1
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
RUPERT BROOKE (1887-1915)
Σ’ ἀνέβασε ἀπ’ τὴ θάλασσα ἡ ψυχή μου
κι ἀπόθεσε ἐδῶ τὸ ἄψυχο ποιητικό σου σῶμα
κι ὕστερα ἔβαλε νὰ φρουροῦν τὸν ἥσυχό σου ὕπνο
ἐλιὲς καὶ θάμνους σκύλους ἀπὸ τὴν πατρίδα
ποὺ σὲ υἱοθέτησε μὲ τὴ δεύτερη
- τὴν ὁριστικὴ πιά – γέννησή σου
κι ἔτσι σὲ τρεῖς χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τώρα
θἄσαι κι ἐσὺ ἕνας ἀκόμα ἀρχαῖος ἕλληνας.
Πάντως ἐκεῖ ποὺ τώρα ἀναπαύεσαι εἶν’ ἡ πατρίδα
κι εἶναι γιὰ ὅλους μας κοινὸς ὁ οὐρανός της.
Τρεῖς Μποῦκες Σκύρου
31.8.11
2
ΜΝΗΣΘΗΤΙ
Κύριε, μνήσθητι πάντων ἡμῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ σου∙
ὅσων θυμᾶμαι ἐπειδὴ ἀγαπῶ
κι αὐτῶν ποὺ δὲν τοὺς ἀγαπῶ ἀρκετὰ
ἀλλὰ κι αὐτῶν ἀκόμα ποὺ ἀγνοῶ
κι ὅμως θὰ ἤθελα τόσο πολὺ νὰ ἀγαπῶ
γιὰ νὰ μπορῶ κι αὐτοὺς νὰ τοὺς θυμᾶμαι.
2.9.11
3
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΝΙΤΣΑΣ
Ζωὴ σὰν καλοκαίρι
κάτω ἀπ’ τὴν κληματαριὰ
στὴν αὐλὴ τῆς κυρα-Νίτσας
ὅπου θὰ δυσκολευόμουνα
ἀκόμα καὶ νὰ μετακινηθῶ
λίγο δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ
ἀπὸ τὸν φόβο νὰ μὴ χάσω
ἕνα ξαφνικὸ αἴσθημα παραδείσου.
Τελικά, ἡ πιὸ ὀδυνηρὴ συνέπεια
τῆς πτώσης εἶναι ποὺ ζεῖς τὴν Κόλαση
μὲς τὸν Παράδεισο.
Ἁι-Νικήτας Λευκάδας
18.7.11