© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΠΕΛΟΣ ΚΑΙ ΑΛΕΚΑ ΚΑΤΣΕΛΗ, ΜΝΗΜΕΣ ΙΕΡΕΣ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Αγάπησα το  Θέατρο μέσα από την ποίηση. Έτσι, όταν άκουσα τον Πέλο Κατσέλη να λέει στο πρώτο μάθημα της Δραματικής Σχολής του, «Να διαβάζετε ποίηση ασταμάτητα», ένιωσα μεγάλη συγκίνηση.
Στα επόμενα μαθήματα παρατηρούσα με πόσο πάθος υποστήριζε το Δημοτικό Τραγούδι. Το τοποθετούσε δίπλα στην  Αρχαία Τραγωδία. «Για την τέλεια δομή και τον πυκνό, λιτό λόγο του. Για τον πλούτο των συναισθημάτων και  για τους ανεπανάληπτους τραγικούς ρυθμούς του. Κι ας θυμόμαστε, συμπλήρωνε, ότι το όνομα τραγούδι  προέρχεται από τη λέξη ‘‘τραγωδία’’».
Προσέγγιζε με μεγάλη ευαισθησία τους μεγάλους ποιητές Κάλβο,  Σολωμό, Καβάφη, Σικελιανό, Σεφέρη και ανέλυε με εξαιρετική λεπτότητα τα δύσκολα νοήματά τους. Τότε άκουσα για πρώτη φορά να μιλά κάποιος για το ‘‘ήθος της  γραφής’’ και τότε συνειδητοποίησα, ότι η ‘‘ηθική’’ του ποιητή βρίσκεται μέσα στην ποίησή του.
Παρατηρούσα ακόμα την εκπληκτική ακρίβεια με την οποία προσπαθούσε να σχηματίσει, ανάλογα με τις απαιτήσεις του κειμένου, την ‘‘καμπύλη’’ του ποιητικού λόγου, χρησιμοποιώντας με τεχνική δεξιότητα, μόνο το ηχόχρωμα της φωνής του, που  παλλόταν σε γρήγορο ή αργό ρυθμό. Άλλοτε πάλι τραβούσε κατά το βυθό σαν  ήχος χάλκινου πνευστού ή σαν φωνή  Βυζαντινού Ιεροψάλτη, για  να εκτιναχτεί ξανά στον ουρανό, μέσα από πνευματικές διεργασίες, κρατώντας  ανοιχτό τον εσωτερικό διάλογο.
Αναζητούσε την σκηνική αλήθεια, για να την μετουσιώσει σε αλήθεια συμπαντική. «Όλη η ‘‘μαγεία’’, έλεγε, είναι μέσα σ’ αυτή τη ‘‘σύμβαση’’, σ’ αυτό το υπέροχο ‘‘ψέμα’’, που μεταλλάσσεται σε πιο αληθινό από το αληθινό».
Θυμάμαι πόσες φορές αναρωτήθηκα.
 Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;[1]
Την απάντηση την έδινα κάθε φορά που έβλεπα το αμείωτο πάθος του Δασκάλου για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Κάθε φορά που έβλεπα την προσπάθειά του να βγάλει από τον μαθητή του τη ‘‘διαφορετικότητά’’ του και  ό,τι καλύτερο έκρυβε μέσα του, να τον αναγκάσει να ξεπεράσει τα όριά του και να τα ανατρέψει, ώστε να οδηγηθεί στη σωστή ερμηνεία.
 Η διακωμώδηση ήταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος. Ομολογώ ότι ‘‘έτρεμα’’ να τον δω να με ‘‘διακωμωδεί’’, αλλά όταν το έκανε, γελούσα φανερά και έκλαιγα κρυφά. Πάντα όμως μάθαινα κάτι καινούριο.
Τίποτα δεν τελειώνει δίχως πόνο.[2]
Ερχόταν τα λόγια του Αισχύλου για να με παρηγορήσουν.
 Καθώς  έκανε τις εξαιρετικές μιμήσεις του, έφερνα στο μυαλό μου τις σπινθηροβόλες καρικατούρες  του Honore Daumier, που τσάκιζαν κόκαλα. Σαν τον Γάλλο ζωγράφο, ο Δάσκαλος μπορούσε να είναι οξύς  και λεπτός συγχρόνως. Με την πνευματική δύναμη που εξέπεμπε,  χτυπούσε το ψεύτικο, το πλαστό για να το μεταμορφώσει σε δημιουργικό πνεύμα, ικανό να παρασύρει και να κινητοποιήσει την ευαισθησία και τη φαντασία του θεατή.
Η φαντασία μεταπλάθει τη συγκεκριμένη μορφή σε σύμβολο.[3]
«Γι αυτό η ερμηνεία», έλεγε, «πρέπει να είναι λιτή, πυκνή, εσωτερική, να  έχει ακρίβεια και πάνω απ’ όλα πίστη. Πρέπει να πιστεύει κανείς σ’ αυτό που κάνει για να τον πιστέψουν και οι άλλοι. Αν μπορούσε ο ηθοποιός να κόψει την ανάσα του θεατή, να τον αιχμαλωτίσει, να τον παρασύρει να τον ακολουθήσει στην δραματική  κορύφωση. Ποτέ όμως δεν πρέπει να εφησυχάζει. Πάντα πρέπει να πλανάται η δημιουργική αμφιβολία».Και για να γίνει κατανοητός έφερνε το παράδειγμα του Μπουζιάνη, «όπου η έκφραση υπάρχει και δεν υπάρχει. Μια ερμηνεία δεν είναι ποτέ ίδια,  γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ οι ίδιοι. Όπως το νερό του ποταμού που αλλάζει διαρκώς, έτσι θα υπάρχουν πάντα οι ανεπαίσθητες λεπτές διαφορές, που θα κάνουν ξεχωριστή μιαν ερμηνεία. Σαν τις διακυμάνσεις του νερού, σαν την ανάσα του κόσμου θα αποθέτουν, αδιάψευστη μαρτυρία, τα διάφανα χρώματά τους».
 Έδινε μεγάλη σημασία στις παύσεις. «Πρέπει να ανακαλύψουμε τις παύσεις του κειμένου, για να συναντήσουμε  το δρόμο  της ορθής ερμηνείας. Χρειάζεται μόχθος, το ταλέντο δεν αρκεί. Πρέπει να δεις τους μαστόρους στο Τσεπέλοβο,[4] πώς χτίζουν, πώς ιδρώνουν, πώς δουλεύουν το γρανίτη». Με την ίδια μεθοδικότητα, με τον ίδιο ιδρώτα απέκτησε και εκείνος την ευρεία μόρφωσή του, τον τρόπο της διδασκαλίας του, τον γρανιτένιο χαρακτήρα του.
«Αν θέλουμε ν’ αγγίξουμε την ‘‘τελειότητα’’ πρέπει να μετράμε με το καλύτερο μέτρο τις δυνάμεις μας κι αν φτάσουμε ή νομίσουμε πως φτάσαμε κάπου, πρέπει πάντα να επιστρέφουμε στη μελέτη, για να μην στερέψει ποτέ η πηγή της γνώσης και της φαντασίας. Άλλωστε, ποιος μπορεί  το ‘‘φτάσιμο’’, να καθορίσει; Ο τελικός αποδέκτης, ο τελικός κριτής είναι ο θεατής. Το θέατρο διατηρεί τη μνήμη των ανθρώπων και ο θεατής διατηρεί τη μνήμη του θεάτρου. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είδαν ποτέ στη σκηνή τη Μαρίκα Κοτοπούλη ή τον Αιμίλιο Βεάκη, κι όμως, μιλούν γι’ αυτούς με μεγάλο θαυμασμό. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν διάβασαν ποτέ τον Όμηρο, αλλά ο Όμηρος διαιωνίζεται μέσα από τη γλώσσα τους. Το πνεύμα δεν χάνεται ποτέ, γι’ αυτό η αξία του είναι αιώνια  κι ίσως γι αυτό να δικαιωθεί κάποτε ο ‘‘Άνθρωπος’’».
«Τι κρίμα, να είναι τόσο εφήμερη η τέχνη του θεάτρου, να σβήνει με την τελευταία ανάσα του ηθοποιού!».
«Εφήμερη είναι η παράσταση, αλλά ο θεατρικός λόγος είναι δυνατός, ανατέμνει το παρόν, θέτει ερωτήματα που θα απασχολούν πάντα τους ανθρώπους και κανείς δεν γνωρίζει τη στιγμή που θα απαντηθούν. Η πρωταρχική αλήθεια θα χαριστεί σ΄ εκείνον που θα ψάξει βαθιά. Πάρε για παράδειγμα τη σίγουρη γραμμή του Αισχύλου, τη μελωδία του Σοφοκλή, την αίσθηση Ελευθερίας του Ευριπίδη, τη λεπτή ειρωνεία του Αριστοφάνη».
Δεν έχω απαλλαγεί ακόμα από αυτούς τους ‘‘πρόχειρους’’, χαρακτηρισμούς και η έκπληξή μου τελευταία ήταν μεγάλη, όταν διάβασα το βιβλίο «Ελληνικά Τοπεία» του Ιουλίου Καΐμη  -ευγενική προσφορά του ζωγράφου Άλκη Γκίνη – και διαπίστωσα τη συγγένεια της σκέψης των δύο ανδρών. Γράφει ο Ιούλιος Καΐμης στο κεφάλαιο «Μύθοι της Αττικής», στη σελίδα 41.
Όμοια με τη σύνθεση της γης αυτής είναι και η τραγωδία της Αττικής τέχνης, που δεν εκδηλώνει τα σκληρά ίχνη της, αλλά τα σκεπάζει, με μια ειρωνική γαλήνη όπως η ποίηση του Αριστοφάνη και μοιάζει άλλοτε με τη σίγουρη γραμμή του Αισχύλου, άλλοτε με τα πλαστικά χρώματα του Σοφοκλή, άλλοτε με την ελεύθερη ψυχή του Ευριπίδη.
 Ο Πέλος Κατσέλης υπήρξε μια ελεύθερη, γοητευτική ψυχή και ήθελε τους μαθητές του με ελεύθερη βούληση και φαντασία. Ήταν όμως δύσκολος, απαιτητικός και αυστηρός.
Ένα βράδυ γυρίζαμε από τις πρόβες της Γιορτής του Κρασιού, που γινόταν στο Δαφνή από την Περιηγητική Λέσχη[5]. Ο Δάσκαλος είχε την καλλιτεχνική  επιμέλεια και τη σκηνοθετική φροντίδα των εκδηλώσεων. Είχε πάρει μερικά παιδιά της  Σχολής να δουλέψουν μαζί  του  κι εμένα φυσικά. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα το Δάσκαλο τόσο κουρασμένο, ώστε μόλις μπήκε στο αυτοκίνητό του έγειρε το κεφάλι του αριστερά και ήμουν σίγουρη ότι θα κοιμηθεί. Ξαφνικά τον άκουσα  να απαγγέλλει .

                                Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου
                                και στο μαντήλι τό ’συρα κι έβαψε το μαντήλι
                                και στο ποτάμι τό ’πλυνα κι έβαψε το ποτάμι
                                κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου.
                                Κατέβει ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
                                Κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.[6]

«Τι πρόσεξες;», με ρώτησε. «Αυτό δεν είναι ποίημα, είναι τραγούδι». «Είναι, αλλά τι πρόσεξες;». « Με τον τρόπο που το είπατε, τις παύσεις, τις ανάσες, τον παλμό, μόνον τη μουσική πρόσεξα».«Τότε ξανάκουσε καλά το λόγο». Και άρχισε να απαγγέλλει αργά και καθαρά. Σαν τέλειωσε έκανε μια τρομαχτική παύση και περίμενε.
«Τι πρόσεξες;», ήρθε αμείλικτη η ερώτηση και με γέμισε πανικό. Δεν είχα άλλα περιθώρια, κάτι έπρεπε να πω, όμως, τί; Αλλά, ω, του θαύματος! Θυμήθηκα, πως είχε προβάλλει στην αρχή την πρώτη λέξη και πώς έπαιζε το επαναλαμβανόμενο ρήμα  στα χείλη του. «Το ποίημα φαίνεται να έχει χτιστεί μόνο με ένα επίθετο και με το ίδιο ρήμα σε κάθε στίχο», είπα δειλά. Έκανε ένα ‘χχμμμμμ’ και συνέχισε με μια παράξενη χαρά. «Είδες πως τολμά ο ανώνυμος ποιητής; Πρόσεξες την οικονομία του λόγου,  την οικονομία της λέξεις; Πρόσεξες τη συμπύκνωση της δράσης; Υπάρχει τίποτα περιττό; Προσπάθησε να αφαιρέσεις μια φράση, μια λέξη, δεν θα μπορέσεις…Αχ, μιλάνε για σουρεαλισμό, έχεις  ακούσει τίποτα πιο σουρεαλιστικό από αυτό το ποίημα;».
Διάβασα πολλές φορές τούτο το Δημοτικό Τραγούδι και κάθε φορά προσπαθούσα να φανταστώ, πώς θα το ζωγράφιζε ο Salvator Dali,αν το γνώριζε. Όταν το είπα στο Δάσκαλο, γέλασε αινιγματικά και απάντησε με μία ερώτηση. «Μήπως δε θα χρειαζόταν να το ζωγραφίσει;».
Δεν απέρριπτε  το καινούργιο όσο παράξενο κι αν ήταν, περίμενε πρώτα να ξεδιπλώσει όλη την γκάμα του για να το κρίνει.
«Ο πνευματικός άνθρωπος, πρέπει να είναι ανοιχτός σε όλα, να ψάχνει για καινούργιες ιδέες και να τις ενσωματώνει στο παλιό, στην παράδοση. Η παράδοση δεν πρέπει να χαθεί, είναι το θεμέλιο που στηρίζει το
οικοδόμημα. Αλλά, αυτό πρέπει να γίνει με λεπτό τρόπο, γιατί καμιά φορά το απότομο άγγιγμα μπορεί να φέρει ράγισμα, όπως και στη ζωή.  Ας είναι ο διάλογος ανοιχτός, για να μπορεί το θέατρο να μιλά για τα ατέλειωτα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, για να μπορεί να μιλά για το Θεό, τον άνθρωπο, το παράφορο όνειρό του, το πάθος του. Το ίδιο κάνουν και οι άλλες τέχνες, όπως θα έλεγε ο Λέων»[7].
Μια φορά στο μάθημα υποκριτικής, μια μαθήτρια ερμήνευσε με τρόπο εξαιρετικό το ρόλο της και αυθόρμητα τη χειροκρότησα. Καθώς, όμως, ο Δάσκαλος γύρισε και με κοίταξε, τα χέρια μου έμειναν στον αέρα.
«Έλα στο γραφείο», μου είπε στο διάλειμμα.
Ανέβηκα τη σκάλα μουδιασμένη και χτύπησα την πόρτα. Μόλις μπήκα στο γραφείο του σηκώθηκε από τη θέση του για να με συγχαρεί. Τότε ήταν που μπερδεύτηκα εντελώς.«Μπράβο σου, μου είπε, είναι σπουδαίο να αναγνωρίζεις την αξία των άλλων». Έκανε μια μεγάλη παύση.
«Μην περιμένεις, όμως, και οι άλλοι να σου συμπεριφερθούν ανάλογα γιατί θα πληγωθείς. Οι άνθρωποι δεν είναι δίκαιοι. Πρέπει να το καταλάβεις, εκεί έξω η ζωή είναι άγρια. Πρέπει να παλέψεις, να σκληρύνεις, η ευαισθησία δεν είναι πια προσόν».
«Εσείς, το λέτε Δάσκαλε αυτό, εσείς που διδάσκετε την ευαισθησία;».  Η σιωπή του ήταν τόσο έντονη που με τρόμαξε.
«Κάποτε θα καταλάβεις, ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά» και καθώς έκλεινα την πόρτα  φεύγοντας, τον άκουσα να απαγγέλλει: 
Άμποτε να βγουν όλα
όπως τα θέλουν οι ευχές μου [8]
Ένα  Κυριακάτικο  πρωινό,  πηγαίναμε στη  Σχολή, να τακτοποιήσουμε  τα θεατρικά χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης. Ο Δάσκαλος για να αποφύγει την κίνηση έστριψε από του Μακρυγιάννη.«Πόσον καιρό έχετε να ανεβείτε στην Ακρόπολη;»,τον ρώτησα. «Η ανάβαση στην Ακρόπολη προϋποθέτει κάθαρση», μου απάντησε, και αμέσως έστριψε δεξιά από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ανέβηκε το ανηφορικό δρομάκι, πάνω στο οποίο ο Δημήτρης Πικιώνης, είχε αποτυπώσει την ποίηση και την αρμονία, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Δάσκαλος. Στο πλάτωμα σταμάτησε. «Πάμε», μου είπε, και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στον Ιερό Βράχο. Προχωρούσε σιωπηλός και ενώ ανυπομονούσα να ακούσω τα σχόλιά του, δεν τολμούσα να σπάσω τη σιωπή του. Στάθηκε απέναντι από το Ερέχθειο συλλογισμένος, ενώ το δικό μου βλέμμα είχε χαθεί ανάμεσα στις κολόνες του Παρθενώνα. Ξαφνικά, τον άκουσα να μιλά:«Άσε τους Κυβιστές να καμαρώνουν …κοίτα εδώ ένα κύβο καθαρό, και τι κάνει ο μεγάλος καλλιτέχνης; Βάζει τις Καρυάτιδες μπροστά από τον ένα τοίχο, τονίζοντας έτσι την αρχιτεκτονική αρτιότητα και ανατρέποντας την παράδοση. Αλλάζουν την αισθητική τούτες οι ‘‘Κόρες’’. Μας μεθούν με τη χάρη τους».
Κάθε φορά που ανεβαίνω στην Ακρόπολη, κοιτάζω με ξεχωριστή συγκίνηση τις ‘‘Κόρες’’, που ανατρέπουν  το αισθητικό τοπίο και μας μεθούν με τη χάρη τους!

Είχα την τιμή και την τύχη να φιλοξενηθώ για μεγάλο χρονικό διάστημα στο σπίτι του Πέλου και της Αλέκας Κατσέλη. Ένιωθα πάντα  ευπρόσδεκτη και  αυτό  εξηγεί την μακροχρόνια παραμονή μου κοντά τους.
Πολλά έχω να θυμάμαι από την αξέχαστη φιλοξενία τους και πρώτα απ’ όλα την εικόνα της πανέμορφης Αλέκας - αξεπέραστη η δωρική ομορφιά της, ως Πρωθιέρεια της Ιερής Ολυμπιακής φλόγας-  με ένα χοντρό βιβλίο στο χέρι. ‘‘Ιλία Έρενμπουργκ’’ έγραφε το πρώτο που την είδα να διαβάζει και ο όγκος του με γέμισε απελπισία. Και ενώ είχα αρχίσει να μετρώ τις μέρες που θα έκανε να το τελειώσει, σύντομα το αντικατέστησε με άλλο, φροντίζοντας μάλιστα να το αφήσει  εξ επίτηδες  στο δωμάτιό μας. Δεν έμπαινε στο ράφι της βιβλιοθήκης, παρά μόνο όταν ήταν σίγουρη ότι το είχαμε διαβάσει.
Η Αλέκα Κατσέλη ήταν η προσωποποίηση της αξιοπρέπειας και της αρχοντιάς. Η σχέση μου μαζί της ήταν πολύ τρυφερή και η αγκαλιά της μ’ έκρυβε προστατευτικά στα άγουρα χρόνια μου.
Η Αλέκα με τη χάρη της, κατάφερε να συνδυάσει την τέλεια Μάνα, την εκπληκτική σύζυγο, τη σπουδαία Θεατρίνα, την υπομονετική Δασκάλα. Θα την χαρακτήριζα  σαν έναν ολοκληρωμένα σκεπτόμενο άνθρωπο. Οι συμβουλές της, η νοικοκυροσύνη της, η περηφάνια της, η φιλομάθειά της ήταν  φωτεινό παράδειγμα για μένα.
Θυμάμαι πάντα με ξεχωριστή νοσταλγία τις ‘‘εκπαιδευτικές’’ εκδρομές μας, στο Σούνιο, στη  Βραυρώνα, στην Ερέτρια, στους Δελφούς, στη Μονή Δαφνίου,  στο  Μοναστήρι του Όσιου Λουκά. Την ακούραστη και πάντα διαβασμένη Αλέκα να μας εξηγεί τα μυστικά της τέχνης.
 «Η τέχνη είναι η καλλιτεχνική έκφραση των Λαών, μέσα από την τέχνη μπορούν οι άνθρωποι να εκφράζονται πνευματικά και να απολαμβάνουν τα όνειρά τους», έλεγε.
Όταν φτάναμε στα Αρχαία θέατρα, αντί να κατέβουν οι ίδιοι στην ορχήστρα και να απαγγείλουν με την ερμηνευτική τους δεινότητα έναν μονόλογο από τους Αρχαίους Τραγικούς, ζητούσαν ν’ ακούσουν από μένα την Αντιγόνη ή την Ηλέκτρα. Πιστεύω, ακόμα, ότι το έκαμαν για να νιώσω σημαντική στα δεκαοκτώ μου χρόνια.
Το μεσημεριανό τραπέζι της Κυριακής ήταν ξεχωριστό. Ερχόταν πάντα στο σπίτι ο πατέρας του Πέλου Κατσέλη, ο αγαπημένος μας παππούς. Ο Δάσκαλος του έδινε τη θέση του στην κορυφή του τραπεζιού κι εκείνος καθόταν πλάι του .
Έτσι ο καθένας ας σέβεται
 τους γονιούς  του κι ακόμα
κάθε ξένο που δέχεται στο σπίτι του[9]
σκεφτόμουν άθελά μου. Όταν αργά το απόγευμα ο σεβάσμιος γέροντας έφευγε, έδινε χαρτζιλίκι στα πολυαγαπημένα του εγγόνια του, τη Νόρα και τη Λούκα. Έδινε και σε μένα κι αυτό μου δημιουργούσε αμηχανία, γιατί νόμιζα πως δεν ήμουν πια παιδί.
Δεν ήξερα τι να κάνω αυτά τα χρήματα και τα μάζευα σε ένα κουτί. Όταν πλησίαζε ο καιρός να φύγω ανέβηκα στη βιβλιοθήκη, το πιο αγαπημένο  μου μέρος του σπιτιού τους. Ο Δάσκαλος δούλευε στο γραφείο του. «Κάθισε», μου είπε.
 « Ξέρετε, Κύριε Κατσέλη, από τότε που μένω κοντά  σας, ο Πατέρας σας κάθε φορά που φεύγει δίνει χαρτζιλίκι  στα παιδιά. Δίνει και σε μένα. Αυτά τα χρήματα τα έχω μαζέψει  εδώ και θέλω να σας τα επιστρέψω, γιατί αυτό θεωρώ ότι είναι το σωστό».
 Είδα την πένα του να τρεμοπαίζει, την άφησε κάτω και στηρίχτηκε στο γραφείο του με τα δυο του χέρια, ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Ο Πατέρας μου, αυτά τα χρήματα τα έδωσε σε σένα, μόνο εσύ λοιπόν μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις και κανένας άλλος».
Μεσολάβησε ένα κενό που μου φάνηκε αιώνας.
 «Ίσως θα πρέπει κάποτε να μάθεις, ότι η αποδοχή μιας προσφοράς, πολλές φορές είναι πιο σημαντική από την ίδια την προσφορά».
Πήρα πίσω το κουτί με τα χρήματα, πήρα και το ‘‘γρίφο’’ της ‘‘Πυθίας’’  και κατέβηκα τη σκάλα γεμάτη ενοχές.

                Αλλ’ εν χρόνω γνώση ταδ’ασφαλώς, επεί
 χρόνος δίκαιον άνδρα  δείκνυσιν μόνος·[10]

λέω μέσα μου ξανά και ξανά τούτη την ώρα, που  προσπαθώ μέσα από πολύτιμες, ιερές μνήμες, να ανασυνθέσω κάπως την προσωπικότητα των τιμημένων Δασκάλων μου.  Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, ξέρω, όμως, πως αν τούτη τη στιγμή ήταν πλάι μου, στοργικά  θα με ενεθάρρυναν. 

                                                                                                               


[1] Δημοτικό Τραγούδι. Της Ιδιωτικής ζωής. Μοιρολόγια.  [Άσκηση που ‘‘βασάνισε’’ όλους τους μαθητές του]
[2]Αισχύλος  Ικέτιδες  [429] Μετ. Τ. Ρούσσος Εκδ. Κάκτος
[3] Φάουστ του Γκαίτε, Ι .Ν Θεοδωρακόπουλος
[4] Κεφαλοχώρι στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, όπου οι ρίζες του Πέλου Κατσέλη που γεννήθηκε στο Ναζλί της Μ. Ασίας το 1907 και πέθανε στην Αθήνα το 1981.
[5] Ο Πέλος Κατσέλη υπήρξε  εκλεκτό, επίτιμο μέλος της  Περιηγητικής Λέσχης. [Για την ιστορία αναφέρω ότι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Π.Λ, υπήρξαν ο Αναστάσιος Ορλάνδος και ο Δημήτρης Μητρόπουλος.
[6] Δημοτικό Τραγούδι. Της Ιδιωτικής Ζωής. Ελληνική Ποίηση Ανθολογημένη. Μ . Αυγέρη, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Β ,Ρώτα, Θ. Σταύρου. Εκδ . Κυψέλη 1959
[7] Λέων Κουκούλας. Καθηγητής στη Δραματική Σχολή Πέλου Κατσέλη. Ποιητής, Κριτικός, δοκιμιογράφος,  μεταφραστής.
[8]  Αισχύλος   Ικέτιδες  [82] Μετ. Ιωάννης Βιστάκης Εκ Παπύρου.
[9] Αισχύλος Ορέστεια Ευμενίδες [544-547] Μετ. Τάσος Ρούσσος. Εκδ. Κάκτος
[10] Σοφοκλής Οιδίπους Τύραννος [614]

2 σχόλια:

Konstantinos είπε...

Σπουδαιο μάθημα μας παρέδωσε η κ. Μαρία Κοτοπούλη μέ τό θαυμάσιο κείμενο γιά τους αείμνηστους Πέλο καί Αλέκα Κατσέλη. Μάθημα τιμής στούς Δασκάλους, στους ευεργέτες, στους Ανθρώπους. Μας συγκινήσατε τόσο, αγαπητή μας κυρία Μαρία. Νἄστε καλά. π. κων.ν. καλλιανός

Ανώνυμος είπε...

Άξια μαθήτρια άξιων Δασκάλων! Τίμησες τους Δασκάλους σου, Μαρία, με την καλλιέργειά σου και την πένα σου που απλόχερα μας χαρίζεις μέσα από τα Παραθέματα Λόγου, αληθινή πνευματική και αισθητική τροφή σε καιρούς υποσιτισμού...Με το κείμενό σου προς τιμήν των Δασκάλων σου Πέλου και Αλέκας Κατσέλη έρριξες νερό στις ρίζες μας που έχουν σχεδόν μαραθεί. Συνέχισε να μας κρατάς ζωντανούς, Μαρία.
Μαίρη Μάντζιου, Ιωάννινα

Related Posts with Thumbnails