Παραμονές της γιορτής του Αγίου μας, της χειμωνιάτικης και πραγματικής. Αυτήν την φορά είναι η επέτειος της μνήμης του και ’μεις - και λόγω του σύμμαχου κακού καιρού - τον τιμάμε οικογενειακά και ζεστά, παραδοσιακά και σεμνά, όπως και ο ίδιος σίγουρα θα επιθυμούσε. Μαζί του γιορτάζουν όλα τα σπίτια, όχι μόνο την χρονιάρα μέρα, την μεγαλύτερη του χρόνου για το νησί, αλλά και για τα ονομαστήρια πολλών, μια και δεν υπάρχει οικογένεια στην πόλη και τα χωριά χωρίς Διονύσιο ή Διονυσία και συχνά, προς τιμή του, δίνουμε και άλλα ονόματα στους δικούς μας, σαν πούροι Ζακυνθινοί, όπως Σιγούρος, που ήταν το επώνυμό του, Δραγανίγος, για το κοσμικό του όνομα ή Δανιήλ, όπως και ο ίδιος ονομάζονταν για λίγο, μετά την μοναχική του κουρά στο πυργομονάστηρο των Στροφάδων και πριν την ανάρρησή του στο υπέρτατο αξίωμα της ιεροσύνης, τον βαθμό του επισκόπου, στο εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου της Αθήνας, για να ποιμάνει το νησί της Αίγινας.
Λατρεία αληθινή έχουν όλοι οι συμπατριώτες του, τους οποίους πολύμορφα και ποικιλότροπα προστατεύει, στο ιερό και πολυαγάπητο πρόσωπό του. Είναι απλά και μόνο ο Άγιός τους, χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό και συχνά φτάνουν στο ακραίο σημείο αγάπης και λατρείας να τον θεωρούν και πάνω και από τον ίδιο το Θεό. Υπερβολή, που όσο και να μην την κατανοούν οι θεολόγοι και να την καυτηριάζουν, ιδιαίτερα όταν είναι ξένοι με τον επτανησιακό χώρο, την βιώνουν οι συμπολίτες του Αγίου και εξακολουθούν να την διατηρούν, γιατί είναι το ζακυνθινόπουλο που άγιασε και το αρχοντόπουλο που απαρνήθηκε τα πλούτη και τις τιμές της οικογένειάς του, για να κερδίσει οριστικά μια θέση στα επουράνια.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι πιστοί του νησιού, αλλά και οι άπιστοι, που τον δέχονται και τον τιμούν, θέλουν τις μεγάλες γιορτές του χρόνου και τις χρονιάρες μέρες να τις συνδέουν με τ’ όνομά του και τη χάρη του και γι’ αυτό ο Άγιος αυτές τις στιγμές «είναι στη Θύρα του», για να μπορούν να τον προσκυνούν και τα τον συνδοξάζουν με τον Χριστό, είτε αυτός γεννιέται στην Βηθλεέμ, είτε βαπτίζεται στον Ιορδάνη, είτε ανασταίνεται εκ νεκρών, νικώντας τον θάνατο και δίνοντας την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος.
Στη Ζάκυνθο το να πας να προσκυνήσεις τον Άγιο, ιδιαίτερα όταν το λείψανό του είναι όρθιο «στη θύρα του», αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όταν λύπη ή χαρά το απαιτεί, είναι εφάμιλλο με το να κοινωνήσεις και συχνά - πυκνά ακούγεται η φράση: «έχω καιρό να προσκυνήσω τον Άγιο», όπως ο κάθε πιστός λέει: «έχω καιρό να μεταλάβω».
Εξάλλου σε όλες τις λαϊκές εκφράσεις ο Άγιος έχει αντικαταστήσει τον Θεό. «Μα τον Άγιο», λέμε πάντοτε, θέλοντας να ορκιστούμε. «Δεν έμεινε Άγιος», τονίζουμε, θέλοντας να δηλώσουμε μεγάλη καταστροφή και - για να τελειώσουμε τα ενδεικτικά παραδείγματα - εκείνο το «αν θέλει ο Άγιος», το οποίο λέμε συχνά και περισσότερη σημασία έχει πως και το πιστεύουμε πραγματικά.
Αυτό, όμως, που χαρακτηρίζει τον Πολιούχο της Ζακύνθου και δίνει την διαφορετικότητα στην λατρεία των δικών του πιστών, είναι η εντελώς ανθρώπινη προσφώνηση στο ιερό του πρόσωπο, όταν οι συντοπίτες του τον καλούν με την ποιητική και ζεστά ανθρώπινη προσφώνηση «άγιο μου Κορμάκι».
Η προέλευση και η δημιουργία αυτής της επίκλησης έχει πολλές σημασίες και πάμπολλες διαστάσεις. Πρώτα απ’ όλα την επιβάλει η ίδια η άφθαρτη παρουσία του σκηνώματος του Ιεράρχη, η οποία είναι και το μεγαλύτερο δείγμα αγιότητας για τους κατοίκους του νησιού του. Ζώντας όχι μόνο στη Ζάκυνθο οι τελευταίοι, αλλά και στον ιόνιο χώρο, όπου και άλλα ολόσωμα λείψανα υπάρχουν, όπως αυτό του Οσίου Ιωσήφ στο χωριό Γαϊτάνι του νησιού τους, του Αγίου Γερασίμου στην γειτονική Κεφαλονιά και των Αγίων Σπυρίδωνος και Θεοδώρας στην συγγενική Κέρκυρα, έχουν εξοικειωθεί με την παρουσία τους και θεωρούν την αφθαρσία του σώματος υπέρτατο δείγμα αγιοσύνης. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά έχουν πρόσκαιρα αποδοθεί τίτλοι αιωνιότητας σε νεκρούς, οι οποίοι, για διάφορους λόγους «δεν έχουν λιώσει», όπως χαρακτηριστικά λέει ο λαός μας.
Επίσης να μην ξεχνάμε και την πολύμορφη επίδραση που έχει ο χώρος μας από την Δύση και προ πάντων από την κοντινή, γεωγραφικά και πολιτιστικά, Ιταλία. Σ’ αυτήν την χώρα, με την οποία η Ζάκυνθος και η Επτάνησος είχε και έχει πολλά κοινά, υπάρχουν πάμπολλα σκηνώματα Αγίων και αν δεν υπάρχουν, τα δημιουργούν.
Για την επιβεβαίωση των παραπάνω θέλω να θυμηθώ και να σας γνωρίσω μια παραδειγματική ιστορία, την οποία έζησα μικρός και δείχνει το πώς οι Ζακύνθιοι έχουν συνδέσει την αιωνιότητα με την μη φθαρτότητα.
Μια σεβάσμια κυρία, λοιπόν, που ηθελημένα είχε ζήσει όλη τη ζωή της στο νησί μας, πήγε στην συμπρωτεύουσα, την Θεσσαλονίκη, για να παρευρεθεί στον γάμο στενού συγγενικού της προσώπου. Το πρώτο που ζήτησε σαν έφτασε στην όμορφη πόλη του βορά, ήταν να προσκυνήσει τον προστάτη της, τον Άγιο Δημήτριο. Πήγε με σεβασμό στην εκκλησία του και ζήτησε να μάθει πού βρισκόταν το, λείψανό του. Σαν είδε, όμως, μόνο οστά, απογοητεύτηκε και προς στιγμήν αμφέβαλε για την εγκυρότητα του Μυροβλύτη. Αυτήν της την εμπειρία την διηγιόταν για χρόνια σε φίλους και γνωστούς και πάντα στρεφόμενη προς τον Άμμο, έκανε το σταυρό της και έλεγε: «Άγιο μου κορμάκι. Μεγάλη η χάρη σου»!
Μα δεν είναι μόνο ο λόγος αυτός η αιτία της ιδιαίτερης αυτής επίκλησης στον Άγιο Διονύσιο. Οι Ζακυνθινοί, οι οποίοι όχι μόνο συμπατριώτη τους τον έχουν, αλλά και «ακοίμητο», όπως λέει το μεγαλυνάριό του, «πρέσβη» τον αισθάνονται, στο διάβα της ιστορίας τους έχουν θρεφτεί με μια Αναγέννηση και έναν Διαφωτισμό. Ως εκ τούτου είναι δύσπιστοι στο αφηρημένο και επιδιώκουν το απτό και αυτό που φαίνεται. Έχουν πιστέψει και ασπαστεί εικόνες των δημιουργών της Επτανησιακής Σχολής στην ζωγραφική, των Δοξαράδων, του Κουτούζη και του Καντούνη και έχουν λατρέψει το Θεό τους με την παραδοσιακή εκκλησιαστική μουσική του τόπου τους, η οποία δεν θα μπορούσε να είναι ξένη με τα άλλα μουσικά τους ακούσματα. Έχουν ζήσει, επίσης, θεατρικές Αποκαθηλώσεις, έχουν δακρύσει με το «Ανάστα ο Θεός» και την Γκλόρια, έχουν αγιασθεί, «Φωτώνε» μέρα, από πάρκα καλλιτεχνικά στημένα και αναπαραστάσεις της σωτήριας Βάπτισης.
Ο επιτάφιός τους είναι ο «Αμνός», εικόνα αμφιπρόσωπα ζωγραφισμένη και κομμένη, έτσι ώστε και όταν βρίσκεται στο ναό, αλλά και όταν περιφέρεται να τονίζει την παρουσία του νεκρού και να αναγκάζει τον θεατή στον θρήνο και την λύπη, σαν αυτή που εικονίζεται στην περιφερόμενη Mater Dolorοsa, κάτω από την πενθηφορούσα «ουρανία», η οποία προσκυνείται και δοξάζεται στο νησί και η πίκρα της ρομφαίας της μεταδίδεται σε παράθυρα και μπαλκόνια, όπου με το κορετάδο κρεμασμένο πεύκι παρακολουθούν την τελετή οι πιστοί και συμμετέχουν σε μια πραγματική εξώδιο λιτανεία.
Μα και ο Εσταυρωμένος μας, είτε βρίσκεται πίσω από την Αγία Τράπεζα, είτε το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής περιφέρεται στην πόλη, έχει την ανθρώπινη μορφή του πόνου και της θυσίας και πλησιάζει περισσότερο στην πραγματικότητα, από την μεταφυσική.
Χαρακτηριστική η διασωθείσα από την ιστορία απάντηση του Νικολού Κουτούζη, του ζωγράφου, ποιητή και ιερέα, όταν του ζητήθηκε να ιστορήσει έναν βυζαντινό Χριστό, κρεμάμενο πάνω στο Σταυρό. «Εγώ, σαν πιτόρος», απάντησε, «γνωρίζω πως πεθαίνει ένα σώμα στο Σταυρό και δεν μπορώ να κάνω κάτι διαφορετικό». Αρνήθηκε, μάλιστα, την παραγγελία.
Όπως και να έχει, όμως, είτε όλα αυτά είναι αλήθεια, είτε εικασίες, σημασία έχει πως όλοι ανεξαίρετα οι Ζακυνθινοί τιμούν τον Άγιό τους και κυριολεκτικά τον λατρεύουν. Είναι ο δικός τους που άγιασε και ο μόνιμος συγκάτοικός τους. Ο συνοδοιπόρος τους και αυτός που, σαν οικείος, γνωρίζει και συμπονάει. Ένα «κορμάκι» που ξεπέρασε την φθορά και άγιασε. Μια άφθαρτη παρουσία, η οποία ανελλιπώς σκέπει και φρουρεί το νησί.
Απλά και μόνο είναι ο Άγιός μας!