© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Γεωργίου Γαστεράτου: ΤΟ ΘΕΜΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΚΕΡΚΥΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 10ο ΑΙΩΝΑ

[πρώτη δημοσίευση] 


Μελετώντας το συναξάριο του αγίου Αρσενίου Κερκύρας, μιας πολύτιμης πηγής πληροφοριών για τη μεσοβυζαντινή Κέρκυρα, αξίζει να σταθούμε στην περιγραφή του επεισοδίου με τους Σκύθες πειρατές, γεγονός που συνιστά και τη δεύτερη εξιστορούμενη περιπέτεια του βίου: …Σκυθῶν γάρ ποτε τῇ πέραν καταδραμόντων γῇ, καὶ πρὸς τὴν Νῆσον διαπερασάντων, ὁ μακάριος μηδέν μελλήσας, πρὸς αὐτοὺς παραγίνεται, τὴν ἐκείνων ὁρμὴν εἰρηνικῶς παρεμποδίσαι πραγματευόμενος. Ἀλλ’ οἱ Σκύθαι λῃστρικῶς τοῦτον κρατήσαντες, διὰ μονοξύλων τῇ θαλάσσῃ ἐπέβησαν. Ὅπερ γνόντες οἱ Κερκυραῖοι, καὶ αὐτοὶ διαπλευσάμενοι, κατὰ πρόσωπον αὐτοῖς συνήντησαν˙ καὶ ταῖς τοῦ Ποιμένος εὐχαῖς θαρρήσαντες, θαρσαλέως κατ’ αὐτῶν ὥρμησαν, καὶ σὺν Θεῷ τούτους τροπωσάμενοι, οὓς μὲν μαχαίρας ἔργον ἀπέδειξαν, οὓς δὲ τῇ θαλάσσῃ ἐβύθισαν, τοὺς δὲ λοιποὺς καταδιώξαντες ἐν τῇ λεγομένῃ Τετρανήσῳ πάντας ἀπώλεσαν[1]
Από το παραπάνω περιστατικό θα πρέπει να σταθούμε στην ονομασία των πειρατών, οι οποίοι είναι Σκύθες, γεγονός που συνιστά συνηθισμένο βυζαντινό αρχαϊσμό. Οι Σκύθες αυτοί έχουν ταυτοποιηθεί με τους Ναρεντάνους πειρατές των δαλματικών ακτών, οι οποίοι δημιουργούσαν προβλήματα σ’ ολόκληρη την περιοχή της Αδριατικής[2] και της Βενετίας, η οποία διεξήγαγε επιθέσεις εναντίον τους όχι πάντα ευνοϊκές γι’ αυτήν, Μόνο το 948 ένα ενετικός στόλος αποτελούμενος από τριάντα τέσσερα πλοία καταφέρνει να τους νικήσει και να επιβάλει σχετική ηρεμία στην περιοχή.[3]
Ο επίσκοπος Αρσένιος, λοιπόν, χωρίς ενδοιασμούς, σπεύδει να τους συναντήσει ίσως κάπου στις απέναντι ηπειρωτικές ακτές, προκειμένου να διαπραγματευτεί μαζί τους για να σώσει την Κέρκυρα από τη μανία τους (...τὴν ἐκείνων ὁρμὴν εἰρηνικῶς παρεμποδίσαι πραγματευόμενος). Αυτή, όμως, η πρωτοβουλία του δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς εκείνοι τον συλλαμβάνουν και επιτίθενται διά θαλάσσης στην Κέρκυρα, Σύμφωνα με το συναξάριο, οι κερκυραίοι αντεπιτίθενται με αποτέλεσμα η ναυμαχία, που επακολουθεί, να έχει ολέθρια αποτελέσματα για τους πειρατές. Οι Κερκυραίοι τους νικούν κατά κράτος βυθίζοντας τα μονόξυλά τους ενώ όσους γλιτώνουν τους καταδιώκουν ως τη λεγόμενη Τετράνησο, όπου τους φονεύουν όλους.
Από την παραπάνω εξιστόρηση, επομένως, προκύπτει ότι η Τετράνησος θα πρέπει να είναι ένα σημείο κοντινό προς την Κέρκυρα κάπου στις απέναντι ακτές, αφού η ναυμαχία έγινε στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Κέρκυρας και των απέναντι παραλίων. Το μέρος αυτό θα μπορούσαμε να το ταυτοποιήσουμε με τέσσερα νησάκια που βρίσκονται στο βόρειο στενό της Κέρκυρας σε απόσταση έξι μιλίων από τον Βουθρωτό, κοντά στο σημερινό αλβανικό χωριό Εξαμίλι. Τα νησάκια αυτά αναφέρονται στους ελληνικούς πορτολάνους που έχει δημοσιεύσει ο Α. Delatte ως «λιμάνι καλό για κάθε είδους σκάφος».[4]
Ωστόσο, η εν λόγω νίκη των Κερκυραίων, όσο και αν αναφέρει το συναξάριο ότι αυτοί ταῖς τοῦ Ποιμένος εὐχαῖς θαρρήσαντες, θα πρέπει να ερμηνευθεί, αν εξετάσουμε τη στρατιωτική και ειδικότερα τη ναυτική δύναμη που διέθετε η Κέρκυρα αυτήν την εποχή. Με άλλα λόγια θα πρέπει να δούμε τί δυνατότητες είχε το νησί προκειμένου αφενός να αποκρούσει τέτοιου είδους επιθέσεις αφετέρου να διεξαγάγει νικηφόρα ναυμαχία με τους Ναρεντάνους πειρατές, αφού η Βενετία, όπως είδαμε πιο πάνω, την ίδια εποχή και συγκεκριμένα το 948, χρειάστηκε να εκστρατεύσει με στόλο αποτελούμενο από τριάντα τέσσερα πλοία για να τους νικήσει.[5]
Είναι γνωστή η προσπάθεια δημιουργίας αμυντικής ζώνης στην ευρύτερη περιοχή του Ιονίου με τη σύσταση του ναυτικού Θέματος της Κεφαλληνίας κατά τα μέσα του 8ου αιώνα. Η αμυντική αυτή ζώνη συνίστατο στην αδήριτη ανάγκη προστασίας των νησιών και των παραλίων του δυτικού ελλαδικού χώρου από επιδρομές των μουσουλμάνων της βόρειας Αφρικής και της Σικελίας. Το θέμα, με διοικητική, στρατιωτική και ναυτική βάση την Κεφαλονιά, περιελάμβανε όλα τα Ιόνια νησιά και ίσως μερικά σημεία της δυτικής Ελλάδας και αποτελούσε, παράλληλα, ναυτικό σταθμό για το βυζαντινό στόλο.[6]
Την παραπάνω διοικητική οργάνωση της περιοχής φαίνεται ότι ακολουθεί και η εκκλησιαστική. Σύμφωνα με την λεγόμενη «εικονοκλαστική» Νotitia 3, από τις Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, του Darrouzès, που συντάσσεται περίπου το 754, δηλαδή την περίοδο ίδρυσης του ναυτικού Θέματος της Κεφαλληνίας, η Κέρκυρα αποτελεί επισκοπή, η οποία ανήκει στην επαρχία Νέας Ηπείρου με μητρόπολη την Κεφαλονιά. Ωστόσο, στη Νotitia 7 θα δούμε ότι η Κέρκυρα αναγράφεται ως αρχιεπισκοπή[7] και βρίσκεται στην 51η σειρά ενώ η Κεφαλονιά υποβαθμίζεται σε απλή επισκοπή υπό την Μητρόπολη Κορίνθου. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι η ανωτέρω Notitia (7) τοποθετείται χρονικά περίπου 150 χρόνια αργότερα. Ανάγεται, δηλαδή, στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Στ΄ του Σοφού (886–912) επί Πατριάρχου Νικολάου του Μυστικού (901–907 και 912–925).[8] Επομένως, δεδομένου ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας ή εν γένει η κεντρική εξουσία συνήθως καθόριζε τις εκκλησιαστικές περιοχές και προήγαγε μία επισκοπή σε αρχιεπισκοπή και αντίστροφα, ως συνέπεια της εκάστοτε διοικητικής αξιοποίησης του χώρου[9], θα πρέπει να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον από τις αρχές του 10ου αιώνα έχει μεσολαβήσει διοικητική υποβάθμιση της Κεφαλονιάς και ταυτόχρονη αναβάθμιση της Κέρκυρας, γεγονός στο οποίο συναινεί η μάλλον μόνιμη παρουσία στο νησί στρατηγού, δηλαδή της ανώτατης αρχής του θέματος.
Αυτό προκύπτει από την αναφορά προς το βασιλιά Όθωνα της Γερμανίας του επισκόπου Κρεμώνας Λιουτπράνδου, ο οποίος το 968, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (963-969). Ο επίσκοπος, μεταξύ των άλλων, περιγράφοντας το ταξίδι της επιστροφής του αναφέρει: Στις 14 Δεκεμβρίου αποπλεύσαμε από την Λευκάδα και, πορευόμενοι μόνοι, αφού, όπως είπα, οι ναύτες είχαν φύγει, φτάσαμε στις 19 στην Κορυφώ. Εκεί, πριν αποβιβαστούμε, μας προϋπάντησε ένας στρατηγός ονόματι Μιχαήλ Χερσωνίτης, δηλαδή από ένα μέρος που ονομάζεται Χερσώνα. (…) Θα σας πω εντούτοις τι του έκανα χάριν φιλίας και τι δέχτηκα σε αντάλλαγμα. Όταν πήγαινα προς την Κωνσταντινούπολη, έφερα στο γιο του εκείνη την πολυτιμότατη επίχρυση ασπίδα, την λεπτά δουλεμένη, που σεις, σεβαστοί μου κύριοι, μου είχατε δώσει μαζί με άλλα δώρα για να τα χαρίσω στους Έλληνες φίλους μου. Τώρα, γυρίζοντας από την Κωνσταντινούπολη, χάρισα στον πατέρα ένα πολυτιμότατο κεντητό φόρεμα. Για όλα αυτά με ευχαρίστησε με τον εξής τρόπο. Ο Νικηφόρος είχε δώσει γραπτή διαταγή οποιαδήποτε ώρα κι αν παρουσιαζόμουν ενώπιόν του, χωρίς χρονοτριβή να με επιβίβαζε και να με οδηγούσε στον Λέοντα τον Κοιτωνίτη…[10]
Από τα λεγόμενα του Λιουτπράνδου, δηλαδή, πληροφορούμαστε σαφέστατα ότι, επιστέφοντας από την Κωνσταντινούπολη, συναντά στην Κέρκυρα έναν στρατηγό, τον Μιχαήλ Χερσιωνίτη, στον οποίο παραδίδει γραπτή διαταγή του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, χαρίζοντάς του, παράλληλα, ένα πολυτιμότατο κεντητό φόρεμα. Παράλληλα, ο επίσκοπος αναφέρει ότι, πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη πάλι χαρίζει στην Κέρκυρα στο γιο του στρατηγού μία πολύτιμη επίχρυση ασπίδα. Επομένως, η παρουσία στο νησί του στρατηγού δεν φαίνεται να είναι τυχαία αλλά μάλλον μόνιμη και είναι πολύ πιθανόν να συνδυάζεται με τη μεταφορά της έδρας του Θέματος της Κεφαλληνίας στην Κέρκυρα,[11] γεγονός που συνεπάγεται την υποβάθμιση και αναβάθμιση των αντίστοιχων επισκοπικών εδρών των δύο νησιών στις αρχές του 10ου αιώνα, όπως αναφέρουν οι παραπάνω notitiae.
Άλλωστε, την ίδια εποχή χάνεται οριστικά για το Βυζάντιο η Σικελία με την πτώση στους Άραβες του Ταυρομενίου (902) και η Κεφαλονιά έχει χάσει πια το στρατηγικό της ρόλο ως ένα από τα περάσματα του βυζαντινού στόλου στη Δύση.[12] Το ρόλο αυτό φαίνεται ότι τον παίζει πλέον η Κέρκυρα, καθώς ο ρόλος της σταδιακά αναβαθμίζεται, λόγω θέσεως, στο πλαίσιο της προσπάθειας της αυτοκρατορίας να αντισταθμίσει την απώλεια της Σικελίας με την ταυτόχρονη εδραίωση της βυζαντινής κυριαρχίας στη νότια Ιταλία,[13] γεγονός, όμως, που απαιτούσε μεγάλες στρατιωτικές κινητοποιήσεις.[14] Άλλωστε, η εδραίωση των βυζαντινών στη νότια Ιταλία ήταν κύρια συνιστώσα της δυτικής πολιτικής της Μακεδονικής δυναστείας, που είχε εγκαινιάσει ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών και προέβλεπε, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, συμφιλίωση με τον πάπα της Ρώμης και προσεταιρισμό ενός από τα φραγκικά βασίλεια, συνήθως αυτού που βρισκόταν ανατολικότερα.[15] Επιπλέον, σ’ αυτήν την κατεύθυνση ιδρύεται στα τέλη του 9ου αιώνα το Θέμα της Λογγοβαρδίας, στις αρχές του 10ου αιώνα το Θέμα της Καλαβρίας και αργότερα το βραχύβιο και περιορισμένο σε έκταση Θέμα της Λουκανίας.[16]
Επομένως, εξετάζοντας τη νίκη των Κερκυραίων επί των Ναρεντανών πειρατών υπό το πρίσμα του αναβαθμισμένου ρόλου της Κέρκυρας κατά το 10ο αιώνα, όντας πιθανότατα η έδρα του Θέματος της Κεφαλληνίας με μόνιμη παρουσία στρατηγού, θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι στο νησί στάθμευαν αρκετές βυζαντινές στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις ικανές να πλήξουν και συντρίψουν επιθέσεις εξωτερικών εχθρών του κράτους, όπως αυτή των Σκυθών δηλαδή των Ναρεντάνων πειρατών.[17]
Προς στήριξη του συλλογισμού μας, επανερχόμαστε στο συναξάριο του αγίου Αρσενίου, για να σταθούμε στην τελευταία ενότητά του, η οποία είναι αφιερωμένη σε ένα γεγονός που εκ πρώτης όψεως συνιστά μία πραγματική ιστορία, καθώς γίνεται αναφορά στη βασιλεία ενός αυτοκράτορα. Πρόκειται για τα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου (912-959) και συγκεκριμένα  μετά το 933, έτος κατά το οποίο έγινε πατριάρχης ο Θεοφύλακτος που χειροτόνησε τον Αρσένιο επίσκοπο, και πριν το 959, έτος θανάτου του Κωνσταντίνου του Προρφυρογέννητου. Σύμφωνα, λοιπόν, με το συναξάριο …Καὶ ὀργὴν κατὰ τῶν λογάδων Κερκύρας, παρὰ τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου, Υἱοῦ Λέοντος τοῦ Σοφωτάτου κηρυχθεῖσαν, πάντας κελεύουσαν ἀχθῆναι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, αὐτὸς ἐντέχνως ταύτην διέλυσεν· ὁ γὰρ τὴν ἀρχὴν Κερκύρας παρὰ Βασιλέως δεξάμενος, φιλοχρήματος ὤν, κατ’ αὐτῶν ἀδίκως ἐψεύσατο. Ὁ δέ γε θεῖος Πατήρ, ὑπὲρ αὐτῶν τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν θέμενος, καὶ γήρως καὶ θαλάσσης καὶ χειμώνος ἐπιλαθόμενος, πρὸς τὸν Βασιλέα παρεγένετο· καὶ τὸν ἐκείνου καταπραΰνας θυμόν, συμπαθείας γραμμάτιον ἐδέξατο.
Συγκεκριμένα το συναξάριο μας διηγείται ότι ο Αρσένιος διέλυσεν την ὀργὴν του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Προρφυρογέννητου κατά των λογάδων της Κέρκυρας, που είχε προκληθεί από συκοφαντία ενός κρατικού αξιωματούχου. Αυτός αναφέρεται περιφραστικά ως ὁ τὴν ἀρχὴν Κερκύρας παρὰ Βασιλέως δεξάμενος και ως αιτία των άδικων κατηγοριών του θεωρείται η φιλοχρηματία του. Η κατηγορία ακριβώς δεν δηλώνεται αλλά πρέπει να ήταν σοβαρή αφού ο αυτοκράτορας διέταξε οι λογάδες, οι ευγενείς δηλαδή ή οι οικονομικά ισχυροί του νησιού, να οδηγηθούν στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να λογοδοτήσουν. Επιπλέον, την σοβαρότητα της κατάστασης δείχνει και η απόφαση του Αρσενίου να τους υπερασπιστεί ο ίδιος ενώπιον του αυτοκράτορα αψηφώντας την προχωρημένη του ηλικία, τις κακουχίες ενός τέτοιου ταξιδιού και τον χειμώνα. Έτσι ο Αρσένιος, αξιοποιώντας πιθανότατα τις γνωριμίες του κατά τη θητεία του στην βασιλεύουσα, καθώς ήταν ἄρχων τῶν ἐκκλησιῶν, πριν χειροτονηθεί αρχιεπίσκοπος Κερκύρας, παρουσιάζεται μπροστά στον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, καταπραΰνει την οργή του και φεύγει εφοδιασμένος με το συμπαθείας γραμμάτιον.
Καταρχήν για το είδος της ρήξης του κρατικού αξιωματούχου με τους κερκυραίους ευγενείς θα μπορούσε να μας βοηθήσει ο αναφερόμενος όρος συμπάθεια, ο οποίος προσανατολίζει σε μία φορολογικής φύσεως υπόθεση, για την οποία αξίζει να σταθούμε. Κατά τον 10ο αιώνα ο γεωργικός κλήρος ενός μέλους μιας αγροτικής κοινότητας ονομάζεται στάσις ή ὑπόστασις και συνήθως αναφέρεται σε μία οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση. Τα σχετικά στοιχεία κάθε φορολογούμενου καταγράφονται στον κώδικα της κοινότητας και αποτελούν ένα στίχο. Κάθε στίχος υπόκειται στο σύνολο των φόρων που του αντιστοιχεί και, αν η ανάλογη φορολογητέα γη (ή μέρος της) έχει πάψει να είναι παραγωγική ή έχει μερικώς εγκαταλειφθεί, οι στίχοι ονομάζονται ἀποκεκινημένοι και ο αντίστοιχος φόρος βαρύνει τον υπεύθυνο που λέγεται τελεστής.[18] Σε περίπτωση ολικής εγκατάλειψης οι στίχοι ονομάζονται ὁλόπτωτοι στίχοι ή ἐξαλειφέντες στίχοι ή ἐξαλείμματα και οι φόροι τους βαρύνουν την κοινότητα. Τότε ο επιθεωρητής ή ελεγκτής των φόρων, ο ἐπόπτης, εκτελώντας την περιοδική του επιθεώρηση, προσαρμόζει τη φορολογία της κοινότητας στη νέα παραγωγική πραγματικότητα. Παραχωρεί, λοιπόν, ανάλογα με την περίπτωση, ορισμένες φορολογικές ελαφρύνσεις, που είναι:
α) Οι κουφισμοί, η προσωρινή μείωση του φόρου για στίχους που είχαν μεν εγκαταλειφθεί αλλά οι τελεσταί (ιδιοκτήτες ή καλλιεργητές) είχαν γνωστή διαμονή και η επιστροφή τους ήταν πιθανή.
β) Η συμπάθεια, η ολική ή μερική απαλλαγή από τους φόρους για μεγάλο χρονικό διάστημα σε περίπτωση που τα ίχνη των τελεστών ή των κληρονόμων τους είχαν χαθεί και
γ) Η οριστική κατάργηση του φόρου όταν οι τελεσταί είχαν εγκαταλείψει τη γη τους για χρονικό διάστημα πάνω από τριάντα χρόνια. Οι αντίστοιχοι στίχοι τότε ονομάζονται κλάσματα ή στίχοι κεκλασματισμένοι. Σ’ αυτήν την περίπτωση η γη περιέρχεται στο κράτος, το οποίο την διαθέτει όπως θέλει. Συνήθως την παραχωρεί δωρεάν ή σε χαμηλή τιμή στην κοινότητα ή σε ιδιώτες, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση να πληρώσουν φόρο στο ήμισυ του αρχικού, τον λεγόμενο λιβελλικόν.[19]
Η συμπάθεια, ωστόσο, καθώς και τα υπόλοιπα μέτρα αφορούσαν το μικρό γεωργικό κλήρο και όχι τους πλούσιους και τους μεγάλους ιδιοκτήτες γης ενώ η ρήξη που αναφέρει το συναξάριο αφορά κάποιον τοπικό κρατικό αξιωματούχο με τους οικονομικά ισχυρούς του νησιού. Επομένως, στην περίπτωσή μας, θα πρέπει να προσδώσουμε διαφορετικό νόημα στον όρο. Θα μπορούσαμε να τον ταυτίσουμε με το ἀλληλέγγυον που είχε θεσπίσει ο Βασίλειος Β΄ (976-1025) και όριζε να πληρώνουν οι πλούσιοι τους φόρους των φτωχών, στην περίπτωση που η παραγωγή είχε καταστραφεί.[20]  Όμως η αναφορά του συναξαρίου στη βασιλεία του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου μας απομακρύνει από μία τέτοια προοπτική.
Κατά πάσα πιθανότητα εδώ έχουμε να κάνουμε με μία έκτακτη φορολογία (ἐπήρεια), καθώς οι φορολογούμενοι μιας περιφέρειας συχνά καλούνταν να συμβάλουν στην κάλυψη εκτάκτων δαπανών όπως ο εξοπλισμός και η συντήρηση στρατιωτικών σωμάτων, ο ανεφοδιασμός των οχυρών θέσεων (σιτηρέσιον κάστρων), η κατασκευή γεφυρών, η καστροκτισία κ.α.[21] Μάλιστα, από τις αγγαρείες αυτές, η καστροκτισία, δηλαδή η συμμετοχή των κατοίκων στην οικοδόμηση, επισκευή και συχνά τη συντήρηση των κάστρων, μπορούσε να επιβληθεί από το λογοθέσιον του στρατιωτικού στη μεσοβυζαντινή περίοδο.[22] Ειδικά η φιλοξενία και συντήρηση των στρατιωτών και των αξιωματικών (ἄπληκτον, μιτᾶτον) εθεωρείτο ιδιαίτερα επαχθής.[23] Μάλιστα, μερικές φορές οι φοροεισπράκτορες (διοικηταί) έρχονταν αντιμέτωποι με τους τοπικούς άρχοντες, υπό την προστασία των οποίων έσπευδε να τεθεί ο πληθυσμός της υπαίθρου, ελπίζοντας έτσι να γλυτώσει από τις καταχρήσεις τους.[24] Μία τέτοια περίπτωση, άλλωστε, αναφέρει ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, όταν περιγράφει την κατάληψη της Κέρκυρας από τους Νορμανδούς του Ρογήρου Β΄ το 1147. Κατά τον ιστορικό, οἱ τῆς χώρας οἰκήτορες δηλαδή, προφανώς, οι κάτοικοι της υπαίθρου, επειδή ήταν δυσαρεστημένοι με τον διοικητή του νησιού, ο οποίος χαρακτηρίζεται βαρύς καὶ δυσύποιστος φορολόγος, εξεγέρθηκαν και βοήθησαν στην κατάληψη της Κέρκυρας από μοίρα του νορμανδικού στόλου υπό τον ελληνοσικελό ναύαρχο Γεώργιο Αντιοχέα.[25]
Συνεχίζοντας το συλλογισμό μας, θα μπορούσαμε να σταθούμε στον κρατικό αξιωματούχο που πρωταγωνιστεί στο επεισόδιο που εξετάζουμε. Σύμφωνα με το συναξάριο, το αξίωμά του δηλώνεται περιφραστικά. Είναι ὁ τὴν ἀρχὴν Κερκύρας παρὰ Βασιλέως δεξάμενος. Η εν λόγω περίφραση, όμως, δεν φαίνεται να αφορά έναν απλό υπάλληλο εντεταλμένο για την είσπραξη των φόρων, ο οποίος έφερε τον τίτλο του διοικητοῦ, αλλά «φωτογραφίζει» ένα ανώτερο και σημαντικότερο κρατικό υπάλληλο, στον οποίο ο αυτοκράτορας (βασιλεύς) έχει αναθέσει την ἀρχὴν Κερκύρας, την εξουσία δηλαδή στο νησί. Ωστόσο, τα πρόσωπα, στα οποία ο αυτοκράτορας παραχωρούσε μέρος της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας του (ἀρχὴ) ήταν οι στρατηγοί, τους οποίους ο ίδιος τοποθετούσε επικεφαλής κάθε θέματος.[26] Επιπλέον, η περίφραση παρὰ Βασιλέως δεξάμενος ανακαλεί στη μνήμη μας την αντίστοιχη έκφραση ἐκ βασιλέως προχειριζόμενος, που εντοπίζουμε στα Τακτικά του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, ο οποίος αναφέρεται στο αξίωμα του στρατηγού και τη σχετική μεγαλοπρεπή τελετή αναγόρευσης που γινόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα στα ανάκτορα.[27]
Επομένως, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι α) ὁ τὴν ἀρχὴν Κερκύρας παρὰ Βασιλέως δεξάμενος είναι ο ίδιος ο στρατηγός ο οποίος προφανώς έχει μόνιμη παρουσία στο νησί, αφού έχει στα χέρια του τὴν ἀρχὴν Κερκύρας, και β) ότι έρχεται αντιμέτωπος με τους οικονομικά ισχυρούς του νησιού, με το μέρος των οποίων τάσσεται αναφανδόν ο Αρσένιος, αφού αυτοί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκφράζουν και προστατεύουν τον λαό από έναν ανώτατο κρατικό υπάλληλο, οποίος για να εξοπλίσει με κάστρα την Κέρκυρα και να διατηρεί στρατεύματα στο νησί, όπως αποδείξαμε, προβαίνει σε δυσβάστακτη έκτακτη φορολογία (ἐπήρεια). Η έκτακτη αυτή φορολογία είναι φανερό ότι ήταν μία δυσμενής συνέπεια του εξοπλισμού της Κέρκυρας και του αναβαθμισμένου ρόλου που, όπως τονίσαμε πιο πάνω, κλήθηκε να παίξει το νησί στις αρχές του 10ου αιώνα.
Επιπλέον, η εμπλοκή του Αρσενίου στην υπόθεση των αγγαρειών για τον εξοπλισμό της Κέρκυρας μπορεί να υπαινίσσεται την ευθεία αντιπαράθεση της ίδιας της τοπικής εκκλησίας, καθώς ήδη από την εποχή του Βασιλείου Α΄ είχε επικρατήσει η συνήθεια, μαζί με τους άλλους αξιωματούχους, οι μητροπολίτες και οι αρχιεπίσκοποι καθώς και τα μοναστήρια να συμμετέχουν σε αγγαρείες και να παρέχουν ορισμένο αριθμό ημιόνων και ίππων εν καιρώ εκστρατείας. Τα ζώα αυτά τα έδιναν στον λογοθέτη των αγελών και το γεγονός αυτό συνιστούσε κατ’ ουσίαν ένα είδος επίταξης. Σχετική, δε, είναι η λίγο προγενέστερη από τα γεγονότα διαμαρτυρία του πατριάρχη Νικολάου Μυστικού (901-907, 912-925) προς τον πατρίκιο Φιλόθεο, πιθανότατα δούκα του Οψικίου, ότι οι κληρικοί της μητρόπολης Νικαίας …πρὸς στρατείαν κοσμικήν καταλέγονται καὶ οἱ τὰ ἅγια φέρειν καταξιωθέντες, ἐκείνοι πρὸς στρατιωτικὰς λειτουργίας ἀπάγωνται.[28]
Επίσης, ο στρατηγός του συναξαρίου χαρακτηρίζεται ως φιλοχρήματος και άδικος. Με σχεδόν, όμως, ίδιους υπαινιγμούς αναφέρεται ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμώνας, στον στρατηγό που, όπως είδαμε, συναντάει στην Κέρκυρα στις 19 Δεκεμβρίου 968: Εκεί, πριν αποβιβαστούμε, μας προϋπάντησε ένας στρατηγός ονόματι Μιχαήλ Χερσωνίτης, δηλαδή από ένα μέρος που ονομάζεται Χερσώνα. Αυτός ο άνθρωπος (…) ήταν αντίθετα, όπως φάνηκε αργότερα, πραγματικός διάβολος στο νου. (…) Μόλις μου έδωσε το φιλί της ειρήνης που όμως δεν φώλιαζε στην καρδιά του, αμέσως όχι μία αλλά τρεις φορές την ίδια μέρα όλη η Κορυφώ, που είναι μεγάλο νησί, δονήθηκε.[29] Επομένως, χωρίς να παραβλέπουμε την εμπάθεια του επισκόπου, θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε το στρατηγό, που κατηγόρησε άδικα τους Κερκυραίους στον αυτοκράτορα, με τον Μιχαήλ Χερσωνίτη, καθώς το έτος 968 που τον συναντάει στην Κέρκυρα ο Λιουτπράνδος δεν απέχει πολύ από το 959 έτος θανάτου του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου και άρα terminus post quem αναφορικά με το εν λόγω επεισόδιο της κατηγορίας[30]. Ταυτόχρονα, υπό μία τέτοια προοπτική, το επεισόδιο θα μπορούσε να τοποθετηθεί χρονικά λίγο πριν το θάνατο του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου.
Επομένως, ο 10ος αιώνας βρίσκει την Κέρκυρα να παίζει έναν αναβαθμισμένο ρόλο στο πλαίσιο της προσπάθειας των βυζαντινών να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην νότια Ιταλία αντισταθμίζοντας την απώλεια της Σικελίας, γεγονός που αποτελεί την κύρια συνιστώσα της δυτικής πολιτικής της Μακεδονικής δυναστείας. Έτσι αναδεικνύεται και πάλι η αξία της γεωστρατηγικής θέσης του νησιού. Άμεση συνέπεια ο εξοπλισμός της Κέρκυρας με στρατεύματα και κάστρα, η συντήρηση των οποίων απαιτούσε βαριά φορολογία, η αναβάθμιση της επισκοπής Κερκύρας σε αρχιεπισκοπή και η μεταφορά στην Κέρκυρα της ίδιας της έδρας του Θέματος της Κεφαλληνίας με μόνιμη παρουσία στρατηγού.

Γεώργιος Γαστεράτος
Υπ. Διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου




[1] Σεβαστιανού Νικοκάβουρα, Ἀκολουθίαι τῶν Ἁγίων Ἰάσωνος καὶ Σωσιπάτρου, τῆς Παρθενομάρτυρος Κερκύρας τῆς βασιλίδος, τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου μητροπολίτου Κερκύρας κλπ, Κέρκυρα 1909.
[2] Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η παπική πρεσβεία του 869 που είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, κατά την επιστροφή της, καθώς διέπλεε την Αδριατική με κατεύθυνση την Αγκόνα, αιχμαλωτίστηκε από Ναρεντάνους πειρατές (Le Liber pontificalis, έκδ. L. Duchesne, Παρίσι 1892, τ. ΙΙ, σ. 180 κ.ε. σε Ι. Δημητρούκας, «Ενδείξεις για τη διάρκεια των χερσαίων ταξιδιών και μετακινήσεων στο Βυζάντιο (6ος – 11ος αιώνας)», Σύμμεικτα, τχ. 12 (1998), σ. 20.
[3] G. Da Costa-Louillet, «Note complementaire: S. Arsene et les pirates Scythes», Byzantion, τχ. 31 (1961), σ. 367-368.
[4] Α. Delatte, Les Portulans grecs, Bibl. Fac. Philos. et Lettres Univ. Liège 107, Liège – Paris 1947, σ. 203, P. Soustal J. Koder, Nikopolis und Kephallenia, Tabula Imperii Byzantini 3, Wien 1981, σ. 269, G. Da Costa-Louillet, «Note complementaire: S. Arsene et les pirates Scythes», ό.π., σ. 368-369. Ο Μάρμορας τα αναφέρει ως Τετράγια (Andrea Marmora, Historia di Corfu΄, Βενετία 1672, σ. 188).
[5] G. Da Costa-Louillet, «Note complementaire: S. Arsene et les pirates Scythes», ό.π., σ. 367-368.
[6] Αλεξίου Γ.Κ. Σαββίδη, Τα Βυζαντινά Επτάνησα 11ος–αρχές 13ου αιώνα, Το ναυτικό Θέμα Κεφαλληνίας στην υστεροβυζαντινή περίοδο, εκδ. Βιβλιοφιλία, Αθήνα 20072, σ. 13, του ιδίου, «Το Βυζαντινό ναυτικό Θέμα Κεφαλληνίας και οι Νορμανδοί την ενδέκατο και δωδέκατο αι.», στο βιβλίο: Πρακτικά του Ε΄ Διεθνούς Πανιόνιου Συνεδρίου, Αργοστόλι 1989, τ. 1, σ. 49, Σταματούλας Σ. Ζαπάντη, «Το Θέμα Κεφαλληνίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (8ος-12ος αιώνας), Κεφαλληνιακά Χρονικά, τχ. 6 (1992–1994), σ. 9–13, Γεωργ. Ν. Μοσχόπουλος, Ιστορία της Κεφαλονιάς, Αθήνα 20023, σ. 54 και P. Soustal J. Koder, Nikopolis und Kephallenia, ό.π., σ. 175–177.
[7] Οι αρχιεπίσκοποι του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τους μέσους χρόνους ονομάζονταν «αυτοκέφαλοι» και δεν ανήκαν στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη της επαρχίας αλλά σε εκείνην του Πατριάρχη. Από αυτόν, άλλωστε, χειροτονούνταν και το όνομά του μνημόνευαν [Χρυσόστομου Παπαδόπουλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, «Ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου», Θεολογία, τχ. 13 (1933), σ. 290].
[8] Jean Darrouzès, Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, εκδ. Institut Français d’ Études Byzantines, Paris 1981, σ. 55 και 274.
[9] Μαρία Λεοντσίνη, «Πολιτικές μεταβολές και εκκλησιαστική διοίκηση στο Ιόνιο (6ος-11ος αι.)», στο βιβλίο: Πρακτικά Ζ΄ Πανιονίου Συνεδρίου (Λευκάδα 26-30 Μαΐου 2002), Αθήνα 2004, τ. Α΄, σ. 456 και Gérard Walter, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο στον αιώνα των Κομνηνών (1081-1180), μετάφραση Κ. Παναγιώτου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2007, σ. 76.
[10] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Δημήτρης Δεληολάνης, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1998, σ. 67-69 και Ι. Δημήτρουκας, «Παρατηρήσεις σχετικά με το ταξίδι της επιστροφής του Λιουτπράνδου», Σύμμεικτα, τχ. 11 (1997), σ. 80.
[11] Βλ. σχετ. Διον. Α. Ζακυθηνού, «Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν των Βυζαντινώ κράτει», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τχ. 17 (1941), σ. 244 και Ηélène Ahrweiler, «Recherches sur l’ administration de l’ empire byzantin aux Ixe – Xie siècle», BCH, τχ. 84 (1960), σ. 51.
[12] Ήδη από τον 6ο αιώνα η Κεφαλονιά μαζί με τη Ζάκυνθο αποτελούσαν σταθμό ανεφοδιασμού του βυζαντινού στόλου με προορισμό τη Σικελία (Procopii Caesariensis opera omnia: De Bellis libri I-VIII, έκδ. J. HauryG. Wirth, Leipzig 1962, liber II, σ. 478).
[13] Βυζαντινά στρατεύματα στη Δύση (5ος-11ος αι.), Έρευνες πάνω στις χερσαίες και ναυτικές επιχειρήσεις: Σύνθεση και αποστολή των βυζαντινών στρατευμάτων στη Δύση, Ερευνητική Βιβλιοθήκη 5, Πρόγραμμα: Τράπεζα Πληροφοριών Βυζαντινής Ιστορίας, Συγγραφείς: Β. Βλυσίδου, Στ. Λαμπάκης, Μ. Λεοντσίνη, Τ. Λουγγής, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών, Αθήνα 2008, σ. 338, 347, 348, 371. «Για μία ναυτική αυτοκρατορία όπως η βυζαντινή, η κατοχή και ο έλεγχος της Σικελίας είχε πολύ μεγάλη σημασία∙ το νησί-κλειδί της Μεσογείου διαδραμάτιζε ένα διπλό ρόλο: α) συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τις δυτικές της κτήσεις και β) λειτουργούσε σαν προστατευτική ασπίδα για την Ιταλία και τις δυτικές ακτές της Ελλάδας» (Δ. Γκαγκτζής - Μαρία Λεοντσίνη - Αγγελική Πανοπούλου, «Πελοπόννησος και Νότια Ιταλία: Σταθμοί επικοινωνίας στη μέση βυζαντινή περίοδο», στο βιβλίο: Πρακτικά του Β΄ Διεθνούς Συμποσίου Η επικοινωνία στο Βυζάντιο, Κέντρο Bυζαντινών Ερευνών/Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1993, σ. 469-470).
[14] Προϋπόθεση για την ασφαλή μεταφορά βυζαντινών στρατευμάτων στην Ιταλία η εκκαθάριση των δυτικών θαλασσών της αυτοκρατορίας από τον αραβικό στόλο, γεγονός που επιτυγχάνεται από τον Βασίλειο Α΄ με την πραγματοποίηση μεγάλης ναυτικής εκστρατείας με στόλο αποτελούμενο από 140 πλοία και με επικεφαλής τον αραβογενή Νάσαρ. Ακολούθως, ο Νάσαρ κατευθύνεται στη Σικελία, όπου νικά τους Άραβες το 879 σε μεγάλη ναυμαχία στα νησιά Λιπάρες ενώ το 880 νικά και πάλι τους Άραβες κοντά στο νησί Στῆλαι (Βασιλική Ν. Βλυσίδου, «Αντιδράσεις στη δυτική πολιτική του Βασιλείου Α΄», ό.π., σ. 129.
[15] Βασιλική Ν. Βλυσίδου, «Προσέγγιση ή εχθρότητα με τη Δύση; Βυζάντιο και Ευρώπη τον 9ο και 10ο αιώνα», σ. 110-111, Αποθετήριο Ήλιος, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (http://helios-eie.ekt.gr/EIE/?locale=el)
[16] Jean - Marie Martin, «Η βυζαντινή Ιταλία (641-1071)», στο βιβλίο: Ο Βυζαντινός κόσμος, διεύθυνση Jean-Claude Cheynet, μετάφραση Αναστασία Καραστάθη, επιμέλεια Γιασμίνα Μωυσείδου Αργύρης Παπασυριόπουλος Άννα Μαραγκάκη, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2011, σ. 647-649, Vera von Falkenhausen, Untersuchungen über die byzantinische Herrschaft in Süditalien vom 9. bis ins 11. Jahrhundert, Βισμπάντεν 1967, σ. 67-68 και A. Guillou, «Geografia amministrativa del katepanato bizantino dItalia (IX-XIsec.)», Calabria bizantina, Reggio Calabria 1974, [=Culture et société en Italie byzantine (VIe-IXe s.), εκδ. Variorum Reprints, Λονδίνο 1978, αρ. ΙΧ].
[17] Ακριβώς στο πλαίσιο του αναβαθμισμένου ρόλου της Κέρκυρας φαίνεται ότι εντάσσεται ένα πρόγραμμα εξοπλισμού της, καθώς στην ίδια εποχή (10ος αι.) ανάγονται οχυρωματικά έργα ευρείας κλίμακας, όπως η ανέγερση στις δυτικές ακτές των κάστρων Αγγελόκαστρο και Γαρδίκι, σύμφωνα με ανακοίνωση σε διημερίδα (2010) της Εφορείας βυζαντινών αρχαιοτήτων Κερκύρας. Για τα κάστρα αυτά είχε διατυπωθεί παλιότερα η άποψη ότι κατασκευάστηκαν από τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1156-1180) (Γεωργίου Λινάρδου, Το Αγγελόκαστρο, Δημοσιεύματα Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1981, σ. 9). Συνεχίζοντας το συλλογισμό μας, θα μπορούσαμε να εντάξουμε στην ίδια περίοδο και άλλες οχυρώσεις της δυτικής ακτής, όπως το προϋποτιθέμενο Παλαιόκαστρο, στο χώρο που βρίσκεται σήμερα η μονή της Υ.Θ. Παλαιοκαστρίτισσας – Παλαιοκαστρίτσας και τα μεσαιωνικά τείχη της περιοχής «Πόρτο Τιμόνι» του Αφιώνα (βλ. σχετ. Παναγιώτα Τζιβάρα-Σπύρος Καρύδης, Η βιβλιοθήκη της Μονής Παλαιοκαστρίτσας Κερκύρας, εκδ. Ιερά Μονή Υ.Θ. Παλαιοκαστριτίσσης Κερκύρας [Πηγές και Μελετήματα αρ. 1], Αθήνα 2001, σ. 19 και  Γιώργος Κ. Σουρτζίνος, Κέρκυρα, ταξίδι στο χρόνο, εκδ. Ιστορική – Λαογραφική Εταιρεία Ελλάδος, Κέρκυρα 20063, σ. 118, 119, 121).
[18] Νικόλαος Σβορώνος, «Οικονομία – Κοινωνία», στο βιβλίο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Βυζαντινός Ελληνισμός – μεσοβυζαντινοί χρόνοι), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979, τ. Η΄, σ. 192-193.
[19] Νικόλαος Σβορώνος, «Οικονομία – Κοινωνία», ό. π., σ. 193. Βλ. σχετ. Angeliki Laiou, The economy history of Byzantium, εκδ. Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington 2002, σ. 281 και λήμμα sympatheia στο Oxford Dictionary of Byzantium (Alexander P. Kazhdan).
[20] Ιωάννου Σκυλίτση, Χρονογραφία, Νεοελληνική μετάφραση με τις μικρογραφίες του κώδικα της Μαδρίτης, εισαγωγή-μετάφραση Διονύσιος Ιω. Μούσουρας, πρόλογος Αγαμέμνων Τσελίκας, εκδόσεις Μίλητος, σ. 392-393 και Νικόλαος Σβορώνος, «Οικονομία – Κοινωνία», ό. π., σ. 195-196.
[21] Νικόλαος Σβορώνος, «Οικονομία – Κοινωνία», ό. π., σ. 190.
[22] Αλκμήνης Σταυρίδου – Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», Βυζαντινά, τχ. 11 (1982), σ. 23, 32.
[23] Jean-Claude Cheynet, «Η αυτοκρατορική διοίκηση», στο βιβλίο: Ο Βυζαντινός κόσμος, διεύθυνση Jean-Claude Cheynet, μετάφραση Αναστασία Καραστάθη, επιμέλεια Γιασμίνα Μωυσείδου, Αργύρης Παπασυριόπουλος, Άννα Μαραγκάκη, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2011, τ. Β΄, σ. 230.
[24] Jean-Claude Cheynet, «Η αυτοκρατορική διοίκηση», ό.π., σ. 253.
[25] Νικήτας Χωνιάτης (έκδοση Van Dieten), σ. 72-73, P. Soustal J. Koder, Nikopolis und Kephallenia, ό.π., σ. 178-179, Δημήτριος Τσουγκαράκης, «Η βυζαντινή Κορυφώ: Κάστρον ή πόλις», Ανάτυπο από τα Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Κέρκυρα 2-25 Μαΐου 1998 Κέρκυρα, μία μεσογειακή σύνθεση: νησιωτισμός, διασυνδέσεις, ανθρώπινα περιβάλλοντα, 16ος -19ος αι., Κέρκυρα 1998, σ. 225-226, Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 213 και Αλεξίου Γ. Κ. Σαββίδη, Τα βυζαντινά Επτάνησα 11ος – αρχές 13ου αιώνα, Το ναυτικό θέμα Κεφαλληνίας στην υστεροβυζαντινή περίοδο, ό.π., σ. 36-39.
[26] André Guillou, Ο βυζαντινός πολιτισμός, μετάφραση Paolo Odorico - Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σ. 173.
[27] Πολύμνιας Κατσώνη, «Η μισθοδοσία των στρατηγών των θεμάτων. Προβλήματα και ερμηνείες», Βυζαντινά, τχ. 22 (2001), σ. 206.
[28] Αλκμήνης Σταυρίδου – Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», Βυζαντινά, τχ. 11 (1982), σ. 41-42.
[29] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, ό. π., σ. 76-69.
[30] Δημήτριος Τσουγκαράκης, «Η βυζαντινή Κορυφώ: Κάστρον ή πόλις», ό. π., σ. 223 και Μαρία Λεοντσίνη, «Πολιτικές μεταβολές και εκκλησιαστική διοίκηση στο Ιόνιο (6ος-11ος αι.)», ό. π., σ. 466. Εξάλλου, το διάστημα των εννέα ετών, που μεσολαβεί, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, αν δεχτούμε για το στρατηγό τη συνηθισμένη ανανέωση της θητείας του, η οποία φαίνεται ότι ήταν καταρχήν τετραετής. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν μεσολαβούσε κάποιο αρνητικό γεγονός στη θητεία του, συνέβαινε ανάκληση ή ανατροπή του στρατηγού (Πολύμνιας Κατσώνη, «Η μισθοδοσία των στρατηγών των θεμάτων. Προβλήματα και ερμηνείες», ό.π. σ. 209).

Related Posts with Thumbnails