Διάλεξη της Ιταλίδας Φιλολόγου ANNAMARIA TROIA KALOFONOS,
κατά την 9η δράση του γ΄ κύκλου του Κέντρου Λόγου Μπανάτου ΑΛΗΘΩΣ
(Ναός Παναγούλας Μπανάτου, 1η Ιουνίου 2014)
Αγαπητοί πατέρες, σεβαστοί άρχοντες, Αγαπητοί φίλοι και φίλες,
Με μεγάλη μου τιμή απόψε θα σας παρουσιάσω έναν μεγάλο καλλιτέχνη που ενώνει την Ιταλία και ιδιαίτερα την Σικελία, κοινή μας πατρίδα, και την Ελλάδα: τον Giorgio De Chirico, έναν ζωγράφο που είναι ορόσημο στην ιστορία τέχνης του εικοστού αιώνα διπλά και επάξια στους μεγάλους του διαμετρήματος του Picasso, Magritte, Carra'.
Συνοπτική βιογραφία
O Giorgio De Chirico γεννήθηκε στην Ελλάδα, στο Βόλο, από Ιταλούς γονείς. Ο πατέρας του προερχόταν από οικογένεια ευγενών του Palermo: μηχανικός, κατασκεύασε την πρώτη Θεσσαλική σιδηρογραμμή.
Ο Giorgio, μετά από τις πρώτες ελληνικές σπουδές με τους καθηγητές Ροϊλό, Ιακωβίδη, Βολανάκη στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, το 1906 σπούδασε στην Γερμανία, στο Μόναχο, όπου ήρθε σε επαφή με την πιο ζωντανή γερμανική κουλτούρα της εποχής. Έδειξε ενδιαφέρον για την φιλοσοφία του Nietsche, του Shopenhauer και του Weininger και τον εντυπωσίασε η συμβολιστική και η παρακμιακή ζωγραφική του Arnold Bocklin και του Klinger.
Μετά από τέσσερα χρόνια μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έγινε φίλος με τους συγγραφείς και ποιητές Valery και Apollinaire. Επίτηδες δεν ασχολήθηκε με τον Κυβισμό, που σε εκείνα τα χρόνια -με τον Picasso- ήταν η μεγαλύτερη καλλιτεχνική τάση στο Παρίσι. Ενίοτε με πολεμική στάση, έμεινε έξω από τις Avant-garde. Είναι εκείνης της εποχής οι πιο γνωστοί και διάσημοι πίνακες Οι Πλατείες της Ιταλίας: εικόνες στατικών αρχιτεκτονικών σκηνών, που ορίζουν άδειους και σιωπηλούς χώρους, ενώ κάποτε είναι παρόν κάποιο άγαλμα και μακριά αντικρίζουμε τρένα να περνάνε. Η μαγική ατμόσφαιρα αυτών των εικόνων τα κάνει να μοιάζουν με ονειρικά οράματα.
Το 1916 γνωρίζει στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Ferrara της Ιταλίας το Carlo Carra', με τον οποίον επεξεργάζεται την θεωρία της Μεταφυσικής Ζωγραφικής. Ακριβώς σε αυτήν την περίοδο, πέραν από τους αρχιτεκτονικούς χώρους, μπαίνουν τα θέματα του De Chirico και τα ανδρείκελα, τα οποία, αν και είναι αυτά ανθρώπινης μορφής, δεν είναι ανθρώπινα και αυτή η απουσία ζωής τα κάνει να είναι ιδανικές φιγούρες για τον χαρακτηρισμό της Μεταφυσικής Ζωγραφικής, διότι την ενισχύει στην αντίφαση αυτού που φαίνεται και μοιάζει ανθρώπινο, αλλά δεν είναι.
Από το 1918 στο 1922 συμμετέχει στη ζωή του περιοδικού Πλαστικές Αξίες. Το 1924 επιστρέφει στο Παρίσι και κάνει παρέα με μια ομάδα σουρεαλιστών. Λόγω των ονειρικών οραμάτων, που προτείνει η ζωγραφική του De Chirico, αυτοί οι ζωγράφοι αναγνωρίζουν τον “pictor optimus”, όπως ονομάστηκε ο ίδιος ο De Chirico, σαν πρόδρομος τους, αλλά ο De Chirico δεν δέχτηκε να ενσωματωθεί στην ποιητική ζωγραφική και στο στυλ τους. Έπειτα η ζωγραφική του απευθύνθηκε πάντα περισσότερο προς ένα κλασικισμό αρχαιολογικού τύπου, όπου η μυθολογία ερμηνεύεται πάντα υπό μεταφυσικούς κανόνες. Η μεταφυσική παραμένει η πιο μεγάλη του αγάπη και στην μεταφυσική ζωγραφική επέστρεφε πάντα μέχρι τον θάνατό του που τον βρήκε στη Ρώμη στην ηλικία των 90 ετών.
De Chirico Mεταφυσικός
Ο De Chirico είναι συνώνυμος της μεταφυσικής και η μεταφυσική είναι κάτι που υπερβαίνει τον De Chirico. H μεταφυσική έχει να κάνει με την φυσική, αρχίζοντας από τον Newton, που έως σήμερα παραμένει ο μεγαλύτερος φυσικός, διότι είναι αυτός ο οποίος εισήγαγε στην φυσική στοιχεία που δεν φαίνονται: την δύναμη της βαρύτητας. Δεν έχουμε δει ποτέ την δύναμη της βαρύτητας, αλλά βλέπουμε τα αποτελέσματα . Μας μίλησε για «μη ορατά» στοιχεία, για να εξηγήσει τα ορατά.
Και αυτό μας θυμίζει ο Paul Klee: «η τέχνη κάνει τον κόσμο ορατό». Η ορατότητα είναι και η «μη ορατότητα» δια μέσου διανοητικών διαδικασιών, που επιτρέπουν στο μάτι του νου μας να βλέπουμε τα πράγματα και να φτάσουμε να καταλάβουμε το νόημα, που δεν είναι μόνο μέσα μας ή μόνο στα πράγματα: είναι στην συνάντηση μεταξύ εμών και των πραγμάτων. Είμαστε εμείς με την σκέψη μας, που δίνουμε ένα νόημα στα πράγματα .
Ο De Chirico έχει συλλάβει την μεταφυσική, για να φέρει στον ορατό κόσμο τις ανησυχίες που υπάρχουν στην αντίληψη και στην σκέψη μας. Ο στόχος του είναι να «ζωγραφίσει ό,τι δεν μπορεί να είναι ορατό».
Η μεταφυσική γεννιέται, για να εξηγήσει και να εμφανίσει μια διαφορετική πραγματικότητα, που πάει πέρα από αυτό που βλέπουμε, όταν οι χώροι και τα πράγματα που γνωρίζουμε από την εμπειρία μας, μας αποκαλύπτουν μια καινούρια πλευρά, πλούσια σε αινίγματα, μυστήρια και ανεξήγητα μυστικά.
Στον ζωγράφο μας η μεταφυσική έχει ένα υπόστρωμα στην παιδική και εφηβική ηλικία του, την οποία πέρασε στην Ελλάδα και στην πρώτη βασική μόρφωσή του είναι η κλασσική αρμονία και η ρομαντική νοσταλγία, που ενώνονται σ’ ένα μείγμα πάντα διαφορετικό και αποτελεί τον πυρήνα όλης του της ζωγραφικής δημιουργίας.
Η καλλιτεχνική καριέρα του είναι σημαδεμένη από συχνές και ξαφνικές μεταστροφές: πέρασε από τον ρομαντικό συμβολισμό στην μεταφυσική ζωγραφική μεταξύ του 1909 και του 1910, η εγκατάλειψη της μεταφυσικής και η επιστροφή σε μια κλασσική αναπαράσταση το 1919 και πάλι η έκδοση σε καινούργιες μορφές του μεταφυσικού στυλ μεταξύ του 1925 και του 1926, η στροφή προς τον νατουραλισμό το 1930, που διακόπτεται από διαλείμματα της ζωγραφικής της εφεύρεσης, η μπαρόκ αλλαγή με ιερά θέματα από το 1938 και τέλος η ώριμη επιστροφή στην νέα μεταφυσική ώς το τέλος των ημερών του.
Τον εντυπωσιάζει η θεωρία του Υπεράνθρωπου του Nietsche, η αξία και η δύναμη της έκπληξης του έργου τέχνης η αγωνία του λαβύρινθου και το αίνιγμα. Από τον Shopenhauer εντοπίζει την αξία της πρωτοτυπίας, την έννοια της αποκάλυψης των εμφανίσεων, τον υπαρξιακό διαλογισμό.
Ο Βόλος, τόπος γέννησης του De Chirico και τόπος του Ιάσονα των Αργοναυτών και των ελληνικών μύθων, επεκτείνει την παιδική φαντασία του και τα εφηβικά όνειρά του. Αυτά μας προσφέρει στα μεταφυσικά έργα του, στις σιωπηλές πλατείες, στα ανδρείκελα χωρίς πρόσωπο ή στα ορμητικά άλογα, στα μυθικά πρόσωπα βυθισμένα σε πυκνές ατμόσφαιρες κλασσικών στοιχείων και μπαρόκ χλιδής.
Έλειπε έως το 2012 μια πλήρης ολοκληρωμένη μελέτη των έργων του Pictor Optimus με θρησκευτικό θέμα. Το χάσμα το γέμισε η δημοσίευση μιας σειράς μελετών πάνω στην τέχνη και στο ιερό του περασμένου αιώνα, για να απαντήσει στο ερώτημα εάν η πνευματικότητα, θρησκεία και ιερό δεν είναι πλέον μέρος των θεμάτων των καλλιτεχνών. Με τον Χριστιανισμό η σχέση μεταξύ του καλλιτέχνη και του ιερού μέσα από την τέχνη έγινε ισχυρότατη: η πίστη, κατά την διάρκεια της ιστορίας, ενέπνευσε τις πρώτες ζωγραφιές στις Κατακόμβες, έπειτα συνέχισε στις αναπαραστάσεις των αγίων και ακόμα των μεγάλων καθεδρικών ναών του μεσαίωνα και των μεγαλείων του μπαρόκ.
Αυτός ο δεσμός ο τόσο δυνατός φαίνεται να 'χε αποκοπεί. Είναι αλήθεια, λοιπόν, πως η τέχνη με ιερό υποκείμενο εξαφανίζεται στον εικοστό αιώνα; Ίσως αυτός ο διωνυσμός μεταξύ τέχνης και ιερού είναι ένας διάλογος πάντα ζωντανός και παρών, όμως έχει μόνο μετασχηματιστεί; Αυτό θέλουμε να αποδείξουμε με τον De Chirico, αποστασιοποιημένο από τα δόγματα και τις θρησκευτικές πίστεις: να ξαναναλύσουμε τον άνθρωπο και το έργο του, για να γνωρίσουμε κάτω από ένα νέο φως τον καλλιτέχνη, ο οποίος ήταν στενά δεμένος με την ιερή τέχνη.
Μια μυστικιστική έμπνευση, μια αυθεντική και έντονη στιγμή έζησε ο καλλιτέχνης με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η φρίκη του πολέμου, ο Ναζισμός, η αίσθηση του θανάτου χαράζουν βαθιά την ευαισθησία του. O De Chirico είχε για πολλά χρόνια μια αρνητική στάση έναντι της θρησκείας. Επηρεασμένος από την φιλοσοφία του Nietsche επέκρινε έντονα την έννοια της θρησκείας και την μετά θάνατον ζωή. Έγραφε: «Ο άνθρωπος πιο βλακωδώς απαισιόδοξος θα δημιουργήσει τον παράδεισο, την αιωνία ευτυχία και ευδαιμονία... Η αιωνιότητα είναι απίθανη. Υπάρχουν περισσότερα αινίγματα στην σκιά ενός ανθρώπου που περπατάει στον ήλιο, παρά σε όλες τις περασμένες παρούσες και μελλοντικές θρησκείες. Είναι η αντίληψη του αινίγματος και της χαράς, του φόβου και του θαυμασμού ενός μείγματος επιφανειακά αντιθετικού, που δίνει σε ολόκληρο το έργο του καλλιτέχνη έναν τόνο φιλοσοφικό-σοφιστικό και θρησκευτικό».
Τα αινίγματα δεν είναι μόνο «οι μεγάλες ερωτήσεις που πάντα θέσαμε στο εαυτό μας- γιατί ο κόσμος δημιουργήθηκε, γιατί γεννιόμαστε, ζούμε πεθαίνουμε», αλλά κρύβονται σε όλα τα πράγματα περισσότερο σε εκείνα που «συνήθως θεωρούμε ασήμαντα». Η Μεταφυσική Ζωγραφική αποκαλύπτει ότι ο κόσμος ολόκληρος είναι ένα αίνιγμα, δεν έχει ούτε εξήγηση ούτε σαφή σκοπό.
Στα έργα αυτής της περιόδου αντιλαμβάνεται μια υγιή αποστασιοποίηση, μια ηρεμία του σοφού ανθρώπου που φαίνεται να παρακολουθεί την σκηνή αυτού του κόσμου που παίρνει και όμως φαίνεται να μην περνά. Αυτή η έρευνα, να κατανοήσει την αινιγματική πλευρά του ανθρώπου, σήμαινε την θέληση να πάει πέρα από την απλή ανθρώπινη υπόστασή του. Έτσι, με την Μεταφυσική Ζωγραφική ξεπερνά τα φυσικά όριά του και διαπνέεται από μιαν αίσθηση μυστηριώδους ιερότητας. Ο πίνακας του 1909 Η πομπή στο Όρος δεν σκόπευε να αντιπροσωπεύει την λαϊκή αφοσίωση, αλλά ήταν μια εξάσκηση ύφους, εμπνευσμένη από τον Gauguin. Δεν είχε ζωγραφίσει θρησκευτικά θέματα πριν από αυτό το τραγικό γεγονός για την ανθρωπότητα (τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), εκτός από τα d'apres, όπως ο Άγιος Γεώργιος και ο δράκος του Mantegnα και η Αγία Οικογένεια του Michelangelo, αλλά σε αυτά τον ενδιέφερε η ζωγραφική, όχι τα θέματα πίστης.
Η αλλαγή έγινε το 1938-1939 με τα αντίγραφα αριστουργημάτων του Rubens (Αύξηση στον σταυρό) και του Delacroix (Ιακώβ, Ο άγγελος και Ο καλός Σαμαρείτης). Στα θεωρητικά κείμενά του αρχίζει να συλλογιέται, να προβληματίζεται και στην ζωγραφική του εμφανίζονται τα ιερά θέματα: Σταυρώσεις, Γέννηση του Χριστού, Οι εναποθέσεις, Ο καλός Σαμαρείτης, Ο Ευαγγελισμός, Ο Χριστός καρφωμένος στον σταυρό, Η ανάβαση στο Γολγοθά, που τονίζουν ότι ο De Chirico είχε κατανοήσει την πραγματικότητα του Αγίου Φραγκίσκου από την πόλη Assisi.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 η Γερμανία του Hitler εισέβαλε στην Πολωνία, εξαπολύοντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Άρχισε τότε μια από τις πιο ζοφερές και τρομερές σελίδες στην ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης. Είναι μέσα σε αυτό το κλίμα, που δόθηκε στον Giorgio De Chirico να εικονογραφήσει έργο για την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Στην Ιταλία, μεταξύ του '40 και του '41 ο Mussolini, εκσφενδόνισε θριαμβευτικές διακηρύξεις: «το καθήκον; να νικήσουμε και θα νικήσουμε!», που όμως αυτά τα λόγια απορρίφτηκαν από μια δραματική πραγματικότητα.
Μεταξύ της όγδοης (8/9/1943) και της εικοστής πέμπτης (25/4/1945), διάφοροι καλλιτέχνες, όπως ο Guttuso και Manzu', κάνουν θρησκευτικούς πίνακες, για να καταγγείλουν τις συμφορές του πολέμου: πριν από τους άλλους, προφητικά, αλλά διαφορετικός απ' τους άλλους, στάθηκε ο De Chirico στην ερμηνεία και στην χρήση θεμάτων και συμβόλων. Η Αποκάλυψη δεν είναι ένα μέσο να μας διηγηθεί την επικαιρότητα: σε όλο το έργο του δεν το 'κανε ποτέ, αναμένει προφητεύοντας. Η σκέψη του De Chirico πάνω στην τέχνη άλλαξε: «Οι άνθρωποι», έγραφε, «αισθάνθηκαν την ανάγκη πολύ ανθρώπινη να αγγίζουν, να αγκαλιάζουν ή τουλάχιστον να θαυμάζουν την εικόνα των θεών τους ή του θεού τους».
Στον De Chirico συνυπάρχει ο πρωτόγονος Έλληνας, ο οποίος πιστεύει πως ο θεός προκαλεί τους στροβίλους των ανέμων, το θρόισμα των φύλλων, τον βρυχηθμό της βροντής και την λάμψη του φωτός της αστραπής. Έτσι γεννιέται το πρωτόγονο, το αρχικό συναίσθημα του Έλληνα καλλιτέχνη να πλάθει με τα χεριά του τον θεό του οποίου αισθάνεται την παρουσία: θέλει να κάνει ορατό αυτόν τον θεό, για να τον έχει μπροστά του να μιλήσει μαζί του και να βρει την εξήγηση στα αινίγματα της ύπαρξης και του πεπρωμένου του. «Από αυτή την ανάγκη να αναπαραστήσουμε τον θεό με τον πιο τέλειο και ιδανικό τρόπο, γεννήθηκε η τέχνη και η πραγματική τέχνη είναι λοιπόν ένα μικροσκοπικό μέρος του θείου πνεύματος που ζει ανάμεσα μας». Σε αυτή την περίοδο άρχισε να ζωγραφίζει πίνακες με θρησκευτικά θέματα. Η ιερή ζωγραφική του De Chirico είναι συμπυκνωμένη στις δεκαετίες '40-'50 του περασμένου αιώνα. Ο καλλιτέχνης συγκλονίστηκε από τη Αποκάλυψη, που απεικόνισε μεταξύ του Αυγούστου και του Δεκεμβρίου του '40 με καινοτόμο τρόπο. «Σε εκείνο το μεγάλο και παράξενο σπίτι που είναι η αποκάλυψη- έγραψε- εγώ ονειρεύομαι περίεργος και ευτυχής σαν το παΐδι μέσα στα παιχνίδια του την νύχτα των Χριστουγέννων».
Έτσι η οραματική αποκαλυπτική ιστορία χάνει την ιερότητά της, για να γίνει παραμυθένιο διήγημα που εκτυλίσσεται σε είκοσι πίνακες και αρχίζει με την Παρουσία, η επιστροφή του θεού πάνω στην γη μεταξύ δυο σειρών αγγέλων, που ανοίγουν τα σύννεφα προς το πλάι, σαν ν’ άνοιγαν την αυλαία ενός θεάτρου, ενώ κάτω το πλήθος κάθε τόπου τον επευφημεί. Όποιος περιμένει τρομερές και αποκαλυπτικές αναπαραστάσεις με την ηχώ του πολέμου (του Β΄ Παγκόσμιου) και τον θόρυβο του βομβαρδισμού θα μείνει απογοητευμένος: δεν υπάρχει ούτε αίσθηση θανάτου, μήτε ανησυχία για τον μέλλον. Κανείς, από μισή χιλιετία τουλάχιστον, δεν είχε ζωγραφίσει μιαν αποκάλυψη τόσο λίγο αποκαλυπτική, όπως έκανε ο De Chirico και κανείς ίσως δεν είχε απεικονίσει τα γεγονότα με τόσο ήρεμη γαλήνη, χρωματισμένη σε αρκετά μέρη από μια αθωότητα που θα λέγαμε παιδική.
Το ιερό βιβλίο, το πιο μυστηριώδες και τρομερό, που προφητεύει το τέλος του κόσμου, οι οραματικές σελίδες του Ιωάννη, σκιασμένες από το σκοτάδι του Αντίχριστου, γίνονται στον De Chirico ένα μυθιστορηματικό διήγημα αυθόρμητο και μορφωμένο μαζί, διαχεόμενο από ένα ευαγγελικό πνεύμα παιδικής ηλικίας και επίσημους κλασσικούς τόνους. Κανείς δεν γονατίζει, κανείς δε φοβάται, κανείς δεν τρέμει. Για να εξηγήσουμε τον παραμυθιακό χαρακτήρα αυτής της ζωγραφικής πρέπει να ανατρέξουμε στην παιδική ηλικία: η εφηβική απόχρωση του χαρακτήρα του καλλιτέχνη, που συνυπάρχει με μια βαθιά και εκλεπτυσμένη μόρφωση, την οποία ο Emanuelli (αναφερόμενος στην Αποκάλυψη) ονομάζει «η φυσικότητα του De Chirico».
Ο De Chirico δημιουργεί μιαν απόσταση μεταξύ αυτού και της εποχής στην οποία ζει κι όμως η ερμηνεία του είναι σωστή. Ειδικά η Αποκάλυψη, πίσω από τις απειλητικές προφητείες και τα μυστηριώδη σύμβολα, είναι βασικά ένα κείμενο Ελπίδας… Η ελπίδα της νίκης του Καλού πάνω στο Κακό - και ακόμα περισσότερο είναι κείμενο Παρηγοριάς.
Γράφει ο Bruno Maggioni, αναφερόμενος στο κείμενο και στην εποχή του Ιωάννη του 1ου αιώνα μ.X: «Είναι μια αντανάκλαση για μια εποχή κρίσης. Είναι δύσκολοι καιροί εκείνοι της καταδίωξης και η Αποκάλυψη θέλει να είναι ένα μήνυμα παρηγοριάς: στο τέλος των χρόνων (και αυτοί είναι επόμενοι) χάρη στη παρέμβαση του Θεού η κρίση θα γίνει και η κατάσταση τα αντιστραφεί». Οι λέξεις του Maggioni είναι πολύ κατάλληλες για την επικαιρότητα της εποχής στην οποία ο De Chirico ζωγράφισε τη δική του version της Αποκάλυψης.
Το ενδιαφέρον για την χριστιανική θρησκεία κινείται προς δύο κατευθύνσεις: η γέννηση και ο θάνατος, η αρχή και το τέλος, ο πόνος και η ελπίδα. Ο πόνος εμφανίζεται σε όλη του την ένταση στην πολύχρωμη κεραμική γλυπτική του Ελέους του ΄40, όπως και στον καμβά της Εναπόθεσης, που ο σκιασμένος ήλιος κάνει την σκηνή πιο δραματική. Το δράμα του σταυρωμένου Χριστού αποκορυφώνεται στο έργο του Ο Χριστός στον Σταυρό, του 1945, τοποθετημένο μέσα σε μια ζωντανή σκηνή καθολικού πόνου. Αυτός ο πόνος εκφράζεται σε θεατρικούς τόνους στην Ανάβαση στον Γολγοθά, γεμάτη χρώματα και χειρονομίες με ζωντάνια, που είναι επίσης παρούσα στην εικόνα του Ο Χριστός και η θύελλα και στην συγκλονιστική Μεταστροφή του Αποστόλου Παύλου.
Παντού γύρω ο πόνος της Μαρίας Μαγδαληνής (1946), που έχει το πρόσωπο πρησμένο από το κλάμα, αλλά τα μάτια φωτισμένα από την ελπίδα. Και η ελπίδα γίνεται εμπιστοσύνη στην εξαιρετική Γέννηση του 1950, όπου οι βοσκοί, με γνήσια απλότητα, δείχνουν την στοργική συγκίνησή τους στην συνάντηση με τον μικρό Σωτήρα.
Η ιερή τέχνη του γεννιέται από το ίδιο σκεπτικό που χαρακτηρίζει την μεταφυσική εποχή: η αναζήτηση της ουσίας και έχει την ίδια ισχύ ως μια επανάσταση, η κεντρική θέση της ανθρώπινης φιγούρας που έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της αρχιτεκτονικής ως θέμα.
Το άνοιγμά του προς τα ιερά θέματα συνοδεύεται με την κριτική στην σύγχρονη τέχνη, όταν αυτή, πίσω από την πείνα και την δίψα του νέου και του πρωτότυπου, κρύβει, στην φτώχεια του έργου, την ανικανότητα να κάνει και να δώσει σχήμα και χρώμα σε μια ιδέα, μια συγκίνηση, κρίνει την αδυναμία να προτείνει το όμορφο που θα είναι ικανό να μιλήσει στις μέρες μας στις ερχόμενες και θα γίνει άξιο να θαυμαστεί και να διαρκέσει.
Επίσης και η παραγωγή του “Pictor Optimus”, που δεν απεικονίζει θρησκευτικό υποκείμενο, έχει γεύση ιερή μιας λαϊκής και ανθρώπινης ιερότητας: το ταξίδι, η αναχώρηση, η νοσταλγία της επιστροφής, η σχέση μεταξύ ύπαρξης και άψυχης ύλης στο πέρασμα του χρόνου και την αιωνιότητα, είναι όλες μεταφορές της ζωής.
Ξεκινώντας από το πάθος του και με το βλέμμα στραμμένο προς τους μεγάλους ζωγράφους του παρελθόντος ο Pictor Optimus ξέρει να κάνει κάθε έργο του, έργο τέχνης. Οι Παναγίες του Raffaello, του Correggio και του Murillo αποκάλυψαν στο De Chirico το πραγματικό μέγεθος της ζωγραφικής. Ήδη έφηβος κατάλαβε το μυστήριο της τέχνης, που με την τελειότητά του μας φέρνει κοντά στον θεό: στην τέχνη αποκαλύπτεται η θεϊκή παρουσία.
H ανάγκη της δημιουργίας γεννιέται από την επιθυμία της αιωνιότητας που καθορίζει την ανάγκη για τον ζωγράφο να αφήσει ένα στίγμα κλεισμένο σε ένα δείγμα που προκαλεί τη ακαταμαχικότητα του χρόνου. Λοιπόν, η τέχνη προκαλεί τον θάνατο και ο χρόνος, αδυσώπητος αφέντης των ανθρώπων, ακινητοποιείται, κρυσταλλώνεται, χάνει την εξουσία του πάνω στον άνθρωπο που συλλογίζεται ένα έργο τέχνης και που ζει, εκείνη την στιγμή την αιώνια ζωή, που υποσχέθηκε στους ανθρώπους χωρίς αμαρτία: ο άνθρωπος κάτω από την κυριαρχία της τέχνης είναι καθαρός. Η θεϊκή παρουσία εκδηλώνεται πάντα στην πραγματική τέχνη, επειδή αυτή η παρουσία είναι η ψυχή κάθε καλλιτεχνικού έργου.
Λέει ο De Chirico ότι η πραγματική τέχνη και η κοσμική είναι πάντα ιερή τέχνη διότι ο καλλιτέχνης ψάχνει τα ίχνη της θείας βούλησης και εκεί τοποθετεί την ανάγκη για το απόλυτο: είναι η στιγμή, κατά την οποία το τραγούδι, από απλή έκφραση χαράς για τον κόσμο και την ζωή, γίνεται τραγούδι δοξολογίας και ευχαριστίας μες από κατάλληλες νότες, για να εκφράσει πλήρως αυτό το συναίσθημα. Είναι επίσης η στιγμή, κατά την οποία η κραυγή, από απλή έκφραση του πόνου, γίνεται θρήνος και δέηση, αναζήτηση βοήθειας και παρηγοριάς.
Για τον σεβασμό και την ευλάβεια που έχουμε προς αυτόν, στον οποίο ζητάμε βοήθεια αναζητούνται τρόποι, ώστε αυτή η κραυγή θρήνου και βοήθειας να 'ναι πιο σαφής. Είναι αυτή η έρευνα, που κάνει την απλή έκφραση του συναισθήματος μια καλλιτεχνική και θρησκευτική έκφραση. Ο De Chirico ξέρει πως η πραγματική τέχνη για να ‘ναι ιερή, απαιτεί μια πορεία δουλειάς και εξειδίκευσης, για να φτάσει στην εκφραστική ικανότητα που μεταδίδει μια αυθεντική έκφραση του συναισθήματος. Ξέρει πως, για να φτάσει στην ιερότητα ο καλλιτέχνης εξωτερικεύει σε μια εικόνα το σύμπαν του μη-ορατού κόσμου του και με αυτόν τον τρόπο δηλώνει την συμμετοχή και την παρουσία του στην καθολική και ανθρώπινη ιστορία. Όταν έπειτα το θέμα της ζωγραφικής του είναι ιερό, αυτός τότε συμμετέχει σε μια άλλη ιστορία: την ιστορία της σωτηρίας σαν άνθρωπος της πίστης.
Η τέχνη, λοιπόν, δεν είναι ιερή, επειδή έχει ένα ιερό υποκείμενο, αλλά επειδή η σκέψη του καλλιτέχνη ξεκινά την δημιουργία του από μια ιερή αρχή: είναι η ιερότητα του ανθρώπου σαν «ων» και στον De Chirico που είναι ζωγράφος δόθηκε το χάρισμα και η ικανότητα να αναπαριστάνει τις αγωνίες, τις χαρές, τα βάσανα και τις επιθυμίες της οντότητας αυτής.
* Giorgio De Chirico, Catalogo ragionato dell'opera sacra, Silvana Editoriale.
* Achille Bonito Oliva-La passione secondo De Chirico, Introduzione al catalogo della mostra allestita presso la Chiesa romana di S.Francesco d'Assisi a Ripa Grande in Trastevere, Roma, dove e' sepolto il grande pittore. Catalogo De Luca Editore d'Arte.
* Giorgio De Chirico, Discorso sull'arte sacra, 1945.
* Paolo Picozza, L'arte e' sempre sacra, Presidente-Fondazione Giorgio e Isa De Chirico (in Catalogo ragionato).
* Elena Pontiggia, La Bibbia secondo De Chirico (in Catalogo ragionato).
*Pierangelo Sequeri, L'Estetica del tragico e l'attesa della Grazia (in Catalogo ragionato).
* Arte e Sacro: Novecento da scoprire, Giovanni Gazzaneo Presidente Crocevia-Fondazione Afredo e Teresita Paglione.
* Maddalena Monti, Il pensiero classico nelle Avanguardie, 2010.
* Joel De Sanna, Breve storia dell'Arte Italiana dal 1895 al 1980, Milano Casa degli Artisti 1980.
* Luisa Spagnoli, Lunga vita di Giorgio De Chirico, Milano Longanesi 1971.
* Guido Salvetti, La nascita del Novecento, Torino, E.D.T,1997.
* Jean Cocteau, Il mistero laico, Giorgio De Chirico, Cosenza, Lerici 1979.
* Mario De Micheli, Le Avanguardie artistiche del Novecento, Milano Feltrinelli 1994.
* Marisa Volpi Orlandini, Artisti Contemporanei, Roma, Il Progetto, 1985.
* Maurizio Fagiolo dell'Arco (a cura di), L'opera completa di Giorgio De Chirico, Milano, Rizzoli 1984.
* Maurizio Fagiolo dell'Arco, Classicismo Pittorico, Genova, Costa e Nolan, 1991.
* Pia Vivarelli (a cura di), Catalogo delle opere di Giorgio De Chirico, Galleria Nazionale d'Arte Moderna e Contemporanea, Roma, De Luca, 1981.
* Francesco Morante, Giorgio De Chirico.
* De Chirico de L'arte Sacra, Riccardo Dottori.
* Annamaria Santoro, Giorgio De Chirico La Presenza divina nell'arte (in Catalogoa ragionato).
* Pierpaolo Mendogni, De Chirico e l'opera sacra.
* Giorgio De Chirico, Memorie della mia vita, Roma, Astrolabio, 1945.
* Antologia degli scritti di De Chirico sull'arte sacra:
-Perche' ho illustrato l'Apocalisse, Milano, n.1 Gennaio 1941.
-Preghiera mattutina del perfetto pittore, Miscellanea di alcune verita', luglio 1942
-Discorso sull'arte sacra, 1945.
-L'arte moderna e la Chiesa.
-Il Concilio e l'arte sacra.