Γράφει
ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Στη Ζάκυνθο, όπως σε όλους
είναι γνωστό, υπάρχουν πολλές ιδιαιτερότητες στο εκκλησιαστικό τυπικό, οι οποίες,
εκτός των άλλων, προέκυψαν κι από την διαφορετική από τον υπόλοιπο Ελληνικό
χώρο ιστορία του νησιού, καθώς και των άλλων Επτανήσων, αλλά κι από την
συνύπαρξη των δύο δογμάτων, την οποία με τον τρόπο της επέβαλε η Γαληνοτάτη.
Πολλές, όπως είναι φυσικό, είναι κι οι
διαφορετικότητες της Μεγάλης Εβδομάδας, είτε σε ακούσματα, είτε σε τελετές,
είτε σε λατρευτικές εκφράσεις. Η λιτανεία του Εσταυρωμένου, για παράδειγμα, το
μεσημέρι της Μ. Παρασκευής, με την συνοδεία της κοσμαγάπητης Mater Dolorosa, αποτελεί
μια μοναδικότητα κι η περιφορά του Επιταφίου, τις πρώτες πρωινές ώρες του Μ.
Σαββάτου, με την Gloria, που ακολουθεί και το «κομμάτι», είναι κι αυτή μια
ορθόδοξη παρέκκλιση, μια κι αυτήν την ημέρα γιορτάζεται ουσιαστικά η «θεόσωμος
ταφή του Κυρίου».
Επειδή, όμως, για να περιγραφούν όλα αυτά
χρειάζεται πολύς χώρος, αλλά και πολύς κόπος κι έρευνα, σήμερα, στο προεόρτια
εορταστικό κείμενό μας θ’ ασχοληθούμε μόνο με μια περίπτωση κι αυτήν θα
τονίσουμε. Επιλογή μας, όχι τυχαία, ο γνωστός μας «Αμνός», ο οποίος αντικαθιστά
στον τόπο μας το κεντημένο με την παράσταση της ταφής του Χριστού πανί και
είναι ο δικός μας επιτάφιος.
Πρόκειται για μια εικόνα του νεκρού Θεού,
κομμένη στα πλαίσια του σώματος και ζωγραφισμένη ομοιόμορφα κι από τις δύο
πλευρές. Τοποθετείται όρθια μέσα στο ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο και ντυμένο με
κόκκινο βελούδο κουβούκλιο και για να θυμίζει περισσότερο σώμα, είναι λειασμένο
το ξύλο στις άκρες του, όπως ακριβώς κι αυτό του Εσταυρωμένου ή των Προφητών,
οι οποίοι σε περιγεγραμμένο ξύλο κι αυτοί, κοσμούν τα ζακυνθινά τέμπλα,
τοποθετημένοι σ’ επίχρυσες, σκαλιστές αχιβάδες.
Η τέχνη των «Αμνών» είναι καθαρά
αναγεννησιακή και ταιριάζουν άριστα με την αισθητική του τόπου κι εικονίζουν
τον πολιτισμό και την ιστορία του.
Ο ιστορικός κι Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου
Νικόλαος Κατραμής αναφέρει στα «Ανάλεκτά» του πως ο Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλής,
μαζί με τον Ιωάννη Βλαστό, «εισήγαγον εις
Ζάκυνθον την συνήθειαν να ζωγραφίζεται ο επιτάφιος του Σωτήρος επί σανίδος,
εκατέρωθεν ομοιομόρφως». Η πληροφορία αυτή δεν έχει διασταυρωθεί ακόμη,
αλλά δεν έχουμε, προς το παρόν, λόγο να την αμφισβητήσουμε. Πρέπει, όμως, να
υποθέσουμε πως οι πρώτες σχετικές εικόνες μαζί με το σώμα του νεκρού Χριστού
παρίσταναν και τους δύο κρυφούς μαθητές της Αποκαθήλωσης, τον απ’ Αριματθαίας
Ιωσήφ και το Νικόδημο. Ήταν, δηλαδή, η γνωστή παράσταση της Ταφής, αλλά κομμένη
περιμετρικά στο κεντρικό της θέμα. Στην θέση αυτή μας οδηγεί ένας παρόμοιος
Επιτάφιος που σώζεται στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας, αλλά και διάφοροι άλλοι,
οι οποίοι βρίσκονται στην Κέρκυρα, χωρίς δυστυχώς πάντα να χρησιμοποιούνται,
αλλά αποτελώντας εκθέματα, σαν καλλιτεχνικοί θησαυροί του παρελθόντος.
Πρέπει, επίσης, ν’ αναφέρουμε πως στον
κώδικα της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου του Ανδρίτση της πόλης σε όλες τις
παραδόσεις επιτρόπων που γίνονται αναγράφεται κι ο «Αμνός», ονομαζόμενος έτσι
ακόμα και στην πρωταρχική, την σε πανί μορφή του. Παλαιότερη από αυτές είναι
εκείνη της παραχώρησης από τον κτήτορα της εκκλησίας Πιέρο Ανδρίτση στους
πρώτους αδελφούς του ναού, η οποία έγινε στις 23 Μαρτίου 1597. Επίσης σε άλλη
σελίδα, με ημερομηνία 17 Ιανουαρλιου 1619, που καταγράφονται «τα παρο αγηα σκαιβη και ηερα», τα οποία
«εκοσενηαρανε το παρο οι παλεη γασταλδι
τον ανογεγραμενο παροντο νέο γασταλδο» διαβάζουμε πως ανάμεσα στ’ άλλα
αντικείμενα υπάρχουν και «δυο μυροφοραις
που βανου στον επηταφηο». Η ίδια είδηση υπάρχει και σε άλλες, μεταγενέστερες
παραδόσεις. Οι σημειώσεις αυτές μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως εκτός από το
νεκρό σώμα του Χριστού, υπήρχε παλιότερα κι η συνήθεια να χρησιμοποιούνται κι
οι περιγεγραμμένες εικόνες των μαθητριών του Κυρίου, που ήθελαν να τον
μυρώσουν.
Ιδιότυπο, όμως στη Ζάκυνθο είναι και το
τυπικό του ενταφιασμού. Το νεκρό σώμα από τον Εσταυρωμένο, οδηγείται στο ιερό,
όπου όταν μπει, κλείνει η Ωραία Πύλη. Ανοίγει και πάλι με το δοξαστικό των
αποστίχων: «Σε τον αναβαλλόμενον το φως,
ώσπερ ιμάτιον…», οπότε εμφανίζεται και ο τυλιγμένος σε λευκό πανί «Αμνός»,
στους ώμους των ιερέων. Αφού λιτανευθεί τρεις φορές εντός του ναού,
τοποθετείται στο κουβούκλιο την ώρα που ακούγεται η φράση του πρώτου Απολυτίκιου:
«… κηδεύσας απέθετο». Μετά, με το
δεύτερο απολυτίκιο: «Ταις μυροφόροις
γυναιξί…» ο εφημέριος ραίνει τον νεκρό Θεάνθρωπο με άνθη μαδημένα, που
συνήθως είναι νερατζάνθια. Λέγονται κι αυτά «αμνοί» και τα παίρνουν οι πιστοί
στο σπίτι τους, όπου τα φυλάνε στο
εικονοστάσι και τα χρησιμοποιούν για λιβάνισμα, όταν έχει βαριές κι επικίνδυνες
χειμωνιάτικες νύχτες, για να διώξουν τους κεραυνούς.
Ας πούμε τέλος πως οι ζακυνθινοί Επιτάφιοι,
αριστουργήματα ξυλογλυπτικής και στις περισσότερες περιπτώσεις επιχρυσωμένοι,
δεν στολίζονται ποτέ με λουλούδια. Η τέχνη τους αρκεί κι επιβάλλεται. Όσοι,
αντιγράφοντας ξένες συνήθειες, παραβιάζοντας το έθιμο, απλά δείχνουν την
ακαλαισθησία τους και την τάση τους για μιμητισμό. Καλύπτουν αριστουργήματα και
δεν σέβονται τον κόπο του καλλιτέχνη, ξυλόγλυπτη.
Είναι καθήκον μας να κρατήσουμε τις
ιδιαιτερότητές μας και να τις παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Είναι οι ρίζες
μας κι η ιστορία μας, η ταυτότητα κι ο πολιτισμός μας.
Γιατί για μας στον Επιτάφιο χωράει μόνο ο
«Αμνός».
Φίλοι και φίλες, καλή Ανάσταση!