© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Οι «άνθρωποι τση παρεθύρας»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Για τους «ανθρώπους τση παρεθύρας» πρώτος μας μιλά ο αξιομνημόνευτος Ανδρέας Γαήτας σε χαμένο πια χειρόγραφο κώδικάς του, αποσπάσματα του οποίου μας διέσωσε και πρωτοδημοσίευσε σε διάφορες εργασίες του και κυρίως στον τόμο «Λαογραφικά» της πολύτιμης και πολύτομης ιστορικής σειράς του, η οποία δυστυχώς, λόγω του θανάτου του, έμεινε ατελείωτη, ο χαλκέντερος ερευνητής και ιστοριοδίφης Ντίνος Κονόμος.

Τους πρωτοσυνάντησα και η ύπαρξή τους μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση σε μια από τις πολλές σημειώσεις του παραπάνω σημαντικού συγγραφέα στο βιβλίο του «Νικολός Κουτούζης, Μυθιστορηματική Βιογραφία», που από τις εκδόσεις Α. Καραβία κυκλοφόρησε το 1974, ρίχνοντας περισσότερο φως στην μορφή του ιδιόρρυθμου παπά, ζωγράφου και σατυρικού ποιητή, που η μορφή του και η εν γένει παρουσία του στιγμάτισε την τέχνη της Ζακύνθου και την ζωή των κατοίκων της. Εκεί ο ακαταπόνητος Κονόμος μάς ενημερώνει πως ο πιτόρος με την συνεχώς ακονισμένη γλώσσα των στίχων του, η οποία του στοίχισε το ιστορικό φρεζάρισμα, με τα ανεξίτηλα σημάδια, πληγές του δανδισμού του, μάθαινε όλα τα νέα του εχθρού του, του «Μούλου του Μαρτινέγκου», του Γιαννάκη, από τους εύκαρπους πάντα στο Τζάντε αυτούς ανθρώπους.

Δεν έκατσε καλά και η συνέχεια ακολούθησε τον κλασσικό για την εποχή δρόμο. Μια νύχτα ένας μπράβος του Μαρτινέγκου, θέλοντας να τον εκδικηθεί και να του κλείσει το στόμα, του έριξε στο πρόσωπο την μπουλέτα, η οποία ήταν ένα … βιτριόλι της εποχής. Του χάλασε το πρόσωπο κι έτσι ο ωραιοπαθής καλλιτέχνης με τα επιβλητικά χρώματα και την αθυρόστομη γραφή του, μη αντέχοντας την σημαδεμένη εμφάνιση και την λαϊκή κατάταξη, που θα τον ανάγκαζε το απαραίτητο πια μούσι – προσωπείο, ιερώθηκε και στο εξής, εκτός από τον μουσαμά τον τελαρωμένο, θα υμνούσε το θείο και στο ναό, έστω και με «κούφιες» ιερουργίες!

Μα σκοπός του σημερινού μας κειμένου δεν είναι η μορφή και η προσωπικότητα του φημισμένου εκπροσώπου της σημαντικής, ιδιαίτερα για μας του ιόνιους, επτανησιακής σχολής της ζωγραφικής, της παράλληλης και ομόκεντρης με τις εξάρσεις στις άλλες μορφές της τέχνης, αλλά οι «άνθρωποι τση παρεθύρας», οι οποίοι μας έγιναν γνωστοί ή πιο σωστά μας επανέκαμψαν μέσα από την βιογραφία του τελευταίου.

Τι ήταν αυτοί; Τον χαρακτηρισμό τους και το με λέξεις – έτσι για να μην παρεξηγηθεί ο ευέξαπτος Κουτούζης – πορτραίτο τους μας το διασώζει ο Ανδρέας Γαήτας στις σελίδες του πολύμορφα πολύτιμου κώδικά του.

Είναι, μας εκμυστηρεύεται, εκείνοι που γνώριζαν πολλά από τα απόρρητα οικογενειών ή προσώπων. Λέγεται πως τότε, αλλά μεταφορικά ίσως και τώρα, πολλοί μη έχοντας τι άλλο να κάνουν ή πιο πιθανόν κινούμενοι από περιέργεια και μια δόση κακίας και απωθημένου δόλου, παρέμεναν τις νύχτες στις στοές, ακουμπώντας στις παρεθύρες (τα μεγάλα παραθύρια) των μαγαζιών κυρίως, αλλά και των ισόγειων σπιτιών (μετζάων) και από την διπλά σκοτεινή εκείνη θέση τους άκουγαν και έβλεπαν πολλά.

Σιγά – σιγά, όμως, το χόμπι έγινε επάγγελμα και δεν στεκόταν ολονυχτίς στις παρεθύρες μόνο αυτοί που ήθελαν να «σκοτώσουν την ώρα τους», αλλά και διάφοροι πληρωμένοι, βαλτοί από τρίτους, οι οποίοι φαίνεται να έκαναν την πλήξη τους τέχνη. Αυτοί άφησαν κυριολεκτικά εποχή σαν έμμισθα όργανα της κατά καιρούς τοπικής κυβέρνησης ή και των διαφόρων φατριών, οι οποίες, όπως και οι «άνθρωποι τση παρεθύρας», πάντα ευδοκιμούσαν στην εσχατιά αυτή του Ιονίου, όπως τα γιούλια και τα μπουγαρίνια, δημιουργώντας την ίδια αξιοσημείωτη παράδοση. Διαιωνίστηκαν, μάλιστα, και σε γνωστό δημώδες άσμα, κάνοντας συντροφιά στους αυτάδελφους «βλάσφημους» Κεφαλλονίτες και τους «κερατάδες» Κερκυραίους!

Το κείμενό μας, βέβαια, το σημερινό δεν έχει σκοπό να σας και μας γνωρίσει το πάντα υπάρχον αυτό ανθρώπινο είδος, το από την εποχή του Αριστοφάνη ήδη επιζόν, καλοθρεμμένο και δακτυλοδεικτούμενο, αλλά και τόσο παλαιό, όσο και τα υπάρχοντα και διασωθέντα γραπτά κείμενα.

Αφορμή για την παρούσα γραφή είναι η ευστροφία και η κομψότητα της ντόπιας διαλέκτου, που, αληθινά, με το μπαμπάκι μπορεί να σφάζει.

Για το αντικείμενο που εξετάζουμε οι ελληνικές λέξεις είναι πολλές. Λέγονται «ρουφιάνοι», «σπιούνοι», «καταδότες», «ραδιούργοι», «χαφιέδες» κ.τ.λ. Η τζαντιώτικη, όμως, ονομασία τους έχει, αναμφίβολα, προεκτάσεις και ποιητικό ή και ποιοτικό χαρακτήρα. Χλευάζει ειρωνικά, αφήνοντας ξεκάθαρα να διαφαίνεται η αποστροφή και η κακία. Κάτω από μια ειρηνική έκφραση, κρύβεται η πιο ειρωνική κατηγορία.

Όλοι αυτοί, οι προαναφερθέντες και κρινόμενοι, κάθονται, σαν τις «δύο αδελφάδες» της γνωστής αρέκιας, «στο παρεθύρι». Όχι «τση όστριας», βέβαια, μα «τση νύχτας». Δεν καρτερούν ανάργυρα ερωτικά σκιρτήματα και ζωογόνες ματιές από τα μαστορόπουλα και τους άλλους διαβάτες, αλλά αναζητούν εξαργυρούμενα μυστικά των περαστικών. Αυτά θα είναι το διαβατήριό τους για την καλοζωία και την λάθρα αποκτημένη ευμάρεια.

Μα ο χαρακτηρισμός αυτός κρύβει και κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό και ουσιώδες. Οι λεγάμενοι – και η λέξη τους ταιριάζει γάντι – δεν παραφυλάνε στη θύρα, μα στην παρεθύρα. Δεν βρίσκονται, δηλαδή, στο κέντρο, αλλά στο περιθώριο. Αλλά όπως λέει και το ευαγγέλιο και ειδικά εκείνο το χωρίο του Ιωάννη, που διαβάζεται στις δύο γιορτές του Πολιούχου μας, «ο μη εισερχόμενος δια της θύρας, αλλά αλλαχόθεν, κλέπτης εστί και ληστής».

Όμως κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Η μια δείχνει τα χαρακτηριστικά του και η άλλη την αξία του. Έτσι, όπως και πάλι ο Ανδρέας Γαήτας μας πληροφορεί, το κακό, με την πάροδο του χρόνου πήρε και θετική σημασία. Έτσι «ανθρώπους τση παρεθύρας», όσο περνούσε ο καιρός, επικράτησε να λένε όλους τους έξυπνους, αυτούς που είχαν την πείρα της ζωής, είχαν διδαχθεί πολλά και σαν έξυπνοι άνθρωποι είχαν την δυνατότητα να αντιλαμβάνονται και να κατανοούν τα πάντα και να γνωρίζουν τα απόκρυφα και τα απόρρητα των συγκατοίκων και συνανθρώπων τους. Αυτό είναι ίσως ένα γλυκοντυμένο χάπι.

Όπως και αν έχει, όμως, το πράγμα, μια είναι η ουσία. Ο Θεός και ο Άγιός μας να μας απαλλάσσουν από τους «ανθρώπους τση παρεθύρας». Υπάρχουν και θα υπάρχουν, παρά τις ηλεκτροφωτισμένες μας νύχτες.

Κι είναι φριχτό το φρεζάρισμα. Μας αναγκάζει σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις.

Όσο για τον Νικολό Κουτούζη, αν ζούσε στις μέρες μας, θα είχε πολύ μαλλί να ξάνει και πολλούς αθυρόστομους στίχους να εξαπολύσει, για να συνετίσει και να βάλει φρένο.

Η γλώσσα του ίσως μας είχε σώσει.
Related Posts with Thumbnails