Πολλοί είναι αυτοί που ρώτησαν, κατά την διάρκεια των τριήμερων γιορτών της «Γκιόστρας τ’ Άϊ - Γιωργιού», που μ’ επιτυχία φέτος διοργάνωσε για πρώτη φορά, από 23 έως 25 Απριλίου, η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, για το ποια ήταν αυτή η περίφημη εκκλησία του Πετρούτσου, στην οποία γίνονταν οι ιππικοί αγώνες του πανηγυριού του Τροπαιοφόρου Μεγαλομάρτυρα και σε ποιο ακριβώς σημείο της πόλης μας βρισκόταν, πριν τον καταστρεπτικό και ανελέητο σεισμό του ισοπεδωτικού, με όλες τις σημασίες και ερμηνείες της λέξης, εκείνου Αυγούστου του 1953.
Σκέφτηκα, λοιπόν, για την ιστορία και μόνο, σ’ αυτό το βδομαδιάτικο κείμενό μου να βρω κάποια στοιχεία από τις υπάρχουσες πηγές και κυρίως από τα βιβλία των Λεωνίδα Χ. Ζώη και Ντίνου Κονόμου, να τα συρράψω και να σας τα προσφέρω σήμερα, φίλοι αναγνώστες, για την ενημέρωσή σας, καθώς και για την υποχρέωση που έχουμε όλοι για την γνώση του παρελθόντος μας και του πολιτισμού μας, γιατί ένα αληθινό μουσείο ήταν και αυτή η προσεισμική ιερή στέγη του τόπου μας, καθώς και ένα κόσμημα της νότιας πλευράς της πόλης μας, μαζί με δεκάδες άλλες, που βρίσκονταν στην περιοχή.
Ανοίγοντας, όμως, πρώτα απ’ όλα, το πολύτιμο, μετά την θεομηνία, βιβλίο του Ντίνου Κονόμου «Ναοί και μονές στη Ζάκυνθο», το οποίο εκδόθηκε με χορηγία της τότε Ιονικής και Λαϊκής Τραπέζης Ελλάδος, το 1964, κόλλησε η προσοχή μου στην τελευταία παράγραφο του κειμένου και με τίποτα άλλο δεν μπόρεσα ν’ ασχοληθώ.
Η εκκλησία, βέβαια, και κατά τις πληροφορίες του χαλκέντερου ιστορικού του νησιού μας, ήταν στολισμένη με αξιοθαύμαστα έργα τέχνης, που ευτυχώς διασώθηκαν και σήμερα βρίσκονται στο νέο μας Μουσείο, την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και τον ναό της Αναλήψεως, ο οποίος της χρωστά και το ξυλόγλυπτο και χρυσωμένο της τέμπλο. Μα πού ν’ ασχοληθείς με την από αυτήν προερχόμενη πολυπρόσωπη Αποκαθήλωση του Νικολάου Κουτούζη ή τον ανάγλυφο στο ασημένιο βατσέλι Καβαλάρη, που σκοτώνει τον δράκοντα και είναι έργο του «επιστήμονα» Γεωργίου Ιωάννου Αρβανιτόπουλου, καθώς η διακριτική υπογραφή του βεβαιώνει, όταν στο τέλος της καταγραφής διαβάζεις την μεγαλύτερη καταστροφή και την πιο άδικη ισοπέδωση. «Ο ναός, αν και πληγωμένος», μας πληροφορεί κατασυγκίνητος ο Ντίνος Κονόμος, «έμεινε όρθιος με την συμφορά του 1953. Εν τούτοις, ενώ μπορούσε ν’ αναστηλωθή, έριξαν άφθονο δυναμίτη και τον γκρέμισαν!». Να γιατί, όπως και παλιότερα έχω γράψει, εκτός από την θεομηνία του Εγκέλαδου και της πυρκαγιάς, υπήρχε, τότε, όπως και πάντα στην μεθενωτική ιστορία μας, η ανθρωπομηνία της αδιαφορίας και της αδηφαγίας!
Ο Άϊ - Γιώργης του Πετρούτσου θα μπορούσε να είχε σωθεί, καθώς και πολλά άλλα χτίρια της πόλης μας και του νησιού μας, αν ο σεισμός του 1953, εκτός των άλλων, που τον κάνουν να διαφέρει απ’ όλους τους προηγούμενους, δεν είχε συμπέσει με την εποχή των πνευματικά ισχνών αγελάδων της νεοελληνικής τσιμεντοποίησης, μεταδοτικής νόσου, από την οποία υποφέρει ακόμα και σήμερα και αυτό το λεγόμενο «Κλεινόν Άστυ». Και αυτή η αρρώστια, απ’ ότι αποδείχτηκε, είναι χειρότερη και από την πανούκλα, γι’ αυτόν δεν μπορεί να την διώξει, όπως συνέβη παλιά στο νησί μας με την τελευταία ο έφιππος Τροπαιοφόρος, ούτε να την κατατροπώσει με το κοντάρι του, μια και δεν είναι θεριό, όπως στην εικόνα του, αλλά Λερναία Ύδρα, που ένα κεφάλι της κόβεις και εφτά της βγαίνουν. Εδώ αδυνατεί και αδιαφορεί ακόμα και το Θείον!
Αλήθεια, για σκεφθήτε, αν σ’ αυτήν την απρόσωπη και δίχως παρελθόν πόλη, που η μοίρα μας έλαχε να ζούμε, υπήρχαν, αν όχι αναστηλωμένα κάποια κτίρια της ιστορίας μας, έστω αυτά τα ελάχιστα που από μόνα τους αντιστάθηκαν και σώθηκαν, πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή και η καθημερινότητά μας; Αναλογισθήτε πόσο πιο ανθρώπινο θα ήταν το σκηνικό και το ποια ευθύνη θα μας κληροδοτούσαν τα εναπομείναντα αυτά οικοδομήματά του.
Σήμερα, εκτός από τον Άγιο Νικόλαο του Μόλου, την με την ποιητική ονομασία, αλλά μη ποιοτική αδιαφορία, Κυρία των Αγγέλων και την αποκαταστημένη, με τα μέτρα των δυνατοτήτων, Φανερωμένη, όλες οι άλλες εκκλησίες μας, με κορυφαία αυτήν του Πολιούχου μας, υψώνονται αδιαφορώντας για την αρχιτεκτονική μας παράδοση και ιδιαιτερότητα, αψηφούν πέντε, περίπου, αιώνων αρχιτεκτονική δημιουργία και έχουν αυτομολήσει σε μια ισοπεδωμένη, στρατιωτικού ρυθμού, μπετόν αδιαφορία, άσχετες υβριστικά με τα σπαράγματα της καλαισθησίας όπου φιλοξενούν.
Η τρίμορφη Αποκαθήλωση του πολυτάλαντου Νικολάου Κουτούζη, της πάνω ζώνης της προσπετίβας της μετασεισμικής Ανάληψης, του κέντρου της Χώρας και της ενορίας μου, αναζητά καθημερινά τις ομογάλακτες και δίδυμες αδελφές της, που εκτίθενται στις αίθουσες του Μεταβυζαντινού μας Μουσείου, της πλατείας Σολωμού. Είναι απαρηγόρητες συγγενείς χωρισμένες! Θα μπορούσαν να είναι μαζί αχώριστες στον τόπο που για εκείνον τις δημιούργησε ο καλλιτέχνης τους. Όμως αυτός, όπως μάς διέσωσε ο Κονόμος και διηγούνται οι παλιότεροι, έπεσε θύμα πυρπολητών, που με πυρίτιδα, όπως οι βάρβαροι, ανατίναξαν και τα θεμέλιά τους, πιστεύοντας ίσως πως έτσι θα εξαφανίσουν το παρελθόν που δεν τους ταίριαζε.
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου ανατινάχτηκε από μια αγράμματη και καθόλου ευαίσθητη εξουσία και μαζί της εξαφανίστηκαν νοοτροπίες και μνήμες.
Στο Άγιο Βήμα, μάς διασώζει ο Κονόμος και πάλι, υπήρχε ένας Εσταυρωμένος με το κεφάλι γερμένο, όπως είναι και το σωστό, εμπρός, εντελώς θλιμμένος, λες και γνώριζε την καταστροφή που θα ακολουθούσε. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάπου σήμερα. Μα και αν υπήρχε, πού θα στεκόταν και ποιοι θα καταλάβαιναν την πρότασή του; Η τηλεοπτική μας αισθητική προτιμά άλλες ισοπεδώσεις και η απομάκρυνσή μας από τις ρίζες μας δεν αντέχει σταυρούς και προβληματισμούς. Οι εικόνες μας είναι πολλές και της μιας χρήσης. Έχουν ημερομηνία λήξης. Όπως η τέχνη μας. Όπως η ζωή μας.
Την Παρασκευή 23 Απριλίου, στις 7.30 το βράδυ, η «Παραλιακή» μας ύβρις έγινε και πάλι ευχετική «Στράτα Μαρίνα» με τους ήχους των τυμπάνων της Γκιόστρας. Το κέντρο μας και πάλι «Φόρος». Με τα ποδοβολητά, όμως, των αλόγων το φαρί της εικόνας του εαρινού και πασχαλιάτικου Αγίου, δεν μπόρεσε να ξεκινήσει και αυτό, για να τ’ ακολουθήσει και να συναγωνιστεί μαζί τους. Ο τόπος του είχε καταστραφεί όχι από τον σεισμό και την φωτιά, αλλά από την εκδικητική μπαρούτη των ανθρώπων που τόσα χρόνια προστάτευε και κάποτε είχε σώσει από επιδημία. Ο ίδιος δε ο παγκόσμιος καβαλάρης του ήταν μετανάστης στην ασπλαχνία του μπετόν και ντρεπόταν τον Τετραήμερο στεγαστή του ν’ ανοίξει την πόρτα και να φύγει. Μα και αν το έκανε πού θα πήγαινε; Τριπλοπαρκαρίσματα και αναίδεια θα του έκλεινα τον δρόμο, ενώ μπορεί να ζήταγαν για βόλτα και το ζώο του κάποιοι ανενημέρωτοι και θρασείς τουρίστες.
Ο Άι - Γιώργης του Πετρούτσου δεν υπάρχει πια, όχι επειδή τον γκρέμισε ο σεισμός ή τον έκαψε η φωτιά, αλλά επειδή ενοχλούσε την απύθμενη πνευματική μας φτώχια, που ακολουθεί την μέθοδο της αποκοπής αυτού που προεξέχει, για να θεμελιώσει την αυτάρεσκη δημοκρατία της. Αν βρισκόταν στην θέση του, κάποια γωνιά του προσώπου της πόλης μας θα κρατούσε κάτι από την παλιά ομορφιά της. Τώρα παρουσιάζει ένα προσωπείο, κατεστραμμένο από βιτριόλι και -λόγω της ασχήμιας της- πουλιέται φτηνά ή και χαρίζεται.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τελευταία, μετά την «Γκιόστρα τ’ Άι - Γιωργιού», σαν βλέπω τις ρημαγμένες πλάκες της Πλατείας Ρούγας, θυμάμαι τις πυρπολημένες πέτρες του Πετρούτσου. Πιστεύω μάλιστα πως και αυτές είναι αποτέλεσμα αυτής της αναίσχυντης ανατίναξης.
Μακάρι να είναι το τελευταίο θύμα της.
*** Οι τρεις εικόνες είναι λεπτομέρειες από τον ίδιο πίνακα, το έργο του Διονυσίου Τσόκου "Βάφτιση σε ζακυνθινή εκκλησία".