© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΠΕΛΟΣ ΚΑΙ ΑΛΕΚΑ ΚΑΤΣΕΛΗ, ΜΝΗΜΕΣ ΙΕΡΕΣ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Αγάπησα το  Θέατρο μέσα από την ποίηση. Έτσι, όταν άκουσα τον Πέλο Κατσέλη να λέει στο πρώτο μάθημα της Δραματικής Σχολής του, «Να διαβάζετε ποίηση ασταμάτητα», ένιωσα μεγάλη συγκίνηση.
Στα επόμενα μαθήματα παρατηρούσα με πόσο πάθος υποστήριζε το Δημοτικό Τραγούδι. Το τοποθετούσε δίπλα στην  Αρχαία Τραγωδία. «Για την τέλεια δομή και τον πυκνό, λιτό λόγο του. Για τον πλούτο των συναισθημάτων και  για τους ανεπανάληπτους τραγικούς ρυθμούς του. Κι ας θυμόμαστε, συμπλήρωνε, ότι το όνομα τραγούδι  προέρχεται από τη λέξη ‘‘τραγωδία’’».
Προσέγγιζε με μεγάλη ευαισθησία τους μεγάλους ποιητές Κάλβο,  Σολωμό, Καβάφη, Σικελιανό, Σεφέρη και ανέλυε με εξαιρετική λεπτότητα τα δύσκολα νοήματά τους. Τότε άκουσα για πρώτη φορά να μιλά κάποιος για το ‘‘ήθος της  γραφής’’ και τότε συνειδητοποίησα, ότι η ‘‘ηθική’’ του ποιητή βρίσκεται μέσα στην ποίησή του.
Παρατηρούσα ακόμα την εκπληκτική ακρίβεια με την οποία προσπαθούσε να σχηματίσει, ανάλογα με τις απαιτήσεις του κειμένου, την ‘‘καμπύλη’’ του ποιητικού λόγου, χρησιμοποιώντας με τεχνική δεξιότητα, μόνο το ηχόχρωμα της φωνής του, που  παλλόταν σε γρήγορο ή αργό ρυθμό. Άλλοτε πάλι τραβούσε κατά το βυθό σαν  ήχος χάλκινου πνευστού ή σαν φωνή  Βυζαντινού Ιεροψάλτη, για  να εκτιναχτεί ξανά στον ουρανό, μέσα από πνευματικές διεργασίες, κρατώντας  ανοιχτό τον εσωτερικό διάλογο.
Αναζητούσε την σκηνική αλήθεια, για να την μετουσιώσει σε αλήθεια συμπαντική. «Όλη η ‘‘μαγεία’’, έλεγε, είναι μέσα σ’ αυτή τη ‘‘σύμβαση’’, σ’ αυτό το υπέροχο ‘‘ψέμα’’, που μεταλλάσσεται σε πιο αληθινό από το αληθινό».
Θυμάμαι πόσες φορές αναρωτήθηκα.
 Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;[1]
Την απάντηση την έδινα κάθε φορά που έβλεπα το αμείωτο πάθος του Δασκάλου για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Κάθε φορά που έβλεπα την προσπάθειά του να βγάλει από τον μαθητή του τη ‘‘διαφορετικότητά’’ του και  ό,τι καλύτερο έκρυβε μέσα του, να τον αναγκάσει να ξεπεράσει τα όριά του και να τα ανατρέψει, ώστε να οδηγηθεί στη σωστή ερμηνεία.
 Η διακωμώδηση ήταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος. Ομολογώ ότι ‘‘έτρεμα’’ να τον δω να με ‘‘διακωμωδεί’’, αλλά όταν το έκανε, γελούσα φανερά και έκλαιγα κρυφά. Πάντα όμως μάθαινα κάτι καινούριο.
Τίποτα δεν τελειώνει δίχως πόνο.[2]
Ερχόταν τα λόγια του Αισχύλου για να με παρηγορήσουν.
 Καθώς  έκανε τις εξαιρετικές μιμήσεις του, έφερνα στο μυαλό μου τις σπινθηροβόλες καρικατούρες  του Honore Daumier, που τσάκιζαν κόκαλα. Σαν τον Γάλλο ζωγράφο, ο Δάσκαλος μπορούσε να είναι οξύς  και λεπτός συγχρόνως. Με την πνευματική δύναμη που εξέπεμπε,  χτυπούσε το ψεύτικο, το πλαστό για να το μεταμορφώσει σε δημιουργικό πνεύμα, ικανό να παρασύρει και να κινητοποιήσει την ευαισθησία και τη φαντασία του θεατή.
Η φαντασία μεταπλάθει τη συγκεκριμένη μορφή σε σύμβολο.[3]
«Γι αυτό η ερμηνεία», έλεγε, «πρέπει να είναι λιτή, πυκνή, εσωτερική, να  έχει ακρίβεια και πάνω απ’ όλα πίστη. Πρέπει να πιστεύει κανείς σ’ αυτό που κάνει για να τον πιστέψουν και οι άλλοι. Αν μπορούσε ο ηθοποιός να κόψει την ανάσα του θεατή, να τον αιχμαλωτίσει, να τον παρασύρει να τον ακολουθήσει στην δραματική  κορύφωση. Ποτέ όμως δεν πρέπει να εφησυχάζει. Πάντα πρέπει να πλανάται η δημιουργική αμφιβολία».Και για να γίνει κατανοητός έφερνε το παράδειγμα του Μπουζιάνη, «όπου η έκφραση υπάρχει και δεν υπάρχει. Μια ερμηνεία δεν είναι ποτέ ίδια,  γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ οι ίδιοι. Όπως το νερό του ποταμού που αλλάζει διαρκώς, έτσι θα υπάρχουν πάντα οι ανεπαίσθητες λεπτές διαφορές, που θα κάνουν ξεχωριστή μιαν ερμηνεία. Σαν τις διακυμάνσεις του νερού, σαν την ανάσα του κόσμου θα αποθέτουν, αδιάψευστη μαρτυρία, τα διάφανα χρώματά τους».
 Έδινε μεγάλη σημασία στις παύσεις. «Πρέπει να ανακαλύψουμε τις παύσεις του κειμένου, για να συναντήσουμε  το δρόμο  της ορθής ερμηνείας. Χρειάζεται μόχθος, το ταλέντο δεν αρκεί. Πρέπει να δεις τους μαστόρους στο Τσεπέλοβο,[4] πώς χτίζουν, πώς ιδρώνουν, πώς δουλεύουν το γρανίτη». Με την ίδια μεθοδικότητα, με τον ίδιο ιδρώτα απέκτησε και εκείνος την ευρεία μόρφωσή του, τον τρόπο της διδασκαλίας του, τον γρανιτένιο χαρακτήρα του.
«Αν θέλουμε ν’ αγγίξουμε την ‘‘τελειότητα’’ πρέπει να μετράμε με το καλύτερο μέτρο τις δυνάμεις μας κι αν φτάσουμε ή νομίσουμε πως φτάσαμε κάπου, πρέπει πάντα να επιστρέφουμε στη μελέτη, για να μην στερέψει ποτέ η πηγή της γνώσης και της φαντασίας. Άλλωστε, ποιος μπορεί  το ‘‘φτάσιμο’’, να καθορίσει; Ο τελικός αποδέκτης, ο τελικός κριτής είναι ο θεατής. Το θέατρο διατηρεί τη μνήμη των ανθρώπων και ο θεατής διατηρεί τη μνήμη του θεάτρου. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είδαν ποτέ στη σκηνή τη Μαρίκα Κοτοπούλη ή τον Αιμίλιο Βεάκη, κι όμως, μιλούν γι’ αυτούς με μεγάλο θαυμασμό. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν διάβασαν ποτέ τον Όμηρο, αλλά ο Όμηρος διαιωνίζεται μέσα από τη γλώσσα τους. Το πνεύμα δεν χάνεται ποτέ, γι’ αυτό η αξία του είναι αιώνια  κι ίσως γι αυτό να δικαιωθεί κάποτε ο ‘‘Άνθρωπος’’».
«Τι κρίμα, να είναι τόσο εφήμερη η τέχνη του θεάτρου, να σβήνει με την τελευταία ανάσα του ηθοποιού!».
«Εφήμερη είναι η παράσταση, αλλά ο θεατρικός λόγος είναι δυνατός, ανατέμνει το παρόν, θέτει ερωτήματα που θα απασχολούν πάντα τους ανθρώπους και κανείς δεν γνωρίζει τη στιγμή που θα απαντηθούν. Η πρωταρχική αλήθεια θα χαριστεί σ΄ εκείνον που θα ψάξει βαθιά. Πάρε για παράδειγμα τη σίγουρη γραμμή του Αισχύλου, τη μελωδία του Σοφοκλή, την αίσθηση Ελευθερίας του Ευριπίδη, τη λεπτή ειρωνεία του Αριστοφάνη».
Δεν έχω απαλλαγεί ακόμα από αυτούς τους ‘‘πρόχειρους’’, χαρακτηρισμούς και η έκπληξή μου τελευταία ήταν μεγάλη, όταν διάβασα το βιβλίο «Ελληνικά Τοπεία» του Ιουλίου Καΐμη  -ευγενική προσφορά του ζωγράφου Άλκη Γκίνη – και διαπίστωσα τη συγγένεια της σκέψης των δύο ανδρών. Γράφει ο Ιούλιος Καΐμης στο κεφάλαιο «Μύθοι της Αττικής», στη σελίδα 41.
Όμοια με τη σύνθεση της γης αυτής είναι και η τραγωδία της Αττικής τέχνης, που δεν εκδηλώνει τα σκληρά ίχνη της, αλλά τα σκεπάζει, με μια ειρωνική γαλήνη όπως η ποίηση του Αριστοφάνη και μοιάζει άλλοτε με τη σίγουρη γραμμή του Αισχύλου, άλλοτε με τα πλαστικά χρώματα του Σοφοκλή, άλλοτε με την ελεύθερη ψυχή του Ευριπίδη.
 Ο Πέλος Κατσέλης υπήρξε μια ελεύθερη, γοητευτική ψυχή και ήθελε τους μαθητές του με ελεύθερη βούληση και φαντασία. Ήταν όμως δύσκολος, απαιτητικός και αυστηρός.
Ένα βράδυ γυρίζαμε από τις πρόβες της Γιορτής του Κρασιού, που γινόταν στο Δαφνή από την Περιηγητική Λέσχη[5]. Ο Δάσκαλος είχε την καλλιτεχνική  επιμέλεια και τη σκηνοθετική φροντίδα των εκδηλώσεων. Είχε πάρει μερικά παιδιά της  Σχολής να δουλέψουν μαζί  του  κι εμένα φυσικά. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα το Δάσκαλο τόσο κουρασμένο, ώστε μόλις μπήκε στο αυτοκίνητό του έγειρε το κεφάλι του αριστερά και ήμουν σίγουρη ότι θα κοιμηθεί. Ξαφνικά τον άκουσα  να απαγγέλλει .

                                Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου
                                και στο μαντήλι τό ’συρα κι έβαψε το μαντήλι
                                και στο ποτάμι τό ’πλυνα κι έβαψε το ποτάμι
                                κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου.
                                Κατέβει ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
                                Κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.[6]

«Τι πρόσεξες;», με ρώτησε. «Αυτό δεν είναι ποίημα, είναι τραγούδι». «Είναι, αλλά τι πρόσεξες;». « Με τον τρόπο που το είπατε, τις παύσεις, τις ανάσες, τον παλμό, μόνον τη μουσική πρόσεξα».«Τότε ξανάκουσε καλά το λόγο». Και άρχισε να απαγγέλλει αργά και καθαρά. Σαν τέλειωσε έκανε μια τρομαχτική παύση και περίμενε.
«Τι πρόσεξες;», ήρθε αμείλικτη η ερώτηση και με γέμισε πανικό. Δεν είχα άλλα περιθώρια, κάτι έπρεπε να πω, όμως, τί; Αλλά, ω, του θαύματος! Θυμήθηκα, πως είχε προβάλλει στην αρχή την πρώτη λέξη και πώς έπαιζε το επαναλαμβανόμενο ρήμα  στα χείλη του. «Το ποίημα φαίνεται να έχει χτιστεί μόνο με ένα επίθετο και με το ίδιο ρήμα σε κάθε στίχο», είπα δειλά. Έκανε ένα ‘χχμμμμμ’ και συνέχισε με μια παράξενη χαρά. «Είδες πως τολμά ο ανώνυμος ποιητής; Πρόσεξες την οικονομία του λόγου,  την οικονομία της λέξεις; Πρόσεξες τη συμπύκνωση της δράσης; Υπάρχει τίποτα περιττό; Προσπάθησε να αφαιρέσεις μια φράση, μια λέξη, δεν θα μπορέσεις…Αχ, μιλάνε για σουρεαλισμό, έχεις  ακούσει τίποτα πιο σουρεαλιστικό από αυτό το ποίημα;».
Διάβασα πολλές φορές τούτο το Δημοτικό Τραγούδι και κάθε φορά προσπαθούσα να φανταστώ, πώς θα το ζωγράφιζε ο Salvator Dali,αν το γνώριζε. Όταν το είπα στο Δάσκαλο, γέλασε αινιγματικά και απάντησε με μία ερώτηση. «Μήπως δε θα χρειαζόταν να το ζωγραφίσει;».
Δεν απέρριπτε  το καινούργιο όσο παράξενο κι αν ήταν, περίμενε πρώτα να ξεδιπλώσει όλη την γκάμα του για να το κρίνει.
«Ο πνευματικός άνθρωπος, πρέπει να είναι ανοιχτός σε όλα, να ψάχνει για καινούργιες ιδέες και να τις ενσωματώνει στο παλιό, στην παράδοση. Η παράδοση δεν πρέπει να χαθεί, είναι το θεμέλιο που στηρίζει το
οικοδόμημα. Αλλά, αυτό πρέπει να γίνει με λεπτό τρόπο, γιατί καμιά φορά το απότομο άγγιγμα μπορεί να φέρει ράγισμα, όπως και στη ζωή.  Ας είναι ο διάλογος ανοιχτός, για να μπορεί το θέατρο να μιλά για τα ατέλειωτα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, για να μπορεί να μιλά για το Θεό, τον άνθρωπο, το παράφορο όνειρό του, το πάθος του. Το ίδιο κάνουν και οι άλλες τέχνες, όπως θα έλεγε ο Λέων»[7].
Μια φορά στο μάθημα υποκριτικής, μια μαθήτρια ερμήνευσε με τρόπο εξαιρετικό το ρόλο της και αυθόρμητα τη χειροκρότησα. Καθώς, όμως, ο Δάσκαλος γύρισε και με κοίταξε, τα χέρια μου έμειναν στον αέρα.
«Έλα στο γραφείο», μου είπε στο διάλειμμα.
Ανέβηκα τη σκάλα μουδιασμένη και χτύπησα την πόρτα. Μόλις μπήκα στο γραφείο του σηκώθηκε από τη θέση του για να με συγχαρεί. Τότε ήταν που μπερδεύτηκα εντελώς.«Μπράβο σου, μου είπε, είναι σπουδαίο να αναγνωρίζεις την αξία των άλλων». Έκανε μια μεγάλη παύση.
«Μην περιμένεις, όμως, και οι άλλοι να σου συμπεριφερθούν ανάλογα γιατί θα πληγωθείς. Οι άνθρωποι δεν είναι δίκαιοι. Πρέπει να το καταλάβεις, εκεί έξω η ζωή είναι άγρια. Πρέπει να παλέψεις, να σκληρύνεις, η ευαισθησία δεν είναι πια προσόν».
«Εσείς, το λέτε Δάσκαλε αυτό, εσείς που διδάσκετε την ευαισθησία;».  Η σιωπή του ήταν τόσο έντονη που με τρόμαξε.
«Κάποτε θα καταλάβεις, ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά» και καθώς έκλεινα την πόρτα  φεύγοντας, τον άκουσα να απαγγέλλει: 
Άμποτε να βγουν όλα
όπως τα θέλουν οι ευχές μου [8]
Ένα  Κυριακάτικο  πρωινό,  πηγαίναμε στη  Σχολή, να τακτοποιήσουμε  τα θεατρικά χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης. Ο Δάσκαλος για να αποφύγει την κίνηση έστριψε από του Μακρυγιάννη.«Πόσον καιρό έχετε να ανεβείτε στην Ακρόπολη;»,τον ρώτησα. «Η ανάβαση στην Ακρόπολη προϋποθέτει κάθαρση», μου απάντησε, και αμέσως έστριψε δεξιά από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ανέβηκε το ανηφορικό δρομάκι, πάνω στο οποίο ο Δημήτρης Πικιώνης, είχε αποτυπώσει την ποίηση και την αρμονία, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Δάσκαλος. Στο πλάτωμα σταμάτησε. «Πάμε», μου είπε, και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στον Ιερό Βράχο. Προχωρούσε σιωπηλός και ενώ ανυπομονούσα να ακούσω τα σχόλιά του, δεν τολμούσα να σπάσω τη σιωπή του. Στάθηκε απέναντι από το Ερέχθειο συλλογισμένος, ενώ το δικό μου βλέμμα είχε χαθεί ανάμεσα στις κολόνες του Παρθενώνα. Ξαφνικά, τον άκουσα να μιλά:«Άσε τους Κυβιστές να καμαρώνουν …κοίτα εδώ ένα κύβο καθαρό, και τι κάνει ο μεγάλος καλλιτέχνης; Βάζει τις Καρυάτιδες μπροστά από τον ένα τοίχο, τονίζοντας έτσι την αρχιτεκτονική αρτιότητα και ανατρέποντας την παράδοση. Αλλάζουν την αισθητική τούτες οι ‘‘Κόρες’’. Μας μεθούν με τη χάρη τους».
Κάθε φορά που ανεβαίνω στην Ακρόπολη, κοιτάζω με ξεχωριστή συγκίνηση τις ‘‘Κόρες’’, που ανατρέπουν  το αισθητικό τοπίο και μας μεθούν με τη χάρη τους!

Είχα την τιμή και την τύχη να φιλοξενηθώ για μεγάλο χρονικό διάστημα στο σπίτι του Πέλου και της Αλέκας Κατσέλη. Ένιωθα πάντα  ευπρόσδεκτη και  αυτό  εξηγεί την μακροχρόνια παραμονή μου κοντά τους.
Πολλά έχω να θυμάμαι από την αξέχαστη φιλοξενία τους και πρώτα απ’ όλα την εικόνα της πανέμορφης Αλέκας - αξεπέραστη η δωρική ομορφιά της, ως Πρωθιέρεια της Ιερής Ολυμπιακής φλόγας-  με ένα χοντρό βιβλίο στο χέρι. ‘‘Ιλία Έρενμπουργκ’’ έγραφε το πρώτο που την είδα να διαβάζει και ο όγκος του με γέμισε απελπισία. Και ενώ είχα αρχίσει να μετρώ τις μέρες που θα έκανε να το τελειώσει, σύντομα το αντικατέστησε με άλλο, φροντίζοντας μάλιστα να το αφήσει  εξ επίτηδες  στο δωμάτιό μας. Δεν έμπαινε στο ράφι της βιβλιοθήκης, παρά μόνο όταν ήταν σίγουρη ότι το είχαμε διαβάσει.
Η Αλέκα Κατσέλη ήταν η προσωποποίηση της αξιοπρέπειας και της αρχοντιάς. Η σχέση μου μαζί της ήταν πολύ τρυφερή και η αγκαλιά της μ’ έκρυβε προστατευτικά στα άγουρα χρόνια μου.
Η Αλέκα με τη χάρη της, κατάφερε να συνδυάσει την τέλεια Μάνα, την εκπληκτική σύζυγο, τη σπουδαία Θεατρίνα, την υπομονετική Δασκάλα. Θα την χαρακτήριζα  σαν έναν ολοκληρωμένα σκεπτόμενο άνθρωπο. Οι συμβουλές της, η νοικοκυροσύνη της, η περηφάνια της, η φιλομάθειά της ήταν  φωτεινό παράδειγμα για μένα.
Θυμάμαι πάντα με ξεχωριστή νοσταλγία τις ‘‘εκπαιδευτικές’’ εκδρομές μας, στο Σούνιο, στη  Βραυρώνα, στην Ερέτρια, στους Δελφούς, στη Μονή Δαφνίου,  στο  Μοναστήρι του Όσιου Λουκά. Την ακούραστη και πάντα διαβασμένη Αλέκα να μας εξηγεί τα μυστικά της τέχνης.
 «Η τέχνη είναι η καλλιτεχνική έκφραση των Λαών, μέσα από την τέχνη μπορούν οι άνθρωποι να εκφράζονται πνευματικά και να απολαμβάνουν τα όνειρά τους», έλεγε.
Όταν φτάναμε στα Αρχαία θέατρα, αντί να κατέβουν οι ίδιοι στην ορχήστρα και να απαγγείλουν με την ερμηνευτική τους δεινότητα έναν μονόλογο από τους Αρχαίους Τραγικούς, ζητούσαν ν’ ακούσουν από μένα την Αντιγόνη ή την Ηλέκτρα. Πιστεύω, ακόμα, ότι το έκαμαν για να νιώσω σημαντική στα δεκαοκτώ μου χρόνια.
Το μεσημεριανό τραπέζι της Κυριακής ήταν ξεχωριστό. Ερχόταν πάντα στο σπίτι ο πατέρας του Πέλου Κατσέλη, ο αγαπημένος μας παππούς. Ο Δάσκαλος του έδινε τη θέση του στην κορυφή του τραπεζιού κι εκείνος καθόταν πλάι του .
Έτσι ο καθένας ας σέβεται
 τους γονιούς  του κι ακόμα
κάθε ξένο που δέχεται στο σπίτι του[9]
σκεφτόμουν άθελά μου. Όταν αργά το απόγευμα ο σεβάσμιος γέροντας έφευγε, έδινε χαρτζιλίκι στα πολυαγαπημένα του εγγόνια του, τη Νόρα και τη Λούκα. Έδινε και σε μένα κι αυτό μου δημιουργούσε αμηχανία, γιατί νόμιζα πως δεν ήμουν πια παιδί.
Δεν ήξερα τι να κάνω αυτά τα χρήματα και τα μάζευα σε ένα κουτί. Όταν πλησίαζε ο καιρός να φύγω ανέβηκα στη βιβλιοθήκη, το πιο αγαπημένο  μου μέρος του σπιτιού τους. Ο Δάσκαλος δούλευε στο γραφείο του. «Κάθισε», μου είπε.
 « Ξέρετε, Κύριε Κατσέλη, από τότε που μένω κοντά  σας, ο Πατέρας σας κάθε φορά που φεύγει δίνει χαρτζιλίκι  στα παιδιά. Δίνει και σε μένα. Αυτά τα χρήματα τα έχω μαζέψει  εδώ και θέλω να σας τα επιστρέψω, γιατί αυτό θεωρώ ότι είναι το σωστό».
 Είδα την πένα του να τρεμοπαίζει, την άφησε κάτω και στηρίχτηκε στο γραφείο του με τα δυο του χέρια, ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Ο Πατέρας μου, αυτά τα χρήματα τα έδωσε σε σένα, μόνο εσύ λοιπόν μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις και κανένας άλλος».
Μεσολάβησε ένα κενό που μου φάνηκε αιώνας.
 «Ίσως θα πρέπει κάποτε να μάθεις, ότι η αποδοχή μιας προσφοράς, πολλές φορές είναι πιο σημαντική από την ίδια την προσφορά».
Πήρα πίσω το κουτί με τα χρήματα, πήρα και το ‘‘γρίφο’’ της ‘‘Πυθίας’’  και κατέβηκα τη σκάλα γεμάτη ενοχές.

                Αλλ’ εν χρόνω γνώση ταδ’ασφαλώς, επεί
 χρόνος δίκαιον άνδρα  δείκνυσιν μόνος·[10]

λέω μέσα μου ξανά και ξανά τούτη την ώρα, που  προσπαθώ μέσα από πολύτιμες, ιερές μνήμες, να ανασυνθέσω κάπως την προσωπικότητα των τιμημένων Δασκάλων μου.  Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, ξέρω, όμως, πως αν τούτη τη στιγμή ήταν πλάι μου, στοργικά  θα με ενεθάρρυναν. 

                                                                                                               


[1] Δημοτικό Τραγούδι. Της Ιδιωτικής ζωής. Μοιρολόγια.  [Άσκηση που ‘‘βασάνισε’’ όλους τους μαθητές του]
[2]Αισχύλος  Ικέτιδες  [429] Μετ. Τ. Ρούσσος Εκδ. Κάκτος
[3] Φάουστ του Γκαίτε, Ι .Ν Θεοδωρακόπουλος
[4] Κεφαλοχώρι στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, όπου οι ρίζες του Πέλου Κατσέλη που γεννήθηκε στο Ναζλί της Μ. Ασίας το 1907 και πέθανε στην Αθήνα το 1981.
[5] Ο Πέλος Κατσέλη υπήρξε  εκλεκτό, επίτιμο μέλος της  Περιηγητικής Λέσχης. [Για την ιστορία αναφέρω ότι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Π.Λ, υπήρξαν ο Αναστάσιος Ορλάνδος και ο Δημήτρης Μητρόπουλος.
[6] Δημοτικό Τραγούδι. Της Ιδιωτικής Ζωής. Ελληνική Ποίηση Ανθολογημένη. Μ . Αυγέρη, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Β ,Ρώτα, Θ. Σταύρου. Εκδ . Κυψέλη 1959
[7] Λέων Κουκούλας. Καθηγητής στη Δραματική Σχολή Πέλου Κατσέλη. Ποιητής, Κριτικός, δοκιμιογράφος,  μεταφραστής.
[8]  Αισχύλος   Ικέτιδες  [82] Μετ. Ιωάννης Βιστάκης Εκ Παπύρου.
[9] Αισχύλος Ορέστεια Ευμενίδες [544-547] Μετ. Τάσος Ρούσσος. Εκδ. Κάκτος
[10] Σοφοκλής Οιδίπους Τύραννος [614]

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

«… επί τας κεφαλάς των αχαρίστων»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Ο φίλος Γιάννης Δεμέτης, σε προηγούμενο φύλλο των φιλόξενων σελίδων της Ημέρας τση Ζάκυθος μας θύμισε δύο ιστορικές πινακίδες, οι οποίες είχαν σχέση με τον τόπο που γεννήθηκε και πέρασε στην αιωνιότητα, αντίστοιχα, ο προστάτης του νησιού μας, ο λαοφιλής Άγιος Διονύσιος.
Πράγματι τις θυμάμαι και μετασεισμικά –την παλιά Ζάκυνθο δεν την πρόλαβα– να υπάρχουν και να ξυπνούν μνήμες, την μια στην γειτονιά μου –μεγάλωσα Φωσκόλου και Στεφάνου γωνία– και την άλλη στην Αγία Τριάδα, όταν συχνά και κυρίως τ’ απογεύματα της Κυριακής πήγαινα στον κινηματογράφο “Lux” για τις δύο ταινίες και την ευωδία του τζαντζαμινιού και του αιγοκλήματος.
Κάποτε χάθηκαν κι αυτές, όπως πολλά άλλα, τα οποία έδειχναν την ιδιαιτερότητά μας και τόνιζαν την αξία και την σημασία του επτανησιακού μας πολιτισμού και της ζακυνθινής μας ταυτότητας. Ήταν περίπου η εποχή που αρχίσαμε να κόβουμε και βασιλόπιτα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, να ψήνουμε αρνί το Πάσχα και το χειρότερο ν’ ασεβούμε, λέγοντας το τζαντζαμίνι, γιασεμί.
Δεν ξέρω, μάλιστα, αν είναι της μνήμης μου αποτέλεσμα ή δημιουργία των διηγήσεων των παλιότερων, αλλά θυμάμαι, κάπου εκεί στη «Φωσκόλου» να σταματά η λιτανεία του χειμώνα και να τοποθετείται η λάρνακα με το σκήνωμα του Αγίου μας πάνω σ’ ένα βάθρο, που το είχαν στήσει νωρίτερα οι υπάλληλοι του Δήμου, για να γίνει δέηση, κοντά στο πατρικό του σπίτι και να δικαιολογηθεί έτσι η χαρακτηριστική επίκληση από τους συμπατριώτες του: «Άγιε μου Σιγούρο!»
Σε κάποιο άλλο φύλλο της εφημερίδας, λίγες μέρες αργότερα, επανήλθε στο καυτό θέμα η γνωστή ζωγράφος και πάντα δραστήρια πολίτης, Μαρία Ρουσέα, η οποία μας θύμισε πως το δωμάτιο όπου ο Άγιός μας άφησε την τελευταία του πνοή, είχε γίνει παρεκκλήσιο και πως ο πατέρας της, ο αεικίνητος για όσους τον είχαν γνωρίσει, Χρήστος Ρουσέας, το είχε αγιογραφήσει με το ταλέντο του και την τζαντιώτικη ευαισθησία του, με σκηνές από την ζωή και τα θαύματα του Ιεράρχη.
Βέβαια, δίχως την θέλησή μας, επενέβη ο σεισμός και η φωτιά του Αυγούστου του 1953 και «ήρθαν τα πάνω κάτω», αποκόβοντάς μας από την ιστορία μας και απομακρύνοντάς μας από τον πολιτισμό μας, που ούτε οι κεντρικοί αρμόδιοι, ούτε η νεώτερη τηλεόραση φαίνεται να γνωρίζουν και να σέβονται. Έτσι στερηθήκαμε από τις ρίζες μας και βρεθήκαμε, «ανεπαισθήτως», όπως θα έλεγε συνοπτικά και ο μεγάλος Καβάφης, σχεδόν σε ξένα χωρικά ύδατα.
Τίποτα, όμως, δεν είναι ακατόρθωτο. Η πιο σωστή λύση, βέβαια, να χτιστεί η Ζάκυνθος όπως ήταν ή έστω να σωθούν μερικά καίρια σημεία της, για να θυμίζουν και να συνδέουν, πήγε χαμένη και μια ιστορία πέρασε, έτσι, στην αισθητική του βλάχου, που πρόφερε βαρύ το «σ» και μας κυβέρνησε, προσπαθώντας να εξαφανίσει τις ζεστές πέτρες και να γεμίσει την Ελλάδα άψυχο μπετόν.
Μα, όπως σοφά λέει και ο λαός, «ποτέ δεν είναι αργά», αρκεί όλοι μας και προπάντων αυτοί που μας κυβερνάνε, να δημιουργούν διασωστικά και να μην αντιγράφουν ισοπεδωτικά.
Η Ζάκυνθος με την ιστορία των πεντακοσίων και βάλε χρόνων χάθηκε οριστικά εκείνο το σημαδιακό Καλοκαίρι του ’53, αλλά η μνήμη μπορεί να συντηρηθεί. Οι πινακίδες, που θυμίζουν τον τόπο της γέννησης και της θανής του Αγίου μας πρέπει να επανατοποθετηθούν, αλλά συγχρόνως και σε άλλα σημεία της πόλης πρέπει να τοποθετηθούν παρόμοιες, οι οποίες θα γνωρίζουν και θα θυμίζουν γεγονότα, σημαντικά κτίρια και εξέχουσες προσωπικότητες. Επίσης, όπως έχουμε ξαναγράψει, οι παλιές ονομασίες –Πλατεία Ρούγα, Πλατύφορος, Γιοφύρι, Τσαρουχαρέικα, Άι-Γιαννιού το Καντούνι κ. ά.– πρέπει να επανέλθουν και επίσημα, για να μην ρωτούν τα παιδιά μας πού είναι τ’ αυτονόητα κι αυτά που εμείς με την παρουσία τους μεγαλώσαμε.
Δεν λέω, καλό είναι το Ναυάγιο, αλλά μην χάσουμε ένα Σολωμό, ένα Κάλβο κι ένα Φώσκολο –για να σταθώ στους αναμφίβολα μεγάλους και τα πρώτα ονόματα– για ένα … τσιγαράδικο!
Η προσπάθεια του αειθαλούς Νίκου Λαλώτη και όλων των άλλων αξιόλογων μελών του Σωματείου που ίδρυσε, για την αποκατάσταση του σπιτιού του Φώσκολου στην αρχική του μορφή είναι ένα αξιοζήλευτο παράδειγμα. Ελπίζουμε να καρποφορήσει και σύντομα να δούμε το κτίριο που άνδρωσε τον ποιητή των «Τάφων» να υψώνεται στην ομώνυμη, όπως αρμόζει, οδό και να αντικρούει την κακοδαιμονία μας.
Το ίδιο πρέπει να συμβεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Το σχολειό του Μαρτελάου, ο τόπος που κάηκε το Libro d’ Oro, η γειτονιά του Ρεμπελιού των Ποπολάρων, οι τόποι θυσίας των συμπατριωτών μας, παλιότερα και νεότερα, δεν μπορεί να ξεχαστούν και να περάσουν στην λησμοσύνη.
«Εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι / την ψυχήν, και βροντάουσιν / επί τας κεφαλάς / των αχαρίστων», όπως έγραψε κι ο «Πρωτόκλητος και Πρωτοψάλτης Κάλβος».
Ας ακολουθήσουμε την συμβουλή του.
Έχουμε ανάγκη την ιστορία μας. Χρειαζόμαστε τις ρίζες μας. Διαφορετικά, θα γίνουμε καμένα δάση.

[Εικαστικό σχόλιο: Το κόκκινο ποδήλατο, Κατερίνα Μαρούδα]

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Παύλου Φουρνογεράκη: ΡΩΓΜΕΣ (ποίημα)



Τίποτε το άτρωτο
Έχουν κι οι φιλίες τις ρωγμές τους
Και πού να βρεις τόσο υλικό να τις γεμίσεις
Και φαίνονται τόσο λεπτές
οι σχέσεις και οι ρωγμές τους
Λησμοσύνη,
για δες το φεγγάρι καρφωμένο στο σκαλιστό σταυρό
ολόγιομο θα στολίσει τη νύχτα και πάλι  

Ζάκυνθος, 28-8-2012

[Εικαστικό σχόλιο: Γιάννης Μαρατάγκας]

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Παύλου Φουρνογεράκη: ΘΥΡΑ ΚΑΙ ΘΗΡΑ (ποίημα)




Υψηλός ο φρουρός στη θύρα της
συγγνώμης
Ριγωτές υποκλίσεις θήρας ελέους
Με τα βόλια του εγώ μας
Πώς να πείσει ο πρεσβευτής το Αγαθόν
Ασύμμετροι σταυροί  βιασύνης
Οι ετοιμόρροπες σκαλωσιές της πίστης
Κι ευθυτενής ωτακουστής ο Διονύσιος
Υπερίπταται ελπιδοφόρος, ο ακρωτηριασμένος.

Ζάκυνθος, 24 Αυγούστου 2012


Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Ο Κανθαρόλεθρος και αρχαιοελληνικές πηγές ευθυμίας

Γράφει ο ΠΑΥΛΟΣ ΦΟΥΡΝΟΓΕΡΑΚΗΣ

Η γαλήνη της ψυχής, η ευθυμία, αποτελεί ανέκαθεν το σημαντικότερο  ζητούμενο των ανθρώπινων κοινωνιών και οι αρχαίοι Έλληνες σκαπανείς του πνεύματος μέσα από το φιλοσοφικό τους λόγο, πεζό και ποιητικό, προσπάθησαν να βοηθήσουν τον θλιμμένο και αναστατωμένο άνθρωπο. Φρόντισαν να τον καταστήσουν ικανό να μπορεί ν’ αντιμετωπίσει ενεργά και με ισορροπημένη διάθεση τις αντίξοες περιστάσεις, ώστε να μπορεί να οδηγηθεί στην εσωτερική ευδαιμονία.
«γιατί με τις περιστάσεις δεν στέκει να θυμώνουμε
αυτές δεν νοιάζονται για τίποτε
αλλά εκείνος που συναντώντας τε μπορέσει
να τις εκμεταλλευτεί σωστά
θα ευτυχήσει» (Ευριπίδης).
                Ο Πλάτων παρομοίαζε τη ζωή με παιχνίδι κύβων: στη ζωή είναι ανάγκη, όχι μόνο να ρίχνει κανείς την πιο συμφερτική ζαριά, αλλά αφού την ρίξει να την χειριστεί σωστά . Από τα δύο αυτά η ζαριά δεν είναι στο χέρι μας, στο χέρι μας ωστόσο είναι να ορίζουμε τη θέση στο καθετί που μας φέρνει η τύχη. Οι συνετοί άνθρωποι, σαν τις μέλισσες κορφολογούν ό,τι χρήσιμο  υπάρχει στις περιστάσεις και το επωφελούνται.
                Κατά τον Πλούταρχο (σημαντικό μελετητή των αρχαίων συγγραφέων), οι πιο πολλοί αντιπαρέρχονται ό,τι καλό και ευάρεστο κατέχουν και σπεύδουν προς τα δυσάρεστα και άθλια. Είναι αλλόκοτο να στενοχωριέται κανείς για ό,τι χάνει αντί να χαίρεται για ό,τι του μένει. Σαν τα μικρά παιδιά, που αν τους πάρεις ένα από τα πολλά τους παιχνίδια, πετάνε χάμω και όλα τα άλλα και κλαίνε και σκούζουν, όμοια κι εμείς, αν σε κάποιο πράγμα μάς ενοχλήσει η τύχη, με τους οδυρμούς και τις δυσφορίες μας αχρηστεύουμε και καθετί άλλο για τον εαυτό μας. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ακόμα και τα πιο κοινά πράγματα, αλλά να τα λογαριάζουμε κατά την αξία τους και να νιώθουμε ευγνώμονες που ζούμε, υγιαίνουμε και βλέπουμε τον ήλιο…
                Οι περισσότεροι, καθώς έλεγε ο Αρκεσίλαος (315-241π.Χ.), νομίζουν ότι σωστό είναι να εξετάζουν, με κάθε ακρίβεια και εξονυχιστικά τα «ποιήματα» των άλλων, αλλά για  τη ζωή τους, που πολλές παρέχει αφορμές για τερπνή ανασκόπηση, δεν νοιάζονται, καθώς κοιτάζουν διαρκώς προς τα έξω θαυμάζοντας τις υπολήψεις και τύχες των άλλων, όπως οι μοιχοί τις ξένες γυναίκες, καταφρονώντας όμως τον εαυτό τους και τα δικά τους πράγματα. Και ο λυρικός ποιητής Αρχίλοχος επίσης ούτε ζηλεύει ούτε φθονεί τα έργα και τα πλούτη των άλλων:
 «δεν  με νοιάζουνε τα πλούτη του πολύχρυσου Γύγη
ούτε ποτέ τα ζήλεψα, κι ούτε φθονώ
των θεών τα έργα, τη μεγάλη τυραννίδα δεν ποθώ,
γιατί μακριά πολύ τα μάτια μου στέκουν».
                Όταν ο Σωκράτης άκουσε κάποιον να μιλάει για τη μεγάλη ακρίβεια στην πόλη («μια μνα το χωριάτικο κρασί! Τρεις η πορφύρα! Πέντε δραχμές η κοτύλη το μέλι!») τον πήρε και τον πήγε στα κριθάρια(«ένας οβολός το ημίεκτο! Φτήνια που υπάρχει στη πόλη!») και ύστερα στις ελιές(«δύο χάλκινα νομίσματα η χοίνικα!») κι ύστερα πάλι στις εξωμίδες («δέκα δραχμές η εξωμίδα! Φτήνια που υπάρχει στην πόλη!»).1 Πόσο ταράζει τη γαλήνη της ψυχής μας η μονόπλευρη όψη των πραγμάτων, η μόνιμη αίσθηση μιας  τρισάθλιας βιωτής!
Στη χώρα μας, σήμερα, μοιάζουμε με κανθάρους (σκαθάρια) που, όπως διηγιόντουσαν στην αρχαία Όλυνθο, εισόρμησαν σε κάποιο μέρος λεγόμενο Κανθαρόλεθρο και, μη μπορώντας να βγουν έξω, στριφογύριζαν επί τόπου σε κύκλους ώσπου ψόφησαν. Η θύμηση των σύγχρονων συμφορών βυθίζει τους απαίδευτους σε μόνιμη ασφυξία και απραξία που οδηγεί στην κοινωνική και ατομική καταστροφή.
                «Μένεις αλώβητος στη συμφορά αν την αρνείσαι»,
πρέπει να  ‘χουμε πάντα πρόχειρο το λόγο αυτό του Μενάνδρου. Η άρνηση όμως δε σημαίνει αδράνεια, το νέκρωμα της αίσθησης δεν είναι φάρμακο κατάλληλο, ώστε να γλιτώσει το σώμα  από την οδύνη:
«μένε, ταλαίπωρε, στο στρώμα σου ακίνητος» (Ευριπίδης).
Δεν είναι καλύτερος γιατρός της ψυχής εκείνος που γυμνώνει την ψυχή από κάθε ταραχή και κάθε λύπη με τη μαλθακότητα, την προδοσία των φίλων, συγγενών και της πατρίδας. Η απραξία μόνη της οδηγεί τον άνθρωπο σε απελπισία, όπως τον ομηρικό Αχιλλέα:
«Ωστόσο όλος οργή καθότανε στα γοργά καράβια
ο αρχοντογεννημένος γιος του Πηλέας, ο γοργοπόδαρος
ο Αχιλλέας.
Κι ούτε στη σύναξη που λαμπρύνει τους άντρες πήγαινε ποτέ του
ούτε και στον πόλεμο, μόνο τα σωθικά του τά  ΄τρωγε η πίκρα
που εδώ καθόταν, αν και ποθούσε τον πόλεμο και την αντάρα του».
Η καθημερινή απομόνωση του σύγχρονου θλιμμένου ανθρώπου τροφοδοτεί την ψυχή του με το φαρμάκι της πίκρας, που μακάρι όμως να φουσκώνει και τον ασκό της οργής και να φτιάχνει πανοπλίες, ασπίδες και ξίφη ενάντια σ΄ όσους επιβουλεύονται τις πηγές της ευθυμίας, τη γιορτή της ζωής.
                Ο Διογένης, βλέποντας τον οικοδεσπότη του στη Λακεδαίμονα να ετοιμάζεται ενθουσιαστικά για κάποια γιορτή, είπε: «δεν είναι αλήθεια πως κάθε μέρα είναι για τον αγαθό άνθρωπο και μια γιορτή; Και μάλιστα λαμπρότατη, αν μας διακρίνει η φρόνηση!» Και στη γιορτή αυτή φωλιάζει η παλίντροπος αρμονία του σύμπαντος, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο. Μια εσωτερική, δηλαδή, σύνδεση ανάμεσα στα αντίθετα που εξασφαλίζει τη συνοχή τους.
΄Ετσι, δίχως να περιμένει κανείς τις καθιερωμένες γιορτές για να ευφρανθεί με το μισθωμένο γέλιο των χορευτών και των πανηγυριώτικων τελετών,  πρέπει να πλευρίζει το μέλλον άφοβα και ατάραχα, γεμάτος καλόγνωμη και πασίχαρη ελπίδα, να συνταιριάζει αρμονικά τις όμορφες με τις άσχημες πλευρές της ζωής του και να νιώθει για πάντα τη γαλήνη της ψυχής, την πολυπόθητη ευθυμία.
                                                                                                                Ζάκυνθος, 17-8-2012

Λεξιλόγιο:
1. Η μνα, ο οβολός τα χαλκά και οι δραχμές ήταν νομισματικές μονάδες. Η κοτύλη, το ημίεκτον και η χοίνιξ ήταν μέτρα χωρητικότητας και βάρους. Η εξωμίς ήταν ανδρικό ένδυμα χωρίς χειρίδες, που άφηνε τα χέρια γυμνά ως τους ώμους.
  
Βασική βιβλιογραφία:
Πλουτάρχου Περί Ευθυμίας «Για τη Γαλήνη της ψυχής» εκδ. στιγμή Αθήνα 2000.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Ο συντοπίτης και γείτονας Άγιος

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Στην Ιταλία, την φίλη και γείτονα χώρα, με την οποία τα Επτάνησα γενικότερα και το νησί μας ειδικότερα πολλοί δεσμοί αίματος μας ενώνουν, έχω ταξιδέψει άπειρες φορές, άλλοτε ιδιωτικά, άλλοτε συνοδεύοντας αντιπροσωπείες της Γκιόστρας και άλλοτε συμμετέχοντας σε διάφορες πολιτιστικές ανταλλαγές. Αληθινά κάθε φορά νοιώθω πως την γνωρίζω και την αγαπώ περισσότερο και η εκεί παραμονή μου, εκτός από οικεία, είναι αληθινά και διδακτική.
Σε μια από αυτές τις επισκέψεις μου συνέβη κάτι το πολύ χαρακτηριστικό, που υπογραμμίζει την ταυτότητά μας και θέλω να σας το μεταφέρω, τιμώντας έτσι την καλοκαιρινή γιορτή του Αγίου μας, που είναι το αποκορύφωμα και το τέλος του Καλοκαιριού και για μας τους Ζακυνθινούς μια από τις σημαντικότερες μέρες του χρόνου.
Βρέθηκα, λοιπόν, σε μια πόλη της –το ποια δεν έχει και τόσο σημασία– με μια αποστολή, η οποία θα γνώριζε τον πολιτισμό και την κουλτούρα μας στη χώρα που της προετοιμάσαμε το Φώσκολο. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες και μια καλλίφωνη χορωδία, η οποία απέδωσε κομμάτια της τοπικής μας μουσικής παράδοσης και γνώρισε στους εκεί φιλότεχνους καντάδες και αρέκιες.
Στο πρόγραμμα της ζεστής φιλοξενίας των γειτόνων υπήρχε και μια ξενάγηση στην περιοχή, για να γνωρίσουμε και εμείς τον πολιτισμό τους και να δούμε από κοντά την ιστορία τους. Ανάμεσα στις προκαθορισμένες επισκέψεις μας και ένα φημισμένο μοναστήρι, κέντρο τέχνης και δημιουργίας και πνοή ζωής για τον τόπο.
Έτυχε την μέρα αυτή να είναι μεγάλη γιορτή – αν θυμάμαι καλά η γέννηση της Θεοτόκου – και στο ναό γινόταν επίσημη λειτουργία. Την παρακολουθήσαμε προς το τέλος της και πάνω απ’ όλα χαρήκαμε το αρμόνιο, που την συνόδευε, το οποίο, σαν Επτανήσιοι, που είμαστε, μας ήταν φιλικό και οικείο. Η λειτουργία τελείωσε και ο ιερέας ήρθε κοντά μας, μας καλωσόρισε και μας ξενάγησε στους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της εκκλησίας.
Τελειώνοντας η ξενάγηση, ο επικεφαλής της μουσικής αποστολής μας πλησίασε τον πρόθυμο ιερουργό και του ζήτησε την άδεια να πει η χορωδία κάτι το εκκλησιαστικό της δικής μας, ορθόδοξης παράδοσης. Ο αγαθός λευίτης το δέχθηκε με φιλόξενη ευχαρίστηση και οι χορωδοί συγκεντρώθηκαν στην μέση του ναού και επίσημα άρχισαν να ψάλλουν. Τι είπαν; Μα φυσικά το απολυτίκιο του Αγίου μας και μάλιστα στο καθαρά ζακυνθινό ύφος, το οικείο και αγαπημένο σε όλους μας.
Η συγκίνηση έφτασε στο αποκορύφωμά της και ιδιαίτερη ήταν η στιγμή που ακούστηκε το: «τον φρουρόν μονής των Στροφάδων, Διονύσιον», οπότε όλοι οι παρευρισκόμενοι σταυροκοπήθηκαν, ακούγοντας σε ξένα χώματα και σ’ έναν άλλου δόγματος ιερό χώρο το όνομα εκείνου, που είναι ο έφορος και ο προστάτης του νησιού τους και η καταφυγή της χαράς και του πόνου τους.
Και είναι αλήθεια. Ο Ιεράρχης Διονύσιος, το αρχοντόπουλο που απαρνήθηκε πλούτη και τιμές, για να κερδίσει την αιώνια βασιλεία, είναι για μας τους Ζακυνθινούς το ιερότερο και πιο αγαπημένο μας πρόσωπο. Το όνομά του βρίσκεται συνεχώς στα χείλη μας και σε πολλές περιπτώσεις έχει αντικαταστήσει και αυτόν τον ίδιο το Θεό.
«Άγιέ μου», λέμε σε κάθε κακή στιγμή και αυτός πιστεύουμε πως μας σώζει από κάθε δύσκολη περίπτωση. Αυτός εμπόδισε τις φονικές βόμβες να εκραγούν στην περίοδο της Κατοχής, αυτός βοήθησε να επιζήσουν οι πλακωμένοι με τε ερείπια του σεισμού του Αυγούστου του 1953, αυτός φρουρεί και σκέπει το νησί και την πόλη του.
Κάθε πρωί προς την εκκλησία του στρέφονται οι συμπατριώτες του και κάνουν το σταυρό τους, για το ξεκίνημα της καινούργιας ημέρας και συχνά τον επισκέπτονται για να του πουν τα θετικά και τα αρνητικά της βιωτής τους. Τους είναι μάλιστα και οικείος, όσο και ιερός. «Άγιέ μου Σιγούρο» τον επικαλούνται, με το επώνυμό του και πιο ποιητικά «Άγιο μου κορμάκι». Θεωρούν υποχρέωσή τους να πάνε να τον προσκυνήσουν όσο γίνεται πιο συχνά στην ασημένια του λάρνακα και όταν είναι «στη Θύρα του», στις δύο γιορτές του ή στις μεγάλες δεσποτικές γιορτές, νοιώθουν απαραίτητο να πάνε στην εκκλησία του και να αποθέσουν την αγάπη τους και την πίστη τους στα πόδια του, που συχνά τα ντύνουν με «παντόφλες», που του έχουν τάξει, σε ανάμνηση κάποιας χάρης που τους έκανε.
Το να προσκυνήσεις τον Άγιο στη Ζάκυνθο είναι περίπου κάτι σαν να κοινωνήσεις. Γι’ αυτό συχνά τα βήματά μας μας οδηγούν στο ναό του και συχνά λέμε: «έχω καιρό να προσκυνήσω», όπως ακριβώς θα λέγαμε: «έχω καιρό να μεταλάβω».
Χαρακτηριστική, μάλιστα είναι η σκηνή, τώρα στην θερινή γιορτή του, όταν τις πρώτες πρωινές ώρες, τότε που κλείνουν τα μπαρ της νεανικής διασκέδασης, που μπρος του σχηματίζονται ουρές από παιδιά, τα οποία θεωρούν απαραίτητο, πριν οδηγηθούν σπίτι τους, για την απαραίτητη ξεκούραση και τον σωτήριο ύπνο, να σταθούν στην εκκλησία του και να προσκυνήσουν τον Άγιό τους.
Κι όλα αυτά γιατί για μας τους Ζακυνθινούς ο Ιεράρχης Διονύσιος είναι απλά και μόνο ο «Άγιός μας». Είναι ο συντοπίτης και ο συγκάτοικός μας, ο καθόλου απόμακρος, αλλά διασωστικά οικείος. Ο «ακοίμητος πρέσβης μας» προς το Θεό, αλλά και ο γείτονας.
Ας μας έχει καλά, για να τον γιορτάζουμε και να τον τιμάμε.
«Χρόνια πολλά, και του χρόνου».

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΔΥΝΗ. Σχόλιο σε διατύπωση του Ν. Βρεττάκου


Γράφει ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ


«Ο πολιτισμός δεν άλλαξε την ουσία της βαρβαρότητας», έγραψε στην «Οδύνη» του ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Και μες σε τούτη τη σύντομη κατάφαση, την τόσο μεγαλοπρεπή, θαρρείς ο Λάκωνας ποιητής επέτυχε να χαρακτηρίσει όλες τις αρχόμενες από την εποχή του περιόδους. Εκείνες που παρά την εξέλιξη με την οποία συνοδεύονται, τη βελτίωση των τεχνικών μέσων, την ερμηνεία των αρχετυπικών, ανθρώπινων καταγωγών, την ευθεία αμφισβήτηση του Θεού, δεν τάσσονται σε καμιά περίπτωση στο πλάι του ανθρώπου. Δεν πρόκειται για πρόοδο και άλλωστε πώς να περιμένει κανείς μια εξαργύρωση σε όρους ανθρώπινους αφού καμιά στοχοθέτηση δεν μπορεί να σταθεί ανθρωποκεντρική, ουσιώδης προς τούτη την κατεύθυνση. Πρόκειται λοιπόν για μια διαπίστωση σημασίας κομβικής, για μια επισήμανση σπουδαία και διαχρονική όσο και εκείνη η στοργή, που θα είναι πάντα ο πιο αρχαίος και αγαπημένος καρπός του κόσμου.Ο Βρεττάκος καθώς ζει μες στον πολιτισμό, καθώς τον ερμηνεύει και τον συνθέτει και ο ίδιος με το στοχασμό του, στέκει προφητικός ακραία, σχολιάζοντας μες στον πυρήνα της μία από τις πιο βασικές προβληματικές τούτου του κόσμου.
Η φράση του Βρεττάκου έρχεται να ερμηνεύσει με επάρκεια τη σημερινή κατάσταση στο συριακό έδαφος. Σε μια εποχή όπου ο άνθρωπος βρίσκεται τόσο κοντά στην αποκάλυψη του Θεού, με τις σπουδαίες μηχανές και τους υπόγειους επιταχυντές να υπηρετούν το γνωστικό θράσος του, την ίδια ετούτη στιγμή, οι κοινωνίες αποσυνθεμένες, έρμαιες, με τα δεκανίκια ενός άστοχου επιστημονισμού αδυνατούν να στρέψουν τον άνθρωπο απέναντι στο είδωλό του, την ίδια τη μορφή του. Τούτη η σιωπή είναι μια επαίσχυντη βαρβαρότητα, δίχως άλλο. Την παρατηρούμε να κυβερνά ζητήματα όπως εκείνο της Συρίας, μια μάχη εμφύλια με εκατόμβες νεκρών, αθώων πολιτών που κατείχαν απλά μια θέση ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά. Τη βλέπουμε εκείνη τη σιωπή, καθώς εξαπλώνεται πάντα στις κατεστραμμένες πόλεις και αν σταθούμε, αν ησυχάσουμε από τους εξωφρενικούς ρυθμούς μας τότε μπορούμε και να την παρακολουθήσουμε να θρέφει και άλλο το μίσος, την εσωστρέφεια, ένα είδος εμπόλεμου αυτισμού, ιδίου της εποχής μας. Η ειρηνιστική γραφειοκρατία, όπως εφαρμόζεται στο ακέραιο από τις εγχώριες αρχές αλλά και τις συμμαχικές δυνάμεις, έρχεται να επιβεβαιώσει τη βαθιά πληγή, εκείνη που δεν τράφηκε, δεν επουλώθηκε τελικά με τη θέσπιση των πολιτισμένων λύσεων, με την εμπέδωση μιας παγκόσμιας κουλτούρας, μιας τάσης, ενός ρεύματος το οποίο δεν μπορεί παρά να θέτει τον άνθρωπο στην κορυφή του ενδιαφέροντος.
Πρόκειται για μια εικόνα οικεία. Οι εκπρόσωποι των χωρών διαβεβαιώνουν για τις προθέσεις, εκφράζουν με την άκαμπτη γλώσσα, την τόσο επιτηδευμένη τη βεβαιότητα πως το ζήτημα θα λυθεί σύντομα, πως θα επέλθει τελικά μια συμφωνία, πως θα υπερισχύσουν αρχές και θέσεις αξιωματικές. Έπειτα θα επέλθει ξανά η τραγική εναλλαγή των θέσεων, έπειτα θα αντιστραφεί το κλίμα, νέες ειδήσεις για σφοδρότερες μάχες θα διαρρεύσουν, οι φρουροί των παλαιών καθεστώτων θα πράξουν τα δέοντα για την κατοχύρωση των κεκτημένων, νέοι νεκροί θα προστεθούν στις τρομερές λίστες των νοσοκομείων. Νέες ταφές, και άλλος θρήνος, και άλλοι λυπημένοι συγγενείς να φροντίζουν ζητήματα φύσως θλιβερής και να βαθαίνουν τα ερωτήματα και να οξύνονται τα μίση, να προκαταλαμβάνεται το μέλλον ενός ολόκληρου κόσμου. Και να είναι όλα τούτα καμώματα ενός πολιτισμού ακμαίου και σύγχρονου, ο οποίος δεν μπορεί παρά να σταθεί με αξιώσεις εμπρός στις εθνικές αδυναμίες, απέναντι στα δράματα. Και όσοι ακόμα πιστεύουν στην πόλη Χομ, πως τάχα θέλει ακόμα κόπο μα θα ριζώσει η επανάσταση, και όσοι σπεύδουν να ξορκίσουν το φόνο που μας κύκλωσε, να διαψεύδονται, να καταρρακώνονται, να χάνουν το όραμά τους με τέτοιο τρόπο φριχτό, καθώς η αλήθεια αποκαλύπτεται κατά πρόσωπό, μια ανεπανάληπτη αδιακρισία, τραχιά.
Ως εκείνη τη στιγμή που καμιά χώρα δεν θα συνιστά ή δεν θα πληρώνει το αντίτιμο ενός λάθους, περιπτώσεις όπως της Συρίας θα έρχονται να επιβεβαιώσουν την υποτίμηση της ανθρώπινης αξίας, τη βάναυση φαιδρότητα των πολιτευμάτων, την ανεπάρκεια ηγετών, οι οποίοι γυρεύουν την πραγμάτωση μιας υψηλής, μα προσωπικής φιλοδοξίας, ταπεινής, φριχτά κατώτερης από την ελάχιστη των ανθρώπων απαίτηση για ζωή. Μες σε τούτο το κλίμα, έμεσες ακόμα αναφορές, με τόσο βάθος και σφαιρικότητα, όπως ετούτη του Νικηφόρου Βρεττάκου μπορούν να επισημάνουν τον κίνδυνο, την απειλή, η οποία καραδοκεί τη θολή ζωή μας. 

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ


«Αἱ γενεαὶ αἱ πᾶσαι μακαρίζομέν σε τὴν μόνην Θεοτόκον...» 
ἤ, 
Πῶς ἰχνογραφεῖται μιὰν ἄλλη ἀπουσία: 
Ἐκείνη τῆς Μάνας,  τέτοια χρονιάρα μέρα...


«Γλυκιὰ γαλάζια φαντασία, χρόνων μακρινῶν,
ὦ γλυκασμὲ τῶν Ἀγγέλων,
ὁποὺ ἡ Γεθσημανῆ δὲν ἦταν πέρα στὰ βουνὰ τῶν Ἐλαιῶν,
στῆς βιβλικῆς τῆς Χαναὰν τὰ μάκρη,
μὰ ἦταν τοπίο νησιώτικο,
δικό μας κοντινό,
μὲ τ᾿ ἀνθισμένα γιασεμιά, τὰ φούλια, τὸ βασιλικό,
στοῦ γαλανοῦ γιαλοῦ μας κάποιαν ἄκρη». (Ματθαῖος Μουντές)

Συλλαβίζεις σήμερα, μέρα κορυφαία καὶ γιορτινή, τοὺς παραπάνω στίχους καὶ  ἀπὸ τὸ σύθαμπο τῶν ὑγρῶν ματιῶν σου ξεπροβάλλουν εἰκόνες καὶ Μνῆμες, στὶς ὁποῖες κυριαρχεῖ τὸ Πρόσωπο τῆς Μητέρας. Γιατὶ μές ἀπὸ τὴ χαρμολύπη τῆς Γιορτῆς κοιτάζεις, ὅπως ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, νὰ περνοδιαβαίνουν συγκινητικές, νοσταλγικές καὶ χρήσιμες σκηνὲς τοῦ βίου σου, ποὺ εὐωδιάζουν καλωσύνη, ἐντιμότητα καὶ, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, ἄδολη ἀγάπηΠράγματα σήμερα ἀναντικατάστατα καὶ γιὰ πολλοὺς χαμένα. Ὅπως πλακοστρωμένη καὶ φρεσκοπλυμένη αὐλὴ σὲ ὥρα πρωινή, μὲ τὸν ἥλιο νὰ ραμφίζει τὴ βελούδινη κληματαριὰ καὶ νὰ σχηματίζει στοὺς λευκοὺς τοὺς τοίχους καὶ στὶς ἀσβεστωμένες τὶς πεζοῦλες, παράξενα παιχνιδίσματα, καθὼς τὸ φρέσκο τὸ μελτέμι κουνοῦσε τὰ φύλλα, κομίζοντας παράλληλα ποικίλες εὐωδιές. Εὐωδιὲς ἀπό νοτισμένο χῶμα, βασιλικό, γαρύφαλλο κι ἁρμύρα. Πέρα, κατὰ τὴ Σκιάθο καὶ τὴν Εὔβοια, τὸ πέλαγο φωτισμένο ζωγράφιζε πάνω στὴ γλαυκὴ ἐπιφάνεια μικρά, λευκὰ καὶ χαριτωμένα κύματα. Ἀσίγαστες καμπάνες θυμίζουν τὴ Γιορτή. Δεκαπενταύγουστο, τῆς Παναγιᾶς μὲ τὶς ἑτοιμασίες γιὰ τὴν ἐκκλησιά, γιὰ τὸ κέρασμα ὕστερα, γιὰ τὸ τραπέζι μὲ τὸ καλὸ τὸ φαγητό... Ἀεικίνητη τὴ θυμᾶμαι τὴ Μάνα αὐτές τὶς ὧρες νὰ ἑτοιμάζει, τὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιὰ νὰ ξεκινοῦν γι᾿ ἀποπέρα, γιὰ τὴν ἐκκλησιά. Μαζί τους κι ἐγώ.
Ἀπολείτουργα πάλι ἐκείνη ἡ αὐλή, τὸ φρέσκο νερό, τὸ βύσινο γλυκὸ καὶ τὸ ρακί. Μέχρι νἄρθει τὸ μεσημέρι νὰ στρωθεῖ τὸ τραπέζι μὲ τὸ κρέας μὲ τὸ ρύζι, νὰ μοσχοβολᾶ ἀπό τὴ φρέσκια ντομάτα καὶ τὰ μυρωδικὰ ποὺ ἡ Μάνα κανόνιζε, γιὰ νἄχει τὸ φαῒ τὴ νοστιμιὰ καὶ τὴ χάρη του.
Καὶ μαζὶ μὲ τὶς εὐωδιὲς αὐτὲς συνυπάρχουν ἀκόμα οἱ μυρωδιὲς ἀπὸ λιασμένο ἤ ψημένο δαμάσκηνο, ἀλλὰ καὶ φρεσκοξεφλουδισμένο ἀμύγδαλο. Βλέπεις, ἦταν ὁ καιρὸς τῆς συγκομιδῆς τους, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ μέρα τῆς Παναγιᾶς εἶχε τὸ προνόμιο νὰ μοσχοβολᾶ κι ἀπό τοῦτες τὶς μυρουδιές.  
Τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν πῆραν μαζί τους τὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιά, τὴν αὐλὴ ἐκείνη, ὅπως καὶ τὸ γιορτινὸ τὸ τραπέζι.  Μέχρι ποὺ ταξίδεψε κι ἡ Μάνα μαζί τους, ἀφήνοντας τὴ «γλυκιά, γαλάζια φαντασία χρόνων μακρινῶν» καὶ φυλαγμένων μὲ περισσὴ φροντίδα στὶς πιὸ πολύτιμες κοσμηματοθῆκες τῆς ψυχῆς. Καὶ κάθε Δεκαπενταύγουστο ἐκτίθενται γιὰ μιὰν ἰδιότυπη ἐπίσκεψη...
Δεκαπενταύγουστος 2012    

Related Posts with Thumbnails