Copyright φωτογραφίας: ΠΟΡΦΥΡΗΣ
- Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;
Μου το είπε δύο τρεις φορές, μετά με έσπρωξε και παίρνοντας τη θέση μου με θρασύτητα, παρήγγειλε φρέντο καπουτσίνο στην χαμογελαστή ξανθιά με τα μαύρα φρύδια. Άφησε δέκα ευρώ. Η ξανθιά έσκυψε να πάρει το χρήμα με νάζι. Ευχαρίστησε αγγλιστί και έδειξε λίγο από το στήθος της. Όσο επέτρεπε το μπουστάκι της.
- Εσείς;
- Το ίδιο, τόλμησα να ψελλίσω.
Με σέρβιρε πρόχειρα, απαξίωσε το ελάχιστο φιλοδώρημα και γύρισε να πλύνει τα άπλυτα.
Από απόσταση κοιτούσα τον υπέρβαρο νέο.
Περιστοιχισμένος από ημίγυμνες καλλονές και υπηρέτες. Γέλια και κακό στην παραλία. Ήπιε τον καφέ, πέταξε το ποτηράκι επιδεικτικά και σαν από ταινία ο διπλανός του πρόστρεξε τείνοντάς του ένα τεράστιο αναμμένο πούρο. Πήρε μια δύο ρουφηξιές. Με την κίνηση του χεριού του έδειξε ότι φτάνει. Ο άλλος έσκυψε πήρε το πλαστικό και με το πούρο στο χέρι με πλησίασε.
Τρόμαξα. Το κατάλαβε και μου χαμογέλασε. Ανακουφίστηκα. Πέταξε στο καλαθάκι τα άχρηστα και με γέλιο μου θύμισε:
- Ξέρεις ποιος είναι αυτός;
Έγνεψα όχι.
- Είναι πλούσιος. Έχει πολλά λεφτά. Κάνει ό,τι θέλει.
- Στην Ελλάδα ζούμε, συμπλήρωσα.
- Το έχεις!
- Δεν έχω τίποτα, μισθωτός..., τού απάντησα.
- Και εγώ, μού είπε εμπιστευτικά.
- Δε λες που έχουμε δουλειά…
Με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
- Κουράγιο, είπε με στόμφο και ξεκαρδίστηκε μόνος του.
Εγώ το είχα πάρει στα σοβαρά. Έπρεπε να σώσουμε τον τόπο. Δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια και ο καθένας έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες του. Γι’ αυτό δεν μίλησα, όταν έκαναν τις περικοπές στα επιδόματα. Ούτε όταν κατάργησαν τα δώρα και ξανά τα επιδόματα. Τι να πω; Να βγω στους δρόμους και να κάνω περισσότερο κακό στην εθνική οικονομία; Τώρα μάλιστα που ήταν και η τουριστική περίοδος; Έγκλημα. Έβαλα πιπέρι στις σκέψεις μου εν τη γενέσει. Θα ζοριστούμε και θα τα καταφέρουμε. Όλοι μαζί θα γράψουμε ξανά έπος. Οι Έλληνες άλλωστε ποτέ δεν υπέκυψαν. Περηφάνια και φρέντο με κράτησαν όρθιο. Φρένο δεν είχαμε όμως και όσο κι αν ήθελα να το δω αισιόδοξα, αυτή η κατηφόρα των τελευταίων μηνών είχε αναγάγει σε μοναδική πολυτέλεια τον καφέ σε πλαστικό στην παραλία. Ευτυχώς που ζούσα επαρχία. Φυσούσα μπουρμπουλήθρες στο ποτηράκι για να πλουτίζω το περιεχόμενο και να κρατήσει περισσότερο. Τι το ’θελα όμως;
Άρχισα να σκέφτομαι την βενζίνη που έτρεχε ανελέητα. Χωρίς το αμάξι μου όμως. Δεν βαριέσαι, ποδήλατο. Είναι και οικολογικό. Κι αν δεν υπάρχει; Πράσινα άλογα. Όλα πράσινα. Κύπελο, πρωτάθλημα, ενέργεια, ανάπτυξη, το κορίτσι μου και λίγο θάλασσα. Ανατρίχιασα. Έβλεπα παντού διαφήμιση του ΕΟΤ. Θα πήξουμε στους τουρίστες και θα ξοφλήσουμε το χρέος. Ο Θεός της Ελλάδας δεν θα μας αφήσει έτσι. Άσε που μπορεί να πάρουμε και το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Τι Βραζιλία και Αργεντινή. Η χώρα μας φιγουράρει πρώτη πιο ψηλά και από την Βενεζουέλα στα επιτόκια.
Κοίταξα με συμπάθεια τον ευτραφή ανάγωγο. Ξεδίνει ο άνθρωπος. Επιχειρηματίας θα είναι. Ατέλειωτες ώρες ευθύνης και στο κάτω - κάτω αυτός παράγει. Τώρα τι; Φουρκέτες, πλαστικά καθικάκια, πιρούνια; Μάλλον όχι στον τόπο όλα είναι εισαγόμενα. Οι πλούσιοι αυτής της χώρας δεν κάνουν, έχουν. Από πού; Χαζό ερώτημα. Γενικά έχουν αφορολόγητα. Κάνουν όμως χορηγίες. Στον πολιτισμό κυρίως. Τηλεοπτικά σόου, καλλιστεία, ποδοσφαιρικές ομάδες, χάπενινγκ, καλοκαιρινά πάρτυ, πισίνες, προωθήσεις συμφερόντων, ξέπλυμα χρημάτων προς όφελος της δημόσιας υγείας, προαγωγές πάσης φύσεως, εγγυήσεις, δάνεια, offshore εταιρείες, παραγωγές φούσκας.
Μπλουφ! Έκανε η μπουρμπουλήθρα στον καφέ. Λερώθηκα στο πρόσωπο και έκανα να σκουπιστώ. Έβγαλα το μαύρο γυαλί. Ήμουν χωρίς προστασία στον ήλιο της μεσογείου. Κόντεψα να τυφλωθώ από το φως.
- Εσύ τι ακριβώς κάνεις; ρώτησα τον παρατρεχάμενο.
- Υπεύθυνος πούρου, είπε και έτρεξε με επαγγελματική συνέπεια στο αφεντικό του.
- Τον αναπτήρα μου, τού φώναξα.
- Για την πατρίδα ρε γαμώτο, μού είπε και έμεινα με το τσιγάρο σβηστό στο στόμα.
«Κέρδος», σκέφτηκα. Οι έμμεσοι φόροι το είχαν κάνει και αυτό τρελή πολυτέλεια.