(Μιὰ
ἐπίσκεψη στὸ περισπούδαστο Ἐκ Φαναρίου 1, τοῦ ἁγίου Πέργης κ. Εὐαγγέλου)
Κοντὰ μισὸ αἰῶνα μᾶς συντροφεύει τὸ βιβλίο αὐτό. Φέρει τὸν τίτλο: «Εὐαγγέλου
Γαλάνη, Μεγάλου Ἀρχιδιακόνου, Ἐκ
Φαναρίου..., Ἀθῆναι 1968, σ.σ. 334 κ’ εἶναι μιὰ κοσμηματοθήκη μὲ διαλεχτοὺς
λόγους, λόγους ποιητικούς, μυρωμένους μὲ τὶς εὐωδιὲς τῆς Πολίτικης τῆς Ἄνοιξης
καὶ ὄχι μόνο, ποὺ κατανύσσουν τὴν ψυχή, τῆς χαρίζουν παραμυθία καὶ φῶς, τῆς
ξεδιπλώνουν τὶς ἔγνοιες καὶ μετὰ τὴ στολίζουν. Τὴ στολίζουν μὲ λόγια ποὺ δὲ
γεράζουν, δὲν ρυτιδιάζουν τὸ εἶναι, ἀλλὰ τὸ ἀναθάλλουν καὶ τὸ φροντίζουν, ὥστε
νὰ ἀποσείει ἀπό πάνω του τὸ ἔνδυμα τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς ραθυμίας καὶ νὰ
ντύνεται τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ἡ Ποίηση, αὐτὴ ἡ θεοφιλὴς προσφορά, χαρίζει. Ἡ Ποίηση, βαφτισμένη μέσα στὴ
μακραίωνη παράδοση τῆς Ρωμιοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ξέρουν νὰ φροντίζουν
τὸ καθένα καὶ νὰ τὸν ἀγκαλιάζουν μὲ τρυφερότητα.
Μέρες Μεγαλοβδομαδιάτικες,
λοιπόν. Ποὺ τὶς συντροφεύουν τὰ εὐφρόσυνα καὶ ἀείφωτα κείμενα τοῦ Πολίτη Ἀρχιερέως
καὶ λόγίου.
Καὶ τὶ νὰ νὰ πρωτοσυνάξει κανείς
γιὰ νὰ τὸ προσφέρει στὸν ἀναγνώστη ὡς τὸ ἀντίδωρο στὴ Λειτουργιά, τὸ βαγιόκλαδο
τῶν Βαΐων, τὸ εὔοσμο ἄνθος στὸν Ἐπιτάφιο. Ὅλα εἶναι γραμμένα μὲ συνείδηση τῆς ἀποστολῆς
τοῦ σεπτοῦ Γέροντος, μὲ τὴ συγκίνηση καὶ τὸ δέος ποὺ ἀποπνέουν οἱ ἡμέρες αὐτές,
μὲ τὴ βαρειὰ κληρονομιὰ ποὺ στέκει πίσω του, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν λογίων.
Κληρονομιὰ ποὺ ἐξάπαντος διδάσκει καὶ νουθετεῖ. Ἄς τὸν παρακολουθήσουμε μὲ ὁδηγὸ
τὴ σιωπὴ καὶ τὴν εὐλάβεια. Τὰ χαρισματικὰ δῶρα τῆς Ἑβδομάδος αὐτῆς.
«Ὁ Κύριος μπῆκε στὴν ὥρα τῆς
Θεώσεώς Του. Περπατεῖ ἐπάνω στὶς στιγμὲς τοῦ ἠθικοῦ μεγαλείου Του. Μὲ βασανίζει
ἡ ἁμαρτία μου. Προχωρῶ στὸ θάλαμο τῆς Δόξης Του μὲ τὸν ὑμνωδὸ τοῦ Καθίσματος τῆς
Μεγάλης Τ ρίτης, μὲ τὴν ἡρωίδα τῆς ἡμέρας.
Ἀπὸ κεῖ εὐωδιάζει ἡ δύναμι τῆς ἀναμαρτησίας. Ἀπὸ δῶ δακρύζει μιὰ ὕπαρξις “δυσώδης καὶ βεβορβορωμένη”. Πόσες σκηνές, πόσες πράξεις ἔχει
αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς ζωῆς; Ἄραγε κάποτε θὰ κλείση
ἡ αὐλαία; Ψάλτε χοροὶ τῆς ζωῆς: “Μὴ
ἀπώσῃ με, μηδὲ βδελύξῃ, Θεέ μου”» ( σ. 80).
«Τὸν καθένα χωριστὰ κοιτάζει ἀπόψε
ἡ εἰκόνα τοῦ Νυμφίου. Ἀτενίζει τὴ γῆ, μὲ βαθειὰ σημασία. Θέλει νὰ “ἀναβιβάσῃ
εἰς ὕψος ἀνθρώπινον”. Μέσα στὸ ἀπόβραδο, ὅπου
κατακάθεται τὸ φλογισμένο αἴσθημα καὶ συνάισθημα, ὁ νοῦς καταγίνεται καὶ
συντρέχει γιὰ μιὰ τοπική, χρονικὴ κι ἐκούσια ἐξαΰλωση τοῦ φρονήματος τῆς
σάρκας. Συμπαραστέκει ἡ μυστικοπάθεια τοῦ Ὀρθόδοξου Ναοῦ... Ἡ Ἐκκλησία
κάμνει ἕνα μεγάλο ἔργο. Ζητεῖ τὴ συντριβὴ κὰι δίνει χάρι. Προκαλεῖ τὴ μετάνοια
καὶ ἐξαγγέλλει Πάσχα» (σελ. 83).
«Μέσα ἀπό τὰ πάθη ἡ ψυχή μας
βγάζει φωνὴ γλυκειά. (Γιατὶ) ἀπό τὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ ξεπήδησε μιὰ ἄφθαρτη ἀπολύτρωσις»
(σελ. 84-85). Κι ἄλλα πολλὰ ποὺ δὲν ἔχουν τελειωμό, ὅπως τελειωμὸ δὲν ἔχει κι ὁ
φωτεινὸς λόγοςτοῦ Σεβασμιωτάτου, λόγος ἐκ Φαναρίου προερχόμενος, τῆς Μητρὸς
Μεγάλης Ἐκκλησίας λόγος, μὲ σταυροαναστάσιμο μέλλος εἰπωμένος, ποὺ πίσω του
φέρει μιὰ βαρειὰ κληρονομιά, ἀψευδῆ καὶ συνάμα ἱεροπρεπῆ καὶ ἔνδοξο.
Μακάριοι ὅσοι κοινωνοῦν αὐτὸ τὸν
λόγο, τὸν θεολογικὸ καὶ παραλλήλα ντυμένο τὴν πορφύρα τῆς ποίησης, τοῦ λυρικοῦ
στοχασμοῦ, καὶ τῆς προσευχητικῆς διάθεσης λόγου.
Πολλὰ τὰ ἔτη Σας, Σεβασμιώτατε,
πολυχρονεμένεςκι οἱ γραφὲς Σας!