Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Ήταν ανήμερα «του Φωτώνε», όπως ποιητικά, εδώ και αιώνες, λέμε εμείς οι Ζακυνθινοί την μεγάλη και καθαρτήρια γιορτή της Θείας Επιφανείας. Είχα κατέβει στην αποβάθρα, εκεί στην αρχή της Στράτας Μαρίνας, όπου οι άσχετοι και ανιστόρητοι τα τελευταία χρόνια αποκαλούν, καλύπτοντας (και ανακαλύπτοντας) τον επαρχιωτισμό τους «παραλιακή», για να παρακολουθήσω όπως κάθε χρόνο την βάφτιση του Σταυρού και τον καθαγιασμό των υδάτων. Είχε τελειώσει, με την τήρηση όλων των πατροπαράδοτων, η τελετή, από τον γλυκύτατο Δεσπότη μας και η πομπή ετοιμαζόταν και πάλι να σχηματισθεί, για να επιστρέψει στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων, όπως είναι η σωστή ονομασία του, ακολουθώντας, βέβαια, μιαν άλλη πορεία και όχι την από χρόνια γνωστή, λόγω της «επισκευής» και των έργων της πλατείας Σολωμού.
Περίμενα εκεί κοντά στα κάγκελα να φύγει ο κλήρος και η σύναξη των επισήμων, για το αντέτι μου (το δικό μου, αλλά και πολλών Ζακυνθινών), που δεν είναι άλλο από το να βουτήξω το μαντήλι μου στη θάλασσα, με τ’ αγιασμένα νερά και μετά μ’ αυτό να πλύνω τα μάτια μου, έτσι όπως μου έμαθαν οι δικοί μου και πολλοί συμπατριώτες μου συνήθιζαν να κάνουν πριν από εμέ, έτσι για το καλό και για να συνεχιστεί η παράδοση.
Τότε με πλησίασε ευγενικά μια συμπαθητική κυρία, μου χαμογέλασε και αφού μου ευχήθηκε για την ημέρα και την καινούργια χρονιά, μου είπε με όλη την καλή διάθεση:
- Κε Φλεμοτόμε, εσείς που ασχολείστε και γράφετε για τα έθιμα και την παράδοσή μας, κάνετε κάτι για να ξαναγίνει το έθιμο. Τι τους έπιασε τους παπάδες και δεν πέταξαν το Σταυρό στη θάλασσα, αλλά τον βούτηξαν με το κοντάρι;
Αληθινά έμεινα έκπληκτος, γιατί πρώτη φορά μου ζητούσαν να συμβάλω στην μετατροπή μιας ξεχωριστής και χαρακτηριστικής μας συνήθειας, σε κάτι ξένο από την παράδοσή μας και άσχετο με την νοοτροπία μας.
Ο Σταυρός στη Ζάκυνθο δεν ριχνόταν ποτέ με κορδέλα στην θάλασσα, αλλά πάντα βαφτιζόταν από τον τοπικό Επίσκοπο στο νερό, τρεις φορές, οι οποίες συνοδεύονταν και συνοδεύονται από την απόδοση τιμών από την μπάντα και το σφύριγμα των καραβιών. Αυτό το μαρτυρεί και το επιβεβαιώνει μια χαρακτηριστική και άρτια καλλιτεχνική φωτογραφία των αρχών του προηγούμενου, του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα του 1902, η οποία περιέχεται στο πολύτιμο έργο του Λουδοβίκου Σαλβατόρ, «Zante» και αποθανατίζει την τότε τελετή, με τα χαρακτηριστικά της εποχής κουστούμια και το απαραίτητο μπαλντακίν (ουρανία) η οποία έχει αφαιρεθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά τότε συνόδευε την λαμπρή αυτή γιορτή.
Οι περισσότεροι από εμάς, μάλιστα, έχουμε πολλές φορές ακούσει από τους δικούς μας για την ιστορία και το πάθημα ενός παλιότερου Δεσπότη, του πρώτου μη Ζακυνθινού, αν δεν κάνω λάθος, ο οποίος θέλησε ν’ αλλάξει το έθιμο και να ρίξει το Σταυρό στη θάλασσα όπως σε όλα τ’ άλλα μέρη και με τον τρόπο που ζήτησε η κυρία, που με βρήκε να μου … παραπονεθεί!!!
Όπως έχει σωθεί όλος ο κόσμος, σαν είδε τον προκαθήμενο της τοπικής εκκλησίας να κρατά με το ένα χέρι την κορδέλα και με το άλλο να εκσφενδονίζει το ιερό σύμβολο μεσοπέλαγα, άρχισε ομαδικά να του φωνάζει:
- Τσιμπάει Δεσπότη, τσιμπάει;
Γιατί η εικόνα αυτή του θύμιζε… ψάρεμα.
Από τότε κανείς δεν τόλμησε καμία αλλαγή και η συνήθεια έφτασε ώς τις μέρες μας να επαναλαμβάνεται, όπως εξάλλου πρέπει, με την δική μας, όχι και μόνη, ιδιαιτερότητα.
Συμπέρασμα όλων αυτών είναι η διαπίστωση πως για να συνεχίσεις την παράδοσή σου χρειάζεται σωστή γνώση της ιστορίας και ουσιαστική παιδεία. Διαφορετικά δεν κάνεις τίποτα, εκτός από μια στείρα αντιγραφή της τηλεοπτικής, ψεύτικης και κάλπικης λάμψης, της οποίας κινδυνεύουμε να γίνουμε φωτοτυπική προέκταση. Αυτό, δηλαδή, που γύρω μας σχεδόν καθημερινά συμβαίνει.
Οι ιδιαιτερότητες είναι αυτές που δημιουργούν πολιτισμό και γίνονται αιτίες ζωής σε κάθε τόπο. Ας τις κρατήσουμε. Η ισοπέδωση είναι και επιζήμια και εγκυμονεί κινδύνους.
Μακάρι το 2015 να ξαναβρούμε τις ρίζες μας. Τότε θα μπορούμε να ελπίζουμε!