© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Ζαχαρία Στουφή: ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (δοκίμιο)



1)    Η τραγική ποίηση
Μεγάλο πρόβλημα αντιμετωπίζει η τραγική ποίηση στις μέρες μας. Η απουσία του θανάτου από τα ποιήματα και η αποφυγή των περισσότερων ποιητών να καταπιαστούν με το θέμα, χαρακτηρίζει αυτόματα αυτούς που επιμένουν, ψυχοπλακωτικούς, θλιμμένους, μαύρους, σκοτεινούς κ.α. Υπάρχει μια γενικότερη τάση να μην αποδεχόμαστε την ύπαρξη της τραγικής ποίησης και όταν αυτήν την αναγνώσουμε, να απευθυνόμαστε με τελείως άσχετους χαρακτηρισμούς στον ποιητή.
            Τον καρδιοχειρουργό που σπάει το θώρακα του ανθρώπου για να του εγχειρίσει την καρδιά και τελειώνει το χειρουργείο, αιματοβαμμένος, με τα ποσοστά της επιτυχίας να αιωρούνται πάνω από το κεφάλι του ασθενή σαν λαιμητόμος, αβίαστα τον ̇ λέμε επιστήμονα˙ και είναι. Τον ποιητή που συνθέτει ένα τραγικό ποίημα με σκοπό να πραγματευτεί ή να επαναδιαπραγματευθεί την ηθική και τον ανθρώπινο πόνο, φτάνοντας τους ήρωες του στα άκρα των αντοχών τους, προκειμένου να γεννηθεί ο βιωματικός-γόνιμος φιλοσοφικός προβληματισμός, άνετα, κάποιος μπορεί να τον πει ψυχανώμαλο˙ χωρίς να είναι.
            Ο θάνατος αποτελεί βασικό στοιχείο της τραγικότητας γι’ αυτό και σχεδόν πάντα θα τον δούμε να έχει ρόλο καταλυτικό στην τραγική ποίηση. Η προσπάθεια του ανθρώπου να συνειδητοποιήσει την όποια πραγματικότητά του, δεν έχει παρά τραγικές διαπιστώσεις. Όταν λοιπόν, λέμε τραγική ποίηση, εννοούμε την ποίηση των Ελλήνων και το γεγονός ότι αυτή η αρχαία σχολή δεν καταγράφεται σήμερα και δεν εκδίδεται ούτε ένα εξειδικευμένο περιοδικό γι’ αυτό το είδος στη χώρα μας, σημαίνει πως η ποίησή μας πτωχεύει, χωρίς να έχει καταγραφεί και κατανοηθεί η πορεία της προς την πενία.

2)  Η σατιρική ποίηση
Η σύγχρονη ελληνική, έντεχνη ποίηση δείχνει να έχει απεμπλακεί από την σάτιρα. Από την αρχαιότητα μέχρι πρόσφατα η σατιρική ποίηση, έσπαγε κόκαλα και ταρακουνούσε τα νερά της εκμετάλλευσης και της παραπλάνησης. Πάντα οι σατιριζόμενοι ενοχλούντο και ο νόμος -ακόμα και σήμερα- τους επιτρέπει να προσφεύγουν στα δικαστήρια, ενάντια στους σατιρικούς καλλιτέχνες.
            Οι σύγχρονοι ποιητές εγκαταλείπουν την τέχνη που ενοχλεί θεούς και ανθρώπους και οι λυγιστοί εναπομείναντες που ασκούν σάτιρα, ανήκουν στην λαϊκή ποίηση που συνήθως είναι έμμετρη και ομοιοκατάληκτη. Κάθε τόπος στις μέρες μας έχει δύο- τρείς σατυρικούς ποιητές και συνήθως πρόκειται για παραλογοτέχνες, ενώ σπάνια συναντάμε αυθεντικούς λαϊκούς εργάτες της σάτιρας. Δε θα μπορούσα να μην αναφέρω το σπουδαίο λαϊκό ποιητή Άρη Μπιτσώρη με την σπάνια αυθεντικότητά του.
            Δυστυχώς, όμως, για τη χώρα μας  σατυρική ποίηση δεν υπάρχει και τα λιγοστά λαμπρά παραδείγματα της λαϊκής έκφρασης δεν καταγράφονται ούτε αξιολογούνται από κάποιο αρμόδιο περιοδικό, μιας και τέτοιο περιοδικό δεν υπάρχει. Η σάτιρα που γεννήθηκε μέσα στους κόλπους της αρχαίας ελληνικής ποίησης, σήμερα βρίσκεται εξόριστη στα τηλεοπτικά κανάλια, στις θεατρικές επιθεωρήσεις, στην αρθογραφία και την παραλογοτεχνία, ενώ οι ελάχιστες εξαιρέσεις, αποκρύπτονται επιμελώς.  
            Η ελληνική ποίηση σήμερα χωρίς την σάτιρα και με ενοχοποιημένη  τη λιγοστή τραγική της ποίηση στη σφαίρα του ταμπού,  μπορεί να είναι ποίηση;

3)   Η μέτρια ποίηση
Η μετριότητα των ποιητών είναι που έχει σαν συνέπεια τη γέννηση των μέτριων ποιημάτων, παρόλο που η ποίηση είναι το απόλυτο. Η μετριότητα προκύπτει πολλές φορές από τον φόβο μην ενοχληθεί ηθικά ή αισθητικά ο αναγνώστης τους και προπάντων μην κακοχαρακτηρίσει τον δημιουργό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην τολμούνε καμία υπέρβαση, ηθική, πολιτική, γλωσσική και πάνω από όλα ΠΟΙΗΤΙΚΗ.
            Όλος αυτός ο φόβος και ο κομπλεξισμός που καταβάλλει πολλούς ποιητές, κάνει τα μέτρια ποιήματά τους να μην έχουν καμία χρησιμότητα, δηλαδή να διαβάζεις ένα βιβλίο ποιημάτων και να μη σου μένει τίποτα, να μη θέλεις να αντιγράψεις ούτε ένα στίχο για να το δώσεις στην –στον σύντροφό σου, να μη σου βγαίνει ένας στίχος σύνθημα.
            Οι ποιητές, λοιπόν, είναι ερευνητές ακραίων φαινομένων, είναι οι ριψοκίνδυνοι ταυρομάχοι, σχοινοβάτες, πολεμιστές που τραγουδάνε τον ίλιγγο του θανάτου και το μέγεθος του πλατωνικού έρωτα. Αξίζει νομίζω να αναφέρω ένα απόσπασμα του ποιητή Αντρέα Πανταζή «φοβάμαι όλα αυτά, που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα». Αυτός ο στίχος, εκτός από σουξέ της εποχής του, πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, έγινε σύνθημα σε πανό καταλήψεων και διαδηλώσεων, γράφτηκε δεκάδες φορές στους τοίχους των πόλεων και μια νεαρή αυτόχειρας τον χρησιμοποίησε ως αποχαιρετιστήρια επιστολή.
            Δεν χρειάζεται λοιπόν μετριότητα γιατί ο μέτριος, ούτε ποιητής είναι ούτε ποιήματα γράφει και δυστυχώς στις μέρες μας έχουμε περίσσευμα.

4)   Τα λογοτεχνικά περιοδικά
Μεγάλο πρόβλημα για τη σύγχρονη ποίηση είναι η έλλειψη αξιοκρατίας από τα λογοτεχνικά περιοδικά αλλά και η απουσία των εξειδικευμένων περιοδικών από το χώρο.
 Σε ό,τι αφορά το θέμα της αξιοκρατίας, η κατάσταση εκτός από παράλογη είναι και άδικη. Καταρχήν, για τους ποιητές που δεν έχουν εκδώσει ποιητική συλλογή, όλες σχεδόν οι πόρτες είναι κλειστές, ενώ για να τύχει δημοσίευσης κάποιος «ενεργός» ποιητής θα πρέπει, ως συνήθως, να εισχωρήσει στην κλίκα–παρεούλα του εν λόγω περιοδικού. Αυτό έχει πολλές φορές σαν αντίτιμο την απομόνωσή του από τα άλλα περιοδικά και τις παρέες τους.
Τα περιοδικά τα ίδια είναι και αυτά σε πολύ άσχημη κατάσταση, τα περισσότερα γλείφουν κρατικούς αξιωματούχους, προκειμένου να επωφεληθούν από τα ψίχουλα των κρατικών επιχορηγήσεων με αποτέλεσμα να χάνουν βασικές ελευθερίες που αφορούν στην έκφραση, την θεματολογία κ.α. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα των περιοδικών είναι ότι σχεδόν τα μισά από αυτά που κυκλοφορούν, προάγουν την παραλογοτεχνία, ενώ τα λεγόμενα και σοβαρά περιοδικά επιδιώκουν να είναι ποικίλης ύλης χωρίς  κάποια ιδιαίτερη ειδίκευση, λ.χ. δεν έχουμε περιοδικό για την τραγική ή τη σατιρική ποίηση, ούτε καν για τη λαϊκή.
Η όλη κατάσταση που επικρατεί στα περιοδικά, έχει σαν αποτέλεσμα τη μη ανάδειξη της καλής- ποιοτικής ποίησης που γράφεται σήμερα. Για να εντοπίσει κάποιος την καλή ποίηση πρέπει να ψάχνει υπομονετικά στα σκουπίδια  ή να περιμένει να πεθάνει ο καλός ποιητής να γίνει γνωστός σε αυτή τη χώρα.

5)   Τα βραβεία
Τα βραβεία είναι η επιδημία των ποιητών, η κατά κράτος νίκη τους από το σύστημα που κάνει τους ποιητές να σέρνονται αιχμάλωτοι, πολλές φορές πίσω από γελοίους πολιτικάντηδες, αποβλέποντας (σαν ξεμωραμένοι γέροι) στην ύστατη αναγνώριση.
            Είναι γνωστή η τίμια τοποθέτηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου απέναντι στα βραβεία όλων των κατηγοριών, ακόμα και των νόμπελ που πήραν οι έλληνες ποιητές. Κανένας ποιητής δεν θα έπρεπε να επιτρέπει σε τύπους καιροσκόπους και δόλιους να γίνονται τιμητές του έργου του. Ωστόσο, έτσι έχουν τα πράγματα. Οι ποιητές ορεγόμενοι τα διάφορα βραβεία ιδρυμάτων, υπουργείων, ακαδημιών, εταιριών, συλλόγων και πάει λέγοντας, βρίσκονται διαπλεκόμενοι και πολλές φορές εξαρτημένοι από κάθε καρυδιάς καρύδι.
            Αν συνδυάσουμε αυτήν τη στάση των ποιητών με τη θλιβερή κατάσταση των περιοδικών, τότε θα δούμε το μεγάλο ξεπεσμό της σύγχρονης ποίησης και των δημιουργών της.

6)   Οι εκδότες 
        Την εποχή που όλα εμπορεύονται και όλα είναι χρήμα, έτσι και οι εκδότες καπηλεύονται την ποίηση. Η ποίηση, όμως, δεν πουλάει στις μέρες μας και μάλλον δεν πούλαγε ποτέ στη χώρα που την έθρεψε. Σαν να μην της έφταναν τα υπόλοιπα προβλήματα, χρεώνεται και την εμπορική γενίκευση «η ποίηση δεν πουλάει» και έτσι αξιώνουν οι εκδότες από τους ποιητές την εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση των ποιητικών τους βιβλίων. Βάζουν σ’ ένα σακί νέους, γέρους, άσημους, διάσημους και τους αντιμετωπίζουν με την ίδια «ταρίφα». Πολύ λίγες είναι οι περιπτώσεις των καταξιωμένων ποιητών που εκδίδουν τα βιβλία τους χωρίς να πληρώσουν. Βέβαια, αυτά τα εκδίδουν οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, που σχεδόν πάντα βγάζουν κάποιο κέρδος και είναι αμφίβολο αν βλέπει ο ποιητής τα νόμιμα ποσοστά του επί των πωλήσεων.
Υπάρχουν, βέβαια, και εκδότες που αισχροκερδούν, όχι μόνο από τις πωλήσεις κάποιου βιβλίου που για ιδιαίτερους λόγους πήγε καλά, αλλά και από την «ταρίφα» της έκδοσης. Κάποιες φορές, εκμεταλλευόμενοι την ματαιοδοξία των ανθρώπων που βρέθηκαν στην εμμηνόπαυση και ταυτοχρόνως στη σύνταξη και βρήκαν καταφύγιο στην παραλογοτεχνία, οι εκδότες ορέχτηκαν το εφάπαξ τους και τους χρέωσαν τριπλάσια και πολλές φορές πενταπλάσια από την αξία του βιβλίου.
Γι’ αυτό πολλοί λογοτέχνες και πιο πολλοί ποιητές κατέφυγαν στις αυτοεκδόσεις, που εξ ορισμού αποκλείονται από τα εμπορικά ράφια των βιβλιοπωλείων και περιορίζονται στον στενό φιλικό και οικογενειακό κύκλο. Αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση του ποιητή Γιώργη Παναγουλόπουλου, ο οποίος στην προτελευταία ποιητική συλλογή της ζωής του Ο ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ ΧΡΟΝΟΣ στην κάτω μεριά του εξωφύλλου έγραφε Εκδόσεις «ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ».

7)   Τα βιβλιοπωλεία
Μετά τους εκδότες, σειρά έχουν τα βιβλιοπωλεία. Σα να μη φτάνει που ο ποιητής πληρώνει τα μαλλιοκέφαλά του για να εκδοθεί το βιβλίο του. Δεν φτάνει που χάλασε ένα σωρό λεφτά σε γραμματόσημα για να το αποστείλει δεξιά και αριστερά με την ελπίδα πως κάποιος θα γράψει μια βιβλιοπαρουσίαση, μιας και η κριτική δεν είναι κάτι που συνηθίζεται˙ έχει να αντιμετωπίσει και τους βιβλιοπώλες, οι οποίοι ούτε θέλουν ποιητικά βιβλία στα μαγαζιά τους, αλλά και όταν αυτά τύχουν, δεν τους δίνουν χώρο στη βιτρίνα ή σε  εμφανή σημεία του μαγαζιού, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά από τους πελάτες τους. Με την αιτιολογία και αυτοί ότι «δεν πουλάει το είδος» εξορίζουν όλα τα βιβλία της ποίησης μαζί στο ίδιο ράφι, καταχωνιασμένα σε σημείο που δεν φαίνεται κιόλας. Αν κάποιος ρωτήσει που υπάρχει ποίηση, θα τον στείλουν στο ράφι που θα βρει θησαυρούς και σκουπίδια μαζί.
Αυτή, βέβαια, είναι η γενική κατάσταση που επικρατεί στα βιβλιοπωλεία. Υπάρχουν, όμως, λιγοστές λαμπρές εξαιρέσεις ακόμα και σήμερα, τόσο στην Αθήνα όσο και σε πολλές ελληνικές πόλεις: βιβλιοπωλεία που σέβονται την ποίηση και τους ποιητές.

8)   Ο κοινωνικός αποκλεισμός
Εκτός από τα προβλήματα που δημιουργούν οι ίδιοι οι ποιητές στον εαυτό τους και στο έργο τους, πέραν από τους εκδότες, τους βιβλιοπώλες και τα περιοδικά, παρατηρεί κανείς μια συντονισμένη επίθεση στην ποιητική τέχνη. Το κακό ξεκινάει από το σχολείο, αφού διδάσκεται με τέτοιο τρόπο η ποίηση ώστε να γίνεται απωθητική στα παιδιά και πολλές φορές να τους αφήνει τραυματικές εμπειρίες λόγω της βαθμολογίας. Οι υπεύθυνοι για το διδαχτικό υλικό του Υπουργείου Παιδείας τόσο πολύ κακομεταχειρίζονται και απεχθάνονται την ποίηση που αν ήταν  στο χέρι τους, πιστεύω πως θα καταργούσαν την ποίηση από τα φιλολογικά μαθήματα.
Μια άλλη συντονισμένη επίθεση που δέχτηκε η ποίηση ήταν από τον ελληνικό κινηματογράφο που γαλούχησε πολλές γενιές νεοελλήνων. Σε πολλές ταινίες οι τρελοί του έργου αυτοαποκαλούνται ποιητές, εξάλλου ο ποιητής Φαμφάρας είναι ο δημοφιλέστερος έλληνας ποιητής, μετά έρχεται ο Δ. Σολωμός λόγω Εθνικού  Ύμνου. Όλοι υποβιβάζουν και χλευάζουν τους ποιητές, αφού είναι οι «μαλάκες» της τέχνης. Ούτε διάσημοι γίνονται, ούτε πλούσιοι γίνονται, ούτε τους παίζει η τηλεόραση. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι έλληνες, όταν ακούνε για κάποιον πως είναι ποιητής, έναν στίχο ξεστομίζουν: «ποιητής εκ του προχείρου, έχει τη μορφή του χοίρου».
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει πάψει ο κινηματογράφος να διαπομπεύει τους ποιητές, ενώ πολλοί μουσικοσυνθέτες μελοποιούν καλούς ποιητές και έχουν φτιαχτεί δεκάδες εξαιρετικά τραγούδια. Ε, λοιπόν και τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια, η πλειονότητα του πληθυσμού ειρωνικά τα βαφτίζει κουλτουριάρικα. Σε τέτοιο σημείο έχουν συκοφαντηθεί οι ποιητές που πρέπει να το αποκρύπτουν από το επίσημο επάγγελμά τους, σαν να έχουν διπλή ζωή. Αν είσαι γιατρός και γράφεις ποιήματα, δεν σε εμπιστεύονται οι ασθενείς σου, αν είσαι δικηγόρος θα χάσεις πελάτες, αν είσαι ελεύθερος επαγγελματίας δεν θα σε προτιμήσουν, ενώ αν είσαι δημόσιος υπάλληλος, είσαι απλά βαρεμένος.

9)   Η κοινωνική αποδοχή
Οι καλοί αλλά και οι λιγότερο καλοί ποιητές, δεν πλουτίζουν από την ποίηση ούτε γίνονται βουλευτές, και αφού πίσω από τα λεγόμενά τους δεν κρύβεται κερδοσκοπία και η ψηφοθηρία, είναι, νομίζω, από τους πιο κατάλληλους ανθρώπους που μπορούν και πρέπει να παρεμβαίνουν στα δημόσια δρώμενα, καταρχήν με την τέχνη τους αλλά και με όποιο άλλο μέσο μπορούν. Αντ’ αυτού όμως σιωπούν. Όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι. Σιωπούν όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, επειδή με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο φοβούνται. Αυτή η φοβία προέρχεται πολλές φορές από τη διαπλοκή τους με διάφορες εξουσίες. Σιωπούν και η σιωπή τους τους κρατάει μακριά από τον λαό και τα προβλήματά του. Ο λαός από την άλλη δεν τους αναζητεί, αφού πολλές φορές με τη βοήθεια της τηλεόρασης, αγνοεί ακόμα και την ύπαρξή τους.
Δεν είναι λοιπόν απαραίτητο να γράφει ο ποιητής λαϊκή ποίηση ή σκυλάδικα για να κερδίσει την καρδιά του λαού και την κοινωνική του αποδοχή, αρκεί μονάχα να σταθεί στο πλευρό του. Βλέπε τους πολυτραγουδισμένους μας ποιητές που έφαγαν τη ζωή τους στις εξορίες. Βλέπε τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που τον εκτέλεσαν μαζί με πέντε αναρχικούς.

10) Το μεγαλύτερο πρόβλημα
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ποίησης είναι η άρνηση των ποιητών να δουν καθαρά τα προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Δεν ισχυρίζομαι πως είναι μόνο αυτά που προανέφερα, σίγουρα θα υπάρχουν και άλλα που απλώς δεν έχω αντιληφθεί, όμως αυτά τα προβλήματα είναι ίσως μία καλή αρχή, προκειμένου να αναλογιστούμε -ο καθένας σύμφωνα με την οπτική του φυσικά- τα προβλήματα της σύγχρονης ποίησης.
Για αυτά τα προβλήματα που δημιουργούν οι ίδιοι οι ποιητές στον εαυτό τους και στην τέχνη τους, μονάχα οι ίδιοι μπορούν να τα λύσουν και δεν εννοώ σε συλλογικό επίπεδο, είναι τεχνικά αδύνατο να συνδικαλιστούν οι ποιητές, «ευτυχώς;»  Εννοώ σε προσωπικό επίπεδο πως είναι στο χέρι του κάθε ποιητή να μη γίνεται μέρος του προβλήματος κι αν ακόμα βρίσκεται στη λάσπη να βγει από εκεί ή τουλάχιστον να κοιτάει τον ουρανό. Ο Καβάφης λέει «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις…».
Κανένας, λοιπόν, δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα της ποίησης και των δημιουργών της. Ούτε μπορεί ούτε θέλει να τα λύσει κανείς, γιατί μπορεί μην συμφέρει να λυθούν.


*** Εικονογράφηση του παρόντος δοκιμίου με κολάζ τού Cecil Touchon
Related Posts with Thumbnails