Στα σκοτεινά μάτια, δάκρυα δεν αναβρύζουν,
κάθονται στον αργαλειό, τα δόντια τρίζουν:
«Το σάβανό σου υφαίνουμε, Γερμανία,
κι υφαίνουμε μέσα κατάρα τριπλή με μανία –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
«Το σάβανό σου υφαίνουμε, Γερμανία,
κι υφαίνουμε μέσα κατάρα τριπλή με μανία –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
»Κατάρα στον Θεό, που τον παρακαλάμε
στο κρύο του χειμώνα κι όταν πεινάμε,
μάταια έχουμε ελπίσει και καρτερέψει,
μας έχει εμπαίξει και ξεγελάσει και κοροϊδέψει –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
στο κρύο του χειμώνα κι όταν πεινάμε,
μάταια έχουμε ελπίσει και καρτερέψει,
μας έχει εμπαίξει και ξεγελάσει και κοροϊδέψει –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
»Κατάρα στον βασιλιά των πλούσιων,
κατάρα,
που μας στύβει για ν’ αρπάξει τη στερνή μας δεκάρα,
για τη δυστυχία μας δεν τον νοιάζει σταλιά,
και προστάζει να μας τουφεκίζουν σαν τα σκυλιά –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
που μας στύβει για ν’ αρπάξει τη στερνή μας δεκάρα,
για τη δυστυχία μας δεν τον νοιάζει σταλιά,
και προστάζει να μας τουφεκίζουν σαν τα σκυλιά –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
»Κατάρα στην ψεύτικη πατρίδα, που αντί
προκοπή,
μας χαρίζει μονάχα χαλασμό και ντροπή,
όπου πρόωρα κάθε λουλούδι θα μαραθεί και θα σκύψει,
όπου παχαίνουν σκουλήκι και μούχλα και σήψη –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
μας χαρίζει μονάχα χαλασμό και ντροπή,
όπου πρόωρα κάθε λουλούδι θα μαραθεί και θα σκύψει,
όπου παχαίνουν σκουλήκι και μούχλα και σήψη –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
»Πετά η σαΐτα, βογγά ο αργαλειός στα
εργαστήρια,
υφαίνουμε μέρα και νύχτα δραστήρια –
το σάβανό σου υφαίνουμε, γριά Γερμανία,
κι υφαίνουμε μέσα κατάρα τριπλή με μανία –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!»
υφαίνουμε μέρα και νύχτα δραστήρια –
το σάβανό σου υφαίνουμε, γριά Γερμανία,
κι υφαίνουμε μέσα κατάρα τριπλή με μανία –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!»
Ο Χάινριχ Χάινε εναντίον του Τέταρτου Ράιχ
Το ποίημα του Χάινριχ Χάινε (1797-1856) Οι υφαντουργοί της Σιλεσίας, ή Tραγούδι των υφαντουργών (Weberlied), γράφτηκε με αφορμή την εξέγερση των υφαντών που εργάζονταν στα υφαντουργεία της Σιλεσίας, κέντρο της γερμανικής βιομηχανίας παραγωγής υφασμάτων. Η εξέγερση κράτησε από τις 3 έως τις 6 Ιουνίου 1844 και, μετά από άγριες οδομαχίες, πνίγηκε στο αίμα από τον στρατό του Πρώσου βασιλιά Φρειδερίκου Γουλιέλμου 4ου: 11 εξεγερμένοι σκοτώθηκαν, 24 τραυματίστηκαν βαριά, πάμπολλοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης και δημόσιες μαστιγώσεις.
Το
ποίημα δημοσιεύτηκε στις 10 Ιουλίου 1844 σε μια πρώτη μορφή και με τον τίτλο Die armen Weber, Οι φτωχοί υφαντουργοί,
στη γερμανόφωνη εφημερίδα Vorwärts! (Εμπρός!) που εξέδιδε ο Καρλ Μαρξ στο
Παρίσι, όπου ζούσε τότε εξόριστος κι ο ποιητής. Αμέσως, το ποίημα τυπώθηκε
χωριστά σε 50.000 παμφλέτια και μοιράστηκε στις εξεγερμένες περιοχές.
Η εξέγερση
του 1844 είναι η κορυφαία μιας μεγάλης σειράς ξεσηκωμών των εργαζόμενων στη
γερμανική βιοτεχνία και μετέπειτα βιομηχανία παραγωγής υφασμάτων και ενδυμάτων:
Εξέγερση των υφαντουργών του Άουκσμπουργκ το 1784/85 και το 1794/95, του
Έμπερφελντ το 1783, του Κρέφελντ το 1828, των εργατοραφτών του Βερολίνου το
1830, του Ρόνενμπουργκ το 1841. Κυρίως όμως σηματοδοτεί την εποχή της
βιομηχανοποίησης στη Γερμανία και την ανάπτυξη του γερμανικού καπιταλισμού. Μια
σειρά νόμων και πράξεων του πρωσικού κράτους, το οποίο λίαν συντόμως θα
εξελισσόταν σε αυτοκρατορία και θα ονομαζόταν «Δεύτερο Γερμανικό Ράιχ»,
υπαγορευμένων από τη ραγδαία αναπτυσσόμενη γερμανική κεφαλαιοκρατία, εξόντωσε
οικονομικά την πλειοψηφία του γερμανικού λαού, που ήταν κυρίως αγρότες,
τεχνίτες και μικροϊδιοκτήτες, οδηγώντας κατά εκατομμύρια τους ανθρώπους από τα
χωριά και τις μικρές πολιτείες στις μητροπόλεις Γερμανίας και εξωτερικού, όπου
έλπιζαν να βρουν εργασία στο νέο οικονομικό πλαίσιο που προωθούσε ο
καπιταλισμός. Εκεί όμως αντιμετώπισαν εξουθενωτική δουλειά μέχρι και 14 ώρες,
μεροκάματα λιμοκτονίας, απουσία στοιχειωδών δικαιωμάτων, κατευθυνόμενη
κοινωνική, πολιτισμική και ανθρώπινη υποβάθμιση, καθώς και τρομακτική κρατική
βία.
Ξέρουμε
ότι αυτό το καπιταλιστικό μοντέλο της βιομηχανοποίησης και της ανάπτυξης, που
πρωτοδοκιμάστηκε στην Αγγλία ήδη μετά την ήττα της Γαλλικής Επανάστασης,
εφαρμόστηκε με τον ίδιο τρόπο από τα μέσα του 19ου αιώνα σ’ όλη την Ευρώπη —
ύστερα στις Η.Π.Α. και σ’ όλο τον πλανήτη. Ξέρουμε επίσης ότι το αποτέλεσμα
ήταν η γέννηση της κοινωνικής τάξης που ονομάστηκε προλεταριάτο, μα και η
ανάπτυξη των θεωριών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, καθώς και των
ανάλογων κοινωνικών κι επαναστατικών κινημάτων. Σήμερα, που τουλάχιστον στις
πιο ανεπτυγμένες χώρες οι αγώνες των εργαζόμενων, ήδη από την εποχή των
υφαντουργών του Χάινε μέχρι πρόσφατα, είχαν σαν αποτέλεσμα μια έστω επισφαλή
οικονομική ευμάρεια της πλειοψηφίας των ανθρώπων και την ανάπτυξη μιας έστω
μονίμως εν κινδύνω μικρής ιδιοκτησίας, ο πλανητικός πια καπιταλισμός προωθεί
ξανά την επαναπρολεταριοποίηση ή μάλλον την υποπρολεταριοποίηση των πολιτών
παντού στον κόσμο, με τον ίδιο α κ ρ ι β
ώ ς τρόπο και με τα ίδια α κ ρ ι β ώ ς αποτελέσματα όπως και στα 1844:
Οικονομική εξόντωση, καταστροφή αγροτών,
τεχνιτών και μικροεπαγγελματιών, καταστροφή της μικρής ιδιοκτησίας,
μετακινήσεις πληθυσμών με σκοπό την ευκολότερη χειραγώγηση και τη σκλαβοποίησή
τους, εξοντωτική δουλειά από 10 ώρες και πάνω, μεροκάματα λιμοκτονίας, απουσία
δικαιωμάτων, κατευθυνόμενη κοινωνική, πολιτισμική και ανθρώπινη υποβάθμιση,
καθώς και τρομακτική βία.
Οι
αγρότες, οι τεχνίτες και οι μικροϊδιοκτήτες είναι λοιπόν εκείνοι που ο
καπιταλισμός θεωρεί εχθρούς του, ενώ οι προλετάριοι και τα υποπρολεταριοποιημένα
στρώματα των μητροπόλεων, οι μάζες των αδιάφορων στα πάντα και απελπισμένων
κυνηγών της επιβίωσης που ούτε μπορούν ούτε θέλουν να έχουν οποιαδήποτε
συμμετοχή στις κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες, είναι ακριβώς το υλικό
που η κεφαλαιοκρατία θεωρεί ιδανικό πεδίο ανάπτυξής της. — Αρκεί να ξεκάνει
οποιονδήποτε προσπαθεί να τους αφυπνίσει και να τους οργανώσει, όπως έκαναν, ο
καθένας με τον τρόπο του, ο Μαρξ κι ο Χάινε με τα έργα τους και την πολιτική
τους δράση.
Έτσι,
το ποίημα του Χ. Χάινε ξαναγίνεται επίκαιρο, δεδομένου ότι ο καπιταλισμός
χρησιμοποιεί ξανά τη Γερμανία ως αιχμή του δόρατος για την καταστροφή των λαών
της Ευρώπης, προετοιμάζοντας τον κόσμο για ένα Τέταρτο Ράιχ, που όμως σήμερα
καθοδηγείται όχι πια από μια κλίκα παρανοϊκών όπως ο Ναζισμός, μα από το
διεθνές (και το ελληνικό) κεφάλαιο, τις τράπεζες και τους πλανητικούς
επιχειρηματικούς κολοσσούς. Η παγκοσμιοποιημένη κεφαλαιοκρατία, με όργανο τη
Γερμανία και, δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού λαού, ήδη έχει
σκλαβοποιήσει ολόκληρη την πρώην ψευτοκομμουνιστική Κεντρική Ευρώπη, τα
Βαλκάνια, και καταστρέφει τώρα την Ελλάδα με το βλέμμα στις άλλες μεσογειακές
χώρες. Το γερμανικό εθνικιστικό σύνθημα «Με
τον Θεό για τον βασιλιά και την πατρίδα», στο οποίο απαντάει ο Χάινε με τις
τρεις κατάρες του, ξαναζεί και πάλι σήμερα στη υπηρεσία του σύγχρονου
ολοκληρωτισμού. Ο ποιητής υποδεικνύει ότι μια στρεβλή αντίληψη για τη θρησκεία
και για την έννοια της πατρίδας χρησιμοποιείται ύπουλα από τους κυβερνώντες για
την καταστροφή του λαού. Και σήμερα, αυτοί που διαλύουν την Ελλάδα και
καταστρέφουν τον λαό της είναι ακριβώς εκείνοι που κόπτονται περισσότερο για
τον «Θεό και την πατρίδα», μόνο που τη θέση του βασιλιά, του «βασιλιά των
πλούσιων», έχει πάρει η ελληνική κυβέρνηση, οι κρυφομνημονιακές, εθνικιστικές
και ναζιστικές δυνάμεις της υποτιθέμενης Αντιπολίτευσης και πάνω απ’ όλους η
Μεγαλειότης Της, η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Χ. Χάινε υπήρξε
εχθρός κάθε πολιτικής και ιδεολογικής τυραννίας. Έγραψε αριστουργηματική
πολιτική ποίηση, με ειρωνεία που τσακίζει. Κυνηγήθηκε για χρόνια από το
γερμανικό κράτος, εξορίστηκε, τα έργα του απαγορεύτηκαν και καταστράφηκαν.
Πέθανε πάμφτωχος, παράλυτος από αρρώστια που του γέννησαν οι κακουχίες. Στα
χρόνια του Ναζισμού, δεδομένου μάλιστα ότι ήταν και εβραϊκής καταγωγής, τα
βιβλία του απαγορεύτηκαν ξανά και κάηκαν.
Για
τη σύγχρονη Γερμανία αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. Από τη μια είναι ένας από τους
τέσσερις κορυφαίους ποιητές της γερμανικής γλώσσας, μαζί με τον Γκέτε, τον
Νίτσε και τον Ρίλκε. Από την άλλη, όμως, οι επαναστατικές του ιδέες και τα
πάμπολλα ποιήματα και κείμενά του που χτυπούν στην ίδια την ουσία του κάθε
ολοκληρωτισμό, τον καθιστούν διηνεκώς εχθρό κάθε απολυταρχίας και βέβαια κάθε
καθεστωτικής διανόησης. Γι’ αυτό, ο Χάινε στη σημερινή Γερμανία είναι παραγκωνισμένος.
Το
1821 είχε γράψει στο θεατρικό του έργο Almansor
την περίφημη φράση που, αλίμονο, αλήθεψε έκτοτε πολλές φορές για τα έργα του
ίδιου κι όσων ελεύθερων ανθρώπων έχουν ανθρωπιστική πολιτική άποψη και τη
διακηρύσσουν θαρραλέα. Φράση που πρέπει να τη θυμηθούμε πάλι σήμερα, δεδομένου
ότι, με την επίθεση του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού μα και του πιο πρωτόγονου
φασισμού, ξαναεπιχειρείται σ’ όλο τον κόσμο, και στην Ελλάδα πρωτίστως, το
κυνήγι οποιωνδήποτε ιδεών έχουν τη δύναμη να αφυπνίζουν και να εξεγείρουν:
«Εκεί που καίει κανείς βιβλία, θα κάψει
κάποιος στο τέλος και ανθρώπους».