Η ΓΗ ΜΑΣ ΚΑΤΑΚΛΥΕΙ
Η Γη μας κατακλύει
μας σπρώχνει μέσα από το τελευταίο πέρασμα
και εμείς σχίζουμε τα μέλη του σώματος μας για να περάσουμε.
Η Γη μας συμπιέζει.
Μακάρι να ήμασταν το σιτάρι της
έτσι θα μπορούσαμε να πεθάνουμε και να ζήσουμε πάλι.
Μακάρι η Γη να ήταν η μάνα μας
ώστε να ήταν εύσπλαχνη μαζί μας.
Μακάρι να ήμασταν εικόνες στα βράχια
για τα όνειρα μας να φέρουν ως καθρέπτες.
Είδαμε τα πρόσωπα εκείνων που θα ρίξουν τα παιδιά μας από το παράθυρο αυτού του τελευταίου χώρου.
Το αστέρι μας θα κρεμάσει καθρέπτες.
Που πρέπει να πάμε μετά τα τελευταία σύνορα;
Πού πρέπει τα πουλιά να πετάξουν μετά τον τελευταίο ουρανό;
Που πρέπει τα φυτά να κοιμηθούν μετά την τελευταία πνοή από αέρα;
Θα γράψουμε τα ονόματά μας από κόκκινο ατμό.
Θα κόψουμε το χέρι του τραγουδιού για να τελειώσει με τη σάρκα μας.
Θα πεθάνουμε εδώ, εδώ, στο τελευταίο πέρασμα.
Εδώ, και εδώ το αίμα μας θα φυτέψει το ελαιόδεντρό του.
ΤΡΙΤΟΣ ΨΑΛΜΟΣ
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν χώμα ...
Ήμουνα φίλος με τους μίσχους του σιταριού.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν οργή
Ήμουνα φίλος με τις αλυσίδες.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν πέτρες
Ήμουνα φίλος με τα ρέματα.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν εξέγερση
Ήμουνα φίλος με τους σεισμούς.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μουήταν πικρά μήλα
Ήμουνα φίλος με την αισιοδοξία.
Αλλά όταν τα λόγια μου
έγιναν μέλι ...
οι μύγες κάλυψαν
τα χείλη μου! ...
Σ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΑΣ ΣΑΝ ΕΦΗΜΕΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
πάρτε τ' ονόματά σας, και φύγετε
απελευθερώστε το χρόνο μας από τις ώρες σας,
κλέψτε ό,τι μπορείτε από το γαλάζιο της θάλασσας
και της άμμου τις μνήμες
πάρτε όποιες εικόνες θέλετε,
για να καταλάβετε, αυτό που ποτέ σας δεν μπορείτε:
Πως μια πέτρα από το χώμα μας κτίζει τη στέγη του ουρανού μας.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
από σας το ξίφος - από μας το αίμα
από σας χάλυβας και πυρκαγιά - από μας η σάρκα μας
από σας ακόμα ένα τανκ - από μας πέτρες
από σας δακρυγόνα - από μας βροχή
επάνω από μας, όπως επάνω από σας, είναι ουρανός και αέρας
έτσι πάρτε το μερίδιο σας από το αίμα μας - και χαθείτε
ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ σε μια χοροεσπερίδα - και χαθείτε.
Όσο για μας,
πρέπει να ποτίσουμε τα λουλούδια των μαρτύρων μας
όσο για μας,
πρέπει να ζήσουμε όπως μας αρέσει.
Μην μπαίνετε ανάμεσά μας σαν ιπτάμενα έντομα
γιατί έχουμε δουλειά να κάνουμε στη γη μας:
Έχουμε να σπέρνουμε σιτάρι,
που ποτίζουμε με τον ιδρώτα των κορμιών μας
έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί εδώ:
πέτρες και πέρδικες
έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί:
έχουμε το μέλλον
κ' έχουμε πράγματα να κάνουμε στη γη μας.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
κάνετε τις παραισθήσεις σας σωρό,
σ' ένα εγκαταλειμμένο λάκκο, και χαθείτε.
Γιατί έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί εδώ,
γι' αυτό χαθείτε
κ' έχουμε αυτό που εσείς στερείστε:
μια αιμορραγούσα πατρίδα, ενός λαού που αιμορραγεί,
μια πατρίδα που της αξίζει η αιωνιότητα και η μνήμη.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
είναι καιρός για σας να φύγετε χωρίς επιστροφή
ζήσετε οπουδήποτε σας αρέσει,
αλλά μην ζείτε ανάμεσά μας.
Πεθάνετε οπουδήποτε σας αρέσει,
αλλά μην πεθάνετε ανάμεσά μας
είναι καιρός για σας να φύγετε χωρίς επιστροφή,
γιατί έχουμε δουλειά να κάνουμε στη γη μας
έχουμε το παρελθόν εδώ,
έχουμε την πρώτη κραυγή της ζωής
έχουμε το παρόν, και το μέλλον,
έχουμε τον τωρινό κόσμο, και τον επόμενο
γι' αυτό αφήστε τη χώρα μας
τη γη μας, τη θάλασσά μας
το σιτάρι μας, το αλάτι μας, τις πληγές μας
τα πάντα, και αφεθείτε
από της θύμησης τις μνήμες.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις!
ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ
Δεν μ' αναγνώρισαν στις σκιές
που απορροφούν το χρώμα μου σε αυτό το διαβατήριο
και η πληγή μου ήταν για αυτούς μια έκθεση για επίδειξη
για κάποιο τουρίστα που αγαπά να συλλέγει φωτογραφίες.
Δεν μ' αναγνώρισαν.
Ω... μην αφήνετε,
τη παλάμη του χεριού μου χωρίς τον ήλιο
επειδή τα δέντρα μ' αναγνωρίζουν
όλα τα τραγούδια της βροχής μ' αναγνωρίζουν
μην μ' αφήσετε χλωμό σαν το φεγγάρι.
Όλα τα πουλιά που ακολούθησαν τη παλάμη μου
στη πόρτα του μακρινού αεροδρομίου
όλα τα χωράφια με το σιτάρι
όλες οι φυλακές
όλες οι άσπρες ταφόπετρες
όλα τα οδοντωτά συρματοπλέγματα
όλα τα κυματιστά μανδήλια
όλα τα μάτια
ήταν με μένα,
αλλά τ' αφαίρεσαν από το διαβατήριό μου.
Ξεγυμνωμένος από τ' όνομά μου και τη ταυτότητα μου
Σ' ένα χώμα που έθρεψα με τα χέρια μου!
Σήμερα ο Ιώβ αναφώναξε σ' όλα τα πλάτη της γης
γεμίζοντας τον ουρανό:
Μην με κάνετε παράδειγμα για τους άλλους ξανά!
Ω, κύριοι, προφήτες,
μην ρωτάτε τα δέντρα για το όνομά τους
μην ρωτάτε τις κοιλάδες πια είναι η μάνα τους
από το μέτωπο μ' αναπηδά το ξίφος της φωτιάς
και από το χέρι μ' αναπηδά το νερό του ποταμού
όλες οι καρδιές των ανθρώπων είναι η ταυτότητα μου
πάρτε μου λοιπόν το διαβατήριό μου!
ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ
Έτσι πρέπειν' αρνηθώ το θάνατο
και να κάψω τα δάκρυα των τραγουδιών που αιμορραγούν
και να γδύσω τις ελιές
απ' όλα τα νεκρά κλαδιά τους
εάν τραγουδούσα για την ευτυχία
κάπου πέρα από τα βλέφαρα των εκφοβισμένων ματιών
είναι επειδή η θύελλα
μου υποσχέθηκε κρασί και καινούργιες προπόσεις
και ουράνια τόξα
επειδή η θύελλα σκούπισε μακριά τις φωνές των αδρανών σπουργιτιών,
και σκούπισε μακριά τα νεκρά κλαδιά
από τους κορμούς των όρθιων δέντρων
έτσι πρέπεινα είμαι υπερήφανος για σένα
ω πληγωμένη πόλη
είσαι αστραπή στη λυπημένη μας νύχτα
όταν οι δρόμοι με συνοφρύζουνμε προστατεύεις από τις σκιές τους
και τα βλέμματα της έχθρας
θα συνεχίσω να τραγουδώ για την ευτυχία
κάπου πέρα από τα βλέφαρα των εκφοβισμένων ματιών
γιατί από το καιρό που η θύελλα άρχισε να οργίζεται
στη χώρα μου
μου έχει υποσχεθεί κρασί και ουράνια τόξα
ΠΑΤΕΡΑ! ΕΙΜΑΙ Ο ΙΩΣΗΦ
Αχ πατέρα!
Οι αδελφοί μου, δεν μ' αγαπούν
ούτε θέλουν εμένα ανάμεσά τους.
Αχ πατέρα, με προσβάλουν
με λιθοβολούν
και με ύβρις με λούζουν.
Οι αδελφοί μου επιθυμούν τον θάνατό μου
και μετά να μου δώσουν τα ψευδή τους εγκώμια
κλείνουν την πόρτα σου, μπροστά μου
και από το περιβόλι σου με απελαύνουν
δηλητηρίασαν τους αμπελώνες μου,
Αχ πατέρα!
Όταν το αεράκι που διερχόταν
αστειεύτηκε με τα μαλλιά μου,
όλοι ζήλεψαν
αγανάκτησαν μ’ εσένα και εμένα.
Τι έχω κάνει σε αυτούς, πατέρα,
και τι ζημιά τους έχω προκαλέσει;
Πεταλούδες ξαπόσταζαν στον ώμο μου,
το σιτάρι μού υποκλινόταν
και πουλιά πετούσαν πάνω από τα χέρια μου.
Τι έκανα τότε λάθος πατέρα, και γιατί εγώ;
Εσύ είσαι εκείνος που με ονόμασε Ιωσήφ!
Μ' έσπρωξαν να πέσω μέσα στο πηγάδι
και στη συνέχεια κατηγόρησαν τον λύκο.
Αχ, πατέρα!
Ο λύκος είναι πιο έσπλαχνος απ’ ό,τι οι αδελφοί μου.
Έβλαψα κανένα όταν τους είπα για το όνειρό μου;
Για έντεκα πλανήτες, είδα στο όνειρό μου,
και τον ήλιο και τη σελήνη
όλοι γονατιστοί μπροστά μου.
MANA
Νοσταλγώ το ψωμί της μάνας μου
τον καφέ της μάνας μου
το άγγιγμά της
οι μνήμες της παιδικής μου ηλικίας μεγαλώνουν
μέρα με τη μέρα
πρέπει να αγαπώ τη ζωή μου
στην ώρα του θανάτου μου
πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου.
Και εάν επιστρέψω μια μέρα
πάρε με ως πέπλο στα βλέφαρά σου
σκέπασε τα κόκαλά μου με τη χλόη που
ευλογήθηκε από τα βήματά σου
δέσε μας μαζί
με μια μπούκλα από τα μαλλιά σου
με μια κλωστή που κρεμάτε από το πίσω μέρος του
φορέματός σου
μπορεί να γίνω αθάνατος
να γίνω Θεός
εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου.
Ας επιστρέψω και κάνε με ξύλα για τη φωτιά σου
σχοινί για να απλώνεις τα ρούχα στη στέγη του σπιτιού σου
χωρίς την ευλογία σου
είμαι πολύ αδύνατος να σταθώ.
Γέρασα
δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών
της παιδικής μου ηλικίας
έτσι ώστε εγώ
μαζί με τα χελιδόνια
να μπορούμε να ανιχνεύσουμε το μονοπάτι
πίσω στη φωλιά σου που περιμένει.