Κοντά
μου
ἔλα
στή
Σκουόλα
Γκράντε
τοῦ
Σάν
Ρόκκο
μαθητούδι
-θά
σέ
ἀγαπῶ
μή
σέ
μέλλει-
νά
μάθεις
ἐπιτέλους πῶς
νά
μή
χύνεις
χρώματα
στά
χώματα
πῶς
ὁ
προστάτης
ἅγιος
γλιτώνει
ἀπ’
τήν
πανώλη
ἤ
τό
γιατί
τόσο
συχνά
παραλογᾶνε
οἱ
καμπάνες
ἐδῶ
ἄντε
μετά
νά
σοῦ
δείξω
καί
τόν
Ἄνθρωπο
στή
Σάλα
(τό
πῶς
ἀντέχει
δακτυλοδεικτούμενος
ἄλλου
παπᾶ-)
ὡστόσο
μή
σκεφτεῖς
κακόμοιρε
νά
κλέψεις
τέχνη
γιατί
σέ
βγάνω
εὐθύς
στό
πλάτωμα
νά
μαζεύεις
ὑπογραφές
ἐπί
χρήμασι
γιά
πᾶσα
νόσο.
[Πρόκειται για ένα από τα "Επτά Βενετσιάνικα Ποιήματα" του Παναγιώτη Καποδίστρια, από την ποιητική συλλογή Ο αρχαίος Αγροφύλαξ, εκδ. Γαβριηλίδης 2007]