[Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου σε επίσημο Δείπνο του Ελληνοβρετανικού Επιμελητηρίου. Αθήνα, 5 Φεβρουαρίου 2010. Η φωτό είναι του Νικολάου Μαγγίνα.]
Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
Αγαπητά μέλη και φίλοι του Ελληνοβρεταννικού Εμπορικού Επιμελητηρίου,
Εκλεκτοί συνδαιτυμόνες,
Μετά χαράς ανταποκρινόμενοι εις την ευγενή πρόσκλησίν σας, παρακαθήμεθα απόψε μαζί σας εις το δείπνον τούτο, το οποίον είχετε την καλωσύνην να διοργανώσετε προς τιμήν ημών. Η παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου είναι εν ταυτώ και ευλογία του Επιμελητηρίου σας, με την ευκαιρίαν της συμπληρώσεως 65 ετών από της ιδρύσεως αυτού.
Ευχόμεθα δε και να τα εκατοστήση -και όχι μόνον- με πλουσιόκαρπον δημιουργικόν έργον!
Γνωρίζομεν ότι κατά την διαρρεύσασαν εξηκονταπενταετίαν το Επιμελητήριόν σας έχει συμβάλει μεγάλως, όχι μόνον εις την ανάπτυξιν του εμπορίου μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένου Βασιλείου και την οικονομικήν συνεργασίαν των, αλλά και εις την περαιτέρω σύσφιγξιν των κατά παράδοσιν φιλικών σχέσεων των δύο Χωρών και των λαών των. Δεν περιορίζεσθε εις τον Κερδώον Ερμήν, αλλ’ εναγκαλίζεσθε και τον Λόγιον, και, πολύ περισσότερον, καλλιεργείτε την αμοιβαίαν εμπιστοσύνην και αλληλοβοήθειαν, επ’ αγαθώ αμφοτέρων των λαών. Άλλωστε, τας σημαίας αμφοτέρων των Χωρών κοσμεί ο Τίμιος Σταυρός του Χριστού, το αιώνιον αυτό σύμβολον της αγάπης, της καταλλαγής και της ενώσεως των διεστώτων. Σας συγχαίρομεν, λοιπόν, θερμότατα δια τα μέχρι σήμερον επιτεύγματά σας και ευχόμεθα και εις το μέλλον «περισσεύειν μάλλον» εις παν έργον αγαθόν και θεάρεστον˙ και να ανάγεσθε ολονέν και περισσότερον εκ των εμπορικο-οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών εις τας πνευματικάς και συντελεστικάς της καλλιεργείας του έσω ανθρώπου, το οποίον περισσότερον από ποτέ καθίσταται αναγκαίον εις την εξαιρετικώς δύσκολον εποχήν, εις την οποίαν έχει εισέλθει η ανθρωπότης.
Εζητήσατε να σας απευθύνωμεν λόγον, κατά την διάρκειαν του δείπνου τούτου. Και βεβαίως από ένα εκκλησιαστικόν ηγέτην δεν αναμένετε να σας ομιλήση περί εμπορικών και οικονομικών ζητημάτων με την αυθεντίαν και άνεσιν του ειδήμονος και επαΐοντος. Ασφαλώς όμως αναμένετε να ακούσετε λόγον, σχετικόν μεν προς το άμεσον αντικείμενον του Οργανισμού σας, εξ άλλης όμως επόψεως και από πλέον πνευματικής περιωπής. Τοιουτοτρόπως κατανοούντες το πράγμα εσκέφθημεν να απασχολήσωμεν δι’ ολίγων την αγάπην σας, με το θέμα: «Η Κρίσις των Πνευματικών και Οικονομικών Αξιών εις τας Ημέρας μας».
Εις την «μετανεωτερικήν» εποχήν, εις την οποίαν έχομεν εισέλθει, αι παραδοσιακαί πνευματικαί αξίαι του Χριστιανικού κόσμου, εις τον οποίον ανήκει τόσον η Ελλάς όσον και το Ηνωμένον Βασίλειον, έχουν παύσει προ πολλού να θεωρούνται αυτονόητοι. Παλαιότερον εδίδετο στοιχειώδης, τουλάχιστον, προσοχή εις την υπογράμμισιν του Ευαγγελιστού Ιωάννου ότι «παν το εν τω κόσμω, η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου, ουκ έστιν εκ του Πατρός, αλλ’ εκ του κόσμου εστί. Και ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού» (Α Ἰω. 2, 16), και εξετιμάτο η ολιγάρκεια, η εγκράτεια, η σωφροσύνη, η αποφυγή της απληστίας, της υπερβολής και της επιδείξεως. Επεκράτει φρόνημα ταπεινόν, αγαπητικόν, μεταδοτικόν, ευεργετικόν, φιλάνθρωπον, απέρπερον! Όμως, ο κατακλυσμός των Μέσων Γενικής Ενημερώσεως, εις τον τομέα της ψυχαγωγίας κυρίως, συστηματικώς και επιμόνως από του παρελθόντος αιώνος προβάλλει –και εν πολλοίς επιβάλλει!- ένα πρότυπον βίου, το οποίον μακράν απέχει από εκείνο το οποίον προβάλλει το Ευαγγέλιον και ενεστερνίσθησαν και εβίωσαν επί αιώνας οι πατέρες μας. Ο προβαλλόμενος σήμερον ανθρώπινος τύπος είναι ο εγωκεντρικός εκείνος που διαθέτει και επιδεικνύει, και δη και προκλητικώς, εύκολον πλούτον και ικανόν να του ικανοποιήση κάθε επιθυμίαν, να εξαγοράση δι’ αυτού τα πάντα, από συνειδήσεις μέχρι πολιτικήν δύναμιν και εξουσίαν, που διαθέτει νεανικόν σφρίγος και αλκήν, σιδηράν υγιείαν, ελευθερίαν ανεμπόδιστον μέχρις ασυδοσίας, δια να απολαύση όσα η αχαλίνωτος σαρξ επιθυμεί. Προς επιτυχίαν αυτών αι ηθικαί αναστολαί ευκόλως υποχωρούν, η αξία του προσώπου του συνανθρώπου μηδενίζεται μέχρις ηθικής η και φυσικής ακόμη εξοντώσεώς του, το περιβάλλον υφίσταται βιαίαν κατάχρησιν και περιφρονείται κ.ο.κ. Βεβαίως πρόκειται όχι απλώς περί οικτράς φρεναπάτης, αλλά περί «ύβρεως», με την αρχαιοελληνικήν φιλοσοφικήν της λέξεως έννοιαν, την οποίαν, κατά τον πολύν Ηράκλειτον είναι μεγαλυτέρα ανάγκη να σπεύσωμεν να κατασβέσωμεν, παρά την πυρκαϊάν: «Ύβριν χρη σβεννύναι μάλλον, η πυρκαϊήν»!
Διότι και ο πλούτος είναι συνήθως αβέβαιος, και η νεότης είναι προσωρινή, και η υγιεία επισφαλής, και ο συνάνθρωπος από πάσης πλευράς υπολογίσιμος, ανεξαρτήτως του εάν τον βλέπη κανείς ως «χαράν» του (υπό το φως της χριστιανικής αγάπης), η ως απειλήν και «κόλασίν» του (κατά τον άθεον φιλόσοφον), η και απλώς ως οχληρόν η αδιάφορον συνυπάρχον ον, (κατά το υπόδειγμα του πλουσίου του Ευαγγελίου με τον πτωχόν Λάζαρον). Και επί πάσι τούτοις, ο θάνατος αργά η γρήγορα θα επέλθη, με δημοκρατικήν ισονομίαν! Παρά ταύτα, ο «άφρων πλούσιος» του Ευαγγελίου, ο πλεονέκτης, ο εγωκεντρικός, ο άφιλος, ο λιθοκάρδιος, έχει καταστή, πρωτοστατούσης της Εβδόμης Τέχνης, το ίνδαλμα των ημερών μας, με αποτέλεσμα, εξαιρέσει μικράς φιλοσόφου και θεοφιλούς μειοψηφίας, οι σύγχρονοι άνθρωποι να χωρίζωνται εις δύο κατηγορίας: Εις τους «υβριστάς», οι οποίοι έχουν επιτύχει την κινηματογραφικήν αυτήν χίμαιραν, όπως δι’ ολίγων την περιεγράψαμε, και εις τους μανιωδώς επιθυμούντας να καταστούν και αυτοί εξ ίσου υβρισταί, αδιαφορούντες συνήθως δια τα μέσα η τας συνεπείας. Και καθώς «εν τω υπερηφανεύεσθαι τον ασεβή εμπυρίζεται ο πτωχός» (Ψαλμ. 9, 23), η «ύβρις» και η «πύρωσις» δημιουργούν ένα φαύλον κύκλον, ο οποίος παράγει μόνον δυστυχίαν και δάκρυα και μίσος και απογοητεύσεις!
Με εξαίρεσιν, λοιπόν, τους ολίγους, οι οποίοι, εχόμενοι στερρώς των χριστιανικών αξιών, φεύγουν τας μαγγανείας της νέας Κίρκης, και, είτε έχουν οικονομικήν άνεσιν είτε όχι, ζουν και συμπεριφέρονται θεοκεντρικώς, χρησιμοποιούντες ευεργετικώς και φιλανθρωπικώς τον καλώς κτηθέντα πλούτον των οι μεν, αξιοπρεπώς και αγογγύστως αντιπαλαίοντες την έντιμον πενίαν των, οι δε, οι άλλοι, οι πολλοί, κτίζουν τρόπον τινά ένα νέον Πύργον της Βαβέλ, ο οποίος έχει ποικιλίαν ονομάτων: χρηματιστηριακούς ακροβατισμούς, καταδολίευσιν ξένου η δημοσίου πλούτου, ασυλογίστους υπερδανεισμούς, τοκογλυφίας, εγκλήματα, ανθρωποκτονίας κ.ο.κ., αλλά, θάττον η βράδιον, κατ’ αδήριτον νομοτέλειαν, ο πύργος αυτός θα καταρρεύση! Και η κατάρρευσις έχει αρχίσει με την διαβόητον «κρίσιν», η οποία ενέσκηψεν ιδίως από του παρελθόντος έτους και ταλανίζει πλέον δεινώς την παγκόσμιον κοινότητα. Την ωνόμασαν «οικονομικήν κρίσιν», «χρηματιστηριακήν κρίσιν» κ.λπ. Ανεζητήθησαν οι υπεύθυνοι αυτής εις τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, επεσημάνθησαν οι λεγόμενοι «golden boys», εκατηγορήθησαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι και άλλοι, οι οποίοι και εδέχθησαν επί της κεφαλής των την αγανάκτησιν και κατακραυγήν της θλιβεράς στρατειάς των νεοανέργων, των νεοπτώχων, όλων εκείνων οι οποίοι είδον αιφνιδίως να καταρρέη εις σωρόν ερειπίων η ζωή των, η αξιοπρέπειά των, τα όνειρά των, ενδεχομένως και η οικογένειά των! Πολλαί δε μέθοδοι δοκιμάζονται και πολλά μέτρα λαμβάνονται υπό των κρατικών κυβερνήσεων και των διακρατικών οργανισμών δια την επούλωσιν της φοβεράς παγκοσμίου πληγής. Φοβούμεθα όμως ότι θα παραμείνουν ατελέσφορα, ή θα έχουν προσωρινήν μόνον επιτυχίαν, εφ’ όσον αγνοείται και αφήνεται ανέπαφος η ρίζα και αιτία του κακού, η οποία ευρίσκεται, ως εκ των προλεχθέντων αντιλαμβάνεσθε, πολύ βαθύτερα.
Η λέξις «κρίσις», αγαπητοί παρόντες, εις την ωραίαν ελληνικήν γλώσσαν μας έχει και την έννοιαν της δίκης. Με αυτήν την έννοιαν την συναντώμεν κατ’ επανάληψιν εις την Αγίαν Γραφήν: «Δια τούτο ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει» (Ψαλμ. 1, 5) – «Την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω Υιώ» (Ιωάν. 5, 22) – «Νυν κρίσις εστί του κόσμου τούτου» (Ιωάν. 12, 31) κ.λπ. Μέχρι προσφάτως, όταν ενέσκηπτε μία μεγάλη κοινή συμφορά, οι Χριστιανοί συνήθιζον να λέγουν: «Θεία δίκη»!, υπονοούντες ότι ελειτούργει η παιδαγωγική ράβδος του Θεού, εξ αιτίας του πλεονασμού της αμαρτίας και της αποστασίας! Το έλεγον εις περιπτώσεις πολέμων, σεισμών, θεομηνιών, ξηρασίας, πλημμύρας, επιδημίας φοβερών ασθενειών κ.τ.τ. Σήμερον ομιλούμεν μόνον περί «κρίσεων». «Κρίσις» εις τας σχέσεις της α χώρας με την β , «κρίσις» εις τας σχέσεις των κοινωνικών τάξεων, «κρίσις» εις την πολιτικήν, «κρίσις» εις την οικονομίαν κ.ο.κ. Διερωτώμεθα με την απλότητα και την αφελότητα της καρδίας ενός μέσου πιστού: -Μήπως και εν προκειμένω πρόκειται απλώς περί «Θείας δίκης»; Μήπως ηνέχθη ο Θεός την μεγάλην αυτήν συμφοράν δια να αφυπνισθώμεν από τον θανατηφόρον λήθαργον της αμαρτωλού φαντασιώσεώς μας; Μήπως εις την «μοντέρναν» αμαρτίαν της συγχρόνου «ύβρεως» χάριν του «μοντέρνου» ειδώλου του ευδαιμονισμού, εχρησιμοποίησεν η αγάπη Του «μοντέρνα» μέσα παιδαγωγίας, επιτρέψασα την κατάρρευσιν των τραπεζών, των χρηματιστηρίων, της παγκοσμίου αγοράς; Εκείνος, ο Οποίος κάποτε εισήλθεν εις τον Ναόν των Ιεροσολύμων και «εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω Ιερώ, και τας τραπέζας των κολλυβιστών κατέστρεψε» (Ματθ. 21, 12), μήπως εισήλθε και εις το «ιερόν του χρήματος» και ανέτρεψεν αιφνιδίως τα είδωλα των οικονομικών βεβαιοτήτων, δια να έλθωμεν εις εαυτούς, να κάμωμεν μίαν νέαν ιεράρχησιν αξιών και προτεραιοτήτων εις την ζωήν μας; Δια να ενθυμηθούμε την ευλογημένην λιτότητα και ολιγάρκειαν, την οποίαν ο Ίδιος μας εδίδαξεν έργω και λόγω, δια της οποίας αφήνεται φιλανθρώπως χώρος και δια τον «πλησίον» μας; Δια να εξέλθωμεν από την κτηνωδίαν του ακράτου καταναλωτισμού, ο οποίος μετατρέπει την ανθρωπίνην κοινωνίαν εις αγέλην λύκων; (Παρενθετικώς σημειούμεν ότι ο όρος «καταναλωτική κοινωνία», όχι απλώς είναι αδόκιμος, αλλά συνιστά αντίφασιν εν τοις όροις. Ο καταναλωτισμός προϋποθέτει παμφαγικάς διαθέσεις, ενώ η κοινωνία, εγκράτειαν, λιτότητα, δόσιν, παραχώρησιν, αγάπην και θυσίαν!).
Μήπως δια να ίδωμεν το χρήμα ως «χρήμα», δηλαδή ως εργαλείον και όχι ως κτήμα, δηλ. μόνιμον απόκτημα; Ως «νόμισμα», δηλαδή κάτι το οποίον νομίζομεν ότι είναι ιδικόν μας, ενώ εις την πραγματικότητα δεν μας ανήκει, αλλ’ είμεθα απλοί διαχειρισταί του; Μήπως δια να αποδεχθώμεν την οικονομίαν όχι ως «χαμοθεόν» και μέτρον των πάντων, αλλ’ ως απλήν τακτοποίησιν των του οίκου μας (είτε κατά κυριολεξίαν, είτε της χώρας είτε του κόσμου όλου) συμφώνως προς τον Νόμον (εννοούμεν τον Νόμον του Θεού, δηλ. τον Νόμον της αγάπης); Άλλωστε, η λέξις οικονομία εκείθεν προέρχεται: οίκος + νόμος, και αυτό υπονοεί! Δια να παύσωμεν να αισθανώμεθα αυτάρκεις και ανενδεείς της χάριτός Του, και να στραφώμεν εν πίστει και εκζητήσωμεν ταπεινώς και επ’ ελπίδι τον «υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ’ ημάς» (Εφεσ. 2, 7) και της αγάπης Του; Ούτω διερωτώμεθα, η μάλλον αυτό ακριβώς πιστεύομεν!...
Αλλά δεν επιθυμούμεν να σας καταπονήσωμεν δια περισσοτέρων. Ηθελήσαμεν να δώσωμεν εις σοφούς αφορμήν, δια να καταστούν σοφώτεροι!.. Σας ευχαριστούμεν θερμώς δια την χαράν του δείπνου, δια τους ευγενείς λόγους της προσφωνήσεως του κ. Προέδρου, δι’ όλας τας εκδηλώσεις σεβασμού και αγάπης προς ημάς, την Συνοδείαν ημών και τον άγιον Οικουμενικόν Πατριαρχικόν Θρόνον. Αι προσευχαί της «Εκκλησίας των του Χριστού πενήτων», όπως ωνομάσθη η Αγιωτάτη Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως κατά τους χρόνους των μεγάλων δοκιμασιών της, σας συνοδεύουν θερμαί. Ομοίως και η πατρική ημών ευχή και Πατριαρχική ευλογία! Σας αναμένομεν να έλθετε και εις το Φανάριον, δια να χαρώμεν την επανασυνάντησίν μας. Μέχρι τότε, συνεχίσατε να προΐστασθε φιλοτίμως καλών έργων, ως κατενώπιον Θεού, εις έπαινον του ονόματός σας και του ονόματος του Επιμελητηρίου σας. Καλήν Απόκρεω, καλήν Τεσσαρακοστήν και ευφρόσυνον άγιον Πάσχα!