Ο Σπανδωνίδης, σε άρθρο του στο Περιοδικό Νέα Γράμματα (Οκτώβριος 1935), γράφει για τη 10η Ωδή του Κάλβου: «είναι ένα βαγνερικό κομμάτι, καθώς είπαν, κ' ένα καθαρό, κρυστάλλινο ποίημα». Ο Σωτηριάδης, στην τέταρτη διάλεξή του περί ελλήνων ποιητών του ΙΘ' αιώνα (Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, 1916), θεωρεί πως το ποίημα «είναι η ιστορία της Ελλάδας». Σύσσωμη η γνώμη της κριτικής όλων των περιόδων εκλαμβάνει τον «Ωκεανό» ως την πιο εντελή σύνθεση του ζακυνθινού δημιουργού. Πρώτον, το ποίημα καταγράφει την περιπέτεια της Ελλάδας από τα χρόνια της Αλωσης έως την εθνική παλιγγενεσία, και έτσι, με τρόπο ενιαίο και καίριο, παρίσταται σε αυτό η βασική επιδίωξη του εμπνευστή της ως ποιητού: να υμνήσει τον αγώνα και να κινήσει τη συμπάθεια υπέρ αυτού· κατά δεύτερο, εντυπώνεται ως μια τέτοια, καθολικού δηλαδή τύπου, σύνθεση μέσω της έκτακτης μουσικότητας που το διακρίνει - γνωρίσματος αναγκαίου για την αξιολόγηση της παραδοσιακής ποίησης.
Γραμμένη εν γένει σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που όμως χωρίζεται σε δύο ημιστίχια, ώστε να αποφεύγεται η μονοτονία, η Ωδή δημιουργεί ποικίλες αρμονίες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες 19. Εντούτοις, στη συγκεκριμένη, η συχνή συναρμογή διαφόρων οξύτονων και προπαροξύτονων, καθώς και η απουσία ομοιοκαταληξίας, εντείνουν στον υπέρτατο βαθμό τη δύναμη και το εύρος των ηρωικών στίχων. Αν προσθέσουμε σε αυτά τα χαρακτηριστικά τον τρόπο που ο ίδιος ποιητής χειρίζεται γλωσσικά το ειδικό βάρος του θέματός του -ένδοξο παρελθόν - τουρκοκρατία - ένδοξο παρόν- το ποίημα όντως μετουσιώνεται σ' ένα μουσικό άκουσμα, σε μια έκθεση (exposition au relatif), που παρουσιάζει διαδοχικά όλες τις φωνές και το δραματικό τους υπόβαθρο, καθότι περνά από την αρμονία στη δυσαρμονική συγχορδία (dissonantia), και από αυτήν στη λύση (resolutio). Τα συναισθήματα του αναγνώστη επιβάλλονται καθ' οδόν: από δέος σε θλίψη και νοσταλγία, από θλίψη και νοσταλγία σε διάφεγγη χαρά. Κι ενώ διαρκούν όλα αυτά, ένα μουσικό στοιχείο -ίσως ο ήχος κυμβάλων, ίσως ο ήχος του μεγαλείου- εμφανίζεται πλήρως σωματοποιημένο στη συγκίνηση του αναγνώστη.
Η Ωδή χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη (α'-ε'), αποδίδονται τιμές στη μητέρα πατρίδα και περιγράφεται ο ξεπεσμός της. Στη δεύτερη (ς'-κθ'), με μία εξελικτική ποιητική παρομοίωση, ο Κάλβος παρακολουθεί το χρονικό του ξεσηκωμού. Σε αυτή μάλιστα την ενότητα εμφανίζεται ο Ωκεανός (ο πατέρας των Θεών κατά τον Ομηρο) ως σύμβολο ελευθερίας, αλλά και ως το αντικειμενικό στοιχείο (η θάλασσα) που έπαιξε τον πρωτεύοντα ρόλο στο 1821. Στην τρίτη ενότητα (λ'-λζ), το εικονιστικό στοιχείο περιορίζεται προκειμένου ο ποιητής να εκφράσει την έκρηξη χαράς που αισθάνεται να τον συνεπαίρνει.
Πολλοί κριτικοί, ο Σπανδωνίδης συμπεριλαμβανομένου, θεωρούν πως η τελευταία ενότητα του ποιήματος είναι ανεπαρκής. Ειδικότερα, ισχυρίζονται πως δεν δείχνει την ίδια δύναμη με τις προηγούμενες, γιατί εξαντλείται σε γλωσσικές μεθοδεύσεις, που βρίθουν από χαιρετισμούς, παρορμήσεις, και επιφωνήσεις. Αντίθετα με αυτή την άποψη, πιστεύω πως οι εν λόγω στροφές διασφαλίζουν την ενότητα του έργου και συμπληρώνουν την ανάγνωσή του. Ως εκ τούτου θεωρώ πως η παράλειψή τους θα απέβαινε μοιραία, τόσο από τεχνικής όσο και από αισθητικής πλευράς.
Αναφέρθηκα ήδη στη μουσικότητα που διακρίνει το έργο, κι επισήμανα εν συντομία πώς η διαδοχική ανάπτυξη των φωνών του δημιουργεί το στοιχείο της δραματικότητας. Αν και αδόκιμη, η μεταφορά εννοιών από τον χώρο της μουσικής αποδείχνεται ενίοτε εργαλείο χρήσιμο για την ταυτοποίηση των ιδιοτήτων ενός έργου. Ετσι, μίλησα για τρία στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ποίημα: την αρμονία, τη δυσαρμονική συγχορδία και τη λύση, και τα οποία αντιστοιχούν γενικώς στις δύο πρώτες ενότητες, αφού τόσο η αρμονία και η δυσαρμονική συγχορδία έχουν κοινό τόπο την πρώτη ενότητα (α'-ε'). Ο αναγνώστης που θα προσπαθήσει να εντοπίσει το στοιχείο της αρμονίας στην πρώτη ενότητα συναντά εκ πρώτης δυσκολία, αλλά μία προσεκτικότερη ματιά μπορεί να του επιστήσει την προσοχή στους πέντε εναρκτήριους στίχους του ποιήματος και στον τόνο της προσφώνησης που αυτοί προτείνουν: Γη των θεών φροντίδα, / Ελλάς, ηρώων μητέρα, / φίλη, γλυκιά πατρίδα μου, / νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε, / νύκτα αιώνων.
Υποβλητικά, ουσιαστικοποιημένα και μη, επίθετα, λέξεις που δημιουργούν παρηχήσεις και μεταμορφώνουν τον γεωγραφικό χώρο της πατρίδας σε σώμα ερωτικό, συνθέτουν το πρώτο επίπεδο της προσφώνησης, από τους στίχους 1 έως 3. Με μια μεγαλόπρεπη και μεγαλειώδη προσφώνηση, λοιπόν, ξεκινά το ποίημά του ο Κάλβος. Σχεδόν ταυτόχρονα όμως, η βίαιη είσοδος της νύχτας -του νυχτερινού ερέβους που εξαπλώνοντας τα πλατέα και πένθιμα εμβόλιά του ολόγυρα στη χώρα, έρχεται να αποκρούσει ώς και τον τελευταίο απόηχο της προϊούσης κατάστασης-, μας διώχνει από τα ξέφωτα της αλήθειας γιατί μετατοπίζει τον τόνο του ποιητή στους αιώνες της ασφυξίας και του θανατερού σκότους. Η γλώσσα αλλάζει, γίνεται σκληρή, και σε κάθε στίχο κυριαρχεί η άρνηση. Ωσπου ο θάνατος ανατρέπεται και η γλώσσα αλλάζει πάλι· γίνεται δροσερή και φωτεινή με υπαινικτικές εικόνες της ερωτικής αμεσότητας και αγαλλίασης και έντονες παρηχήσεις του μ, του φ και χ. Εν κατακλείδι: ένα μουσικό δράμα ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη!
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο αποκτά κεντρική σημασία το ερώτημα σχετικά με την ενότητα της μορφής του ποιήματος. Ποιο στοιχείο του ποιήματος τη διασφαλίζει στον βαθμό που το αποτέλεσμα μάς συγκινεί; Και τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο ενότητα σ' ένα ποίημα σαν αυτό, που υπαινίσσεται μία χρονική ακολουθία γεγονότων, ένα πριν κι ένα μετά; Ποιο, με άλλα λόγια, γνώρισμα του έργου κρατά ενωμένες τις διαφορετικές ιστορικές αναφορές του ποιητή, αφ' ενός, την αναφορά του, σε χρόνο παρελθόντα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και αφ' ετέρου, την αναφορά του, σε χρόνο παρόντα, στα χρόνια του ξεσηκωμού;
Το ότι το ποίημα ξεκινά με μία δοξαστική προσφώνηση αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο γνώρισμα του έργου, γιατί ακριβώς πετυχαίνει αυτό το αποτέλεσμα. Αν υποθέταμε πως αυτή εξέλιπε από τη σύνθεση, τότε ο αναγνώστης που διαβάζει τα όσα έπονται έως και τη στροφή κθ', ούτε θα μπορούσε να εξηγήσει το ξαφνικό σκοτείνιασμα των στίχων του Κάλβου, ούτε να καταλάβει γιατί ο ποιητής αντιστρέφει, πάλι ξαφνικά, το ύφος του και τη γλώσσα του. Η προσφώνηση όχι μόνο θέτει τον ορίζοντα μέσα στον οποίο κινείται ο μελιχρός λόγος του ποιητή στις στροφές α' έως ε', ούτως ειπείν, η Ελλάδα, αλλά και μας κάνει να δούμε την αναγέννηση του Γένους των Ελλήνων ως επιστροφή στην πρότερη λάμψη (ς'-κθ').
Είναι σε αυτό το σημείο που εγείρεται το ακανθώδες ζήτημα της τρίτης ενότητας (λ'-λζ'). Τεχνικώς το ποίημα ολοκληρώνεται στην στροφή κθ', γιατί σε αυτό το σημείο επέρχεται η τελική λύση του δράματος, η κάθαρση: Ούτως, εάν την δύναμιν / άκουσον των πτερύγων / οι αετοί, το κτύπημα / των βρόντων υπερήφανοι / καταφρονούσι. Είναι άραγε τόσο απλά τα πράγματα; Ο Σπανδωνίδης μάς λέει ναι. Όμως η προσφώνηση του Κάλβου μας λέγει άλλα. Την υπενθυμίζω: Γη των θεών φροντίδα, / Ελλάς, ηρώων μητέρα / φίλη, γλυκεία πατρίδα μου... Με ηθικώς επιμελημένο τρόπο ο ποιητής διαχωρίζει το υψηλό (γη των θεών, γη των ηρώων) από το ταπεινό (γη που είσαι πατρίδα μου), και άρα, το αντικειμενικό από το υποκειμενικό ή το πνευματικό (ιστορικό) από το σωματικό. Εάν θεωρήσουμε πως το αντικειμενικό βρίσκει την ολοκλήρωσή του με το τέλος της δεύτερης ενότητας -αφού η Ελλάδα ξαναγίνεται η χώρα των θεών και των ηρώων-, τότε τί γίνεται με το υποκειμενικό μέρος της προσφώνησης, αυτό που αφορά τον ποιητή και όλους εκείνους που αυτός εκφράζει, εν δυνάμει όλους τους Ελληνες; Κανείς θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η ηθική ικανοποίησή τους συνεπάγεται από την εξέλιξη των δύο προηγούμενων ενοτήτων. Εντούτοις, κοινός τόπος παραδοχής είναι πως στην ποίηση κάτι μπορεί να υπάρξει στον βαθμό που γράφεται. Κατά δεύτερο, το ποίημα, το κάθε ποίημα, είναι ένας ζωντανός οργανισμός - πόσω μάλλον ένα ποίημα σαν την Ωδή του Κάλβου, όπου ποιητής και θέμα συνδέονται ουσιαστικά. Είναι, συνεπώς, φυσική και απολύτως νόμιμη η ελεύθερη έκφραση του ποιητικού υποκειμένου, έστω και με χαιρετισμούς, παρορμήσεις και επιφωνήσεις, όταν το θέμα για τον οποίο γράφει τον αφορά τόσο άμεσα όσο η Ελλάδα τον στρατευμένο Κάλβο. Και έπειτα, ποιος μας λέγει πως η τρίτη ενότητα δεν αποδίδει τα λόγια όλων των ελεύθερων Ελλήνων; Ποιος τελικά αποφασίζει για το αν η τρίτη ενότητα είναι αντανάκλαση μιας υποκειμενικής ή μιας αντικειμενικής συγκίνησης; Έτσι κι αλλιώς, ένας αληθινός ποιητής εκφράζει πρωτίστως την αγωνία του ανθρώπου.
[Από τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 4.12.2009, σ. 18 εξ. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Κάλβο, με επιμέλεια Διονύση Ν. Μουσμούτη]