© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Rafael Alberti: [ΟΚΤΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ] (Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης)


ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ

Της θάλασσας και τ’ ουρανού κουρσάρος,
κι άμα δεν ήμουνα, θε να γινώ.

Αν την αυγή δεν έκλεψα των θαλασσών,
αν δεν την έκλεψα,
θε να την κλέψω.

Της θάλασσας και τ’ ουρανού κουρσάρος,
επάνω σ’ ένα αντιτορπιλικό,
μ’ έξι γεροδεμένους ναύτες
βάρδια ν’ αλλάζουνε, τρεις-τρεις.

Αν την αυγή δεν έκλεψα των ουρανών,
αν δεν την έκλεψα,
θε να την κλέψω.


ΜΑΔΡΙΓΑΛΙ ΤΗΣ ΧΙΟΝΑΤΗΣ

Στη θάλασσα έφυγε η Χιονάτη
μα θα 'χει λιώσει τώρα πια!

Χιονάτη, άνθος του Βορρά,
στη θάλασσα έφυγε του Νότου,
να λούσει το κορμί της.
Μα θα 'χει λιώσει τώρα πια!

Χιονάτη, άσπρη και ψυχρή,
γιατί στη θάλασσα έχεις φύγει
να λούσεις το κορμί σου;

Μα θα ' χεις λιώσει τώρα πια!


ΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕ Η ΦΩΝΗ ΜΟΥ ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ

Αν πέθαινε η φωνή μου στη στεριά
φέρτε την δίπλα στη θάλασσα
κι αφήστε την στην ακρογιαλιά.

Φέρτε την δίπλα στη θάλασσα
και βάλτε την καπετάνισσα
σε κάτασπρο πολεμικό καράβι.

Ω η φωνή μου παρασημοφορεμένη
με το παράσημο το ναυτικό:
μ’ άγκυρα επάνω στην καρδιά,
κι άστρο την άγκυρα επάνω,
και πάνω το άστρο ο άνεμος,
πάνω στον άνεμο το ιστίο!


ΑΠΟ ΤΟ GUMIEL DE HIZAN
ΣΤΟ GUMIEL DEL MERCADO


Κάτω απ’ τη μαύρη λεύκα, αγάπη μου,
κάτω απ’ τη μαύρη λεύκα, όχι.
Μα στα ριζά της λεύκας, ναι,
της κάτασπρης και πράσινης λεύκας.
Κάτασπρο φύλλο εσύ,
πράσινο φύλλο εγώ.


ΝΤΕΛΑΛΗΜΑ

Σύννεφα εγώ πουλώ χρωματιστά:
σύννεφα στρόγγυλα και πορφυρά
για ν’ απαλύνουνε τη ζέστα!

Νέφη πουλώ μενεξεδιά
και ρόδινα, τις χαραυγές πουλώ
και τα χρυσά τα δειλινά!

Τον κίτρινο αυγερινό
που μάζεψα απ’ το πράσινο κλωνάρι
ροδακινιάς ουράνιας, πουλώ!

Πουλώ το χιόνι και τη φλόγα μου
κι ακόμα το τραγούδι μου πουλώ!


Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ

Παρθένες με αλφάδια
και διαβήτες, αγρυπνώντας
μπροστά στους ουράνιους μαυροπίνακες.
Και ο άγγελος των αριθμών,
στοχαστικός, πετώντας
από το 1 στο 2, από το 2
στο 3, από το 3 στο 4.
Κρύες κιμωλίες και σφουγγάρια
χάραζαν κι έσβηναν
το φως από τα διαστήματα.
Μήτε ήλιος, ή φεγγάρι, μήτε άστρα,
μήτε το αιφνίδιο πρασίνισμα
της αχτίδας και η αστραπή,
μήτε ο αγέρας. Μονάχα καταχνιές.
Παρθένες δίχως διαβήτες, κλάιγοντας.
Και στους νεκρούς τους μαυροπίνακες,
ο άγγελος των αριθμών
χωρίς ζωή, σαβανωμένος
επάνω στο 1 και στο 2
επάνω στο 3 και στο 4…


ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ

Χώματα, χώματα, χώματα της Ισπανίας,
μεγάλες, μοναχικές, ερημικές πεδιάδες.
Κάλπαζε, άλογο λευκοπόδαρο,
καβαλάρη του λαού,
στον ήλιο και στη σελήνη.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα!
Σα μια καρδιά ηχεί, αντηχεί, αντηχεί
η γη της Ισπανίας στις οπλές.
Κάλπαζε, καβαλάρη του λαού,
άλογο λευκοπόδαρο,
αλογο αφρισμένο.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα.
Κανένας, κανένας, κανένας, γιατί κατάντικρυ δεν υπάρχει κανένας
γιατί ο θάνατος δεν είναι κανένας αν πορεύεται πάνω στο υποζύγιό σου.
Κάλπαζε, άλογο λευκοπόδαρο,
καβαλάρη του λαού,
γιατί δική σου είναι η γη.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα.

GALOPE

Las tierras, las tierras, las tierras de España,
las grandes, las solas, desiertas llanuras.
Galopa, caballo cuatralbo,
jinete del pueblo,
al sol y a la luna.
¡A galopar,
a galopar,
hasta enterrarlos en el mar!
A corazón suenan, resuenan, resuenan
las tierras de España, en las herraduras.
Galopa, jinete del pueblo,
caballo cuatralbo,
caballo de espuma.
¡A galopar,
a galopar,
hasta enterrarlos en el mar!
Nadie, nadie, nadie, que enfrente no hay nadie;
que es nadie la muerte si va en tu montura.
Galopa, caballo cuatralbo,
jinete del pueblo,
que la tierra es tuya.
¡A galopar,
a galopar,
hasta enterrarlos en el mar!


ΣΤΟΝ ERNESTO CHE GUEVARA

Σε γνώρισα παιδί
Εκεί κάτω στην πεδιάδα της Κόρδοβας στην Αργεντινή,
παίζοντας ανάμεσα στα καλαμπόκια και στις λεύκες
στις αγελάδες των παλαιών στάβλων και στους στρατοκόπους…
Δεν σε ξαναείδα, ως την ημέρα που έμαθα
πως ήσουν ένα φως καταματωμένο, ο βορράς,
αυτό το άστρο
που πρέπει κάθε στιγμή να το καθηλώνουμε
για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε.


Ρώμη, Οκτώβριος 1970
Related Posts with Thumbnails