον ρεαλισμό την κληρονόμησε από τον παππού του, που ήταν παπάς (30).
Η καταγωγή του Μητρόπουλου ήταν ιερατική και ταπεινή. Ο ιερέας παππούς του, ο αδελφός του παππού του Αρχιεπίσκοπος Ιερόθεος, οι μοναχοί θείοι του, η ευσεβής μητέρα του, ανήκαν στην λαϊκή Ορθοδοξία. Άλλωστε και η συναναστροφή του θείου του Νίκου με τον Παπαδιαμάντη, αποδεικνύει πως στοιχούνταν στην λογική των ταπεινών και καταφρονεμένων. Αν και εγγράμματοι –ο Ιερόθεος και ο Νικόλαος ήταν απόφοιτοι Πανεπιστημίου– έθεσαν τον εαυτόν τους στην υπηρεσία της Εκκλησίας, σε μια εποχή που ο κλήρος μαστιζόταν από την αγραμματοσύνη. Είχαν κολλυβαδικές και φιλοκαλικές αρχές: Φιλακόλουθοι, φιλομόναχοι, ελεήμονες, ταπεινοί, με ιεραποστολικό ζήλο, δεν φαίνεται να είχαν καμία σχέση με την τότε αστική τάξη της Αθήνας, αλλ’ αντιθέτως έβρισκαν ανάπαυση στον Άγιο Ελισσαίο και τους απλούς ανθρώπους, όπως και ο Παπαδιαμάντης.
Δεν είχαν, οι συγγενείς του μαέστρου, καμία σχέση με τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Οι θείοι του θεράπευαν την βυζαντινή μουσική και ως λαϊκοί –στον Άγιο Ελισσαίο– και ως μοναχοί κατόπιν, στα αυστηρά τότε μοναστήρια του Αγίου Όρους και της Λογγοβάρδας.
O μαέστρος είναι ο πρώτος της οικογένειας που ξεχωρίζει. Λόγω της κλίσης του στην μουσική, σπουδάζει από νωρίς Ευρωπαϊκή μουσική (1910) και δεν έχουμε μέχρι τώρα κάποια ένδειξη ότι είχε ασχοληθεί με την βυζαντινή μουσική, την οποία σίγουρα είχε ακούσει από μικρός λόγω του περιβάλλοντός του.
Το ενδιαφέρον είναι η σχέση του Μητρόπουλου με τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, η οποία χρονολογείται από νωρίς, σύμφωνα και με τον ίδιο: Ήμουν 15 ετών όταν ανακάλυψα τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης. Είχα ταξιδέψει στη Ρώμη, για πρώτη φορά μακριά από τον τόπο μου… Η διδαχή του με επηρέασε βαθιά. Και παρόλο που δεν ανήκει στους άγιους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, χάραξε τον δρόμο της ζωής μου (31).
Αυτό σημαίνει ότι ο Μητρόπουλος παρέμεινε πάντα Ορθόδοξος. Παρά την αδυναμία του στον παγκοσμίως γνωστό Ρωμαιοκαθολικό άγιο, του οποίου ένα εδάφιο καθόριζε όλη του τη ζωή: Ο Θεός αποφάσισε ότι μάλλον πρέπει να προσπαθώ να ανακουφίζω παρά να ανακουφίζομαι, να κατανοώ παρά να γίνομαι κατανοητός και να αγαπώ παρά να γίνομαι αγαπητός (32).
Η σχέση του με τον άγιο Φραγκίσκο φαίνεται ότι ήταν εξόχως προσωπική και αυτό φαίνεται έντονα από μια φράση του Μητρόπουλου σε γράμμα του προς την Καίτη Κατσογιάννη. Με αφορμή τη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Μάλερ που οργανώθηκε στη Νέα Υόρκη έγραψε: …είχα επιτυχία όχι μόνο ως διευθυντής ορχήστρας αλλά και ως missionary, και ελπίζω ο άγιός μου να είναι υπερήφανος για τον μαθητή του… (33).
Ο Απόστολος Κώστιος δημοσιεύει στην βιογραφία του Μητρόπουλου το χειρόγραφο αυτής της επιστολής. Και φαίνεται καθαρά ότι ο μαέστρος έχει υπογραμμίσει την λέξη: «ο άγιός μου» και μόνον αυτή! (34)
Πάντως ο Μητρόπουλος υπήρξε «αιρετικός» ως προς το θέμα της ταφής του: Η σορός μου να μη εκτεθή εις κοινή θέαν και να αποτεφρωθή άνευ τελετής και κατά τον πλέον σύμφορον τρόπον (35). Τελικά η αποτέφρωση έγινε στο Λουγκάνο της Ελβετίας στις 5 Νοεμβρίου 1960 (ο μαέστρος πέθανε στις 2 Νοεμβρίου κατά την διάρκεια πρόβας της 3ης Συμφωνίας του Μάλερ στη Σκάλα του Μιλάνου). Στις 6 Νοεμβρίου η τέφρα του μεταφέρθηκε στην Αθήνα με αεροσκάφος της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας έγινε πένθιμη τελετή στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού με τη συμμετοχή των αρχών και πλήθους κόσμου. Η λήκυθος με την τέφρα του παρέμεινε σε αίθουσα του Ωδείου Αθηνών, όπου σπούδασε ο μεγάλος μαέστρος, και στις 19 Ιουλίου 1961 η τέφρα εναποτέθηκε σε τάφο του Α’ Νεκροταφείου που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων και φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιάννης Παππάς.
Η επιλογή του Μητρόπουλου για καύση ήταν απολύτως συνειδητή και πρωτοποριακή για την εποχή. Η ιδιωτική του οδός του επέβαλε την αποφυγή κάθε συμβατικού τέλους. Μένει αναπάντητο το ερώτημα: Γιατί «άνευ τελετής»; Η εξόδιος ακολουθία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν εψάλη στον Δημήτρη Μητρόπουλο. Τον γόνο κατ’ εξοχήν ιερατικής οικογένειας και πιστό άνθρωπο.
O έλληνας βιογράφος του Μητρόπουλου Απ. Κώστιος είναι σίγουρος ότι ο Έλληνας αρχιμουσικός είχε ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Πίστευε στην ύπαρξη του Θεού, στη σταύρωση και την Ανάσταση… Και δεν είχε καταλήξει στην πίστη αυτή μέσα από μια διαδικασία πνευματικής αναζήτησης, ρασιοναλιστικής, αιτιοκρατικής σκέψης , ώστε ο ίδιος να έχει ανάγκη αποδείξεων. Αποδείξεις ανεζήτησε μόνο στις περιπτώσεις και τις φορές εκείνες που προσπάθησε να πείσει συνομιλητές του, που –πιθανότατα– (αφού την εποχή στην οποία αναφέρεται δεν ζούσε πλέον στην Ελλάδα) ανήκαν –τυπικά τουλάχιστον- στο καθολικό ή προτεσταντικό δόγμα. Φυσικό ήταν ότι ανέτρεξε σε αποδείξεις που βασίζονται στη θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας: η μουσική, σύμφωνα με τον ιερό Αυγουστίνο είναι donum dei που εδόθη στον άνθρωπο για να υμνεί την δόξα του Θεού. Η αγάπη του Δαβίδ για τη μουσική ήταν σωστή και αξιοθαύμαστη, επειδή τη χρησιμοποιούσε για να δοξάζει το Θεό. Το λογικό και εύτακτο συνταίριασμα διαφόρων ήχων, έτσι ώστε να συνυπάρχουν σε μιαν αρμονική ποικιλία, μπορεί να είναι μια μυστική αναπαράσταση του θεϊκού… (36).
Πάντως, απ’ όλη την ζωή του Μητρόπουλου φαίνεται καθαρά η βιωματική, σε τραγικό βαθμό μάλιστα, προσέγγιση της μουσικής και των όντων, που σημαίνει ότι δεν ήταν της λογικής των αποδείξεων για τα πράγματα. Δεν είχε ανάγκη να αποδείξει τίποτε ο ίδιος, αφού ήταν πεπεισμένος για το πεπερασμένο του ανθρώπου, αλλά και για την μεγαλοσύνη του. Η στείρα λογική ήταν εκτός της λογικής του.
Γνώριζε πολύ καλά, επίσης, ότι η πίστη, όπως και η μουσική, θέλουν γόνιμο έδαφος για να καρπίσουν αλλιώς, όπως ο ίδιος είπε αποφθεγματικά: Ούτε ο Χριστός ούτε η Ενάτη Συμφωνία (του Μπετόβεν) κατόρθωσαν να κάνουν την ανθρωπότητα καλύτερη (37).
Όμως ο Μητρόπουλος έμεινε στη συνείδηση των ανθρώπων ως ένας μεγάλος άνθρωπος, ένας οικουμενικός έλληνας, που δίδαξε με τη ζωή του τον δρόμο της προσφοράς μέχρι θυσίας! Γιατί η αποστολή του μεγάλου, είναι η υπέρτατη θυσία. Το κερί, που για να φωτίσει λιώνει και σώνεται. Ο ήλιος που αυτοπυρπολείται σκορπώντας τη ζωή. Έτσι και ο Μητρόπουλος. Αφού σκόρπισε στον κόσμο το φως του, όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, έσυρε για τελευταία φορά τα βήματά του στο podium σαν στη φωτιά που ο ίδιος είχε ανάψει από χρόνια γύρω του και μέσα σε μια υπέρτατη έκσταση και αυτοσυγκένρτωση, διευθύνοντας ο ίδιος την επιθανάτια μουσική του, εκάμφθηκε για τελευταία φορά, λύγισε και σωριάστηκε στις φλόγες, σαν μυστικιστής – πιστός μιας θρησκείας, που ήταν το μεγάλο πάθος και ο προορισμός της ζωής του (38) .



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Μουσική αυτοπροσωπογραφία, από το Αρχείο του Στάθη Αρφάνη, ως επίμετρο στην ελληνική έκδοση (Ποταμός, 2000) του βιβλίου του William Trotter για τον Δημήτρη Μητρόπουλο: Ο Ιεροφάντης της Μουσικής, Η ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου, Αθήνα 2000, σ. 718 (εφεξής: Trotter, Ο ιεροφάντης).
2. Δημήτρης Μητρόπουλος – Η αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσογιάννη, εκδ. Κ. Κατσογιάννη, Αθήνα 1966, επ. Δ.Μ. αρ. 162, Μινν., 27.2.1948, σ. 154.
3. Για τον Ιερόθεο Μητρόπουλο βλ. Αρχιμ. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, Ιερόθεος Μητρόπουλος ο φωτισμένος ιεράρχης, Αθήναι 1993 (εφεξής: Μαστρογιαννόπουλου, Ιερόθεος).
4. Για τον π. Ευσέβιο Ματθόπουλο βλ. Chridtoph Maczewski, Η κίνηση της «Ζωής» στην Ελλάδα, μτφ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, εκδ. Αρμός 2002, σ. 34 κ.εξ.
5. Μαστρογιαννόπουλου, Ιερόθεος, σ. 43.
6. Απ. Κώστιου (επιλογή – σχόλια), Κείμενα Δημήτρη Μητρόπουλου, Αθήνα 1997, σσ. 49-52 (εφεξής: Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ.).
7. Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ., σ. 36.
8. Απ. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 1985, σ. 23 (εφεξής: Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος) και στον δίγλωσσο (ελληνικά και γερμανικά) κατάλογο του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού Δημήτρης Μητρόπουλος – Ζωή και Έργο, 1995, σ. 28.
9. William R. Trotter, The life of Dimitri Mitropoulos, Amadeus Press, U.S.A 1995, σ.21.
10. Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ., σ. 136.
11. Μαστρογιαννόπουλου, Ιερόθεος, σσ. 106–107.
12. Μαστρογιαννόπουλου, Ιερόθεος, σσ. 61–62.
13. Για τον Νικόλαο και την Πολυξένη Μπούκη και την στενή σχέση που διατηρούσε μαζί τους, γράφει ο Παπαδιαμάντης στα Τραγούδια του Θεού, βλ. Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Άπαντα, τ. 4, φιλολογική επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998, σσ. 391–393.
14. Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Αλληλογραφία, φιλολογική επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σσ. 166–167 (αρ. 220).
15. Μοναχού Μωϋσή αγιορείτη, Μοναχός Νείλος Σιμωνοπετρίτης, Ορθόδοξος Τύπος Αθηνών 674/1985, σ. 1 και 4, 675/1985, σ. 1 και 4. Αναδημοσίευση στο του ιδίου, Ιερές Μορφές του Αγίου Όρους , εκδ. Τέρτιος 2006, σσ. 381 – 393 (εφεξής: Μωυσή αγιορείτη, Ιερές Μορφές).
16. Μωϋσή αγιορείτη, Ιερές Μορφές, σσ. 382. Σε μια επιστολή της Καίτης Κατσογιάννη προς τον Μητρόπουλο φαίνεται καθαρά ότι ο μαέστρος είχε ζητήσει σταυρό με τίμιο ξύλο και η Κατσογιάννη έσπευσε να εκπληρώσει την επιθυμία του: Παράγγειλα επίσης μ’ ένα φίλο μου, που φεύγει για την Πόλη και που θα ιδεί τον Πατριάρχη, να του ζητήσει για σένα ένα Σταυρό με Τίμιο Ξύλο. Είναι σήμερα πράγμα σπάνιο, ώστε μόνο ο Πατριάρχης θα μπορούσε να μας το προμηθεύσει – και είμαι βέβαιη πως θα εκπληρώσει αυτή σου την επιθυμία» (Αλληλογραφία, αρ. 37, 14-6-1950, σ. 210). Η βεβαιότητα αυτή της Κατσογιάννη ίσως πηγάζει από το γεγονός ότι Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν το 1950 ο από Αμερικής Αθηναγόρας, ο οποίος σίγουρα θα γνώριζε από την διακονία του στην Αμερική (1930 – 1948) τι σημαίνει Μητρόπουλος. Άρα, δύο φορές στη ζωή του μαέστρου συναντούμε το τίμιο ξύλο, χωρίς να γνωρίζουμε αν τελικά έγινε μέτοχος αυτής της ευλογίας, την οποία πρώτος ζήτησε ο πατέρας του Ιωάννης γι’ αυτόν και πολύ αργότερα ο ίδιος από την Κ.Κατσογιάννη.
17. Μαστρογιαννόπουλου, Ιερόθεος, σσ. 9.
18. Μωϋσή αγιορείτη, Ιερές Μορφές, σσ. 386.
19. Trotter, Ο ιεροφάντης, σ. 31.
20. Τrotter, O ιεροφάντης, σ. 35. Στο αγγλικό πρωτότυπο ό.π., σ. 24.
21. Εφημ. Η Καθημερινή, 4-11-1990, σ. 51.
22. Αλληλογραφία, ό.π., εισαγωγή, σ. 12.
23. Αλληλογραφία, ο.π., αρ. 302, “Τhe New York Hospital” 4.2.1959, σ. 352.
24. Trotter, O ιεροφάντης, σ. 36.
25. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, σ. 244.
26. Αλληλογραφία, ό.π., αρ. 165, Μιννεάπολις, 22-5-1948, σ. 168.
27. Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ., σσ. 271–272.
28. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, σ. 245.
29. Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ., σ. 272.
30. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, σ. 244.
31. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος. Τη σχέση του Μητρόπουλου με τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης προσεγγίζει διεξοδικά ο W. Trotter, Ο ιεροφάντης, σσ. 47–50. Είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του Trotter γι’ αυτή τη σχέση: Ο Μητρόπουλος πέτυχε να βιώσει το ιδεώδες του Αγίου Φραγκίσκου σχεδόν με την ίδια επιτυχία που ο Άγιος Φραγκίσκος πέτυχε να βιώσει το ιδεώδες του Χριστού. Και, παρ’ ότι ο Μητρόπουλος έτυχε εξαιρετικής παιδείας για τα δεδομένα της χώρας του εκείνη την εποχή, παρέμεινε τόσο σε πνευματικό όσο και σε φιλοσοφικό επίπεδο θεοδίδακτος – ένας άνθρωπος που έχει διδαχθεί από τον Θεό. (Τrotter, Ο ιεροφάντης, σ. 47).
32. Trotter, Ο ιεροφάντης, σ. 281.
33. Αλληλογραφία, ο.π., αρ. 326, Ν. Υόρκη, 20-1-1960, σ. 399. Στην απαντητική της επιστολή σ’ αυτό το γράμμα του Μητρόπουλου, λίγες μέρες αργότερα, η Κ. Κατσογιάννη επιβεβαιώνει την αίσθηση του Μητρόπουλου: «Το ότι ο Άγιος Φραγκίσκος θα 'μεινε ευχαριστημένος με τη στοργική σου πράξη για χάρη των ακροατών, δεν θέλει συζήτηση» (Αλληλογραφία, αρ. 169, 30-1-1960, σ.399). Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι η Κατσογιάννη σε πολλές επιστολές της προς τον μαέστροε χρησιμοποιεί αποσπάσματα και παραδείγματα από το Ευαγγέλιο, κάτι που δείχνει ότι απευθύνεται σε άνθρωπο που συμμερίζεται τη λογική του Ευαγγελίου (βλ. Αλληλογραφία, σσ. 237-238, 307, 350–351).
34. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, φωτογραφικό υλικό, σ. 223 κ.εξ.
35. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, σ. 131.
36. Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ., σσ. 136–137.
37. Αλληλογραφία, ό.π., αρ. 109, Μιννεάπολις, 11-6-1940, σ. 81.
38. Μενέλαου Παλλάντιου, ομιλία για τον Δημήτρη Μητρόπουλο (25-1-1964) στο Δ. Μητρόπουλος, Ζωή και Έργο της Μαρίας Χριστοπούλου, Αθήνα 1971, σ. 226.


* 1η φωτογραφία: Δημήτρης Μητρόπουλος, ξυλογραφία (1986) της Άριας Κομιανού (Πορτραίτα, σχέδια – ξυλογραφίες, Αθήνα 2007, σ. 55).

* 2η φωτογραφία: Μοναχός Nείλος Σιμωνοπετρίτης. Από το βιβλίο του Μοναχού Μωϋσή του Αγιορείτη Ιερές Μορφές του Αγίου Όρους (σ. 384).
*
3η φωτογραφία: Αρχή του χειρογράφου καταλόγου της βιβλιοθήκης της Μονής Σίμωνος Πέτρας, που φέρει την υπογραφή του βιβλιοθηκάριου: Νείλος Μοναχός ο Μητρόπουλος Σιμωνοπετρίτης. Από το βιβλίο του Μοναχού Μωϋσή του Αγιορείτη, Ιερές Μορφές του Αγίου Όρους (σ. 389).


Related Posts with Thumbnails