© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ανθούλας Δανιήλ: ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΡΑΒΔΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (δοκίμιο)

Αντί ευχετήριας κάρτας…


Οι μέρες που έρχονται είναι γεμάτες από ευχές για ευζωία και μακροημέρευση, για ειρήνη, ευτυχία και αγάπη στον κόσμο. Βέβαια συχνά, πολύ συχνά δυστυχώς, οι ευχές μας δεν εισακούονται και συμβαίνουν τα αντίθετα από αυτά που ευχόμαστε. Η διαπίστωση είναι πως για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά χρειάζεται δουλειά πολλή μαζί και το μαγικό ραβδάκι μιας μάγισσας· να μας αγγίξει κι όλα ν’ αλλάξουν. Κι αν δεν αλλάξουν τα μεγάλα μπορεί να αλλάξουν μερικά μικρά ιδιωτικά. Το μαγικό ραβδάκι, που αγγίζει και μεταμορφώνει, βρίσκεται παντού. Και για μας τους Έλληνες γεννήθηκε και κατοικεί χιλιάδες χρόνια εδώ στην Ελλάδα. Μια μικρή παρέκκλιση από τα συνηθισμένα των ημερών και θα μας πάει κατευθείαν στον επί γης παράδεισο. Η ιδιωτική οδός, λέει ο Ελύτης, βγάζει παντού. Κι αν την ακολουθήσουμε ίσως  ζήσουμε για λίγο τη μαγεία που μόνο η Ποίηση μπορεί να μας χαρίσει.

Ας δούμε, για παράδειγμα, ένα απόσπασμα από την ε΄ ραψωδία του Ομήρου, στίχοι 44-49:

ατκ πειθ π ποσσν δσατο καλ πδιλα,               
μβρσια χρσεια, τ μιν φρον μν φ γρν
 δ π περονα γααν μα πνοις νμοιο.
 ελετο δ ῥάβδον, τ τ νδρν μματα θλγει,
 ν θλει, τος δ ατε κα πνοντας γερει.
τν μετ χερσν χων πτετο κρατς ργεϊφντης.

Μεταφράζω πρόχειρα και αυθαίρετα:

Αμέσως έπειτα έδεσε στα πόδια του τα καλά πέδιλα,
τα θεϊκά τα χρυσά, αυτά που τον μετέφεραν πάνω από τη θάλασσα
και την απέραντη γη με την πνοή του ανέμου σαν άγγελο.
Πήρε και τη ράβδο με την οποία μαγεύει τα μάτια των ανθρώπων
 και άλλους ξυπνάει και άλλους κοιμίζει.
Κι έχοντας αυτήν  στα χέρια πετούσε ο δυνατός Αργεϊφόντης (Ερμής).

Φυσικά βρισκόμαστε στην ομηρική επικράτεια, τρεις χιλιάδες χρόνια πριν από την εφεύρεση του κινηματογράφου, την τέχνη του σκηνοθέτη, την ικανότητα του φωτογράφου και τη γοητεία του αφηγητή. Πριν από την πανίσχυρη τεχνολογία. Ο τόπος όμως δεν άλλαξε.

Ο Όμηρος χωρίς προγόνους στο είδος, τα «είδε» όλα και τα είπε όλα. Μετά από μακρές διαβουλεύσεις, διαφωνίες και αντεγκλήσεις, εκεί στον Όλυμπο που οι θεοί συνεδριάζουν, τι τέλος πάντων θα γίνει με τον Οδυσσέα, ως πότε θα τον κρατά η Καλυψώ στη  σπηλιά της, η απόφαση πάρθηκε. Ο Οδυσσέας πρέπει να γυρίσει στην Ιθάκη.  Το μήνυμα στη θεά θα το πάει ο Ερμής. Αυτός είναι ο επιτετραμμένος αγγελιοφόρος των θεών.

Κι αμέσως αστράφτει στα μάτια μας η ομορφιά του – Αργεϊφόντης.  Και θαμπώνουν τα μάτια μας από το πέδιλά του -καλὰ, μβρσια χρσεια-  με ικανότητες υπερφυσικές -τ μιν φρον μν φ γρν  δ π περονα γααν-  και τον κάνουν πραγματικό άγγελο που πετά -μα πνοις νμοιο.  Πήρε στα χέρια κι ένα μικρό κηρύκειο που σ’ αυτή την περίσταση έχει μαγικό ρόλο λετο δ ῥάβδον, τ τ νδρν μματα θλγει, ν θλει, τος δ ατε κα πνοντας γερει- και μ’ αυτό στα χέρια ήρθε πετώντας ο δυνατός κι αστραφτερός ν μετ χερσν χων πτετο κρατς ργεϊφντης.

Να, το μαγικό κλειδί που κάνει τους ανθρώπους να αποφασίζουν αυτό που πρέπει. Θεά η Καλυψώ αλλά, καταστρατηγώντας τους νόμους, κρατούσε όμηρο τον Οδυσσέα, γι’ αυτό και οι θεοί, είδος από το σόι της άλλωστε, αποφάσισαν να βάλουν τέλος στην ομηρία του ήρωα. Μ’ ένα ραβδάκι στο χέρι ο Ερμής, για να κάνει αυτό που πρέπει, και με τα χρυσά πέδιλα για να πάει εκεί που πρέπει, πέταξε πάνω από την Ελλάδα, βούτηξε σαν γλάρος στη γαλάζια θάλασσα, λέει  ο ποιητής, μπήκε βαθιά σαν ψάρι, έφτασε στο μακρινό νησί που μοσχομύρισε από τους κέδρους που έκαιγαν στην εστία -δμὴ κέδρου τ εκετοιο θου τ ν νσον δδει δαιομνων- βρήκε τη θεά  που τραγουδούσε ευτυχισμένη στον αργαλειό της κάτω από την πλούσια -τηλεθωσα- κληματαριά και σαν τον άλλο αρχάγγελο που έφερε στη Θεοτόκο το μήνυμα της Γέννησης, έφερε το μήνυμα της λύτρωσης. Και όλα πήραν το  δρόμο τους. Κι ο αναγνώστης νιώθει να χορταίνουν όλες οι αισθήσεις από χρώματα, αρώματα, ακούσματα. Όλα συμμετέχουν στη σκηνοθεσία.

Έκτοτε άπειρα μαγικά όντα, άλλοτε ευπρόσωπα και άλλοτε όχι, κάνουν το ίδιο. Επεμβαίνουν στις ανθρώπινες υποθέσεις. Συχνά βέβαια για το κακό. Οι μάγισσες συνήθως  και διάφορα ξωτικά επίσης. Ωστόσο, στον Ουίλιαμ Σαίξπηρ και στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας υπάρχει ένα μαγικό φίλτρο που ο εντεταλμένος στάζει στα μάτια των ηρώων για να ερωτευτούν ή να ξε-ερωτευτούν, επειδή έγινε λάθος στα πρόσωπα. Η σκηνή στο δάσος είναι πράγματι μαγική, γιατί ο τόπος κι εκεί είναι πάλι η Ελλάδα και συγκεκριμένα η Αθήνα:

Βρισκόμαστε στην αρχαία Αθήνα, λοιπόν, και τα πρόσωπα, ευλόγως, είναι αρχαία ελληνικά: η Ερμεία, η Έλενα, ο Λύσανδρος και ο Δημήτριος. Πατέρας της Ερμείας ο Θησέας και μέλλουσα σύζυγός του η Ιππολύτη. Ξωτικό, καλό ξωτικό, είναι ο Πουκ. Αυτός δεν μοιάζει για Έλληνας, αλλά δεν πειράζει. Ο Πουκ τελικά αποκαθιστά την τάξη του κόσμου σύμφωνα με την επιθυμία της καρδιάς του καθενός και λέει και τον επίλογο μπροστά στο κοινό της παράστασης, ζητώντας συγνώμη για την αναστάτωση. Εδώ βέβαια δεν υπάρχει ραβδί αλλά φίλτρο, αλλά το ίδιο είναι, όπως ίδιο είναι και το μαγικό ραβδάκι του αρχιμουσικού που διευθύνει την ορχήστρα και παίζει το αντίστοιχο έργο του Mendelssohn, midsummer nigths dream. Έτσι, για να ολοκληρώνεται η ομορφιά και να διώχνει την ασχήμια.

Ο Γιάννης Ρίτσος, στο ποίημά του «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού», αντιστρέφει το χρόνο. Κάνει τα μεσάνυχτα του Σαίξπηρ μέρα μεσημέρι και σκηνοθετεί   έναν παράδεισο  και μια ατμόσφαιρα, επίσης, μαγική, όπου όλα τα όντα έχουν ιδιότητες που ξεπερνούν τις συνηθισμένες, γιατί στην Ελλάδα τα μαγικά συμβαίνουν τα μεσημέρια:

ΑΝΕΒΗΚΑΜΕ στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου […]
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό.
Τα βράδια οι ακακίες περνούν απέξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε
το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο.
Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των
αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του
μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και
τρυφερό σαν του Χριστού […]
Δεν πάει καιρός που ο ήλιος κρεμούσε χρυσά κρόσσια στις πόρτες
του δάσους.
Οι θάμνοι γδύνονταν την πράσινη σοδειά τους και λουζόνταν κρυφά
στο ποτάμι.
Τα μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν απ’ τα
σπίτια, κυλιόντουσαν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα της αλυγαριάς κι
αγκάλιαζαν τα δέντρα.

Το ποίημα είναι πολύ μεγάλο αλλά φτάνει αυτό το απόσπασμα για να μας δείξει τη μαγική εικόνα που αποπνέει το ελληνικό μεσημέρι. Το μεσημέρι  που  μεταφέρει μια αύρα αλλιώτικη από των άλλων ωρών, γι’ αυτό και οι παλαιότεροι πίστευαν πως το μεσημέρι βγαίνουν οι ξωθιές και οι νεράιδες και λούζονται στα ποτάμια, τραγουδούνε στα δάση, παίζουν στα λιβάδια και αντηχούν τα χαρούμενα γέλια τους. Στο ποίημα του Ρίτσου όμως (όπως φαίνεται, αν δούμε ολόκληρο το έργο) δεν βγαίνει τίποτα τέτοιο, παρά μόνον τα παιδιά και  οι γονείς τους, ο Θεός,  η Παναγία και ο Χριστός. Ε! κάνει την εμφάνισή του και ο Διόνυσος ή ο Πάνας, δεν έχει σημασία, Έλληνας είναι και αυτός. Σύμπας, λοιπόν, ο ελληνικός κόσμος, άνω και κάτω, νέος και αρχαίος σε μια ταύτιση μέσω του φωτός. Αυτό είναι το μαγικό εργαλείο· Ραβδάκια πολλά οι ακτίνες του ήλιου, το φως το ελληνικό, το αστραφτερό, το καταιγιστικό που αν το προσέξεις θα δεις μέσα του να αχνοφέγγουν τα φτερά των αγγέλων που φτερουγίζουν. Ίσως, αν στήσουμε αφτί, να τους ακούσουμε και να υμνούν Ωσαννά ο εν τοις υψίστοις. Ίσως και να περιίπτανται, να επιτηρούν μέχρι να λάβουν την εντολή να επέμβουν. Ο Θεός είναι μεγάλος και ο ήλιος, θηρίο ελπίδας, έχει κράτος κι εξουσία στην Ελλάδα… Φωτίζει από ψηλά όπως το άστρο της Βηθλέεμ, όπως το φωσάκι του Παπαδιαμάντη, το φως το ανέσπερο και Άκτιστο, το φως το αληθινό, το ζωοποιό στο οποίο όλοι προσβλέπουμε.
Related Posts with Thumbnails