Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Ο ιερομόναχος Παλλάδιος Χρυσοπλεύρης, ο
οποίος, κατά πληροφορία του Λεωνίδα Χ. Ζώη, το 1509 και συγκεκριμένα στις 17
Δεκεμβρίου, ήταν εφημέριος του ναού του Αγίου Νικολάου του Ρεμούνδου στο
Ανεμογδούρι της Μπόχαλης και ανακαινιστής της εκκλησίας, είχε στην κατοχή του
μια εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, η οποία είχε μεγάλη φήμη ως
θαυματουργή. Μετά το θάνατό του το πολύτιμο αυτό κειμήλιο έμεινε στην
οικογένειά του και εκεί διατηρήθηκε για αιώνες, δεχόμενο τις επισκέψεις των
πιστών και το προσκύνημα αυτών που το είχαν ανάγκη.
Χρόνια μετά και πολύ πιθανόν στις αρχές του
19ου αιώνα οι απόγονοι του ιερομονάχου δώρισαν την εικόνα στην ιστορική
εκκλησία των Αγίων Πάντων της πόλης της Ζακύνθου, είτε από ευσέβεια, είτε για
άλλους λόγους. Τότε φιλοτεχνήθηκε καθέδρα για να τοποθετηθεί και το κόνισμα
ντύθηκε με ασημένιο πουκάμισο, όπως συνηθιζόταν.
Το καλλιτεχνικό αυτό έργο ήταν πόνημα του
μεγάλου ασημουργού Γεωργίου Διαμαντή Μπάφα, αυτού που ιστόρησε και την λάρνακα
του Αγίου μας, και ήταν αφιέρωμα της Αικατερίνης Χρυσοπλεύρη και του Γαβριήλου
Μακρή, όπως σημειώνεται στην ασημένια επένδυση. Φτιάχτηκε ή πιο σωστά τελείωσε
στις 3 Ιουνίου 1816 και καλύπτει όλη την εικόνα, εκτός από τα πρόσωπα της
Παναγίας και του μικρού Χριστού, που κρατά στην αγκαλιά της. Το όνομα της
δωρήτριας φαίνεται και στο κάτω μέρος του αργυρόγλυπτου πλαισίου της εικόνας,
όπου η εξής επιγραφή: «Μνήσθητι Κύριε του Δούλου σου Μπατίστα Χρυσοπλεύρη και
της συμβίας αυτού Αικατερίνης». Επίσης στο πίσω μέρος της εικόνας υπήρχε άλλη
επιγραφή, όπου και αυτή μνημόνευε την ίδια αρχόντισσα: «Μνήσθητι Κύριε του
δούλου σου Βαπτιστού Χρυσοπλεύρου Αικατερίνης και Ιωάννου. αωιε΄. εν μηνί
Ιουνίω ια΄». Όλα αυτά μας κάνουν να πιστέψουμε πως η εικόνα δωρίθηκε στο ναό
των Αγίων Πάντων από την λιμπροντορίστικη οικογένεια γύρω στο 1815 με 1816 και
πως δωρητές της ήταν η Αικατερίνη Χρυσοπλεύρη και ο σύζυγός της Μπατίστας ή στο
ελληνικότερο Βαπτιστής.
Η Μυρτιώτισσα έμεινε στους Αγίους Πάντες και
σιγά - σιγά απέκτησε μεγάλη φήμη, τέτοια, που ο λαός μας συχνά ονόμαζε την
εκκλησία στο όνομά της και ποιητής των ζακυνθινών αντετιών Γιάννης Τσακασιάνος,
ακούγοντας ένα σαρακοστιανό απόγευμα το πένθιμο σένιο από το περίφημο
καμπαναριό του ναού, που εκτός από το κρέμασμα του μαρουλοκρέμμυδου και του
βαγιού, σήμαινε και εκλογικά αποτελέσματα, έγραψε χαρακτηριστικά:
«…Και πού θ’ ακούσουν το στερνό τ’ απόγιομα
τα’ αυτιά μου
το λυπηρό καμπάνισμα αφ’ τη Μερτιώτισσά
μου …».
Κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής της, στις
24 Σεπτεμβρίου, η εκκλησία πραγματοποιούσε μεγάλο πανηγύρι. Ιδιαίτερη έμφαση
δινόταν στην παράκληση, η οποία γινόταν
το απόγευμα ή την πρώτη Κυριακή μετά την γιορτή. Πολλές φορές, μάλιστα, στους
γύρους, οι οποίοι τελούνταν μέσα στην εκκλησία, έπαιρνε μέρος και η φιλαρμονική,
που έπαιζε μια πρεγκιέρα. Έτσι δινόταν στην γιορτή περισσότερη επισημότητα.
Με λίγα λόγια, σιγά-σιγά η Μυρτιδιώτισσα ή
Μερτιώτισσα, κατά το λαϊκότερο και πιο ζακυνθινό, έγινε η παναγία της Μέσα
Μερίας και η γιορτή της μια από τις πιο σημαντικές της περιοχής. Όταν, μάλιστα,
ο δεσπότης ο Κατραμής κατάργησε τις λιτανείες του απογεύματος του Πάσχα, μόνο
την δική της και της Γαλανούσας, του Αγίου Λαζάρου άφησε, για τον αγιασμό και
την ευλογία και των δύο κομματιών της πόλης.
Με τους σεισμούς και την φωτιά του Αυγούστου
του 1953 η εικόνα κάηκε, αλλά παραδόξως έμεινε και σώθηκε το ασημένιο της
πουκάμισο. Οι ενορίτες της την αποκατάστησαν αμέσως. Ο ακούραστος Χρήστος
Ρουσέας ζωγράφισε τα πρόσωπα, όπως τα θυμόταν και πάνω τους μπήκε το έργο του
Μπάφα. Η καθέδρα αποκαταστάθηκε και τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Αγίου
Νικολάου του Μόλου, όπου ήταν η προσωρινή, μετασεισμική μητρόπολη. Εκεί κάθε
Σεπτέμβρη γινόταν και το πανηγύρι «τση Κυράς τση Μερτιώτισσας».
Όταν χτίστηκε ο νέος ναός του Αγίου Νικολάου
των Ξένων, ο καθεδρικός ναός του νησιού, η εικόνα μεταφέρθηκε σ’ αυτόν και εκεί
τιμάται από τους πιστούς της.
Πολύ αργότερα και όταν η εκκλησία φορτώθηκε
με τις άσχετες με την παράδοσή μας τοιχογραφίες της, ιστορήθηκε στην πίσω μεριά
της από τον αγιογράφο Κ. Μαλλιά και το γεγονός του θαύματος της ίασης του
παραλυτικού στα Κύθηρα, όπως ήταν και παλιά.
Η ύπαρξη και η λατρεία της Μερτιώτισσας στη
Ζάκυνθο δείχνει την ενότητα των Επτανήσων, μια και η Παναγία αυτή, ως γνωστόν,
είναι η προστάτισσα των Κυθήρων. Ας την διατηρήσουμε. Είναι κρίμα να
διασπάσουμε και να διαλύσουμε τον πολιτισμό μας. Μόνο ενιαίος μπορεί να
υπάρξει. Διαφορετικά ξεκινάμε από το μηδέν.