© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΒΙΡΤΟΥΟΖΟ ΒΙΟΛΟΝΙΣΤΑ ΚΟΛΙΑ ΜΠΛΑΧΕΡ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ


Μια σπάνια συναυλία είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε στις 5 Απριλίου του 2013 στο Μέγαρο Μουσικής, στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με σολίστ έναν μεγάλο δεξιοτέχνη του Βιολιού, τον Κόλια Μπλάχερ [βλ. ανωτέρω φωτό], ο οποίος και ως εξάρχων της Ορχήστρας έπλασε ερμηνείες υψηλού επιπέδου τόσο στη Συμφωνία Χάφνερ του Μότσαρτ, όπου ανέδειξε το δυναμικό και ηρωικό της στοιχείο, όσο και στη Σερενάτα για έγχορδα του Τσαϊκόφσκι, προβάλλοντας  την ανάλαφρη καθαρότητα και κομψότητά της. Ήταν όμως αξεπέραστος στο«Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα σε ρε μείζονα έργο 61» του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν[1770-1827].   

Ένα ατυχές περιστατικό ανάμεσα στον Μπετόβεν και στον προστάτη του πρίγκιπα Λιχνόφσκι, που συνέβη στον πύργο του δεύτερου το 1806,έγινε η αιτία να διαρραγούν οι σχέσεις των δύο ανδρών και επί πλέον να διακοπεί η σημαντική επιχορήγηση που λάμβανε ο Μπετόβεν από τον πρίγκιπα. Ο Συνθέτης σε δεινή οικονομική και ψυχολογική κατάσταση  επιστρέφει στη Βιέννη και αφοσιώνεται στη σύνθεση. Ολοκληρώνει την 4η Συμφωνία του την αφιερωμένη στον κόμη Franz Von Opperdorff, την 5η Συμφωνία, τη Σονάτα για πιάνο σε φα ελάσσονα, και γράφει το μοναδικό του Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα σε ρε μείζονα, έργο 61 για  τον διάσημο βιολονίστα της εποχής και συνεργάτη του Franz Clement, στον οποίο και το αφιερώνει. Όταν όμως γίνεται η πρώτη έκδοση του έργου το 1808 η αφιέρωση είναι για το φίλο του Stefan Von Breuning. Γράφει επίσης  τα  τρία κουαρτέτα Ραζουμόφσκι, την εισαγωγή στη Ελεονόρα, Variations, L’ Infidelite de Lydie και το 4ο κοντσέρτο για πιάνο σε σολ, έργο 58.        

Η πρεμιέρα του κοντσέρτου για βιολί δίδεται στο Theater-an-de Wien της Βιέννης στις 23 Δεκεμβρίου του 1806 με σολίστ τον Clement και αποσπά κάποια ευνοϊκά σχόλια από την κριτική, σε αντίθεση με αυτά που γράφονται για τα κουαρτέτα Ραζουμόφσκι, αλλά ο Μπετόβεν με την ψυχραιμία που τον χαρακτηρίζει θα δώσει την απάντηση: «Αυτή η μουσική δεν είναι για σας! Είναι για τις επόμενες γενιές!».  

Μετά την πρεμιέρα, το αριστουργηματικό κοντσέρτου του για βιολί, που έμελλε να γίνει το δημοφιλέστερο από τα έργα που γράφτηκαν ποτέ, για αρκετό χρόνο θα περιπέσει στην αφάνεια και δε  θα έχει την αναγνώριση που του αξίζει ως τη στιγμή που ο Felix Mendelssohn, αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη, θα το παρουσιάσει υπό την μπαγκέτα του στο Λονδίνο, στις 27 Μαΐου του 1844,σε μια θριαμβευτική εκτέλεση από τον δωδεκάχρονο τότε προστατευόμενό του Ούγγρο βιολονίστα Joseph Joachim [1831-1907] κι έκτοτε θα παραμένει παγκοσμίως στην κορυφή της δημοτικότητας, δικαιώνοντας τον Συνθέτη.


Πόσο πρωτοπορεί ο Μπετόβεν φαίνεται και από το γεγονός ότι επιτρέπει στον εκάστοτε Σολίστ να αυτοσχεδιάσει στην Cadenza για να δείξει τη δεξιοτεχνική και ερμηνευτική του δεινότητα! Δεινότητα με την οποία μας καθήλωσε ο Γερμανός βιρτουόζος Κόλια Μπλάχερ! Cadenza για το κοντσέρτο αυτό έχει γραφτεί από πολλούς δεξιοτέχνες του βιολιού, συμπεριλαμβανομένου του Joseph Joachim, αλλά φαίνεται ότι εκείνη του Fritz Kreisler είναι αυτή που προτιμούν οι σολίστ. Από τους νεότερους που έχουν γράψει Cadenza είναι και ο Joshua Bell.  

Τσαϊκόφσκι
Καθώς το κοντσέρτο ξεκινά με τέσσερις μυστηριακούς κτύπους του τυμπάνου νιώθει κανείς ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγαλειώδες μουσικό μνημείο, φτιαγμένο για την ανθρωπότητα από ένα δημιουργό με τολμηρή, θεόπνευστη φαντασία που υπερβαίνει τα όρια του ιστορικού χρόνου και βυθίζεται  στα άδυτα της ψυχής και μέσα από το σκότος και τις θύελλες ανασύρει στο φως και αποκαλύπτει τη «μουσική αλήθεια» για να υμνήσει τη «θεϊκή» του αιώνιου ανθρώπου ύπαρξη και το πεπρωμένο του!

Μελωδία, ρυθμός, δραματικότητα και λυρισμός όλα τα στοιχεία οργανικά δεμένα, από την Ορχήστρα προετοιμάζουν  άριστα την είσοδο του Βιολιού. Σωστά ο Mendelssohn είχε παρατηρήσει ότι για να ερμηνεύσει κανείς αυτό το έργο θα πρέπει να απαρνηθεί το βιρτουόζο εαυτό του και να κρατήσει το Μουσικό. Αλλά, τι πειρασμός για έναν καλλιτέχνη να έχει στα χέρια του ένα τέτοιο Μουσικό Θησαυρό και ένα βιολί Antonio Stradivari, «Triton», του 1730! Όμως, ο διάσημος Γερμανός βιρτουόζος, Κόλια Μπλάχερ, αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος στο μέρος του σόλο, αλλά και απόλυτος κυρίαρχος του έργου, θα«απαρνηθεί» το δεξιοτέχνη εαυτό του, για να αναδείξει μέσα από τη σπουδαιότητα ολόκληρης της σύνθεσης, την τέλεια μορφή της, τη μυστηριώδη εκείνη δύναμη και δημιουργό πνοή της που ανυψώνεται πέρα και πάνω από την πραγματικότητα για να ανταμώσει την «ποιητική αλήθεια» και να τη μετουσιώσει σε «αλήθεια πνευματική» συγκλονίζοντας το ακροατήριο! Επί πλέον διηύθυνε με τέτοιο τρόπο την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ώστε την έκαμε ισάξιο με Εκείνον Ερμηνευτή! Το Μουσικό αυτό ήθος μόνο σε μεγάλες μορφές της τέχνης μπορεί κανείς να συναντήσει.

Αποκαλυπτόμενοι στο ταλέντο σας, κύριε Μπλάχερ, περιμένουμε γρήγορα να επανέλθετε στη χώρα μας για να μας δώσετε τη χαρά μιας νέας καλλιτεχνικής μυσταγωγίας με το μαγικό σας Stradivari! 

Απόστολου Θηβαίου: ΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΣΙΓΗΣ. Μια αναφορά στο αφήγημα του Νίκου Καββαδία «Λι»


Στο ταξιδιωτικό εγχειρίδιο «Αλεξάνδρεια» με τις κριτικές και βιωματικές αναφορές στην όψιμη, αλεξανδρινή εποποιία, ο Γάλλος συγγραφέας Ροντώ, αναφέρεται στα περίφημα «εκ των πλοίων βιβλία». Πρόκειται για την περιφραστική περιγραφή μιας συνήθειας ικανής να αναδείξει την προσήλωση των Αιγυπτίων της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας προς μια πνευματικότητα οικουμενική. Ένας είδος δηλαδή πληροφόρησης μες στις παροχές του οποίου διεκρινίζονταν οι σημασίες και οι άπειρες σημάνσεις των πραγμάτων. Με τούτο τον τρόπο, την υποχρέωση δηλαδή των ταξιδιωτών, οι οποίοι κατέφταναν στο θρυλικό λιμάνι του Φάρου να παραδώσουν τα ιδιόκτητα βιβλία τους προς αντιγραφή και καταχώρηση στη φημισμένη βιβλιοθήκη, η Αλεξάνδρεια εκδήλωνε έναν συγκεντρωτισμό, ολότελα διάφορο από εκείνον με τον οποίο η ιστορική μνήμη μας εξοικείωσε. Μιλούμε για τον συγκεντρωτισμό του πνεύματος, μια διαρκή φροντίδα για την ευρύτητα και την ολοκλήρωσή του.

Σε τούτα τα εγχειρίδια ανήκει το λεπτό και αισθητικό αφήγημα του Νίκου Καββαδία με το μονοσύλλαβο, εντόπιο τίτλο «Λι». Πρόκειται για την καταγραφή της σχέσεως του συγγραφέα με ένα από τα παράξενα κορίτσια των ποταμών, εκείνα που φέρουν στη στάση και την ευαισθησία τους την πειθαρχία της Ασίας, την οικειοποίηση με τους πολυπληθείς και ανεξερεύνητους τόπους, τις αλλόκοτες συνήθειες και τα εξωφρενικά τοπία. Το δεκάχρονο κορίτσι που επισκέπτεται τον ασυρματιστή κατά τις ημέρες της αναγκαστικής διαμονής τους στον πολύβουο λιμένα συνιστά έναν φορέα του ασιατικού μυστικισμού. Το πρόσωπό της περιβάλλει η ίδια εκείνη μεταφυσική, ένα είδος αλληγορίας δηλαδή, μια λογική παρενδυσία η οποία καλείται να κομίσει στον αναγνώστη την ειδική δυναμική του τόπου και κυρίως των ανθρώπων του. Σε όλο το μήκος της γραφής, πραγματοποιούνται κάθετες τομές, απότομες εμβαθύνσεις που φέρουν το στοιχείο της ψυχολογικής σήμανσης, αποθεωμένες στιγμογραφίες με στην απλότητα του καθημερινού, περιγραφικού λόγου, οι οποίες πάντοτε θα μεριμνήσουν για τη μεγέθυνση της κατάστασης. Ο χρόνος συνιστά με άλλα λόγια, μια εκφορά της ανείπωτης ψυχολογίας, όπως ετούτη ενσαρκώνεται μες στα όρια ενός λανθάνοντος ερωτισμού, μιας πατριαρχικής, στοργικής αγάπης, αμίμητης και ανεπανάληπτης, καθώς εκείνες οι απροσδόκητες γνωριμίες που συμβαίνουν μόνο όταν τηρείται ο νόμος της σιγής. Ακόμα και αν ο χρόνος προσδιορίζεται μες στις αναφορές του Καββαδία, εντούτοις ετούτη η λογική έκθεσή του καθίσταται στοιχείο δευτερεύον, ένα είδος εξωτερικού χαρακτηριστικού, μια τεχνική λεπτομέρεια η οποία μεριμνά για την επαναφορά του αναγνώστη στο λογοτεχνικό παρόν, όταν πια έχουν σημειωθεί οι φυσικές, ψυχικές παύσεις με τα μεγάλα, ερωτικά και ανθρώπινα νοήματα. Θα μπορούσαμε δίχως να αυθαιρετήσουμε, να ανακαλέσουμε την ουσιώδη εκείνη παρατήρηση του Σπύρου Ζαμπελίου περί του προχωρήματος δηλαδή της σκέψης, μιας μεταστάσεως της ίδιας της γλώσσας. Ετούτη η κατάσταση δεν μπορεί παρά να αναδείξει τη συνέπεια ενός λόγου απλού. Συνέπεια καλείται κάτι το οποίο μπορεί να παραμείνει, σηματοδοτώντας διαχρονικά την τραγικότητα, το κωμικό ή την ουδετερότητα μιας αφορμής. Ας επιτρέψουμε την αναγωγή της τελευταίας αυτής παρατήρησης στην ίδια τη γλώσσα και την πολλαπλή δυναμική του λεκτικού υλικού, όταν επιστρατεύεται με όλη την αισθηματική ένταση. Μια αντιστοιχία με την ελλειπτική γλώσσα, τις μονοσύλλαβες απελπισίες των εραστών, όπως τις θεώρησε η Βιρτζίνια Γουλφ.
Η εξέλιξη του αφηγήματος του Καββαδία συνιστά μια βαθιά, ανθρώπινη υπόθεση, μαρτυρώντας τις ίδιες τις φιλοσοφικές αφετηρίες του σπουδαίου λογοτέχνη. Η Λι, το δεκάχρονο κορίτσι θα παραμείνει δέσμια της ασιατικής μυσταγωγίας, εκπληρώνοντας πριν από όλα εκείνο το οποίο με τόση διαφάνεια ανέδειξε ο Μαλαρμέ. Μια ας πούμε πίστη στο ανθρώπινο θάρρος, είτε ετούτο συνεπάγεται μια ώθηση, είτε πάλι οριοθετεί την έννοια της θυσίας. Η διακριτική δραματικότητα του συγγραφέα, εκπληρωμένη μες στη φωνητική γλώσσα του αφηγήματος αναδεικνύεται ως σύμβολο, μαρτυρώντας εκείνη την ανθρώπινη και αδιευκρίνιστη ενοχή. Στην ίδια την κατάληξη του αφηγήματος, -μια επιβεβαίωση της αντίστροφης αναλογία ανάμεσα στην λογοτεχνική ποιότητα και την έκτασή της-, η γλώσσα παρακολουθεί το μόρφωμα της λύπης, το θάνατο που συντελείται ανεπαίσθητα, καθώς τόσο εύστοχα συνέλαβε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ένας ευθύς συσχετισμός μεταξύ του ανθρώπου και της ερημιάς του. Τα πρόσωπα του έργου θα παραμείνουν ακηλίδωτα, διαυγή από το αμάρτημα του έρωτα, όπως εννοείται με τους όρους μιας άμεσης και κοινής ηθικής. Η μνήμη συνιστά το μόνο καταφύγιο, τη μόνη παρηγοριά για το ανεκπλήρωτο.
Καθώς παρατηρούμε τα ιδεογράμματα της κινέζικης γλώσσας και αναγνωρίζουμε την πρόθεση να καταστεί η αφήγηση η ίδια το σύμβολο και η αφετηρία, κατανοούμε την πρόθεση του δημιουργού να επιβεβαιώσει τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, τον ανεδαφικό, τον «απ’ αλλού φερμένο». Ο σπουδαίος, Έλληνας αισθητής με την ανταπόκριση του όρου σε ανθρώπινα μεγέθη, επισήμανε κάποτε μια σπουδαία αλήθεια. Με τούτη ολοκληρώνουμε το σχόλιό μας στο βαθύτατα ανθρώπινο και ψυχολογικό αφήγημα του Νίκου Καββαδία.
«Υφίσταται η γραφή και εμείς διαβάζουμε και τούτο αρκεί για να πειστούμε πως δεν ζούμε ακέραια τη ζωή μας».

Related Posts with Thumbnails