Τα χελιδόνια πετούσαν χαρούμενα
και με το γλυκό κελάϊδημά τους ανήγγειλαν την αυγή…
Ο Γιώργης ξαπλωμένος στην
πολυθρόνα του κάπνιζε με νωχέλεια ρεμβάζοντας το στριμένο τσιγάρο του, ενώ από
το ανοικτό παράθυρο του δωματίου του εισήρχετο η πρωινή δροσιά και αύρα.
Μέσα
στη μνήμη του ήταν ζωγραφισμένη η βίαιη σκηνή που παίχτηκε το προηγούμενο βράδυ
με το πατέρα του.
Πολλές σκέψεις του πλημμύριζαν
τον νου, άλλες μαρτυρικές και άλλες επιπόλαιες. Θα μ’ αφήσει πλέον στη Τύχη
μου; μονολογούσε.
Αυτά σκεπτόταν όταν έξαφνα η
θύρα του δωματίου του ήνοιξε.
Ήτανε ο πατέρας του. Προχώρησε
σιγά και ήλθε και κάθησε κοντά στο γυιό του.
-Παιδί
μου –του είπε– σε μια στιγμή… γίνου καλός άνθρωπος, σε συγχωρώ για ότι
διέπραξες μέχρις σήμερον… απ’ εδώ και πέρα άνοιξε μία νέα ζωή για να φανής εξυπηρετικός
στην κοινωνία και αγαπητός στο γέρο πατέρα σου…
Δεν
έχει ανάγκη η κοινωνία από μέ –σάρκασε ο αμετανόητος γυιός όσον όμως αφορά εσέ,
στα έχω πή και άλλοτε…
Τρελλός
από την απελπισία του ο γέρο πατέρας, πλησίασε τον γυιό του και τον ώθησε
βίαια… Καταστρεπτικό παιδί –του είπε– που άνοιξες στην οικογένειά σου εις
ένδειξιν αγάπης και σεβασμού μίαν ατέλειωτη πληγή μαρασμού – πότε θα διορθωθής;
Και μετ’ ολίγον ενώ απήρχετο ακούστηκε…
-Δεν
σου δίνω άλλο λεφτά να τα παίξης ή να τα
διασκεδάσης με άτιμες γυναίκες, αρκετά σε πλήρωσα μέχρις σήμερα.. Και εξήλθε
του δωματίου. Ώστε δεν μου δίνει άλλο χρήματα είπε σχεδόν μουρμουρίζοντας ο Γιώργης
και πήρε μία απροσδόκητη απόφασι. Έπειτα από μία ώρα ο Γιώργης έφευγε για πάντα
από το πατρικό σπίτι. Ο πατέρας του τον ζήτησε παντού, ο Γιώργης όμως είχε χαθεί…
Ο
καιρός πέρασε οι μήνες διεδέχθησαν τους χρόνους και η μονότονη ζωή τραβούσε την
ατέλειωτη αιωνιότητα…
Λησμονησμένος
σε μια γωνιά βρισκόταν κουρελιασμένος και έρημος ένας αλήτης. Μέσα στο αλαγμένο
από τη ζωή πρόσωπόν του έλαμπαν δύο μαύρα μάτια, δύο ασύλληπτα μάτια… Είναι ο
Γιώργης…
Κατεστραμμένος
καθώς ήταν, διωγμένος μόνος από τον πατέρα του τράβηξε το δρόμο του αλήτη∙ και
ξεχάστηκε χρόνια μέσα σ’ αυτόν…
Ξεχασμένος
μέσα στη συμφορά του, βάλθηκε σε αναμνήσεις κείνη τη στιγμή. Θυμήθηκε το γέρο
πατέρα του –που πληγωμένος κατάκαρδα από τον άσχημο δρόμο που είχε χαράξει στη
ζωή του, έμενε πλέον μόνος χωρίς αυτόν τον παρήγορον άγγελον της ζωής
του..Θυμήθηκε την πεθαμένη μάννα του, που η σκιά της ερχόταν τη νύκτα να του
χαϊδέψη ευχάριστα και μ’ αγάπη τα κατάξανθα μαλλιά του.. Θυμήθηκε το
απορφανισμένο σπιτάκι του∙ και τι δεν θυμήθηκε.. μα δεν βρέθηκε κανείς να τον μαζέψη
από το βόρβορο; Όλοι έκαναν πως δεν τον ήξεραν κι’ ο Γιώργης δάκρυσε κείνη τη
στιγμή… Ώ! αυτό το δάκρυ του αμαρτωλού!... Έξαφνα τα μάτια του έλαμψαν και
πήραν μια αλλόκοτη έκφρασιν. Και πήρε μία αλλόκοτη απόφασι να γυρίση στο πατρικό
σπίτι και ως έτερος άσωτος του Ευαγγελίου να ζητήση συγγνώμην και έλεος από τον
πατέρα του. Με μόνην την ιδέαν ότι θα απηλλάσσετο πλέον των ελέγχων της συνειδήσεως
και ότι θα ελάμβανε την συγγνώμην και ευλογίαν του πατρός του εβάδισεν τον
δρόμον προς την εξιλέωσιν…
Και
έφθασε στο πατρικό σπίτι. Η πόρτα αμπαρωμένη, κλειστή, αραχνιασμένη. Χτύπησε
δυνατά, δεν έλαβε όμως απάντησι. Μία φρικτή και αλλόκοτη ιδέα πέρασε από το
μυαλό του και ήτις δεν άργησε να πιστοποιηθή… Καθώς περνούσε μια γρηούλα τη
ρώτησε ευγενικά αν καθόταν στο σπίτι αυτό κανένας. Η γρηούλα τον κύτταξε. Μα
γιατί τον κυττούσε έτσι παράξενα; Έτσι σε μια στιγμή του είπε.. –είναι παιδί
μου αυτό το σπίτι έρημο, μοναχικό, είναι το σπίτι της δυστυχίας.. μη το πλησιάζης,
θα σου φέρη μόνο συμφορά. Από την μέρα –είπε συνεχίζοντας η γρηούλα– που πέθανε
ο γέρο οικοκύρης και το σπίτι κλείστηκε από το Δημόσιο, γιατί σημείωσε παιδί
μου χάσανε οι αρχές τον κληρονόμο του γέρου, το νεαρό παιδί του… και έτσι και
το σπίτι έμεινε και αυτό απορφανισμένο.. μη το πλησιάσης παιδί μου ακούστηκε
πιο πέρα μουρμουρίζοντας η γρηούλα.
Ο
Γιώργης έμεινε εκστατικός και άναυδος στη θέσι του ώστε αυτός ήτο ο ένοχος; Και
γυρίζοντας το πρόσωπο από το σπίτι αυτό κύτταξε τον απέραντο δρόμο - ο δρόμος του αλήτη ανοίχτηκε γι’ αυτόν ευρύς. Μια μέρα
ένα πνιγμένο πτώμα βρίκανε σ’ ένα ποτάμι∙ ήταν ο Γιώργης.
Κανείς
δεν έμαθε το τέλος του η ιστορία κλείστηκε.. ο άμυαλος γυιός που καταδίκασε
μόνος τον εαυτόν του βρέθηκε πνιγμένος…
Ν.Κ.
Σαν
σκυλί στο αμπέλι
Ο
Ντίνος Κονόμος στο διήγημά του ο Χαμένος
Αλήτης, πραγματεύεται και διασκευάζει μια αρχαία ιστορία που στην ελληνική
κουλτούρα ενσωματώθηκε μέσα από την παραβολή του Χριστού. Ο συγγραφέας του Χαμένου Αλήτη, Ν. Κονόμος γράφει συνειδητά μία ιστορία, η
οποία εκτυλίσσεται παράλληλα με την παραβολή του ασώτου υιού. «…ως έτερος
άσωτος του Ευαγγελίου …» παρομοιάζει τον ήρωά του. Η πλοκή της ιστορίας είναι
ίδια, με τη διαφορά ότι ο Ν. Κονόμος αλλάζει κάποια γεγονότα και πράξεις που
φέρουν μια κατάληξη διαφορετική από αυτή της παραβολής. Όμως, και η κατάληξη
του Κονόμου, παρόλο που είναι διαφορετική περνάει ακριβώς το ίδιο μήνυμα που περνάει
και η παραβολή.
Στην παραβολή είναι δύο αδέρφια,
ο ένας εκ των οποίων παίρνει το μερίδιο της περιουσίας του και φεύγει. Στον Χαμένο Αλήτη υπάρχει μόνον ο μοναχογιός
που μετά από σπατάλες και ασωτίες εγκαταλείπει τον γέρο πατέρα του, και φεύγει
αδέκαρος και κουρελής. Στην παραβολή όταν τελειώνουν τα χρήματα επιστρέφει μετανοημένος,
ενώ στον Χαμένο Αλήτη οι τύψεις και
οι ενοχές τον οδηγούν στην επιστροφή. Στην παραβολή υπάρχει happy end, ο μόσχος ο σιτευτός, το παράπονο του
καλού αδελφού και τέλος το μεγάλο δίδαγμα, ενώ στον Χαμένο Αλήτη βλέπουμε το κακό τέλος της ίδιας ιστορίας. Όταν ο
αλήτης γυρίζει δεν βρίσκει κανέναν και τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία
ήταν ο μοναδικός κληρονόμος, πιθανώς, και να έχουν κατασχεθεί από το Δημόσιο.
Το μεγάλο δίδαγμα, πάντως, και εδώ, είναι το ίδιο με της παραβολής.
Στην ουσία, ο Ν. Κονόμος
ξαναγράφει την παραβολή του Χριστού, όμως άλλα είναι τα χρόνια του Χριστού και
οι παραδόσεις που δένουν τις εβραϊκές οικογένειες και άλλα τα χρόνια του Ν. Κονόμου
(το 1936 πρωτοδημοσιεύτηκε) που όφειλε τουλάχιστον να μας ενημερώσει
στοιχειωδώς για την κοινωνική τάξη αυτής της οικογένειας. Άρα λοιπόν ο Ν.
Κονόμος όταν γράφει τον Χαμένο Αλήτη
έχει στο μυαλό του μία αρχοντική οικογένεια που λειτουργεί με τα στερεότυπα της
κοντέικης οικογένειας.
Αυτή η απειλητική ιστορία που
αναπαράγεται από τον Χριστό μέχρι σήμερα, αφορά μονάχα τα παιδιά των πλουσίων
που αν εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία θα βγουν χαμένα. Το πρόβλημα,
λοιπόν, με την παραβολή του ασώτου αλλά και με τις διασκευές της, όπως αυτή του
Κονόμου, είναι ότι μιλάνε γενικά για την οικογένεια και όχι ειδικά για την
πλούσια ή πάμπλουτη οικογένεια. Σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως οι
περισσότερες οικογένειες σε κάθε χώρα ξεχωριστά και συνολικά σε όλο τον πλανήτη,
είναι φτωχές ή πάμπτωχες, οπότε ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει κανείς από τη μάστιγα
της φτώχειας και της πείνας, δεν είναι παρά να εγκαταλείψει την οικογένειά του,
με στόχο ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε και κάτι άλλο
που καταρρίπτει την εβραϊκή (για τους Έλληνες παραδοσιακή) λειτουργία της
οικογένειας. Γνωρίζουμε πως κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να δοκιμάσει τις
δυνάμεις του μέσα στον κόσμο και να μετρήσει τις αντοχές του, να αξιοποιήσει τα
ταλέντα του και αν τέλος επιθυμεί να σταματήσει και τη λειτουργία της ίδιας του
της ζωής.
Στο τέλος του έργου ο Αλήτης του
Ν. Κονόμου αυτοκτονεί; Αυτό δεν το ξέρουμε, είναι όμως πολύ πιθανό, αφού η
ιστορία αυτού του αυτοκαταστροφικού ανθρώπου τελειώνει ως εξής: Κανείς δεν έμαθε το τέλος του η ιστορία
κλείστηκε…Ο άμυαλος γιος που καταδίκασε μόνος του τον εαυτό του βρέθηκε
πνιγμένος…». Ο Κονόμος που γράφει
αυτή την ιστορία, από κοινωνικά, συντηρητική σκοπιά και θρησκευτική ηθική,
απαξιώνει να μας περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ή αυτοκτονεί. Η
λαϊκή φράση επήε σα σκυλί στο αμπέλι είναι
αυτή που φαίνεται να εκφράζει τον Κονόμο. Ο Αλήτης του έμεινε απελπισμένος και
γεμάτος ντροπή από τις ενοχές του. Λογοτεχνικά θα μπορούσε ή να κρεμαστεί ή να
πνιγεί, αλλά αφού αυτό δεν θα τον δικαίωνε, και αυτός ο ήρωας δεν είναι πρότυπο
αλλά παράδειγμα προς αποφυγήν, ο δημιουργός του Ν. Κονόμος θα τον αφήσει να πάει άκλαφτος, σαν το σκυλί στο αμπέλι.
Ζ.Σ.
[1] Προδημοσιεύτηκε
στη ζακυνθινή εφημερίδα «Εμπρός», αρ.
φ. 13/19–7–1936. Εδώ
ανθολογείται από τον πρώτο τόμο (πρωτόλεια 1935-1944) με τίτλο «ΝΤΙΝΟΥ
ΚΟΝΟΜΟΥ ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 1935-1990». Η εισαγωγή τα σχόλια και η επιμέλεια είναι
της Γεωργίας Κόκλα-Παπαδάτου. Έκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ζακύνθου.
Ζάκυνθος, 1993.